ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ




Ονομάζεται Θεολόγος μοναχός,

και κατά κόσμον Νικόλαος Χαντζηγιαννάκης και κατοικεί στον 

Κολωνό των Αθηνών.

Οι γονείς του,

Ιωάννης και Αικατερίνα από την Κρήτη,

αλλά κατοικούσαν από πολλά χρόνια στην Αθήνα,

όπου καί εγεννήθη και ο Νικόλαος το έτος των απελευθερωτικών 

αγώνων του Έθνους μας,

το αλησμόνητο 1912!

Σε ηλικία 28 ετών παντρεύθηκε την Κωνσταντίνα,

με την οποίαν απέκτησαν μία κόρη,

την Αικατερίνα,

η οποία είναι σήμερα μοναχή στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της 

Θεοτόκου στην Πάρνηθα,

μέ το μοναχικό όνομα Ξένη μοναχή.

Ο Νικόλαος εχήρευσε το έτος 1962 και από τότε καλογερεύει στό σπίτι του στον Κολωνό.

Το 1973 έλαβε το σχήμα από τον Αρχιμανδρίτη π. Γεράσιμο Βράκα (μετέπειτα επίσκοπον).

Τα όσα θα γράψουμε είναι μεταφορά στα όσα ο ίδιος,

που με την απλότητα της γεροντικής του ηλικίας,μας διηγήθηκε.

Όταν ήμουνα 20 χρονών,ήμουνα μποξαδόρος (πυγμάχος) και πάνω στα διάφορα Ρίγκ της 

Αθήνας,

έδινα και... έτρωγα ξύλο!

Κάποτε κρύωσα άσχημα και πήγα να πεθάνω.

Με τις διακοιολογημένες φωνές των γονιών μου,

σταμάτησα το μποξ.

Κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές,

και εφ’ όσον λειτουργούσε, 

πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή στο Μοναστηράκι.


Εκεί έβγαζε λόγο ένας Καθηγητής, ο Εμμανουήλ Χανιώτης, που αργότερα έγινε κι’αυτός μοναχός με το όνομα Μάρκος. Επειδή είχα βλάβη στ’ αυτιά μου και δεν άκουγα καλά, πήγαινα δίπλα του για να τον ακούω. Μάλιστα πολλές φορές ακουμπούσε το χέρι του στόν ώμο μου. Ένα Σάββατο στον Εσπερινό, μετά τον λόγο του, μας λέγει: ''αύριο Κυριακή το πρωί, να μαζευθούμε όλοι στην πλατεία της Μητροπόλεως για να διαμαρτυρηθούμε, που μας διώχνουν τους Ιερείς μας και μας κλείνουν τους Ναούς μας. Να μην λείψη κανείς! Την άλλην ημερα λοιπόν, Δέσποτα, σηκώθηκα χορτασμένος από τον ύπνο, έφαγα καλά και ας μην ξεχνάμε πως ήμουνα ακόμη μποξαδόρος και 20 ετών νέος! Φόρεσα τό ''καβουράκι'' μου, λες καί θα πήγαινα για ρομαντικό περίπατο, και ορεξάτος και σφυρίζοντας στον δρόμο έφθασα στην Μητρόπολη, ακριβώς στην ώρα μου. Πήγαινα κατά πάντα προετοιμασμένος, αφού σε συλλαλητήριο πήγαινα, για να δώσω και να φάω...ξύλο! 

Έκανα την σκέψη: τί συλλαλητήριο, τί πυγμαχία! Τό ίδιο είναι! Σαν έφθασα, Θεέ μου, τι κόσμος ήταν μαζεμένος εκεί! 'Αντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά! 'Ολοι οι γύρω δρόμοι της πλατείας Μητροπόλεως, μέχρι και τά δρομάκια τής Πλάκας ήταν γεμάτα. 'Αλλοι έψελναν, άλλοι με φωνές διαμαρτύροντο καί φώναζαν συνθήματα κατά του Αρχιεπισκόπου, αποκαλώντας τον τύρρανον και Βέκκον! Γύρω μας ήσαν πάρα πολλοί πολιτσιμάνοι, μπουλούκια-μπουλούκια, και οι περισσότεροι μπροστά στον Μητροπολιτικό Ναό. Επίσης στην άκρη της πλατείας ήταν σταματημένες αστυνομικές κλούβες και πυροσβεστικές αντλίες,όλες έτοιμες για δράσιν! Εκεί, που κοίταζα γύρω μου και καμάρωνα όλους αυτούς που ήλθαν να αγωνισθούν για την αγάπη της Ορθοδοξίας, ακούω πιο μπροστά φωνές. Προσπάθησα,λοιπόν να δω κι εγώ, ανάλογα με το 1.70 μ.του μπόι μου. 

Είδα τότε 2-3 πολιτσιμάνους να κτυπούν με τα γκλοπς αλύπητα έναν ανθρωπάκο. Γιατί τον κτυπούσαν με τόση μανία δεν μπόρεσα να το μάθω ποτέ! Όλοι διεμαρτύροντο και οι γυναίκες με φωνές τους καταριόντουσαν. Το έβλεπα κι εγώ αυτό, και μέσα μου φούντωνε η δικαία αγανάκτησις. Η συνείδησίς μου φώναζε, βοήθησε τον ανθρωπάκο! Και το αποφάσισα! Γρήγορος καθώς ήμουνα, έδρασα αστραπιαία σαν θα έδινα ''μάτς'' πάνω σε Ρίγκ! Έσπρωξα τον κόσμο, και φθάνοντας βουτάω τον ένα αστυφύλακα και με μια ''ξεγυρισμένη...γροθιά'' τον έρριξα κάτω, φωνάζοντας αυτός ''βοήθεια''! Οι άλλοι δυο αστυφύλακες βλέποντας τον συνάδελφόν τους πεσμένο κάτω, άφησαν τον άνθρωπάκο που έδερναν, και έτρεξαν σε μένα με υψωμένα τα γκλόπς. Πρόφθασα τότε να τους σπρώξω δυνατά, στριγκλίζοντες έπεσαν και οι δύο κάτω, κι έφυγα τρέχοντας. Σαν έφθασα στην οδό Εύαγγελιστρίας και είδα, ότι δεν με ακολουθούσε κανείς, κάθησα στο πεζοδρόμιο για να άνασάνω. 

Είχα χάσει καί τό ''καβουράκι'' μου. Είπα να γυρίσω ή να φύγω! Εγώ πάντως δικαιολογόμουνα, ότι έκανα το καθήκον μου, αφού έσωσα τόν ανθρωπάκο.Αλλά η συνείδησίς μου είχε άλλη γνώμη για μένα και με φώναζε ''λιποτάκτη - λιποτάκτη, γύρισε πίσω!...''. Και γύρισα πίσω! Αυτό που αντίκρυσα και είδα δεν περιγράφεται. Τό κακό είχε γενικευθή! Οι αστυνομικοί κτυπούσαν αδιάκριτα προκειμένου να διαλύσουν την συγκέντρωσιν. Η πυροσβευτική με την αντλία της κατάβρεχε τον κόσμον. Οι κραυγές των γυναικόπαιδων σου τρυπούσαν τα αυτιά. Και παρ' όλα αυτά δεν το κουνούσαν! Σε κάποια στιγμή βλέπω κάποιον γεροδύναμον ηλικιωμένον να σκίζη τον πάνινο σωλήνα της πυροσβευτικής αντλίας με τα δόντια του, ναι, με τα δόντια του, και την αχρήστευσε! Όπως έμαθα αργότερα, ήταν κάποιος από τον Πειραιά. 

Επίσης έναν άλλον, που τον βοήθησε, τον χτύπησαν στο κεφάλι μ' ένα τσεκούρι και πλημμύρισε στο αίμα πέφτοντας κάτω. Έτρεξα,τον σήκωσα και τον στείλαμε στις πρώτες βοήθειες.'Εμαθα αργότερα, πως ήταν κάποιος Καραίσκος, Πρόεδρος των Παλαιοημερολογιτών στά Βίλλια της Θήβας. Μεταξύ των πιστών ήταν και ένας στρατιώτης. Τούτον άρχισαν να τον χτυπούν οι άστυνομικοί χωρίς αιτία. Μπρος στον κίνδυνο, ο στρατιώτης έβγαλε την ξιφολόνχη, νεαρός ήταν κι' αύτός και έβραζε το αίμα του, έτοιμος να τρυπήση τον αστυφύλακα, που τον χτυπούσε. Ευτυχώς που, ο αστυφύλακας φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια! Έκεί, που τά' βλεπα όλα αυτά, χωρίς να κάνω τίποτα, με πλησίασε ένας Υπαστυνόμος καί μου λέγει: -Τί θές εσύ εδώ ρέ; Κι εσύ παιδί τής Παναγιάς είσαι; -Ναί!του λέγω καί δεν έχω να πάω πουθενά! -Φύγε βρε γρήγορα άπ' εδώ, γιατί θα σε σκοτώσω! Και για να με φοβερίση, έβγαλε το μπιστόλι του και με σημάδεψε. Βλέποντες οι γύρω μου αυτό, και φοβούμενοι ότι θα με σκότωνε, ώρμησαν πάνω του και στην προσπάθειά τους να τον αφοπλίσουν, ξέφυγε το περίστροφο και κύλισε στα πόδια μου σκορπίζοντας τις σφαίρες που είχε. 

Προς βοήθεια του Υπαστυνόμου τρέχουν πολλοί αστυφύλακες. Τότε έλαβα κι εγώ θέσι μποξαδόρου κι' άρχισα να κτυπάω. Ποσοι τότε αστυφύλακες με χτυπούσαν με τα γκλόπς, και ποσους χτύπησαν δεν τους μέτρησα. Με χτυπούσαν παντού. Στίς πλάτες, στα χέρια, στα πόδια μέχρι που κουράστηκαν. Τέτοιο ξύλο δεν είχα φάει, ούτε από τον πιο φημισμένο αντίπαλό μου! Παρ' όλο το ξύλο πού'φαγα, που να κάνω πίσω. Έμεινα εκεί και σε λίγο, με έβαλε στόχο και η πυροσβευστική αντλία και με έκαναν μούσκεμα! -Θεέ μου, φώναξα, βοήθα μας! Και το θαύμα έγινε. Το μοτέρ της πυροσβεστικής αντλίας κάηκε και έτσι αχρηστεύθηκε! Την οργή τους για το κάψιμο του μοτέρ την ξέσπασαν πάλιν πάνω μου.Έτσι βρεγμένον που ήμουνα, άρχισαν και πάλιν να με κτυπούν. Δίπλα μου μια γυναίκα με αιματωμένο το πρόσωπο έκλαιγε. Την σήκωσα και την άφησα πιο μακρυά από τις συμπλοκές και την άφησα στο πεζοδρόμιο, όπου ήλθαν οί δικοί της και την πήραν. 

Σε κακά χάλια, πήρα το τραμ της Κολοκυνθούς και γύρισα στο σπίτι μου. Έπεσα από τους πόνους και την κούραση μπρούμητα στο κρεββάτι. Όταν οι δικοί μου κατάφεραν να με γδύσουν, τότε είδαν το κακό, που μού'καναν τα όργανα του Μητροπολίτη. Μια πλάτη μελανιασμένη από τα κτυπήματα. Αφού με περιποιηθήκανε, κοιμήθηκα μέχρι την άλλη μέρα, καί όταν ξύπνησα αισθανόμουνα πιο καλλύτερα. Τόσο καλά, που τ' απόγευμα πήγα στην Μονή Κερατέας και παρέμεινα στήν Αγρυπνία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπου λειτούργησε ο μακαρίτης π. Ματθαίος. Αυτά μας διηγήθηκε ο ευλαβής μοναχός π. Θεολόγος, τα οποία αποδεικνύουν το πάθος και τον φανατισμό των καινοτόμων εναντίον των υπερασπιστών των Πατρίων Παραδόσεων,αλλά και από την άλλη μεριά, τον ζήλον και την αυτοθυσίαν των πιστών Ορθοδόξων Χριστιανών για τις Πάτριες Παραδόσεις, των όντως ''Φυλάκων της Ορθοδοξίας''... 'Ενα στιγμιότυπον από την σημερινήν σύγκρουσιν μεταξύ παλαιοημερολογιτών και αστυνομίας προ της Μητροπόλεως. 

Η εφημερίδα ''Ο ΚΗΡΥΞ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ'', επίσημον όργανον της Ελληνικής Θρησκευτικής Κοινότητος των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, στο υπ' αριθμ. 130 τεύχος της 9/22-10-1933, δημοσίευσε τα λυπηρά γεγονότα της Κυριακής, της 2/15 Οκτωβρίου 1933, τα οποία δημοσιεύομεν κατωτέρω.


ΑΙ ΣΚΗΝΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ο ΙΕΡΟΣ ΖΗΛΟΣ TΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ 


Κρίνων πας τις αυτόπτης μάρτυς αμερολήπτως τας προχθεσινός προ του Μητροπολιτικού Ναού αυτόχρημα βανδαλιστικάς σκηνάς δεν δύναται, ει μη να αισθανθή μίαν απογοήτευσιν άμα δε και αγανάκτησιν κατά των ηρώων άστυνομικών! 'Ανθρωποι θιγέντες καιρίως εις την θρησκευτικήν αυτών συνείδησιν και βαρέως φέροντες το γεγονός,ότι την Εκκλησίαν της Ελλάδος διοικούν Μασώνοι καί προτεσταντίζοντες, αυθορμήτως συνεκεντρώθησαν πρό του Μητροπολιτικού Ναού δια να εκδηλώσουν την αγανάκτησίν των και τον αποτροπιασμόν των δια την εν τη εκκλησία κατάστασιν. Ουδεμία πρόθεσις κακοποιήσεως του Αρχιεπισκόπου. Ουδόλως ηπείλησαν να καταλύσουν καθεστώτα και αρχάς,όπως τοις απεδόθη η κατηγορία. Απλώς διεκήρυξαν δημοσίως τον ζήλον των υπέρ της Ορθοδοξίας των Πατέρων ημών και την αγανάκτησίν των δια το γεγονός, ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι μασώνος. 


Από ιερόν πόνον, υπέρ της Πατροπαραδότου πίστεως ηκούοντο: ''Κάτω οί μασώνοι και άθεοι! Ζήτω η Ορθοδοξία!''. Μία τοιαύτη διακήρυξις, μία τοιαύτη παλλαική κατακραυγή εναντίον του κ. Παπαδοπούλου, φυσικόν ήτο να τον ενοχλήση, να τον κάμη να αγριεύση και να διατάξη την επίθεσιν της αστυνομίας κατά του άοπλου Λαού,ο οποίος μίαν έπιθυμίαν έχει,να ίδη τον περίβολον της εκκλησίας εκκαθαριζόμενον από τους μασώνους καί προτεσταντίζοντας. Καί ατυχώς. Και ατυχώς τα αστυνομικά όργανα αυτά,επέδειξαν τόσον ζήλον εις βανδαλισμούς, ώστε όχι μόνον εκτύπησαν νομοταγεστάτους πολίτας σοβαρώς, αλλά και σεβασμίας οικοδέσποινας και ευσεβείς Ελληνίδας μητέρας καί θυγατέρας. Καί το σύνθημα εις την άδικον ταύτην επίθεσιν έδωσεν αυτός, ο διοικητής του Β' Αστυνομικού Τμήματος,ο οποίος διέτασσε τους αστυφύλακας: ''Βαράτε τους! Επάνω τους!... Εύγε εις τον ηρωικόν Διοικητήν του Β' αστυνομικού τμήματος και στα όργανα αυτού. Συνιστώμεν μάλιστα εις τον αρχιεπίσκοπον να εισηγηθή εις την Κυβέρνησιν πρότασιν προαγωγής του κατ' εκλογήν, αφού κατηργήθησαν τα παράσημα δια τα γενναία του κατορθώματα,κατά ειρηνικών χριστιανών των οποίων το όπλον είναι ο Τίμιος Σταυρός! 


Παρατυχόντες κομμουνισταί, γνωστοί και εις την αστυνομίαν, αφού μικρά ομάς αστυφυλάκων τους επετήρει, ηκούσθησαν λέγοντες: ''Κι' αυτούς τούς βαράτε; Μα αυτοί είναι Χριστιανοί. Αυτοί αγαπούν τον Χριστόν. Καλά εμάς. Θα έπρεπε η καρτερικότης των και η υπομονή των προ του καταιγιδισμού της υδραντλίας των ευσεβών χριστιανών να τους συγκινήση και να τους ανακόψη την κανιβαλιστικήν ορμήν των. Παρευρεθείς ξένος, ως έδήλον η περιβολή του, διηρωτάτο εις την μητρικήν του γλώσσαν, αν επρόκειτο περί κομμουνιστικής συγκεντρώσεως, όταν δε, επληροφορήθη την αλήθειαν έκαμεν ένα μορφασμόν εκπλήξεως και παρατήρει την συμπλοκήν διαπορών. Τελικώς ανεχώρησε ψιθυρίζων εις την μητρικήν του φυσικά γλώσσαν: ''Μα αυτοί οι άνθρωποι μόνον θαυμασμού άξιοι είναι. Εις την Γαλλίαν αυτά δεν γίνονται... Και είχεν απόλυτον δίκαιον!



Εις υπολοχαγός εθεάθη ποδοπατών τραυματίαν επί του στήθους,
συγχρόνως δε κτυπών δια κοινής ράβδου τον κόσμον.
Παρατυχών δημοσιογράφος εξ επαρχιακής πόλεως,
τόσον συνεκινήθη από την βανδαλιστικήν σκηνήν,
ώστε προς στιγμήν αψηφήσας αυτόν τούτον τον άμεσον κίνδυνον της ζωής του,
ώρμησε κατά του υπολοχαγού και ηκούσθη να φωνάζη προς αυτόν:
''Αν δεν είσαι Χριστιανός,τουλάχιστον φανού ανθρωπιστής.
Μην τσαλαπατάς αυτόν τον δυστυχή...
Εις απάντησιν ο δημοσιογράφος εδέχετο κατά κεφαλήν την ράβδον
του... γενναίου υπολοχαγού και το γκλοπ ενός αστυφύλακος.
Θα έμενεν ασφαλώς επί τόπου,
αν την τελευταίαν στιγμήν δεν έκαμνε χρήσιν της ιδιότητάς του,
όπερ συνετέλεσεν,
ώστε όχι μόνον τα κτυπήματα να διαφύγη,
αλλά και να τύχη της συγγνώμης,
τόσον του αστυφύλακος, όσον καί τού υπολοχαγού.
Απόδειξις και τούτο,
ότι εσκεμμένως κατά του πλήθους επετίθοντο τα αστυνομικά όργανα,
πλείστα των οποίων εξεχώριζον τακτικώς και ένα εκ των συγκεντρωθέντων
και κρατούντες αυτόν διά της μιας χειρός,
εκτύπων διά της ετέρας της κρατούσης το γκλόπ αλύπητα
το εκλεχθέν θύμα των.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα,τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Απόσπασμα εκ του ιστορικού,ορθοδόξου περιοδικού
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ.Καλλιοπίου,της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Τίτλος,επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Περιοδικό ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF