Τοιαύτη ην η διδασκαλία του Αρείου, ην ώφειλoν να καταπολεμήσουν οι οπαδοί της Ορθοδόξου Πίστεως,
και τοιούτος
ο λόγος της συγκροτήσεως της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου.
Οποία δε η διδασκαλία των Πατέρων και πόσον σοφώς συνδυάζει τας δύο αληθείας
τας εν τε τω Ιουδαϊσμώ και τω Εθνισμώ ταύτην εκθέτομεν εν τοις εφεξής.
Εις την ανάμιξιν των εκ του Ιουδαϊσμού και του Εθνισμού ειλημμένων στοιχείων του ψεύδους,
ην παριστά ο Αρειανισμός, έπρεπε να αντιταχθή η γνησία περί Θεού χριστιανική έννοια,
ήτις είναι η αληθής υψηλοτέρα ενότης των εν τω Ιουδαϊσμώ και τω Εθνισμώ
περιεχομένων στοιχείων της αληθείας. Την γνησίαν ταύτην περί Θεού έννοιαν
της Χριστιανικής θρησκείας
ανέπτυξε κατά του Αρειανισμού, πρώτος o Αθανάσιος, έπειτα δε και άλλοι επίσημοι Πατέρες,
ιδίως ο Ναζιανζηνός Γρηγόριος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπερενίκησαν
την πανθεϊστικήν και διϊστικήν αρχήν αναχθέντες εις εσωτερικάς εν τω Θεώ διακρίσεις.
Ο Αθανάσιος ορμάται εκ της αρχής,οτι ο Θεός,ως Θεός ζων, θέλει να αποκαλύπτη εαυτόν εν όλη τη δόξη αυτού.
Ο δε άνθρωπος χρήζει του Θεού και είναι επιδεκτικός αυτού,ο ανθρώπινος λόγος έχει πόθον προς τον αρχέτυπον λόγον,προς κοινωνίαν μετά του Θεού και προς γνώσιν της ουσίας αυτού,δυνάμεθα δε να έχωμεν άμεσον κοινωνίαν προς αυτόν,εάν ο Θεός θέλη να έχη κοινωνίαν προς ημάς. Εν τω Χριστώ και Αγίω Πνεύματι περιέχεται η πλήρης αποκάλυψις της αληθείας και η πλήρης αυτομετάδοσις του Θεού,ίνα δε ο Χριστός ήνε πλήρης αποκαλύψεως της αληθείας,ανάγκη να ήνε ο εν τω Χριστώ ενανθρωπήσας Λόγος της αυτής ουσίας προς τον Θεόν επίσης τέλειος,ως ο Πατήρ, διότι άλλως δεν ήθελεν είναι αποκεκαλυμμένη η πλήρης αλήθεια, καθ' όσον ο αποκαλύπτων δεν ήθελε περιέχει όλην την αλήθειαν, το δε Άγιον Πνεύμα δεν ήθελε προσάγει ημάς προς τον Θεόν, αν δεν ήτο Θεός,διότι ουχί μετά τινος κτίσματος ή περιωρισμένου όντος πρέπει να συναφθώμεν, αλλ' αμέσως μετ' αυτού του Θεού.
Ο Αθανάσιος και οι μετ' αυτόν επίσημοι Πατέρες της τετάρτης 100ρίδος αποδέχονται,ότι ο Θεός πρέπει αναγκαίως να ήναι εν εαυτώ ζων,όπως δυνηθή να προέλθη εξ αυτού ό κόσμος. Οθεν κατ' αυτούς ψευδής είναι εκείνη η περί Θεού έννοια, καθ' ην ούτος είναι υπερβατικόν μόνον όν,διότι κατ' αυτούς, ο Θεός είναι αίδιος ζωή και κίνησις. Αλλ' ίνα ήναι ο Θεός αίδιος ζωή και κίνησις, πρέπει να έχη εσωτερικάς διακρίσεις εν εαυτώ άνευ δε εσωτερικών διακρίσεων ο Θεός, κατά τον Άγιον Αθανάσιον δεν ήθελε δύνασθαι ουδ έξ εαυτού έχει ύπαρξιν. Kατ' αυτόν η θεία πηγή ουδέποτε είναι ξηρά,εις δε το φως αυτού ουδέποτε ελλείπει η λάμψις αυτού, ο δε Θεός δεν είναι άγονος και άνευ παραγωγής εν εαυτώ, διότι άλλως έπρεπεν εξ ανάγκης να ήναι και ανενέργητος,και ουδέν ήθελε δυνηθή να δημιουργήση. Eπειδή δε ο Θεός εν εαυτώ είναι παραγωγική ζωή,είναι και δημιουργικός εκτός εαυτού,κατά πρώτον δε παράγει αϊδίως εαυτόν, διότι ο Θεός είναι αίδιος αιτιότης εαυτού, καθ' όσον είναι αίτιον και αιτιατόν συγχρόνως δε,καθ' όσον ο Θεός είναι εν εαυτώ η αίδιος κίνησις και ζωή, δύναται να παραγάγη τον κόσμον.
Ταύτην την εν τω Θεώ αιτιότητα εαυτού, ης ένεκα αυτός είναι αίτιον και αιτιατόν, εφαρμόζει ο Άγιος Αθανάσιος εις τας εν τω Θεώ υποστατικάς διακρίσεις. Το μεν εν τη Θεότητι αίτιον η Εκκλησία ονομάζει Πατέρα, το δε αιτιατόν εν αυτή η Εκκλησία ονομάζει Υιόν, αμφότερα δε είναι της αυτής Ουσίας. Και κατά τον Ναζιανζηνόν Γρηγόριον, ο Θεός δεν είναι απλή μονάς, διότι αύτη εν τη μονότητι εαυτής ήθελεν είναι εναντία εαυτής, έπρεπεν εξ ανάγκης να εκπέση εαυτής, ίνα ήναι κίνησις και ζωή. Εν τω Θεώ δεν υπάρχει ακάθεκτός τις φυσική πλησμονή, η δε Μονάς κινηθείσα εξ αρχής εις Δυάδα έστη εν Τριάδι. Ούτω διά της χριστιανικής περί θεού εννοίας των Πατέρων της τετάρτης 100ρίδος ήρθη η αφηρημένη και άνευ κινήσεως απλότης της θείας ουσίας. Κατά τον Άγιον Αθανάσιον και τον Ιλάριον, ο Θεός έχει την αυτοσυνείδησιν εαυτού, καθ' όσον αυτός ο Θεός ο γεννήσας, ή, ως Πατήρ, ως αίτιον ορά εαυτόν εν τω αιτιατώ εν Εικόνι και χαίρει επί ταύτη τη Εικόνι.
Όθεν αι διακρινόμεναι εν τω Θεώ υποστάσεις μετέχουσι και της θείας αυτογνωσίας κατά τον Άγιον Αθανάσιον. Ένεκα της εν αυτώ διακρίσεως, ο Θεός δεν συγχέεται προς τον κόσμον εν τη προς αυτόν κοινωνία και μεταδόσει, αλλά διατηρεί το ύψος και την υπερβατικότητα εαυτού, διότι πάσα αυτομετάδοσις του Θεού προυποτίθησι την αυτοσυντήρησιν εαυτού, διά των εσωτερικών δε εν τω Θεώ διακρίσεων ο Θεός εν τη αυτομεταδόσει συντηρεί εαυτόν και εν τη αυτοσυντηρήσει μεταδίδει εαυτόν δια της αγάπης εις τον κόσμον. Αφού οι Πατέρες της Εκκλησίας ημών εις τον προς τους Αρειανούς αγώνα έδειξαν, ότι η Μονάς ίνα νοηθή, ως κίνησις και ζωή, δέον να θεωρηθή προβαίνουσα εις Δυάδα, διότι άλλως, ο Θεός δεν ηδύνατο να νοηθή, ως ο Θεός ζων, ευκόλως ηδύνατο να δειχθή ότι, επειδή διά της δυάδος δεν πρέπει να αρθή η ενότης του Θεού, η νόησις αιτεί και τρίτον τι,όπερ την δυάδα ανάγει εις την ενότητα. Τούτο εδείχθη εν τω αγώνι των Πατέρων της Έκκλησίας περί του Αγίου Πνεύματος, όπερ ο Αρειανός Μακεδόνιος εθεώρει, ως κτίσμα ανώτερον μετά τον Υιόν. Επι είκοσι περίπου ημέρας. [Κατ' άλλους η Σύνοδος αύτη διήρκεσε 3 1/ 2 έτη, κατά δε τον Γελάσιον παρά Φωτίω 6 1/ 2 έτη αποτελουμένη εκ 256 Πατέρων ενασχοληθείσα η Α' εν Νικαία Ιερά Οικουμενική Σύνοδος εις τα σπουδαιότατα θρησκευτικά ζητήματα, έλυσεν εντός του βραχυτάτου τούτου χρονικού διαστήματος, πλην άλλων δευτερευόντων το δυσχερέστατον ζήτημα, όπερ προ μικρού είχε διαταράξη την Εκκλησίαν,καθιερώσασα την αρχήν του ομοουσίου του Πατρός και του Υιού, ην παρεδέξατο έκτοτε η Ορθόδοξος Πίστις διά του τοις πάσι γνωστού θείου και ιερού Συμβόλου, εν ω τον Υιόν του Θεού και Λόγον Θεόν αληθινόν ανεκήρυξεν ομοούσιον τω Πατρί, ήτοι της αυτής, και ουχί ομοίας, φύσεως και ουσίας τω Πατρί, επομένως την αυτήν δόξαν και εξουσίαν και κυριότητα και αιδιότητα και πάντα τα λοιπά θεοπρεπή της θείας φύσεως ιδιώματα έχει δε επιλέξει ούτω.
Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, πάντων ορατών και αοράτων Ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο τα εν τω Ουρανώ και τα εν τη Γη, τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, και σταυρωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα,και αναστάντα τη τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους Ουρανούς, και καθεζόμενον εν δεξιά του Πατρός και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς και εις το Πνεύμα το Άγιον Τους δε λέγοντας ότι ην ποτε, ότε ουκ ην, και πριν γεννηθήναι ουκ ην, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο η εξ ετέρας υποστάσεως η ουσίας φάσκοντας είναι, η τρεπτόν η αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού,τούτους αναθεματίζει η Καθολική και Aποστολική Εκκλησία. Τούτο το Σύμβολον,ο μεν Ιεροσολύμων Θεόδωρος πίστεως ορθήν ομολογίαν ωνόμασεν. Ο δε Ρώμης Δάμασος τείχος υπεναντίον των όπλων του διαβόλου και απλώς παρά πάσης της Εκκλησίας καλείται η χαρακτηριστική σημαία των Ορθοδόξων, η διακρίνουσα αυτούς των ψευδαδέλφων και κακοδόξων.
H λέξις Σύμβολον ελήφθη κατά μεταφοράν εκ των στρατιωτικών όρων, διότι σύμβολον παρ' αυτοίς καλείται το μυστικόν σύνθημα το διακρίνον τους στρατιώτας των παρεμβολών των εχθρικών στρατευμάτων. Η Σύνοδος αύτη επελήφθη και του ζητήματος περί του διορισμού της ημέρας και του χρόνου της εορτής του Πάσχα, τον οποίον σήμερον κρατεί απαράλλακτον η Ανατολική Εκκλησία (Αποστλ. Κν. Ζ',και τον Α' της εν' Αντιοχεία και Συντγμ. Ράλλη και Ποτλή Τόμ. 2ος Σελ, 10), συνέταξε δε και 20 Ιερούς Κανόνας. Τα πρακτικά, όμως της Ιεράς ταύτης Συνόδου δεν σώζονται, ούτε Ελληνιστί, ούτε Λατινιστί. Τα σήμερον σωζόμενα είναι εκείνα, άτινα συνέγραψεν ο Παμφίλου Ευσέβιος, Σωκράτης ο Σωζόμενος, ο Θεοδώρητος, ο Ιερώνυμος, και οι άλλοι, ιδίως δε όσα ο Γελάσιος ο Κυζικηνός ο ύστερον και Επίσκοπος Καισαρείας και Παλαιστίνης γενόμενος συνέγραψεν επί Ζήνωνος τω 476. Την του Γελασίου συγγραφήν ο μεν Νικήτας ο Χωνιάτης ονομάζει πρακτικά, ο δε Φώτιος Ιστορικόν μάλλον ή πρακτικόν της Συγγραφής του Γελασίου μνημονεύει και ο Ιωάννης ο Kυπαρισσιώτης (Δοσιθέου δωδεκάβιβλ. Σελ. 108).
Διά της οριστικής λοιπόν λύσεως του ακαvθωδεστάτου και σπουδαιοτάτoυ θρησκευτικού προβλήματος, του από πολλού ήδη διχοτομήσαντος την Εκκλησίαν εις δύω αντίπαλα στρατόπεδα και την Πολιτείαν εκ τούτου διαταράξαντος, η μεν Ορθοδοξία εδέξατο το Ιερόν Σύμβολον της εν Nικαία Α' αγίας Οικoυμενικής Συνόδου,οι δε αντιδοξούντες αvεθεματίσθησαν και ο αιρεσιάρχης Άρειος μετά των πεισματωδεστέρων ομοφρόνων αυτού εξωρίσθησαν εις Γαλατίαν της Μικράς, Ασίας. Οι δύω Ευσέβιοι επί μικρόν διστάσαντες να υπογράψωσι την ομολογίαν της Πίστεως ενέδωκαν τέλος εις τήν μεγάλην πλειονοψηφίαν, καθόσον μάλιστα ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απέδειξεν, οτι έχει αμετάθετον την απόφασιν να υποστηρίξη μέχρις εσχάτων τα υπό της Iεράς Συνόδου θεσπισθέντα και διά της βασιλικης αυτού χειρός επικυρωθέντα, εκδούς συγχρόνως και ίδιον κατά των αντιδοξούντων Βασιλικόν διάταγμα, εν ω ρητώς ωνόμαζε τον Άρειον μαθητήν του Πορφυρίου, ενός των οπαδών της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, διέτασσε να καώσι τα συγγράμματα του Αρείου και επέβαλε ποινήν θανάτου κατά παντός, όστις έμελλε να φωραθή, ότι κρύπτει τι τούτων των αιρετικών συγγραμμάτων.
Ούτω δε απεδόθη δικαίως δόξα τω εν Yψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. H πρώτη εν Nικαία Οικουμενική Σύνοδος αποκηρύξασα την διδακαλίαν του Αρείου έσωσε τον Χριστιανισμόν από προφανεστάτης διαστροφής. Eάν δε η Οικουμενική αύτη Σύνοδος δεν απεκήρυττε τον Άρειον, ως κακόδοξον και αιρετικόν, η διδασκαλία αυτού,ως κατά το φαινόμενον ορθολογιστική, ήθελεν αποβή ταχέως διδασκαλία της Eκκλησίας, όπερ ολίγου δειν και μετά ταύτα εγένετο επί της βασιλείας του Αρειανού Ουάλεντος, εάν μη η Οικουμενική Α' Σύνοδος ίστατο ως προπύργιον διά των αποφάνσεών της κατά των Αρειανικών προσβολών και μη περιεχάραττε τον χώρον της αληθείας της εν Χριστώ Πίστεως. Εάν δε εις τον Σωτήρα Χριστόν οφείλωμεν την αληθή γνώσιν του Θεού, εις την Αγίαν Α' Οικουμενικήν Σύνοδον οφείλομεν την υποστήριξιν αυτής διότι, εάν αύτη μη συνεκροτείτο, τολμώ να είπω, ότι η αληθής Ορθόδοξος Πίστις θά εξηφανίζετο, το δε έργον της Σωτηρίας θά έμενεν ημιτελές.
H συγκρότησις λοιπόν της Α' Οικουμενικής Συνόδου ήτο κατά νεύσιν της Θείας Βουλής,ίνα το έργον της Σωτηρίας διαφυλάξη τέλειον, και, ως ασφαλής θεματοφύλαξ παραδώση αυτό ταις κατόπιν γενεαίς. Πάντως εκ θείου Πνεύματος εκινήθησαν οι θείοι Πατέρες,οι αναλαβόντες τον αγώνα κατά του Αρείου, ο δε Μέγας Αυτοκράτωρ άγιος Κωνσταντίνος κατά θείαν έμπνευσιν προέβη εις την συγκρότησιν της Αγίας Οικουμενικής Συνόδου το Πνεύμα το θείον ήτο το διδόν τοις Αγίοις Πατράσι στόμα και σοφίαν, η ουκ ηδυνήθησαν αντιστήναι, ουδ' αντειπείν πάντες οι αντικείμενοι αυτής. Αυτό εδίδαξεν αυτούς αποφθέγγεσθαι περί του Ενανθρωπήσαντος Θεού και σέβειν Θεόν εν Τριάδι την αληθή και σωτήριον φιλοσοφίαν. Η προς την Α' εν Nικαία Οικουμενικήν Σύνοδον οφειλομένη ευγνωμοσύνη των Χριστιανών και ιδία των Ελλήνων. Πρo της Ιεράς μνήμης της Iεράς ταύτης Οικουμενικής Συνόδου οφείλομεν, οι την Πίστιν αυτής ομολογούντες να αποκαλυπτώμεθα και μετά σεβασμού το όνομα αυτής να εορτάζωμεν ετησίως,όπως έργω εκδηλώμεν, ό,τι λόγω παραδεχόμεθα να εκχέωμεν δε τας καρδίας ημών προς τον Θεόν εξ' αισθήματος ευγνωμοσύνης και να δοξάζωμεν τους Αγίους Πατέρας, τους αηττήτους προμάχους της ορθοδόξου Πίστεως ψάλλοντες εναρμονίως, όσα αυτοί καλώς εδογμάτισαν και εμελώδησαν.
Και μεταξύ μεν των θεσπεσίων ανδρών, οίτινες διέλαμψαν κατά την μεγάλην εκείνην εποχήν της κρίσεως και της ακμής της θρησκείας,εν τη οφειλομέννη ευγνωμοσύνη ευγvωμοσύννη ημών πρέπει πάντως να κατέχη την εξαιρετικήν θέσιν, ο πρώτος απάντων και καθηγούμενος Μέγας Αθανάσιος, διότι ούτος θεσπίσας, ότι «Πίστις καθολική αύτη εστίν ίνα ένα Θεόν εν Τριάδι και Τριάδα εν Mονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τας υποστάσεις, μήτε την ουσίαν μερίζοντες», απεσκυβάλισεν εις τους απίστους πάντα, όστις δεν απεδέχετο ολόκληρον την σειράν των αρρήτων τούτων αληθειών, διήνοιξεν ανυπέρβλητον χάσμα μεταξύ Αρείου και Εκκλησίας οχυρώσας την Χριστιανικήν ενότητα διά πανοπλίας,ήτις επήρκεσεν αυτή επί πεντεκαίδεκα όλους αιώνας,και διά της ασφαλείας, δι' ης περιέβαλε την Πίστιν, εμφυσήσας θάρρος και πειθώ ακαταγώνιστον εις άπαντας τους Κήρυκας του θείου Λόγου από των χρόνων αυτού μέχρι σήμερον. Αλλά και οι μετά του Αγίου Αθανασίου ευθαρσώς και γενναίως συναγωνισάμενοι 318 Θεοφόροι Πατέρες, παρά πάντων μεν των Χριστιανών δέον να ώσι σεβαστοί, κατ' εξοχήν όμως παρά των Ελλήνων, διότι ούτοι πλην του θρησκευτικου λόγου, δι' ον οφείλουσιν ευγνωμοσύνην προς αυτήν, έχουσι και λόγους πολιτικούς, λόγους εθνικούς, δι' ους οφείλουσι να τιμώσι και γεραίρωσι την μνήμην αυτής.
Και τω όντι εν τη Ιερά ταύτη Συνόδω ο διασπαρείς Ελληνισμός από του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του προπαρασκευάσαντος την οδόν του Χριστιανισμού υπό Αυτοκράτορα τον Μέγαν Κωνσταντίνον, Ρωμαίον μεν το γένος και την αρχήν, αλλ' Έλληνα την διάθεσιν διά την επίδρασιν της θρησκείας της Ελληνικώς αναπτυχθείσης, συναθροίζεται από των περάτων του Ρωμαικού κράτους εν Nικαία, ίνα κανονίση την πίστιν των Ρωμαίων υπηκόων αυτού, αυθεντικώς αποφανθή κατά της παλαιάς πλάνης,και ανακηρύξη την ορθήν διδασκαλίαν, ην ώφειλεν η Οικουμένη άπασα να ασπασθή, ως τον κανόνα και οδηγόν της αληθείας της κανονιζούσης τα ευγενέστερα του άνθρώπου αισθήματα. Εν ταύτη ο Ελληνισμός ενίκησεν, ουχί μόνον την αίρεσιν, αλλά και την εθνικήν πλάνην της παλαιάς λατρείας και την Ρωμαϊκήν εξουσίαν εν ταύτη εξεδηλώθη η ισχύς του Ελληνικού στοιχείου, αύτη δε υπήρξεν ο πρώτος σπινθήρ του αναλάμψαντος μετά ταύτα Eλληνισμού, αύτη ήτο η πρώτη ζύμη η συγκεντρώσασα περί εαυτήν και ζυμώσασα όλον τον Ρωμαϊσμόν, ον εντός ολίγου ανέδειξεν Eλληνισμόν, και αύτη ην το χωνευτήριον το καθαρίσαντα στοιχεία του κράτους και αναχωνεύσαν το Βυζαντινόν Eλληνικόν βασίλειον.
H Eλληνική φιλοσοφία εν αυτή διέλαμψεν, ο δε Πλάτων και ο Αριστοτέλης ήσαν οι επίκουροι της αληθείας πρόμαχοι. Πάντως λοιπόν η θεία Πρόνοια παρουσίασεν αυτούς προ του Χριστιανισμού, όπως βοηθήσωσιν αυτόν εν τη πάλη κατά του ψεύδους. Εν τη Συνόδω ταύτη έστη το τρόπαιον του Eλληνισμού εν ταύτη ο Eλληνισμός, ως άλλη Αθηνά ανέθορεν εκ της κεφαλής του Ρωμαϊκού κράτους, όπως διευθύνη διά της σοφίας αυτής, τας συνειδήσεις των ανθρώπων και συμβουλεύση τα άριστα.
H Νίκαια, η Eλληνικωτάτη αύτη πόλις, ήτο ο θρίαμβος των Αθηνών κατά της Ρώμης,
ήτο η πτώσις αυτής και η ανόρθωσις της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας πρωτευούσης του Ελληνισμoύ
εν ταύτη ανεφάνη η ισχύς αυτού,ανεδείχθη το κράτος αυτού και διέλαμψεν η περιφάνεια του πνεύματος αυτού.
Ιδού εν αυτή τα πάντα Ελληνικά,
τά Μέλη της Συνόδου, η Γλώσσα, αι συζητήσεις, τα Πρακτικά, τα Βουλεύματα
και εν γένει πάντα τα χαρακτηρίζοντα Eλληνικήν Βουλήν. H Σύνοδος αύτη είναι
τιμητικόν παράσημον, το οποίον ετίμησε, τιμά και θα τιμά το στήθος παντός Έλληνος εν αυτή εδείχθη,
ότι ο Ελληνισμός δεν θνήσκει, αλλ' ότι πίπτων εγείρεται ισχυρότερος,
ότι έχει το μυστήριον να κατακτά πνευματικώς τους κατακτώντας τας χώρας του,
και ότι προώρισται να ζη, όπως ζωογονή. Η Α' Οικουμενική αύτη Σύνοδος δέον
να διδάξη τα έθνη και τους λαούς, ότι οφείλουσι να σέβωνται και τιμώσι τον Ελληνισμόν
διά τε τας μεγάλας εκδουλεύσεις, ας παρέσχε τη ανθρωπότητι εν γένει,
και διά τα ιδιάζοντα πλεονεκτήματα αυτού, δι' ων δύναται να φαίνηται αείποτε ωφέλιμος τη ανθρωπότητι.
Τοιαύτη η πρώτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος, και τοιαύται αι αρεταί και αι υπηρεσίαι αυτής
προς τε την ανθρωπότητα και ιδίως προς τον Ελληνισμόν, διό πάντες μεν οφείλουσι να τιμώσιν αυτήν,
ιδίως,
όμως ο Ελληνισμός, διότι αύτη υπήρξε δι' αυτόν, ναυς περισώσασα και
αναδείξασα θρησκείαν και εθνικότητα.
Επιλεγμένα αποσπάσματα για την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο
από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου
''Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας''
εκδοθέν το πρώτον
το 1892
Πηγή: ''Αντιαιρετικό Εγκόλπιο''
Eπιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου