Κάποτε ὁ ᾿Αββᾶς Δανιὴλ πῆγε μὲ τὸ μαθητή του στὴν ᾿Αλεξάνδρεια κι ἐνώ βρισκόταν
ἐκεῖ συνέβη τὸ ἑξῆς γεγονός.
Κάποιος Μοναχὸς τοῦ Δεκάτου ᾿Ογδόου τῆς ᾿Αλεξάνδρειας εἶχε γιό,ποὺ πῆρε γιὰ γυναίκα μία κόρη δεκαοχτὼ χρόνων.
῎Εμεινε λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸ γιό του,ὁ ὁποῖος ἦταν ψαράς.
῾Ο ἐχθρὸς ὅμως τῶν Χριστιανῶν καὶ τῶν ψυχῶν μας,
ὁ διάβολος,
διέγειρε σαρκικὸ πόλεμο στὸ γέροντα γιὰ τὴ νύφη του καὶ ζητοῦσε εὐκαιρία νὰ κοιμηθεῖ μαζί της καὶ δὲν ἔβρισκε.
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ τὴ φιλάει συχνά,καὶ ἡ κόρη τὸν ἀνεχόταν σὰν πατέρα.Μία ἡμέρα ἦρθαν ψαράδες,πρὶν ἀκόμα ξημερώσει, καὶ φωνάζουν τὸ νέο γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ψάρεμα.῞Οταν ἔφυγε ὁ νέος,ὁ πατέρας ἐπιτέθηκε στὴ νύφη του.Τοῦ λέει τότε ἡ κόρη:«Τί εἶναι τοῦτο πατέρα;Πήγαινε καὶ κάνε τὸ σταυρό σου,γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἔργο διαβολικό».Αὐτὸς ὅμως δὲ δεχόταν νὰ φύγει.Πάλεψε γιὰ πολύ,μὰ ἡ κόρη δὲν τὸν δεχόταν.Πάνω ἀπὸ τὸ κρεββάτι κρεμόταν τὸ σπαθὶ τοῦ γιοῦ του· θέλοντας λοιπὸν νὰ τὴ φοβίσει,βγάζει τὸ σπαθὶ ἐναντίον της καὶ λέει:«῎Αν δὲ μὲ ὑπακούσεις,θὰ σὲ χτυπήσω μὲ αὐτὸ τὸ σπαθί».Αὐτὴ τοῦ ἀπάντησε:«Καὶ κομμάτι-κομμάτι νὰ γίνω,αὐτὸ τὸ παράνομο πράγμα δὲν τὸ κάνω ποτέ».
᾿Οργίστηκε λοιπόν,καὶ μὲ μανία χτυπᾶ ξαφνικὰ μὲ τὸ σπαθί,κατακυριευμένος ἀπὸ τὸ διάβολο, καὶ πετυχαίνει τὴν κόρη στὴ μέση,κόβοντάς την στὰ δύο.Καὶ ἀμέσως τὸν τύφλωσε ὁ Θεὸς καὶ γύριζε ψάχνοντας τὴ θύρα χωρὶς νὰ τὴ βρίσκει.῞Οταν ξημέρωνε,ἔρχονται ἄλλοι ψαράδες ζητώντας τὸ νέο.Τοῦ φώναξαν καὶ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:«Πῆγε νὰ ψαρέψει·ὅμως ποῦ εἶναι ἡ θύρα,γιατὶ δὲ βλέπω».Τοῦ λένε: «᾿Εδῶ εἶναι».᾿Αφοῦ ἄνοιξαν καὶ μπῆκαν,βλέπουν τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔγινε.Τοὺς λέει τότε: «Συλλάβετέ με καὶ παραδῶστε με,γιατὶ ἔκανα φόνο».Τὸν συνέλαβαν λοιπὸν καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως.Ο ἄρχοντας ἔκανε ἀνακρίσεις, ἔμαθε ἀπὸ αὐτὸν ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν θανάτωσε μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια.Ύστερα ἀπὸ αὐτά,ὁ ᾿Αββᾶς Δανιὴλ λέει στὸ μαθητή του: «Πᾶμε νὰ δοῦμε τὸ λείψανο τῆς κόρης».῞Οταν ἔφτασαν στὸ Δέκατο ῎Ογδοο τῆς ᾿Αλεξάνδρειας,οἱ Πατέρες καὶ οἱ Μοναχοὶ τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ ᾿Αββᾶς Δανιὴλ καὶ πῆγαν νὰ τὸν συναντήσουν.Καὶ τοὺς λέει ὁ Γέροντας: «Κάνετε εὐχή,Πατέρες.Τὸ λείψανο τῆς κόρης δὲν πρόκειται νὰ ταφεῖ παρὰ μόνο μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες».Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς γόγγυζαν,ἐπειδὴ εἶπε νὰ θαφτεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες γυναίκα,καὶ μάλιστα σκοτωμένη.
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς λέει:«Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι ᾿Αμμᾶ (ἀντίστοιχο τοῦ ᾿Αββᾶ) δική μου καὶ δική σας,γιατὶ πέθανε γιὰ χάρη τῆς σωφροσύνης».Τότε λοιπὸν ἔπαψαν νὰ ἀντιλέγουν στὸ Γέροντα καὶ τὴν ἔθαψαν μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες.Καὶ ὁ Γέροντας ἀφοῦ ἀσπάστηκε τοὺς Πατέρες,ἐπέστρεψε μαζὶ μὲ τὸ μαθητή του στὴ Σκήτη.Κάποια ἡμέρα ἕνας ἀδελφὸς τῆς Σκήτεως πολεμήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας,κι ἐπειδὴ ἡ ἐνόχληση ἦταν σφοδρή,πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν ἀββᾶ Δανιήλ.Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πήγαινε στὸ Δέκατο ῎Ογδοο τῆς ᾿Αλεξάνδρειας καὶ μεῖνε πάνω στὸ κοιμητήριο τῶν Πατέρων καὶ πές· ὁ Θεὸς τῆς Θωμαΐδος βοήθησέ με καὶ ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς πορνείας.Καὶ ἐλπίζω στὸ Θεὸ,ὅτι θ᾿ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸν πειρασμό».
῾Ο ἀδελφός,λοιπόν,παίρνοντας τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντα,πῆγε στὸ Δέκατο ῎Ογδοο κι ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε.᾿Επέστρεψε στὴ Σκήτη μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Γέροντα λέγοντας: «Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς εὐχές σου,δέσποτα, ἐλευθερώθηκα ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς πορνείας».Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:«Πῶς ἐλευθερώθηκες; ».Λέει ὁ ἀδελφός: «῎Εκανα μόνο δώδεκα μετάνοιες καὶ ξάπλωσα πάνω στὸ κοιμητήριο καὶ κοιμήθηκα.῎Ερχεται λοιπὸν μιὰ κόρη καὶ μοῦ λέει· ᾿Αββᾶ,Αββᾶ,πᾶρε αὐτὴ τὴν εὐλογία καὶ πήγαινε στὸ κελλί σου.Καὶ μόλις πῆρα τὴν εὐλογία,ἀμέσως ἀνακουφίστηκα ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ κατάλαβα ὅτι ἐλευθερώ- θηκα.Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ εὐλογία,δὲ γνω-ρίζω».Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας: «Τέτοια λοιπὸν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἔχουν ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωφροσύνη».
Απὸ τὸ βιβλίο:
«῾Ο ἀββᾶς Δανιὴλ τῆς Σκήτεως»
σελίδες 29-33
Έκδοση «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας»
Θεσσαλονίκη 1988
Αντιγραφή από το Ιστολόγιο της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου