Φεῦγε τήν Ὑπερηφάνειαν
Ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τοῦ Τριωδίου, ἀναδημοσιεύουμε ἐπίκαιρο ἄρθρο, τὸ ὁποῖο εἶχε πρωτοδημοσιευθῆ τὸ 1934
στὸ τότε ἐπίσημο περιοδικὸ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος «Κῆρυξ τῶν Ὀρθοδόξων» (ἀριθ. 177 / 3-16.9.1934),
καὶ εἶχε γραφῆ ἀπὸ τὸν τότε λαϊκὸ ἀκόμη Χρῖστο Νασλίμη, ὁ ὁποῖος μετὰ διετίαν ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος (1936)
μὲ τὸ ὄνομα Χρυσόστομος καὶ ἐν τέλει κατεστάθη Ἐπίσκοπος Μαγνησίας (1962), κοιμηθεὶς ἐν Κυρίῳ τὸ 1973.
Εἶναι ἐντυπωσιακὴ ἡ ἱκανότης τοῦ 24ετοῦς τότε εὐέλπιδος ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου ἐκ Βόλου στὴν συγγραφή,
σὲ ἄψογο γλωσσικὸ ὕφος τῆς ἐποχῆς,
ἑνὸς πληρεστάτου κειμένου νοηματικῶς καὶ πνευματικῶς,
τὸ ὁποῖο διατηρεῖ τὴν φρεσκάδα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του ἀδιάπτωτα καὶ σήμερα καὶ πάντοτε.
Δὲν ἔχουμε, παρὰ νὰ ἐνωτισθοῦμε τὰ θεόσοφα νοήματά του, γιὰ νὰ λάβουμε πλούσια ὠφέλεια ψυχῆς.
ΦΕΥΓΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΝ
Ο ΘΕΟΣ οὐδένα ἄλλον ἁμαρτωλὸν τοσοῦτον μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται, ὅσον τὸν ὑπερήφανον· διὰ τοῦτο καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δι’ οὐδεμίαν ἄλλην ἁμαρτίαν ἐξεφράσθησαν μὲ τόσην καυστικότητα, μὲ ὅσην διὰ τὴν ὑπερηφάνειαν. Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης εἰς τὸν οἰκεῖον Λόγον τῆς Κλίμακος λέγει: «Ὑπερηφανεία ἄρνησις Θεοῦ». Ὁ ὁρισμὸς οὗτος, τὸν ὁποῖον ὁ ἀνωτέρω Ὅσιος διατυπώνει διὰ τὴν ὑπερηφάνειαν φαίνεται ἴσως ὑπερβολικός, ἀλλ’ ἐάν τις ἐμβαθύνῃ εἰς τὴν ἔννοιαν τῶν λόγων πείθεται, ὅτι οἱ τοσαύτης ὑψηλῆς ἁγιότητος ἄνδρες, οἷος ὑπῆρξεν ὁ συγγραφεὺς τῆς Κλίμακος Ἰωάννης, ὅσα ἔγραψαν τὰ ἔγραψαν ὑπὸ τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος φωτιζόμενοι, διὰ τοῦτο εἶνε ἀληθῆ καὶ βέβαια. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ παλαιοτέρα καὶ ἡ συντριπτικωτέρα ἁμαρτία· διότι ἐνῷ αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι ἔλαβον τὴν ἀρχὴν εἰς τὴν γῆν μετὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὑπερηφάνεια ἔλαβε τὴν ἀρχὴν εἰς τὸν οὐρανὸν πρὶν ἤ ὁ ἄνθρωπος δημιουργηθῇ.
Ὁ πρῶτος τῶν Ἀγγέλων κατάχρησιν ποιήσας τῶν χαρισμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς τὸν ἐτίμησε καὶ κυριευθεὶς ἀπὸ τὴν ἐπάρατον ταύτην ἁμαρτίαν, διωργάνωσεν ἐπανάστασιν μὲ τὸν σκοπὸν νὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν κυριαρχίαν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως ὑπῆρξεν οἰκτρόν. Εὐθὺς ἅμα διενοήθη τὴν ἐπανάστασιν, ἐκριμνήσθη ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὸ βάραθρον τῆς ἀβύσσου καὶ ἀπὸ ἄγγελος ἀγαθὸς καὶ φωτεινὸς κατέστη δαίμων πονηρὸς καὶ σκοτεινός. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε καὶ ἡ μήτηρ τῶν ἄλλων ἁμαρτιῶν. Ὅταν τις ἐμφορῆται ἀπὸ τὸ πάθος τοῦτο σκοτίζεται ὁ νοῦς του καὶ ἀμβλύνεται τὸ λογικόν του. Ἐνῷ εἶνε ἄνθρωπος φέρων σάρκα ἐξ εὐτελεστάτης ὕλης, ἐκ πηλοῦ χώματος, ἐνῷ φέρει ἐλλείψεις καὶ ἀτελείας καὶ ἐνῷ ὑπόκειται εἰς προσβολὰς καὶ ἀσθενείας, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἵσταται εἰς θέσιν τινὰ σχετικῶς ὑψηλοτέραν τῶν ἄλλων ἤ νὰ κοσμῆται μὲ χαρίσματά τινα σωματικὰ ἤ πνευματικὰ ἐξαιρετικώτερα τῶν ἄλλων, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, λησμονεῖ τὴν καταγωγήν του, δὲν παραδέχεται τὰς ἀτελείας του, ὅ,τι ἀγαθὸν ἔχει τὸ ἀποδίδει ὄχι εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ εἰς τὴν ἰδικήν του σοφίαν καὶ εἰς τὴν ἰδικήν του σωματικὴν ἱκανότητα·
Οὔτε τὰς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας σέβεται, οὔτε τὰς συμβουλὰς τῶν ἀνωτέρων ἀκούει, οὔτε εἰς τὰς παρακλήσεις τῶν φίλων του πείθεται· νομίζει ὅτι αὐτὸς τὰ ἠξεύρει ὅλα, ὅτι εἰς αὐτὸν ἀπεθησαυρίσθη ὅλη τοῦ κόσμου ἡ σοφία καὶ εἰς χεῖρας του παρεδόθη ὅλη τοῦ κόσμου ἡ ἐξουσία· οὐδένα ἀναγνωρίζει ἀνώτερόν του, ἀκόμη δὲ καὶ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ἀρνεῖται τὴν λατρείαν, ἀπορρίπτει τὴν κηδεμονίαν, περιφρονεῖ τὴν παντοδυναμίαν, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ὁ ὑπερήφανος ὑπὸ τὸ κράτος τῆς μέθης τοῦ τοιούτου πάθους εὑρισκόμενος, ρίπτεται τυφλὸς εἰς πᾶσαν ἁμαρτίαν καὶ διαπράττει τὰ στυγερώτερα τῶν ἐγκλημάτων προκειμένου νὰ ἐπικρατήσῃ καὶ τὴν δόξαν του διατηρήσῃ. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Ἐκκλησία κατατάσσει τὴν ὑπερηφάνειαν μεταξὺ τῶν θανασίμων ἁμαρτημάτων. Μετάνοια διὰ τὸν ὑπερήφανον δὲν ὑπάρχει, ὅπως δὲν ὑπάρχει μετάνοια καὶ διὰ τὸν διάβολον· διότι, τῆς μετανοίας ἀναγκαῖον καὶ ἀπαραίτητον στοιχεῖον ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ συντριβή.
Ἐξιλεώθησαν λησταί, ἐξηγνίσθησαν πόρναι, ἐδικαιώθησαν τελῶναι, ἐσώθησαν διῶκται· ὑπερήφανος ὅμως οὐδείς. Ὄχι διότι εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ἀπαράδεκτος ἐὰν εἰλικρινῶς μετανοήσῃ, καθόσον τοῦ Θεοῦ ἡ εὐσπλαγχνία νικᾷ πᾶσαν ἁμαρτίαν οἱονδήποτε τὸ βάρος αὐτῆς καὶ ἄν εἶνε, ἀλλὰ διότι τῆς μετανοίας πρῶτος καρπὸς εἶνε ἡ ταπείνωσις. Ὁ διάβολος διὰ τοῦτο δὲν δύναται νὰ μετανοήσῃ, διότι δὲν θέλει νὰ ταπεινωθῇ. Ἐὰν ὅμως ταπεινωθῇ, ὅπερ ἀδύνατον, ὁ Θεὸς θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν του καὶ θὰ δείξῃ καὶ εἰς αὐτὸν τὸ ἔλεός Του. Ὅσον μέγα τὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφανείας, τόσον βαρεῖα καὶ ἡ τιμωρία του. Δυνατὸν νὰ ὑψώσῃ τις σήμερον τὸν ἑαυτόν του ὑπεράνω τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, αὔριον ὅμως ὡρισμένως θὰ κρημνισθῇ εἰς τὰ πέταυρα τοῦ ἅδου. Δυνατὸν νὰ περιβάλλεται μὲ πλούτη καὶ κοσμικὴν ἐξουσίαν ἰσχυράν, ἀλλὰ δὲν θ’ ἀργήσῃ νὰ περιέλθῃ εἰς ἐσχάτην ἀτίμωσιν καὶ πενίαν.
Ἡ ἱστορία τοῦτο πολλάκις μαρτυρεῖ. Βασιλεῖς καὶ Αὐτοκράτορες πορφυρογέννητοι, τῶν ὁποίων ἡ κυριαρχία ἐξετείνετο ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν καὶ ὑπὸ τὰ σκῆπτρα τῶν ὁποίων ἔκλιναν γόνυ ἑκατομμύρια λαῶν, ἦλθεν ἐποχὴ καὶ ἐκρημνίσθησαν τοῦ Θρόνου των καὶ ἄλλοι ἐξ αὐτῶν εἰς γῆν ἀλλοτρίαν ἐξορισθέντες ἀπέθανον, ἄλλοι εἰς ὑγρὰν καὶ ἀφεγγῆ φυλακὴν ἐσάπησαν, ἄλλοι ηὐτοκτόνησαν, καὶ ἄλλοι ὡς ἔσχατοι κακοῦργοι τὴν ἐσχάτην τοῦ θανάτου καταδίκην ὑπέστησαν.
Τὰ παραδείγματα αὐτὰ τῆς ἱστορίας πρέπει, ἀδελφέ, νὰ ἔχωμεν πάντοτε ὑπ’ ὄψιν μας, ὥστε νὰ μὴ ἐπιθυμῶμεν τὰ ὑψηλὰ τοῦ κόσμου ἀξιώματα, μηδὲ νὰ ἐπιζητῶμεν ὑπεροχὴν καὶ ἀνωτερότητα. Τὰ ὕψη εἶνε πάντοτε ἐπικίνδυνα· ὅσον περισσότερον ἀνέρχεταί τις ὑψηλά, τόσον περισσότερον ἐὰν πέσῃ θὰ κτυπήσῃ. Ἐὰν δὲ τυχὸν ἡ περίστασις σὲ ἀνυψώσῃ εἰς ἐπίπεδον ὑψηλότερον, μηδέποτε ἀποχωρισθῇς τὴν ταπείνωσιν.
Ἡ ταπείνωσις ἕλκει τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ταπείνωσις ἁγιάζει τὴν ψυχήν, ἡ ταπείνωσις σοφίζει τὸν νοῦν,
ἡ ταπείνωσις εἰρηνεύει τὴν καρδίαν, ἡ ταπείνωσις ἐν ἑνὶ λόγον θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπον.
Ἄκουσον δὲ τὶ καὶ ὁ Θεὸς διὰ στόματος τοῦ Σοφοῦ Σειρὰχ λέγει: «Ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν,
καὶ ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν· ὅτι μεγάλη ἡ δυναστεία τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὸ τῶν ταπεινῶν δοξάζεται» (Σοφ. Σειρὰχ Γ’ 18-21).
Εκ της Ιστοσελίδας της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου