Βαδίζω στην όχθη του Βόλγα,στον αρχαῖο δρόμο Τβέρσκυ.
Το φθινόπωρο φεύγει,όχι όμως ήσυχα—μέ ανεμοθύελλες και ασταμάτητες βροχές.
Τα πόδια μου βυθίζονται στην λάσπη.
Τα χέρια και το πρόσωπό μου τα τρυπάει σαν με αγκάθια η παγωνιά—προμήνυμα του χειμώνα.
Η γη μαύρισε.
Προχωράω δύσκολα.
Οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν,
και δεν βλέπω που θα μπορούσα να περάσω την νύχτα,να ξαποστάσω...
Το κεφάλι μου πονάει και τα πόδια μου μπερδεύονται.
Προσπαθώ να δώσω θάρρος στον εαυτό μου,να τον ξεγελάσω:
«Τί λοιπόν, πάτερ Αθανάσιε, παραδίνεσαι;
Έλα,έλα...βάλε φτερά στα πόδια σου...
Τινάξου!... Προχώρα!... Ένα,δυο,τρία!». Δεν αντέχω άλλο.
Κάθομαι σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου, και ξεχνιέμαι...
Δεν ξέρω πόσο έμεινα εκεί.
Ένιωσα μόνο πως κάποιος με σήκωσε και με κάθισε σ' ένα αμάξι.
Και θυμάμαι πως όλα γύριζαν μπροστά στα μάτια μου, σαν το δίσκο του γραμμοφώνου...
Στο βαρύ, ζοφερό μου παραλήρημα,έβλεπα συνέχεια τον κομισάριο Βοζνεσένσκυ να κοινωνάει τον λαό με το σαμογόν...
έπειτα έβλεπα πως τον χτυπούσαν άγρια,
όπως κι οι άλλοι αγανακτισμένοι χωρικοί, μ' ένα κρύο και βαρύ αντικείμενο... κι ύστερα κρυβόμουνα σ΄ένα σκοτεινό κήπο κι έκλαιγα μετανοημένος...
Μα πιο πολύ με βασάνιζε ένας άλλος εφιάλτης—αναρίθμητα χέρια, λευκά κι αστραφτερά, που προσπαθοῦσαν ν' αρπάξουν απ' το στήθος μου το ιερό αντιμήνσιο... Περισσότερο από δυο μήνες βρισκόμουν ανάμεσα στην ζωή και το θάνατο,στην ισορροπία και την παράκρουση... Καθόμουνα σ' εκείνη την σοφίτα,και παρατηρούσα με θλίψη τα χέρια μου—κίτρινα και εύθραυστα,σαν κεριά σε παγωμένο ναό... Σκεφτόμουν την κατάστασή μου και κουνούσα το κεφάλι: Άνθρωπος είμαι αδύναμος!... Δεν έχω τόση ψυχική αντοχή... Αν δεν άκουγα την διήγηση για την θεία κοινωνία με το σαμογόν, ίσως να μην μου συνέβαινε τίποτα...ήταν πολύ φοβερό, πολύ... πάνω απ' την δύναμή μου!... Με είχαν μαζέψει απ' το δρόμο κάτι ντόπιοι χωρικοί. Με πήραν στο καλύβι τους. Ο άντρας μεσόκοπος, μαυρογένης, μουζίκος με εκφραστικά μάτια· και η γυναίκα μικρόσωμη,αδύνατη,με βλέμμα τρομαγμένο—το βλέμμα που έχουν οι περισσότερες ρωσίδες του καιρού μας.
Στο καλύβι βασίλευε η φτώχεια,η μιζέρια. Αλλά με φρόντιζαν σαν παιδί τους. Ακόμα και τις νύχτες έμεναν ξάγρυπνοι για χάρη μου. Όταν συνήλθα λίγο,πλησίασαν δειλά-δειλά να πάρουν την ευλογία μου. Μέ κατάπληξη τους ρώτησα: —Πώς ξέρετε ότι είμαι ιερέας; —Από το παραλήρημά σου! Επειδή πλησίαζαν οι χειμωνιάτικες παγωνιές, με παρακάλεσαν να μείνω κοντά τους για ένα διάστημα. Μια μέρα μου λένε: —Κάνε μας μίαν ακολουθία, όποια θέλεις! Χάρισέ μας αυτή την παρηγοριά μέσα στην θλίψη που ζούμε! Την εκκλησία μας την έκαναν λέσχη, θα μαζευτούμε στο ξηραντήριο του σιταριού. Όλα θα γίνουν κρυφά... Την νύχτα με οδήγησαν στο σκοτεινό ξηραντήριο. Μύριζε κάπνα. Στο φως των κεριών παρατήρησα πώς ήταν συγυρισμένο και πεντακάθαρο. Πάνω σ' ένα τραπέζι, σκεπασμένο με σκούρο τραπεζομάντηλο, είχαν τοποθετηθεῖ μερικές εικόνες. Μπροστά τους άναβαν τρία καντήλια.
Γύρω στα είκοσι άτομα είχαν έρθει. Κάναμε εσπερινό και όρθρο. Παρατηρούσα τα μάτια τους —πόσο ωραία είναι τα μάτια του Ρώσου όταν προσεύχεται! Μέσα τους βλέπεις την άρνηση του κόσμου και την εικόνα του Θεού... Ώσπου να φύγω,είχαμε κι άλλες τέτοιες ευκαιρίες. Κι όταν δυνάμωσα αρκετά,συνέχισα τον δρόμο μου. Μ' όλο το τσουχτερό κρύο,χιόνι ακόμα δεν είχε πέσει. Η βραδινή παγωνιά είχε δώσει στην ατμόσφαιρα το χρώμα του χαλκού. Και η ησυχία τέλεια, χυτή λες κι αυτή σε χάλκινο καλούπι. Τό χωριουδάκι απλωνόταν στην βουνοπλαγιά. Ξεχώριζε μες στο σούρουπο η εκκλησούλα του. Οι καλύβες ξύλινες, από κορμούς δέντρων. Μυρωδιά καπνοῦ... Στο μονοπάτι στεκόταν μία μικρόσωμη, κυρτωμένη γυναίκα. Φορούσε μάλλινη κάπα, μαύρη μαντήλα και χοντρές,χωριάτικες μπότες. Ήταν ακουμπισμένη σ' ένα ξύλινο φράχτη κι αγνάντευε το μακρύ δρόμο.
Την πλησίασα και την χαιρέτησα. Έριξε πάνω μου ένα παράξενο,πονεμένο βλέμμα,και χαμογέλασε αφύσικα. —Από κει έρχεσαι; -έδειξε με το παγωμένο χέρι της το δρόμο πού πέρασα. —Ναί. Κι έρχομαι σε σας,στο χωριό σας. —Α,έτσι... Και τα παιδάκια μου δεν τα συνάντησες; —Όχι, δεν είδα κανένα... Ακούμπησε το χέρι στο μάγουλο και μουρμούρισε λυπημένα: -Περιμένω, περιμένω... κι αυτά δεν έρχονται! —Πού πήγανε; —Να πολεμήσουνε μαζί με τους λευκούς!... Οι ἄνθρωποι μου λένε πως σκοτωθήκανε, μα εγώ δεν το πιστεύω. Όλο ψέμματα λένε οι άνθρωποι! Ζέστανε με τα χνώτα τα ξυλιασμένα δάχτυλά της και συνέχισε να κοιτάζει τον δρόμο. —Πρέπει να έρθουν,μονολογούσε. Είμαι γριά πια... σύντομα θα πεθάνω... και πεινάω και κρυώνω... Πού πήγαν και χάθηκαν,τα σκανταλιάρικα; Είδε κάποιον μακριά. Τινάχτηκε. Ένα επιφώνημα χαράς της ξέφυγε. Έτρεξε να συναντήσει τον άγνωστο διαβάτη με τα παγωμένα χέρια της απλωμένα μπροστά. —Έρχονται!Έρχονται!... φώναζε. Παιδάκια μου! Καλά μου!... Στο χωριό μου εξήγησαν πως είχε χάσει τα λογικά της, όταν έμαθε για την εκτέλεση των παιδιών της. Από τότε βγαίνει κάθε τόσο στον δρόμο και τα περιμένει, ρωτώντας τον κάθε περαστικό:
Μήπως είδατε τα παιδάκια μου; Η μέρα είναι ηλιόλουστη,αλλά κρύα. Στο δασικό δρόμο συναντάω τρεις γέρους με χοντρές κάπες,τσόχινα παπούτσια,μπογαλάκια στους ώμους και ραβδιά στά χέρια. —Για πού με το καλό; Αντί για απάντηση, ένας τους με ρώτησε:—Μήπως είσαι πλανόδιος ιερέας, αγαπητέ; —Μάλιστα... Φωτίστηκε το πρόσωπό του. Κοίταξε με ἱκανοποίηση τους συνοδοιπόρους του και είπε χαρούμενα: —Το βλέπετε; Δεν σας το ἔλεγα; Εγώ, πάτερ μου, από μακριά το κατάλαβα πως είσαι ιερωμένος. Το λέει η παροιμία: Τον παππά και με το ψαθάκι τον αναγνωρίζεις! Έσκυψαν να πάρουν την ευλογία μου. —Εμείς, παππούλη,πηγαίνουμε στην Μόσχα!... Να κάνουμε κάτι για τον Θεό, για την πίστη μας! —Τί δηλαδή; —Να,θέλουμε να ζητήσουμε απ' τους κυβερνήτες μας να σταματήσουν τον διωγμό εναντίον της Εκκλησίας μας... Να μας αφήσουν ελεύθερους να λατρεύουμε τον Θεό μας... Αλλιώς θα μας βρει συμφορά! Μιλάνε ήρεμα, με χωριάτικη απλότητα και ειλικρίνεια. Μόνο στα μάτια τους παρατηρώ κάποια σύγχυση και θολούρα...—Άρχισαν να χτυπάνε πολύ τον Θεό!..., είπε ο ένας, ο πιο κυρτωμένος. Είμαστε τόσο λυπημένοι... Η υπομονή μας εξαντλήθηκε!...
Άκουσε μέχρι ποιο σημείο έφτασαν! πετάχτηκε ο δεύτερος, με τα λοξά μάτια και τα βαθουλωμένα μάγουλα. Ο Μικόλαχ Ζέρτ,απ' την γειτονιά μας, έφτιαξε ένα εκκολαπτήριο με τις άγιες εικόνες! Είπε πως είναι πολύ κατάλληλες γι' αυτήν την δουλειά, γιατι έχουνε ξύλο χοντρό, πλατύ, και προπαντός ξερό! —Κι ο εγγονός μου, ο Πάσκα, έκανε από τις εικόνες σκέπαστρο για το αποχωρητήριό του!... είπε πνιχτά το τρίτο γεροντάκι, που δεν είχε καθόλου δόντια. —Καλά, και σε ποιον θα παραπονεθείτε στην Μόσχα; —-Τί σε ποιον; Στον Λένιν!... —Μα αυτός πέθανε... —Το ακούσαμε, αλλά δεν το πιστεύουμε! Μάθαμε πως έβγαλε διάταγμα να μην τα βάζουν άλλο με τον Θεό... Λίγο ακόμα και θα ξεσπούσα σε κλάμματα. Οι γέροντες πρόσεξαν τον πνιγμένο πόνο στα μάτια μου. Κάτι κατάλαβαν. Με αμηχανία κοίταζαν ο ένας τον άλλο κι εμένα. —Ε... κι αν δεν βρούμε τον Λένιν, θα πάμε στον Πατριάρχη, είπε ο πρώτος. Ν' απειλήσει τους άθεους με αναθεματισμό!... Το πατριαρχικό ανάθεμα δεν είναι μικρό πράγμα... Θα φοβηθούν!... — Και ο άγιος Πατριάρχης μας δεν βρίσκεται πια στην ζωή... Χωρίς να δείξουν έκπληξη, βγάλανε τα σκουφιά τους και σταυροκοπήθηκαν.
Αιωνία του η μνήμη! ψιθύρισαν. Πρόσεξα πως τα μάτια τους είχαν γίνει τώρα πιο θολά. —Ο Καλίνιν ζει; —Ε,λοιπόν, θα πάμε σ' αυτόν! θα μας ακούσει! —Ήρεμα στην αρχή, πιο ζωηρά έπειτα, προσπάθησα να τους πείσω πως δεν έπρεπε να κάνουν τίποτ' άλλο, παρά να γυρίσουν πίσω, να ζωστούν με υπομονή και να περιμένουν την θεία Δίκη. —Αυτό δεν μπορεί να γίνει! δήλωσαν με ανυποχώρητο πείσμα—μα και με κάποια οργή. —Εκατό βέρστια περπατήσαμε! φώναξε ο πιο γέρος. Και δίπλα μας περπατάει ο Χριστός! Πώς εσύ τώρα μας λες να επιστρέψουμε; —Στον θάνατο πάτε! ξεφώνισα απελπισμένα. Χαμογέλασαν ήρεμα. —Και τι είναι ο θάνατος; είπαν μόνο. Έβαλαν μετάνοια και τράβηξαν μπροστά με βαριά βήματα. Τ' ακούω ακόμα... Συνέχισα την πορεία μου... Πέρασα δίπλα από γκρεμισμένους ναούς... Αντίκρισα καμμένα ξωκκλήσια... Είδα μοναστήρια, που τά'χαν κάνει στρατώνες και αποθήκες... Έζησα την βεβήλωση αγίων λειψάνων και θαυματουργῶν εικόνων... Γνώρισα ανθρώπους θηριόμορφους... Συνάντησα ιερεῖς, που απ'τον φόβο τους αρνήθηκαν τον Χριστό... Ξυλοκοπήθηκα καί κυνηγήθηκα, όχι λίγες φορές, αλλά ο Κύριος μού᾿δωσε την δύναμη να τα σηκώσω όλα και να μην απελπιστώ... Και πώς ν'απελπιστώ, όταν ξέρω πως εκατοντάδες ποιμένες, με το σακοίλι και το ραβδί τους, διασχίζουν απ' άκρη σ' άκρη την απέραντη χώρα μας,στηρίζοντας και παρηγορώντας τους πιστούς; Ανάμεσά τους μάλιστα είναι και αρκετοὶ επίσκοποι, που μπήκαν θεληματικά κάτω απ' τον ζυγό της αποστολικῆς οδοιπορίας...
Οι πιο πολλοί απ' αυτούς «εμπαιγμών και μαστιγών πείραν έλαβον, ελιθάσθησαν, επρίσθησαν,επειράσθησαν... υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακοχούμενοι...». Όλοι τους με ταλαιπωρημένα πρόσωπα, με ροζιασμένα χέρια, με ξεσκισμένα ρούχα, με λιωμένες μπότες... αλλά με την άρρητη δόξα του Θεού θρονιασμένη στα μάτια τους μέσα... με πίστη ασάλευτη... πρόθυμοι όλα να τα δεχθούν και όλους να τους ευλογήσουν... Όταν ανταμώνουν, βάζουν στρωτή μετάνοια ο ένας στον άλλον, αγκαλιάζονται και κάθονται να τα πούνε σιγά και προσεκτικά, μέσα στα δάση και τους αγρούς. Όταν χωρίζουν, σταυρώνονται και συνεχίζουν την πορεία τους... Προσευχήθηκα σε μυστικά μοναστήρια, όπου αγωνίζονταν μοναχοί, πρώην αρνητές και χλευαστές του Κυρίου.
Συνάντησα μέσα στον κόσμο κρυφούς μοναχούς, πάντα έτοιμους να μοιραστούν τον Θεό μ' εκείνους,
που δεν Τόν είχαν και που Τον νοσταλγούσαν.
Γνώρισα στελέχη της άθεης εξουσίας,που είχαν κρεμασμένο στο στήθος καμουφλαρισμένο φυλαχτό,
και που έρχονταν τις νύχτες,σαν τον Νικόδημο,να με συναντήσουν και να μου ανοίξουν την καρδιά τους.
Ένας απ' αυτούς έχει κρυμμένες στην αποθήκη του σπιτιού του τις πατρογονικές εικόνες,
και,
όποτε μπορεί, ανάβει μπροστά τους καντήλι και προσεύχεται.
Τρομαγμένοι πατεράδες έρχονταν και με ικέτευαν:
—Μάθε στα παιδιά μας τον νόμο του Θεού, για να μην γίνουν θηρία...
Τον λαό συγκλόνιζαν οι φήμες —ότι έφτασε η ώρα της Κρίσεως, της παρουσίας του Χριστού...
ότι ξανακατέβηκαν στην γη ο άγιος Σέργιος του Ραντονέζ και ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ...
ότι η Παναγία αποκάλυψε, πως παρακαλεί τον Κύριο για την ρωσική γη...
Εξομολόγησα αναρίθμητες ψυχές — φοβερές εξομολογήσεις!...
Όσοι μετανοούσαν ήταν έτοιμοι να δεχθούν το πιο βαρύ επιτίμιο, την πιο σκληρή άσκηση,
φτάνει να έβρισκαν ίλεως από τον Θεό.
Όλοι κουράστηκαν.
Όλοι πνίγηκαν μέσα στις συμφορές.
Όλοι νοστάλγησαν τον Παράκλητο.
Όλοι ζητούν την παρηγοριά του Χριστού. Να γιατι περιπλανιέμαι, όσο έχω δυνάμεις...
όσο μπορώ ακόμα να κρατάω στο χέρι το οδοιπορικό μου ραβδί...
Συνεχίζεται...
Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τὸ 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.
Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. Γ.Δ.
Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου