Οἱ Οἰκουμενισταὶ διαπιστώνουν ἐσχάτως μὲ ἀνησυχία, ὅτι τὸ ἀντιοικουμενιστικὸ ρεῦμα
γίνεται συνεχῶς ἰσχυρότερο μέσα στοὺς κόλπους τῶν ῾Αγιωτάτων ᾿Ορθοδόξων Τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν,
οἱ δὲ Κοινότητες τῶν ᾿Ενισταμένων κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ αὐξάνονται καὶ ἑνοποιοῦνται πανορθοδόξως.
Οἱ ὀρθόδοξοι Οἰκουμενισταί, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀναχαιτίσουν τὴν πανορθόδοξο αὐτὴ ἀντίδρασι,
ἀποπειρῶνται - ἐκτὸς τῶν ἄλλων - νὰ περιγράψουν ὡς ἀκίνδυνη («οὐδέτερη») τὴν ἐκκλησιολογικὴ φύσι
τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») καὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εὐρύτερα,
ἐπικαλούμενοι τὸ Καταστατικὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ ᾿Οργανισμοῦ τῆς Γενεύης καὶ ἄλλα ἐπίσημα κείμενα.
Τοιουτοτρόπως ὅμως διαπράττουν τὸ λογικὸ σφάλμα τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου»
(petitio principii· τὸ ἀποδεικτέο προϋποτίθεται πρὶν αὐτὸ νὰ ἀποδειχθῆ):
τὸ Σύνταγμα μιᾶς χώρας ἢ τὸ Καταστατικὸ ἑνὸς Σωματείου
(τὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἕνα πανομολογιακὸ Σωματεῖο)
δὲν ἑρμηνεύονται «ἀφαιρετικὰ» («ἰδεατά»), ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχουν αὐτοτελῆ ὑπόστασι,
δηλαδὴ δὲν αὐτοερμηνεύονται πάντοτε οὔτε καὶ ἐκφράζουν πλήρως καὶ ἀληθῶς τὴν κατάστασι τῆς χώρας
ἤ τοῦ Σωματείου, παρὰ μόνον ἄν τεθοῦν μέσα στὸ γενικώτερο κοινωνικὸ καὶ λειτουργικό τους πλαίσιο.
του Μακαριστού Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού
Τὸ Καταστατικὸ τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ ἡ Πατριαρχικὴ ᾿Εγκύκλιος τοῦ 1920 μαρτυροῦν μὲν πρωτογενῶς γιὰ τὴν ἐκκλησιολογικὴ ταυτότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ ᾿Οργανισμοῦ τῆς Γενεύης καὶ εὐρύτερα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἀλλὰ ἑρμηνεύονται πλήρως καὶ σαφῶς μόνον μέσῳ τοῦ γενικωτέρου πλαισίου τῆς προϊστορίας, γενέσεως, αὐξήσεως καὶ ἐξελίξεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. «Π.Σ.Ε.» καὶ Διαθρησκειακὴ Κίνησις ᾿Εκεῖ ἀκριβῶς ἀποβλέπει ἡ παροῦσα «Σειρά»: νὰ παρουσιάση τὸ «ἄγνωστο» πλαίσιο τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ νὰ κατανοηθῆ ὁ Οἰκουμενισμὸς μέσῳ τοῦ «ζωτικοῦ χώρου» του, ἐντὸς τοῦ ὁποίου καλλιεργεῖται σαφῶς ἕνας ἀντορθόδοξος δογματικός, κανονικὸς καὶ ἠθικὸς «μινιμαλισμός».
῾Η «Σειρὰ» ἐπιδιώκει, Χάριτι Κυρίου, νὰ ἐπισημάνη μὲ τρόπο σοβαρὸ καὶ ὑπεύθυνο, ὅτι οἱ ῾Ησυχαστικὲς καὶ Εὐχαριστιακὲς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου κριτικῆς στάσεως ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀντιλαμβάνονται βαθύτατα, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ μίαν ἀπολύτως νέα «ἐκκλησιολογικὴ στάσι» καὶ ἐντεῦθεν τοῦ 1920 ἔχομε κυριολεκτικῶς μίαν «᾿Εκκλησιολογικὴ Νεωτερικότητα», ἡ ὁποία προεκάλεσε ριζικὴ ἀλλαγὴ στὴν θεολογικὴ σκέψι καὶ συνείδησι τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν κατὰ τὴν θεώρησι τῶν ἑτεροδόξων (ἀλλὰ καὶ ἑτεροθρήσκων) Κοινοτήτων.
Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς «Σειρᾶς» εὔχονται νὰ εὕρουν ἀπήχησι τὰ κείμενά της καὶ οἱ μὲν ὀρθόδοξοι Οἰκουμενισταὶ νὰ προβληματισθοῦν καὶ ἀνακρούσουν πρύμναν ὅσο εἶναι καιρός, οἱ δὲ ἀντιοικουμενισταὶ νὰ ἐργασθοῦν στὸ ἑξῆς σοβαρώτερα, ἄν θέλουν βεβαίως ὁ λόγος τους νὰ εἶναι ἀξιόπιστος καὶ ἑπομένως οἰκοδομητικός, κατανοοῦντες βαθύτατα ὅτι ὁ ἀντιοικουμενισμὸς δὲν εἶναι εὔκολο ἐγχείρημα, ἀλλὰ πολυώδυνος ἄσκησις στὴν διάκρισι, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐμβάθυνσι στὸν Πατερικὸ λόγο, καθὼς ἐπίσης καὶ γόνιμος προβληματισμὸς ἔναντι τῶν ζωηρῶν προκλήσεων ἀπὸ τὶς ραγδαῖες κοινωνικὲς ἐξελίξεις ποὺ ἀπετέλεσαν κυρίως τὴν ἀφετηρία (καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ὁ «πειρασμὸς») τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
28.1.1997 ἐκ. ἡμ. ῾Οσίων ᾿Εφραὶμ καὶ ᾿Ισαὰκ Σύρων
Τις παραμονὲς τῆς ἕκτης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») στὸ Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ (24 ᾿Ιουλίου - 10 Αὐγούστου 1983), στὸν ἐπίσημο «῾Οδηγὸ» γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ Οἰκουμενικὴ Συνάθροισι περιήχοντο τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «Στὸ τέλος οἱ μεγάλες θρησκευτικὲς κοινότητες δὲν θὰ ἐξαφανισθοῦν. Κανεὶς δὲν θὰ ἔχει τὸ ἐπάνω χέρι. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι θὰ παραμείνουν ᾿Ιουδαῖοι· οἱ Μουσουλμᾶνοι θὰ παραμείνουν Μουσουλμᾶνοι· καὶ οἱ ἀνήκοντες στὰ μεγάλα ᾿Ανατολικὰ θρησκεύματα θὰ παραμείνουν ᾿Ινδουϊσταί, Βουδδισταὶ καὶ Ταοϊσταί. ῾Η ᾿Αφρικὴ θὰ ἐκφράζη τὴν ἀντίληψί της περὶ τοῦ κόσμου· ἡ Κίνα θὰ διατηρήση τὴν κληρονομία της.
῞Οπως πρίν, οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ταξιδεύουν ἀπὸ τὴν ᾿Ανατολὴ πρὸς τὴν Δύσι, ἀπὸ τὸν Βορρᾶ πρὸς τὸν Νότο καὶ νὰ διαμένουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δίχως, συνεπῶς, νὰ ἔχουν πρωτίστως γίνει Χριστιανοὶ ὅπως καὶ ἐμεῖς»! ῎Ετσι λιτὰ περιεγράφετο τὸ πανθρησκειακὸ ὅραμα τοῦ «Π.Σ.Ε.» πρὶν ἀπὸ δέκα περίπου χρόνια. Πῶς ὅμως ἔφθασε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Οἰκουμενικὸς ᾿Οργανισμὸς τῆς Γενεύης; Τὸ ἀρχικὸ ὅραμα τοῦ «Π.Σ.Ε.». Το ἀρχικὸ ὅραμα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἦταν παγχριστιανικό: ἡ ἕνωσις τῶν διηρημένων Χριστιανῶν τῆς Οἰκουμένης. ᾿Απὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος καὶ ἑξῆς ἄρχισε μεταξὺ τῶν Προτεσταντικῶν ῾Ομολογιῶν μία κίνησις γιὰ συνεργασία σὲ πολλοὺς τομεῖς, μία στροφὴ πρὸς τὴν ἑνότητα. Αὐτὴ ἡ ἑνωτικὴ δραστηριότητα τῶν ποικίλων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων ἔλαβε ὠργανωμένη πλέον μορφὴ τὸν Κ´ αἰῶνα στὰ πλαίσια τῆς καλουμένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ ἀργότερα τοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου της, τοῦ «Π.Σ.Ε.».
Σχέσεις, ἐπαφές, κοινὲς προσπάθειες σὲ κοινωνικοπολιτικὰ ζητήματα εἶχαν χαρακτῆρα προετοιμασίας γιὰ τὴν ἕνωσι, ἀπέβλεπαν στὴν βαθμιαία ὑπέρβασι τῶν χριστιανικῶν διαιρέσεων. ῾Η ὅλη αὐτὴ ἑνοποιητικὴ προσπάθεια περιέλαβε ἐξ ἀρχῆς δυστυχῶς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους· καὶ λέμε δυστυχῶς, διότι σὲ μία καθαρῶς προτεσταντικὴ προσπάθεια ἀναζητήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, τῆς ὁποίας προσπαθείας κύριες προϋποθέσεις εἶναι οἱ αἱρετικὲς δοξασίες τῆς «᾿Αοράτου ᾿Εκκλησίας» καὶ τῆς «Θεωρίας τῶν Κλάδων», δὲν ἔχει θέσι ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ταυτίζεταιὀντολογικῶς μὲ τὴν Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία. ῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν εἶναι ἕνα ἰδεῶδες, «ποὺ ἀκόμα κι ἄν ἦταν κάποτε μιὰ πραγματι- κότητα, σήμερα δὲν ὑπάρχει παρὰ σὰν στόχος τῶν προσπαθειῶν μας», τῶν Οἰκουμενικῶν προσπαθειῶν.
῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας, κατὰ τὸν ἀείμνηστο σύγχρονο ἀπλανῆ διδάσκαλο τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεώς μας π. ᾿Ιουστῖνο Πόποβιτς, οὐδέποτε διεσπάσθη, «ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν», ἀπὸ τὴν ῾Οποίαν «εἰς διαφόρους καιροὺς ἀπεσχίσθησαν καὶ ἀπεκόπησαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ συνέπειαν ἔπαυσαν νὰ εἶναι μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ σύσσωμοι τοῦ θεανθρωπίνου σώματός της». Παρὰ ὅμως τὴν λανθασμένη ἀντίληψι τῶν Προτεσταντῶν περὶ ἑνότητος, τὸ ὅραμά τους ἦταν ἡ παγχριστιανικὴ ἑνότης. Αὐτὸ ἄλλωστε ἐτόνιζαν τὸ 1991 οἱ ὀρθόδοξοι Οἰκουμενισταί, ὅταν γεμᾶτοι ἀνησυχία διεπίστωναν τὰ μεγάλα διαθρησκειακὰ ἀνοίγματα τοῦ «Π.Σ.Ε.» στὴν Κανμπέρρα καὶ ἔγραφαν: «Οἱ ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες ἐπιθυμοῦν νὰ τονίσουν μὲ ἔμφαση ὅτι γι᾿ αὐτές, ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας».
Τὸ διαθρησκειακὸ ἄνοιγμα τοῦ «Π.Σ.Ε.» Κατά τὴν πορεία ὅμως τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ τοῦ «Π.Σ.Ε.», παρατηρεῖται μία σταδιακὴ διεύρυνσις τοῦ ὁράματος αὐτοῦ. ῾Η Οἰκουμενικὴ προσπάθεια τείνει πλέον νὰ περιλάβη στοὺς κόλπους της καὶ τὶς ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Οἱ συνεργαζόμενες Χριστιανικὲς ῾Ομολογίες ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ἀναγκασμένες νὰ συζητήσουν τὰ προβλήματα ποὺ προέκυπταν στὸν ἱεραποστολικό τους ἀγρό, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸς χαρακτηριζόταν γιὰ τὴν θρησκευτική του πολυμορφία. Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ ἀνάγκη, ὅπως εἶναι κοινῶς ἀποδεκτό, συνέβαλε στὴν γέννησι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: ἡ «ἱεραποστολὴ ἐκλαμβάνεται ὡς ἕν ἐκ τῶν κυριωτέρων αἰτίων, τὰ ὁποῖα παρήγαγον τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν». ῎Ετσι στὸ Α´ «Παγκόσμιο ῾Ιεραποστολικὸ Συνέδριο» ποὺ συνῆλθε στὸ ᾿Εδιμβοῦργο τῆς Σκωτίας τὸ ἔτος 1910, ὁ τίτλος τοῦ τετάρτου θέματος συζητήσεως ἦταν «Τὸ ἱεραποστολικὸ μήνυμα ἐν σχέσει πρὸς τὰ μὴ Χριστιανικὰ θρησκεύματα», καὶ ἡ ῎Εκθεσις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ θεωρήθηκε ἡ καλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες τοῦ Συνεδρίου.
῾Η ταχυτάτη ἀνάπτυξις στὶς ῾Ηνωμένες Πολιτεῖες τῆς ᾿Αμερικῆς τῶν ἐλευθεριαζόντων (liberal) Προτεσταντῶν, ἡ ὁποία παρετηρήθη στὴν ἑπόμενη περίοδο, προεκάλεσε συζητήσεις γιὰ μία «Παγκόσμια Θρησκεία» καὶ γέννησε ἀνησυχίες γιὰ «συγκρητιστικὴ σκέψι» μὲ ἀναφορὰ στὰ ᾿Ασιατικὰ θρησκεύματα, τὰ ὁποῖα ἐβίωναν τὴν ἀφύπνησί τους μὲ ὅλα τὰ ἐπακόλουθα. Τὸ Συνέδριο τῶν ῾Ιεροσολύμων τὸ 1928, τὸ ὁποῖο συνεκλήθη ἀπὸ τὸ «Διεθνὲς ῾Ιεραποστολικὸ Συμβούλιο» (ΔΙΣ) , ὡς πρῶτο θέμα συζητήσεως εἶχε «Τὸ Χριστιανικὸ Μήνυμα ἐν σχέσει πρὸς μὴ Χριστιανικὰ Συστήματα ζωῆς καὶ σκέψεως». ᾿Απὸ τὸ Συνέδριο τοῦτο ἐδόθη ἡ ὤθησις γιὰ τὴν ἵδρυσι τὸ 1930 τῆς «Διεθνοῦς ᾿Επιτροπῆς γιὰ τὴν Προσέγγισι τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ». Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι στὸ Συνέδριο τῶν ῾Ιερο-σολύμων παρουσιάζεται ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως διχογνωμία ἔναντι τοῦ θέματος τῶν ἄλλων θρησκειῶν: ὑπῆρχαν οἱ ἐμμένοντες στὴν παραδοσιακὴ ἄποψι τῆς Μοναδικότητος τοῦ Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μία «ἀποκλειστικὰ Χριστομονιστικὴ θεώρηση τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἱεραποστολῆς», ἀλλὰ ἐνεφανίσθησαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀνεγνώριζαν τὶς «ἀξίες» τῶν ἄλλων θρησκειῶν καὶ ὑπεστήριζαν μία συνεργασία, γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς κοινωνίας.
Τὸ Β´ Συνέδριο τοῦ «Διεθνοῦς ῾Ιεραποστολικοῦ Συμβουλίου» στὸ Ταμπαρὰμ τοῦ Μαδρὰς τῶν ᾿Ινδιῶν τὸ 1938 ἀσχολήθηκε καὶ πάλι μὲ τὶς σχέσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ὁ δὲ τίτλος τοῦ σχετικοῦ θέματος ἦταν «῾Η αὐθεντία τῆς πίστεως». Στὸ Ταμπαρὰμ ὑπῆρξαν καὶ πάλι διχογνωμίες καὶ πολλοὶ ὑπεστήριξαν, ὅτι οἱ ἄλλες θρησκεῖες δὲν ἀποτελοῦν «ὁλοκληρωτικὰ συστήματα» ἀνθρωπίνης σκέψεως καὶ πρακτικῆς, ἀλλὰ ἔχουν καὶ αὐτὲς ἕναν ἀποκαλυπτικὸ χαρακτῆρα καὶ θεωροῦνται «θρησκευτικὲς παραδόσεις», ἐντὸς τῶν ὁποίων ὑφίσταται μία «ἀμφίδρομη κυκλοφορία» μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Στὸ Ε´ Συνέδριο τοῦ «Διεθνοῦς ῾Ιεραποστολικοῦ Συμβουλίου» στὴν ῎Ακκρα τῆς Γκάνας τὸ 1957- 58, συνεχίσθηκε ἡ συζήτησις ἐπὶ τῶν διαθρησκειακῶν σχέσεων στὸ τρίτο θέμα μὲ τίτλο «῾Η Χριστιανικὴ ἐκκλησία καὶ τὰ μὴ Χριστιανικὰ θρησκεύματα».
Στὴν Γ´ Γενικὴ Συνέλευσι τοῦ «Π.Σ.Ε.» στὸ Νέο Δελχὶ τῶν ᾿Ινδιῶν τὸ ἔτος 1961 (19 Νοεμβρίου - 5 Δεκεμβρίου), «διάχυτος ὑπῆρξε καὶ ὁ τρόπος τῆς συναντήσεως καὶ ἀντιμετωπίσεως τῶν ἄλλων ἀναγεννομένων ᾿Ασιατικῶν θρησκειῶν» καὶ συνεζητήθη εὐρέως τὸ μέγα πρόβλημα τῆς σχέσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ἰδίως μάλιστα σὲ χῶρες, ὅπου οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἐλαχίστη μειοψηφία. Στὴν Συνέλευσι αὐτὴ παρετηρήθησαν δύο τάσεις ἀνυποχώρητες στὶς θέσεις τους: ἡ πρώτη ὑπεστήριζε τὴν δρᾶσι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στοὺς μὴ Χριστιανούς, ὡς προετοιμασία ἀποδοχῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ δὲ δεύτερη ἐτόνιζε τὸ ἀδύνατον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἄνευ τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ. Στὸ Α´ Παγκόσμιο Συνέδριο τοῦ «Τμήματος Παγκοσμίου ῾Ιεραποστολῆς καὶ Εὐαγγελισμοῦ» ποὺ συνῆλθε στὴν πόλι τοῦ Μεξικοῦ τὸ 1963 (8 - 19 Δεκεμβρίου), συνεζητήθη ὡς πρῶτο θέμα «῾Η μαρτυρία τῶν Χριστιανῶν σὲ ἀνθρώπους ἄλλων Πίστεων», ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἐπετεύχθη μία σαφὴς συμφωνία ἐπὶ τοῦ ζητήματος.
῎Ηδη ὅμως εὑρισκόμεθα στὴν περίοδο τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου (1962-1965), διὰ τῆς ὁποίας ὁ Παπισμὸς
προβαίνει σὲ ἕνα θεαματικὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἐξωχριστιανικὸ Οἰκουμενισμό, μὲ τὴν
«Δήλωσι γιὰ τὶς σχέσεις τῆς ᾿Εκκλησίας μὲ τὶς μὴ Χριστιανικὲς Θρησκεῖες».
Τὸ «τόλμημα» αὐτὸ τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὁποῖο μάλιστα εἶχε ἀρχίσει ἤδη νὰ συνεργάζεται μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.»20,
συμβάλλει «ὁπωσδήποτε» στὴν ὁριστικὴ στροφὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ ᾿Οργανισμοῦ τῆς Γενεύης
καὶ τὸν σταθερὸ πλέον προσανατολισμό του στὴν κατάφασι τῶν μὴ Χριστιανικῶν θρησκειῶν.
Τὸ Συνέδριο στὸ Κάντυ τῆς Σρὶ Λάνκα (Κεϋλάνης) τὸ 1967 θεωρεῖται «σταθμὸς» στὴν πορεία
τοῦ χρονίζοντος ἀκανθώδους θέματος.
Λαμβάνουν μέρος Παπικοὶ ἀντιπρόσωποι, γίνεται ἀναφορὰ στὶς σχετικὲς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανῆς
καὶ ἐγκρίνεται πλέον σαφῶς ὁ Διαθρησκειακὸς Διάλογος.
῾Η ἐπίδρασις τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς τοῦ Συνεδρίου στὶς διάφορες συζητήσεις τῆς Δ´ Γενικῆς Συνελεύσεως
τοῦ «Π.Σ.Ε.» στὴν Οὐψάλα τὸ 1968 (4-20 ᾿Ιουλίου) ἦταν ἐμφανὴς καὶ ζωηρά, μετὰ
δὲ τὴν Συνέλευσι αὐτὴ ἀνετέθη στὸν ᾿Ινδὸ Στάνλεϋ Σαμάρθα ἡ ἐμβάθυνσις καὶ σπουδὴ στὸ θέμα
«῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ Ζωντανὲς Πίστεις τῶν ᾿Ανθρώπων».
Τὸ 1969 ἄρχισαν οἱ ἐπαφὲς τοῦ «Π.Σ.Ε.» μὲ τὸ ᾿Ισλάμ, οἱ ὁποῖες τὸ 1989 συνεπλήρωσαν
τὴν πρώτη εἰκοσαετία των, ὁπότε καὶ ἄνοιξε «μιὰ νέα περίοδος ἀξιολόγησης καὶ νέες δυνατότητες περαιτέρω συνεργασίας».
(Συνεχίζεται...)...
Α' Μέρος
Σειρά συνακόλουθων αναρτήσεων από το βιβλίο
του Μακαριστού Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού με τίτλο:
''ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ'',
Αθήνα 1997.
Οι παραπομπές από το βιβλίο έχουν αφαιρεθεί με ευθύνη του Ιστολογίου μας,
προκειμένου αυτό να καταστεί περισσότερο ευανάγνωστο.
Ολόκληρο το βιβλίο, μαζί με τις παραπομπές μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου