«Ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας δὲν εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
«Ἔχομε παραγγελίαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολον,
ἐάν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτι
ἀντιθέτως ἀπ΄ ὅ,τι παρελάβομεν,
ἀντιθέτως ἀπ' ὅ,τι οἱ ὁρίζουν οἱ Κανόνες τῶν κατὰ καιροὺς Συνόδων,
Oἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν,
νὰ μὴ τόν δεχώμεθα καὶ οὔτε νὰ τόν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων».
Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[1]
1) Ἡ «ἀόρατη» θριαμβεύουσα πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρίπτει τοὺς οἰκουμενιστές,
πρίν τοὺς ἀπορρίψει ἡ στρατευομένη «ὁρατὴ» πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας.
2) Οἱ οἰκουμενιστὲς εἶναι οἱ ἴδιοι αἴτιοι τοῦ «ἐξω-εκκλησιασμοῦ» τους ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
3) Ἀκόμη καὶ ἡ καθιέρωση καὶ ἀθώωση ἁμαρτιῶν ἀποτελεῖ αἵρεση,
κι ἂν δὲν εἶναι τὸ θέμα δογματικό.
Πόσο μᾶλλον οἱ καταπατήσεις ἱερῶν Δογμάτων καὶ Κανόνων ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές.
4) Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων μᾶς ἐπιτρέπει νὰ «ἐξωεκκλησιάζουμε» τοὺς οἰκουμενιστές.
Τί σημαίνει αὐτό;
5) Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν θεωροῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας
ὅσους ἑτεροδιδασκαλοῦν καὶ καινοτομοῦν στὴν Πίστι.
6) Εἶναι δυνατὸν νὰ πλανῶνται τόσοι οἰκουμενιστὲς Προκαθήμενοι καὶ σημαίνοντες κληρικοί ;
Ἐπειδὴ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ζωοποιεῖται ὑπ' Αὐτοῦ καὶ ἡ ὁποία ἔλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δὲν στερεῖται καμμιᾶς διδασκαλίας ἡ ὁποία συντελεῖ στὴ σωτηρία, γι' αὐτό, ὅποιος ἐντρυφήσει στὰ Πατερικὰ συγγράμματα φιλαλήθως καὶ ὄχι φιλαύτως καὶ φιλεμπαθῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εὕρῃ ἀπάντηση στὶς ἀνησυχίες του. «Πάντα εἶναι ὁλοφάνερα σὲ ὅσους ἐννοοῦν καὶ ὀρθὰ σὲ ὅσους ἀναζητοῦν τὴ γνῶση». Δημιουργήθηκε κάποια ἀπορία ἐξ αἰτίας τῆς φράσεως «[οἱ οἰκουμενιστὲς] θέτουν οὐσιαστικῶς ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας», τῆς παραγράφου §8 τῆς ἀξιεπαίνου «Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ὁμολογία ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Τὴν ἀπορία αὐτὴ θέλουμε νὰ σχολιάσουμε ἐπεξηγηματικῶς κατὰ τὸ δυνατόν, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ τὴν ὑπογράψαμε.
Ἡ ἐνασχόληση τοῦ ἰδίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν μὲ τὴ φράση αὐτή, ἀποτελεῖ μὲν ἀπόδειξη τῆς ἀνησυχητικῆς γιὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἀπηχήσεως τῆς«Ὁμολογίας», ἀλλὰ συνεσκότισε τά πράγματα, διότι ὅσοι ὑπογράψαμε τὴν «Ὁμολογία», κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖον, «ἐξω-εκκλησιάσαμε» τοὺς oἰκουμενιστές, πρᾶγμα ἐντελῶς ἀνακριβές. (1) Ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἀφορίζει καὶ ἐξω-εκκλησιάζει καὶ ἀφ΄ ἑαυτῆς τοὺς αἱρετίζοντες. Ἐφ' ὅσον ἀληθῶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρωτίστως καθίδρυμα σωτηρίας καὶ δευτερευόντως κοινωνία πιστῶν[2] καὶ σ' Αὐτὴν«τὸ ἀνθρώπινον εὑρίσκεται ἐν πλήρει ἐξαρτήσει ἐκ τοῦ θείου παράγοντος»[3], ἀκολουθεῖ, ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τῆς αἱρέσεως, ἀντίκειται μεγίστως καὶ οὐσιαστικῶς στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ καταργεῖ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν αἱρεσιαρχῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τους καὶ διαρρήσσει τὴν προσωπική τους σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τοὺς ὑπολοίπους πιστούς. Ἅγιος Πέτρος Ἀλεξανδρείας. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ τοὐλάχιστον καὶ ἀπὸ τρία γνωστὰ σὲ ὅλους μας περιστατικά. Ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου μὲ σχισμένο χιτῶνα στὸν Ἅγιον Πέτρον Ἀλεξανδρείας, πρὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ Ἀρείου, διὰ τῆς ὁποίας ἐμφανίσεως ὁ Κύριος προειδοποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου.
Ὅπως λέγει ἡ σχετικὴ διήγηση ὁ Κύριος προειδοποίησε τὸν Ἅγιον Πέτρον Ἀλεξανδρείας νὰ μὴ δεχθῇ οὔτε ὁ ἴδιος τὸν Ἄρειο σὲ κοινωνία, οὔτε οἱ διάδοχοί του, Ἀχιλλᾶς καὶ Ἀλέξανδρος[4]. Ἅγιος Ἀλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ ἄλλο περιστατικό, κατὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τοῦ Ἀρείου, μετὰ τὴν ψευδῆ μετάνοια τοῦ Ἀρείου καὶ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντῖνο· ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς αὐτῆς τοῦ Ἁγίου ἦταν νὰ ἀποθάνῃ ὁ Ἄρειος προτοῦ ἔλθῃ σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Σχολιάζοντας τὸ γεγονὸς τοῦτο, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παρατηρεῖ: «Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐδίκασε μὲ βάσι τόσο τὶς ἀπειλὲς τῶν περὶ τὸν Εὐσέβιον (αἱρετικῶν) ὅσο καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, κατέκρινε τὴν ἀρειανικὴν αἵρεσι, δείχνοντας αὐτὴν ἀναξίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ φανερώνοντας σὲ ὅλους, ὅτι ἀκόμη κι ἂν ἔχῃ προστασίαν ἀπὸ τὸν Βασιλέα καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ' ὅμως ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν Ἐκκλησία κατεκρίθη ...
Διότι ὄχι ἄλλος, ἀλλ' ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ βλασφημούμενος ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς αἱρετικοὺς ἀρειανοὺς) κατέκρινε τὴν αἵρεσι ποὺ συνεστήθη ἐναντίον Του· καὶ ἀκόμη ἔδειξεν, ὅτι κι ἂν τώρα ὁ βασιλεὺς Κωνστάντιος ἐκβιάζῃ τοὺς ἐπισκόπους γιὰ χάρι της, ἀλλ' ὅμως (ἡ αἵρεσις αὐτὴ) εἶναι ἀκοινώνητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ξένη πρὸς τοὺς Οὐρανούς»[5]. Ἅγιος Σάββας Βατοπεδινὸς. Ἄλλο παράδειγμα ἔχουμε ἀπὸ τὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ καὶ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ, ὅπου διασώζεται ὑπερφυὲς ὅραμα τοῦ Ἁγίου Σάββα· ὁ Ὅσιος, ἔχοντας κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὰ θεολογικὰ θέματα, εἶδε Σύνοδο Ἁγίων Ἀρχιερέων τῆς Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἐν οὐρανῷ νὰ ἀναθεματίζῃ τὸν αἱρετικὸ ἀντι-ησυχαστὴ Ἀκίνδυνον. Ἂς σημειωθῆ, ὅτι ἡ οὐρανία αὐτὴ καταδίκη ἔλαβε χώρα ἐνῷ ὁ Ἀκίνδυνος, πρὸ ὀλίγου συνοδικῶς μὲν καταδικασμένος (1341), ἐτύγχανεν ὅμως τῆς πολλῆς προστασίας τοῦ ὁμόφρονός του Πατριάρχου ΚΠόλεως Ἰωάννου Καλέκα · λέγει ὁ Ὅσιος Σάββας ἐπὶ λέξει, ἀφοῦ περιγράφει λεπτομερῶς τὸ θεῖο ὅραμα «... Ἀνοίγει τότε ἐκεῖνος ὁ φοβερὸς ἄγγελος τὸ βιβλίο -τί φρικτὸ θέμα καὶ ἄκουσμα!- καὶ λέει:
Ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἐλάλησε βλάσφημα κατὰ τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, ὁ δεύτερος Ἰούδας, ὁ προδότης τῆς εὐσεβείας, ὁ δεύτερος Ἄρειος, ποὺ ἔσχισε ὅπως ἐκεῖνος τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὁ ἀποστάτης, ὁ προφανὴς τῆς ἀληθείας ἐχθρὸς καὶ πολέμιος, ἂςεἶναι ἀνάθεμα". Σ' αὐτὰ τὰ λόγια λύνει ἀμέσως τὴ σιωπὴ ὁ λαμπρὸς ἐκεῖνος χορὸς τῶν ἀρχιερέων, καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ πλῆθος βροντοφωνάζει τὰ ἴδια λόγια: Ἀνάθεμα! Ἡ βοὴ αὐτή, ἀνάμικτη, δυναμώνει ὅλο καὶ περισσότερο, κι ἐπαναλαμβάνει πολλὲς φορὲς τὸ ἀνάθεμα. Τότε κι ἐγώ, σάν νὰ μὲ σπρώχνει μιὰ ἀόρατη δύναμη, φωνάζω τὰ ἴδια λόγια μὲ τοὺς ἄλλους»[6]. Εἶναι ἡλίου φαεινότερον, ὅτι ἡ αἵρεση καταδικάζεται πρῶτα ἀπὸ τὸ «ἀόρατο μέρος τῆς Ἐκκλησίας», τὸν Παντογνώστη Θεάνθρωπο καὶ ὅσους ζοῦν παρ' Αὐτῷ Ἁγίους, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν καταδικάζεται ἀμέσως ἀπὸ τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία. Λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι αἱρετικῶν φρονημάτων θέτουν ἑαυτοὺς καὶ ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔννοια ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἐκτὸς τῆς Κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, ὡς «ἀντιπίπτοντες τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ»[7].
Μάλιστα τὸ πάθος τῆς αἱρέσεως εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς χειρίστης ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ὑπερηφανίας, ἐφ΄ὅσον ὁ αἱρετίζων προτιμᾷ φιλαύτως τὴ γνώμη του ἔναντι ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σωστικῆς Παραδόσεώς της, ἔναντι τῆς σωτηρίας τοῦ ἰδίου καὶ τῶν θυμάτων του. (2) Οἱ οἰκουμενιστὲς «θέτουν ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας» σημαίνει τὴν ἰδική τους προαίρεση καὶ ἀπόφαση, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτούς. Ἔχοντας ὡς βάση τὴ φράση τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου α΄ 14.15: «ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος, εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει τὴν ἁμαρτίαν» καὶ μιὰ σχετικὴ τῆς Β΄ Πέτρου β΄1: «οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας ... ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν», βλέπουμε ὅτι ἡ διάρρηξι τῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεὸ ὀφείλεται στὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας (καὶ βεβαίως καὶ τῆς αἱρέσεως) καὶ ὄχι στὴν ἐχθρότητα τοῦ Θεοῦ. καὶ ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἐπιβεβαιώνει : «.. καὶ δὲν εἶπε συμφιλιώσατε τὸν Θεὸ πρὸς ἐσᾶς, διότι δὲν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἐχθρικός, ἀλλὰ ἐμεῖς. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἐχθρεύεται»[8].
Ὅταν λοιπὸν λέγεται ὅτι οἱ οἰκουμενιστὲς «θέτουν ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας», σημαίνεται, ὅτι οἱ οἰκουμενιστὲς μέσῳ τῆς δραστηριότητός τους, δηλαδὴ τῆς ἀποδοχῆς αἱρετικῶν κοινοτήτων μὲ δόγμα καταδικασμένον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διὰ τοῦ θεολογικοῦ συγκρητισμοῦ τους, τῆς καθυβρίσεως τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ὡς αὐστηρῶν ὑπὲρ τὸ δέον καὶ πεπερασμένου κύρους, διὰ τοῦ πολέμου κατασιγάσεως τῶν ὀρθοδόξων φωνῶν ἀντιδράσεως καὶ διὰ τῆς προσπαθείας ἀλλοιώσεως τῶν λειτουργικῶν καὶ λοιπῶν κειμένων πρὸς μιὰ περισσότερο «ἀνεκτικὴ» ποιμαντικὴ πρὸς τὶς αἱρέσεις, ἀφίστανται οἱ οἰκουμενιστὲς τοῦ «νοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. β΄ 16), δηλ. τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν θεσπισμάτων Του. Καὶ ὅπως παλαιότερα καὶ οἱ εἰκονομάχοι, ἔτσι καὶ οἱ οἰκουμενιστὲς ἐμφανίζονται ὡς «σωτῆρες» (διορθωτὲς) τῆς Ἐκκλησίας καὶ θέτουν τὸν ἑαυτό τους κάτω ἀπὸ τὰ σχετικὰ συνοδικὰ αἰώνια ἀναθέματα κατὰ τῶν «διορθωτῶν» τῆς πατερικῆς Πίστεως[9]. (3)
Ἀκόμη καὶ ἡ καθιέρωση καὶ ἐπίσημη ἀθώωση ἁμαρτιῶν ἀποτελεῖ αἵρεση, κι ἂν δὲν εἶναι τὸ θέμα δογματικὸ. Δεύτερον, εἶναι διαφορετικὸ πρᾶγμα τὸ νὰ πέσῃ κανεὶς σὲ βαριὲς ἁμαρτίες, π.χ. νὰ ποιήσῃ «τὰ μέλη Χριστοῦ πόρνης μέλη»[10], καὶ διαφορετικὸ ἀλλὰ χειρότερον πρᾶγμα νὰ λύσῃ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ νὰ δογματίσῃ ὅτι π.χ. ἡ πορνεία δὲν ποιεῖ τὰ «μέλη Χριστοῦ πόρνης μέλη» ἢ λ.χ. ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἐντολὲς περὶ νουθετήσεως τῶν αἱρετικῶν μόνον ἕως «μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν»[11] εἶναι σχετικοῦ κύρους. Τὸ δεύτερο τοῦτο, μολονότι μὴ κατ' ἀκρίβειαν δογματικὸ θέμα, συνιστᾷ αἵρεση, ὡς θεσμικὴ κατάργηση καὶ μόνιμη ἀλλοίωση τῶν σωστικῶν διδαγμάτων τῆς Ἐκκλησίας, εὐαγγελικῶν, ἀποστολικῶν, συνοδικῶν, πατερικῶν. Ἡ ἀντίληψι τῆς Ἐκκλησίας σχετικῶς μὲ αὐτό, δηλ. τὴ νομιμοποίηση ἁμαρτιῶν, συνάγεται προχείρως λ.χ. ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνοδικῆς δικαιώσεως τοῦ μοιχικοῦ γάμου τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΣΤ΄, ὡς περὶ «μοιχειανικῆς αἱρέσεως» (PG 99, 1048C). Δηλαδὴ ἡ (ψευδο)συνοδικὴ δικαίωση τῆς ἀντι-ευαγγελικῆς παρανομίας, ἀποξένωσε τὴ σύνοδο ἐκείνη ἀπὸ τὴν ἀληθὴ Ἐκκλησία, ὅπως χαρακτηριστικῶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης· «Ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ἀποσχιζόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς ἀπὸ Βορρᾶ καὶ δυσμῶν καὶ θαλάσσης, καὶ μάλιστα καὶ τῆς ἐδῶ, ἐκτὸς βεβαίως ἀπὸ ὅσους ἐπεκύρωσαν τὴν πρᾶξιν τῆς μοιχείας. Διότι αὐτοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου ...
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἴδιοι ἀληθῶς ἀποσχίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἑνώθηκε μὲ αὐτοὺς (τοῦ μοιχοζεύκτου Ἰωσήφ)».[12]. Ἀλλὰ σήμερα, πόσες εἶναι οἱ αἱρετικὲς ἀποφάσεις κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχουν θέσει τὶς ὑπογραφές τους οἱ οἰκουμενιστὲς μαζὶ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους; Ἀρκεῖ π.χ. ἕνα βλέμμα στὰ κείμενα τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου «Ἐκκλησιῶν» στὸ Porto Alegre τὸ 2006, γιὰ νὰ μᾶς πείσει περὶ τῆς ἀπὸ μέρους τῶν «ὀρθοδόξων» ἀποδοχῆς τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας. Γιὰ παράδειγμα, στὸ Porto Alegre, ὑπέγραψαν οἱ οἰκουμενιστές, μεταξὺ ἄλλων ἀπαράδεκτων, ὅτι ἔχουμε κοινὴ κλήση μὲ τοὺς Προτεστάντες[13] (τοὺς μεταξὺ τῶν ἄλλων ὑβριστὲς τῆς Θεοτόκου καὶ εἰκονομάχους), ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορὲς εἶναι νόμιμες, ἀφοῦ «ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ φανερώνει τὴ μοναδικότητὰ της μέσα σὲ εὐρεία διαφορετικότητα»[14], ὅτι ἡ θεολογία ἔχει μόνο σχετικὴ ἰσχὺ[15] καὶ ὅτι ἡ συμπροσευχὴ εἶναι μέσο προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν «ἐκκλησιῶν»[16] · καὶ μετὰ νομίζουμε ὅτι ἐμπαίζουμε τὸν Θεόν, ψάλλοντας στὴ Παναγία Θεοτόκο, «ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ΑΣΕΒΩΝ τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν Εἰκόνα Σου τὴν σεπτήν»; Ἂν λοιπόν, ἡ ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου σὲ πρακτικὰ θέματα βίου συνιστᾷ αἵρεση, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, πόσο περισσότερον ἡ ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν δογμάτων τῶν αἱρετικῶν ὡς «νομίμων τοπικῶν διαφορῶν» κατὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ κατὰ τὸ σύνθημά τους «ἑνότης ἐν τῇ διαφορετικότητι» (unity in diversity); (4)
Οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ «ἐξωεκκλησιάζουμε» τοὺς ἑτεροδιδασκάλους. Τὸ πιὸ ἰσχυρὸ ἀποδεικτικὸ τεκμήριο γιὰ τὸ ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν «ἀλλοτριοφρόνων» στὴν Ἐκκλησία (ἐντὸς ἢ ἐκτός), εἶναι ὁ περὶ οὗ πολὺς ὁ λόγος ΙΕ΄ Κανὼν τῆς Ἁγίας Πρωτοδευτέρας (Α΄ Φωτιανῆς) Συνόδου (861 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὡς ἄξιον ἐπαίνου, ὅποιον ἀφίσταται τῆς κοινωνίας (καὶ τῆς μνημονεύσεως) τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου του, ἀκόμη καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, πρὶν δηλαδὴ ἀποφασίσῃ Σύνοδος γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Ἐπισκόπου: «Ὅποιοι λόγῳ κάποιας αἱρέσεως κατηγορημένης ἀπὸ τὶς Ἅγιες Συνόδους ἢ τοὺς Πατέρες χωρίζουν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ τὸν Πρόεδρο (τῆς Ἐκκλησίας), δηλαδὴ ὅταν ἐκεῖνος κηρύττῃ δημοσίως τὴν αἵρεσι καὶ τὴ διδάσκει στὴν Ἐκκλησία «μὲ γυμνὴν τὴν κεφαλήν», αὐτοὶ ὄχι μόνον δὲν ὑπόκεινται σὲ κανονικὰ ἐπιτίμια πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, ἐπειδὴ ἀποτειχίζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν κοινωνία πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπο, ἀλλὰ θὰ ἀξιωθοῦν καὶ τῆς ἁρμοζούσης τιμῆς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι κατηγόρησαν ὄχι Ἐπισκόπους, ἀλλὰ ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοδιδασκάλους, καὶ δὲν κατακομμάτιασαν τὴν ἕνωσι τῆς Ἐκκλησίας μὲ σχῖσμα, ἀλλὰ ἐμερίμνησαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχίσματα καὶ διαμερισμούς»[17].
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τὴ διακοπὴ κοινωνίας, δηλαδὴ τὸν ἐξω-εκκλησιασμὸ τοῦ αἱρετίζοντος Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο Ποίμνιό του, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει τί; Μήπως ὅτι οἱ αἱρετίζοντες Ἐπίσκοποι, καὶ πρὸ συνοδικῆς ἀποφάσεως, ὡς ἐπικίνδυνοι, τίθενται ἐκτὸς τῆς Προσκομιδῆς καὶ Θείας Λειτουργίας τῶν Ὀρθοδόξων, ἄρα καὶ «οὐσιαστικῶς» ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Ναί, βεβαίως! Ἐκτὸς ἐὰν οἱ προτεσταντίζοντες (κατ΄ ὄνομα) ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς ἀμφισβητοῦν καὶ τοὺς θεοπνεύστους ἱεροὺς Κανόνες, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ὀρθῶς λεχθῆ, ὅτι: «Ὁρίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅτι πρέπει καὶ μετὰ θάνατον νὰ ἀναθεματίζωνται ὅσοι ἁμάρτησαν εἴτε στὴν Πίστι εἴτε στοὺς Κανόνες»[18]. (5) Θεωροῦν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅσους ἑτεροδιδασκαλοῦν καὶ καινοτομοῦν στὴν Πίστι; Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Θέλουμε νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐν πρώτοις, τὴ φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὴν ἀναφερόμενη σὲ ὅσους ἀκολουθώντας τὶς αἱρέσεις ἀφίστανται τῆς Ἐκκλησίας: «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ' οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν μεμενήκεισαν ἂν μεθ' ἡμῶν· ἀλλ΄ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 2, 19). Ἡ φράση εἶναι σαφής, περὶ τοῦ ὅτι οἱ «ἀλλοτριόφρονες», ὅσοι πιστεύουν διαφορετικῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία - καὶ ἐν τῷ προκειμένῳ τῆς Ἐπιστολῆς οἱ πρόδρομοι τοῦ ἀντιχρίστου - «οὐσιαστικῶς» δὲν εἶναι ἐξ ἡμῶν, ἀκόμη καὶ ὅταν παραμένουν τυπικῶς μεθ' ἡμῶν.
Ἡ μεταγενέστερη αὐτόβουλη ἀπόσχισή τους, ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἁπλῶς φανερώνει - κατὰ τὸν Θεολόγο, ὅτι καὶ πρὸ τῆς ἀποσχίσεώς τους δὲν ἦσαν πράγματι «ἐξ ἡμῶν», δὲν ἦσαν «οὐσιαστικῶς» πιστοί. Οἱ οἰκουμενιστές, εἴτε ὡς νέα αἵρεση (αὐτὴ τοῦ θεολογικοῦ σχετικισμοῦ καὶ συγκρητισμοῦ), εἴτε ἑνωνόμενοι καὶ κοινωνώντας μὲ ὅσους αἱρετικοὺς ἤδη ἔχουν ἀποσχισθῇ ἀπὸ μᾶς, ἐμπίπτουν στὴν περίπτωση αὐτή. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τὴν παραπάνω ἀποστολικὴ φράση γράφει κεφαλαιώνοντας: «Διὰ τοῦτο λοιπὸν ὁ Ἰωάννης εἶπεν ὅτι ἐξ ἡμῶν εὐγῆκαν, ἀλλὰ δὲν ἦτον ἀπὸ ἡμᾶς, ἤτοι εὐγῆκαν ναὶ ἀπὸ λόγου μας, ἀλλὰ δὲν ἦτον καὶ ἀπὸ λόγου μας, διατὶ ἐμάκρυναν ἀπὸ τὴν ἐδικήν μας διδασκαλίαν καὶ ζωὴν καὶ ἐφεύρηκαν ἐδικάς των βλασφημίας καὶ αἱρέσεις. καὶ δὲν ἦτον ἀπὸ τὸ μέρος τῶν σωζομένων, ἐπειδὴ ἂν αὐτοὶ ἦτον τῶν σωζομένων, ἤθελον μένουν πάντοτε μὲ ἡμᾶς τοὺς διδάσκοντας αὐτοὺς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν τῶν ψυχῶν αὐτῶν σωτηρίαν»[19]· συνεχίζει παρακάτω ὁ Ἅγιος Νικόδημος παραθέτοντας χωρίον τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὅπου ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Θεολόγου φανερῶς ἐφαρμόζεται καὶ στοὺς αἱρετικοὺς γενικῶς [20].
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς Εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ «ἀπὸ ὀρθοδόξου οἰκουμενικῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως σημαντικὴ» ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρὸς τὸν αἱρετικὸ - μονοθελήτη Πατριάρχην ΚΠόλεως Πέτρον, ὅταν ὁ τελευταῖος τοῦ ὑπέδειξε ὅτι ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ἑνώθηκαν στὴν αἵρεση καὶ τὸν ἀπείλησε: «Ἂν λοιπὸν εἶσαι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώσου, μήπως καινοτομώντας παράξενο τρόπο ζωῆς πάθῃς αὐτὸ ποὺ δὲν περιμένῃς». Τότε ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε «Ὁ τῶν ὅλων Θεὸς ἀπεφάνθη ὅτι Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως σὲ Αὐτόν, μακαρίζοντας τὸν Πέτρο γιὰ ὅσα εἶπε, ὁμολoγώντας Αὐτὸν καλῶς»[21]. Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης παραγγέλλει, καὶ μάλιστα ὄχι περὶ δογμάτων, ἀλλὰ γενικῶς περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθῶν, ὅτι «Δὲν εἶναι δυνατόν, δὲν εἶναι, ἄρχοντά μου, οὔτε ἡ ἰδική μας Ἐκκλησία (ΚΠόλεως), οὔτε κάποια ἄλλη, ἔξω ἀπὸ τοὺς ὑπάρχοντες νόμους καὶ Κανόνες νὰ κάνῃ κάτι. Διότι ἂν τοῦτο ἀλήθευε, μάταιο τὸ Εὐαγγέλιο, μάταιοι καὶ οἱ Κανόνες· καὶ ὁ καθένας τὸν καιρὸ τῆς ἀρχιερατείας του, ἐπειδὴ τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ πράττῃ ὅ,τι νομίζει, μαζὶ μὲ τοὺς δικούς του, ἂς εἶναι νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἄλλος νομοθέτης. Ἀλλὰ μὲ κανέναν τρόπο!
Διότι ἔχομε παραγγελίαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολον, ἐὰν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτι ἀντιθέτως ἀπ΄ ὅ,τι παρελάβομεν, ἀντιθέτως ἀπ' ὅ,τι οἱ ὁρίζουν οἱ Κανόνες τῶν κατὰ καιροὺς Συνόδων, Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν, νὰ μὴ τὸν δεχώμεθα καὶ οὔτε νὰ τὸν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων· καὶ παραλείπω τὴν κακόηχη φρᾶσι ποὺ ὁ ἴδιος εἶπε. Ἐμεῖς, λοιπόν, ποὺ εἴμαστε ἔξω τοῦ κόσμου, δὲν ὀφείλομε τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ νὰ ζητοῦμε καὶ νὰ πράττωμε ἐκεῖνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα συνανυψούμεθα καὶ ἀποκτοῦμε ζῆλον. καὶ ἂν μὲν σὲ αὐτὰ ὑπάρχει ἡ ζωή, καλῶς· ἂν ὅμως ὄχι, τότε εἶναι συμφέρον νὰ εἴμαστε ἄοικοι καὶ ἀνέστιοι καὶ νὰ περιερχόμαστε τὴν ὑφήλιο μὲ κάθε θλίψη καὶ στενοχωρία. Ἂς βοηθήσῃ λοπὸν κατὰ δύναμιν ἡ ψυχή σου ἡ θεοφιλής, ποὺ ἔχει ζῆλο γιὰ τὰ θεῖα πράγματα» [22]. Λοιπόν, καὶ μόνη ἡ τῶν οἰκουμενιστῶν κατὰ συρροὴ καταπάτηση καὶ συνεπῶς ἀλλοίωση τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴ συμπροσευχὴ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων (δηλ. τῆς ὑπὸ τῶν ἱ. Κανόνων ἀπαγορεύσεως τῶν συμπροσευχῶν), ἰδῆτε σὲ τί θέση τοποθετεῖ τοὺς νεωτερίζοντες οἰκουμενιστές : «ἐκτὸς κλήρου Ἁγίων».
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι εὔγλωττη · τὴν παραθέτουμε σχεδὸν ὁλόκληρη: «Γιὰ τὸν συνήγορο τοῦ ψεύδους ποιός κλῆρος, ποιά μερίδα, ποιά γνησιότητα ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ; Τὴν Ἐκκλησία ποὺ κατὰ τὸν Παῦλον, εἶναι "στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας", ἡ ὁποία καὶ μένει, μὲ τὴ χάρι τοῦ Χριστοῦ, διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, παγίως ἐστηριγμένη σὲ ἐκεῖνα, ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια ; Διότι πράγματι, ὅσοι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τῆς ἀληθείας· καὶ ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας, δὲν εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ τόσο περισσότερον, ὅσον αὐτοὶ ψεύδονται στὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό τους, ἀποκαλώντας τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ποιμένες καὶ ἀρχιποίμενες ἱερούς · ἔχομε διδαχθῆ ὅμως ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς Πίστεως»[23]. Αὐτῆς τῆς, κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμον, Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς «σωτηρίου ὁμολογίας τῆς εἰς τὸν Χριστὸν Πίστεως» εἶναι παντελῶς ἀλλότριοι καὶ μακράν οἱ οἰκουμενιστές, ποὺ ποικιλοτρόπως ἰσοπέδωσαν καὶ κατεπάτησαν τὴν Ὀρθοδοξία ἐπὶ τοῦ βορβορώδους πεδίου τῶν ἀπ' αἰώνων αἱρέσεων, τὶς ὁποῖες κατεδίκασε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. (6)
Εἶναι δυνατὸν νὰ πλανῶνται τόσοι οἰκουμενιστὲς Προκαθήμενοι καὶ σημαίνοντες κληρικοί ; Ἂν μᾶς εἰποῦν κάποιοι, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικρίνῃ μία «μειοψηφία» τὴν πλειοψηφία, καὶ μάλιστα τῶν Προκαθημένων τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ ἐν γένει τῶν Ἐπισκόπων, θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἰποῦμε πολλά, ἀλλὰ θὰ ἀπαντήσουμε διὰ τοῦ στόματος τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου μακαριστοῦ καὶ πολλοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ : «Πολὺ συχνὰ τὸ μέτρον τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ μικρὸν ποίμνιον. Ἴσως ὑπάρχουν περισσότεροι ἑτερόδοξοι παρὰ ὀρθόδοξοι. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαπλωθοῦν οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ καὶ νὰ καταλήξῃ ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ περιθώριον τῆς Ἱστορίας ἢ νὰ ἀποσυρθῇ εἰς τὴν ἔρημον. Αὐτὸ συνέβη κατ' ἐπανάληψιν εἰς τὴν Ἱστορίαν καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συμβῇ καὶ πάλιν ... Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνει ἀπὸ τὸν καθολικὸν κανόνα καὶ ὁ Λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ»[24].
Εἶναι ἱστορικῶς χαρακτηριστικὴ ἡ ταυτόχρονη ἀντιπαράθεση
τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ,
ἑνὸς ἁπλοῦ Ἡγουμένου,
ἔναντι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ποὺ εἶχαν πέσει στὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ
(ΚΠόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας)
καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ μονοθελήτου Αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β΄ (642-668).
Συνεπῶς,
δὲν «ἐξω-εκκλησιάσαμε» μὲ τὴν «Ὁμολογία» τοὺς οἰκουμενιστές,
ἀλλ' αὐτοὶ μόνοι τους ἐξω-εκκλησιάζονται μυστικῶς λόγῳ τῶν πλανῶν καὶ αἱρέσεών τους.
Ὅπως μὲ παρεκάλεσε νὰ γράψω ἕνας ἀδελφός:
«Ὅποιος δὲν ἀποδέχεται τὸ περιεχόμενο τῆς Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
δὲν πρέπει νὰ ἀπαγγέλλει οὔτε καὶ τὸ "Πιστεύω"»
στὸ ὁποῖο σαφῶς γίνεται λόγος περὶ Μιᾶς Ἐκκλησίας, Καθολικῆς,
ἡ ὁποία δηλαδὴ μόνη της ἔχει τὴν καθολικότητα τῶν διδαγμάτων τῆς σωτηρίας.
Μελενικιώτης
[1]. Γιὰ τὰ δύο αὐτὰ κείμενα καὶ τὶς παραπομπὲς βλ. κάτωθι. [2]. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β΄, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 2003, σελ. 341. [3]. Κων. Δ. Μουρατίδου, Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Ἀθῆναις 1958, σελ. 231. [4]. Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΑ΄, ἐκδ. ἐπ. Οἰνόης Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθῆναι 1991, σελ. 609. [5]. Μεγάλου Ἀθανασίου, Πρὸς Σεραπίωνα 2, PG 25, 689Α (τὸ ὅλο κείμενο: PG 25, 685-689). [6]. Ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ, ἐν Ψυχωφελῇ Βατοπαιδινὰ 11, ἐκδ. Ἱ.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 214.215 (γενικῶς βλ. σελ. 208-215).. [7]. Πράξ. ζ, 51. [8]. Εἰς τὴν Β΄ Πρὸς Κορινθίους 11, 3 PG 61, 478 [9]. Βλ. τὸ ἀνάθεμα τὴς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου : Mansi 12, 1010 E «τοῖς λέγουσιν, ὅτι πλὴν τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἄλλος ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν εἰδώλων, ἀνάθεμα!» [10]. Α΄ Κορ. 6,15-20. [11]. Τίτον 3, 10.11 [12]. Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολὴ (43) Ἰωσὴφ ἀδελφῷ καὶ ἀρχιεπισκόπῳ, PG 99, 1065C.D. [13]. Ὀ τίτλος σχετικοῦ κειμένου τῆς Συνελεύσεως ἦταν «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, 6-7. [14]. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 3: «... the Church is called to manifest its oneness in rich diversity». [15]. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Religious plurality and Christian self-understanding, 44 - 47: «All our theological reflections in the last analysis are limited by our own experience and cannot hope to deal with the scope of God's work of mending in the world». [16]. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 37. [17]. Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηὸς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 292. [18]. Πρβλ. αὐτόθι, σελ. 9. [19]. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτὰ Καθολικάς Ἐπιστολάς, ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Κυψέλης», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 498. [20]. Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν Προφήτην Μαλαχίαν 4, 43 PG 72, 356C.D. [21]. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Ἀναστάσιον μονάζοντα, PG 90, 132A. [22]. Ἐπιστολὴ (24) Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, PG 99, 988A-Β. Πρβλ. καὶ τὴ (θεωρούμενη νόθο) ἐπιστολὴν Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Ἥρωνα Διάκονον Ἀντιοχείας 2, PG 5, 912Α.Β. «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂνἀξιόπιστος ᾖ, κἂννηστεύῃ, κἂνπαρθενεύῃ, κἂνσημεῖα ποιῇ, κἂνπροφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος». [23] . Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου 3, ἐκδίδει Π. Χρηστου, τόμ. Β΄, ἐκδ. Κυρομᾶνος, Θεσσαλονίκη 19942, σελ. 627. [24]. Πρωτοπρεσβύτερου Γ. Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, σσ. 71 καὶ 75.
Εκ του ιστολογίου ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ.
Πρωτότυπος τίτλος; Οι Οικουμενιστές θέτουν όντως Εαυτούς εκτός Εκκλησίας.
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου