ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ




Εἶναι ἰδιαιτέρα τιμὴ καὶ εὐλογία δι’ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστο ἐν Ἐπισκόποις καὶ Ποιμενάρχη τῆς νήσου ταύτης, 

νὰ ἐκφέρω λόγον στὴν σημερινὴ πνευματικὴ σύναξή μας γιὰ τὸν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις

 φανερωθέντα Ὅσιο καὶ Ὁμολογητὴ Ιερώνυμον τὸν ἐν Αἰγίνῃ.

 Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν γεραίρει τὴν μνήμη τοῦ νέου Ὁσίου της 

καὶ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία λαμπροστολίζεται καὶ πανηγυρίζει κυκλώνοντας τὰ χαριτόβρυτα Ἱερὰ Λείψανα αὐτοῦ.

 Ἡ χορεία τῶν Σεπτῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου μὲ πρῶτον τὸν Προκαθήμενό της, 

ὁ Ἱερὸς Κλῆρος καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Θεοῦ, κλίνουν τὸ γόνυ ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ,

 τὸ ὁποῖο διατρανώνεται σήμερα διὰ τῆς Συνοδικῆς Πράξεως Ἁγιοκατατάξεως τοῦ μεγάλου Ἁγίου της Ἐκκλησίας Ὁσίου Ἱερωνύμου.

 Ὁ Μέγας αὐτὸς Ὁμολογητής,

 ὁ ὁποῖος ἐδόξασε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ταπείνωσή του καὶ τὸν ἀκέραιο βίο του, ἐπαξίως θὰ μποροῦσε

 νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς φάρος παμφαέστατος καὶ ἀδάμας βαρύτιμος τῆς χορείας τῶν Ἁγίων τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.


Ὅσιος Γέροντας Ἱερώνυµος γεννήθηκε τὸ 1883 στὸ χωριὸ Γκέλβερη τῆς Ἁγιοτόκου γῆς τῆς Καππαδοκίας, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἔδωσε πληθώρα Ἁγίων Πατέρων, Ὁσίων καὶ Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας µας, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνοµα Βασίλειος. Ἦτo βλαστὸς πολυτέκνου καὶ εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Ἡ µητέρα του τὸν γαλούχησε ἀπὸ µικρᾶς ἡλικίας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ µικρὸς Βασίλειος ζοῦσε κατὰ Χριστὸν βίο, τηροῦσε τὶς ἅγιες Ἐντολές Του καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἦτο εὐσεβέστατος καὶ φιλακόλουθος. Ὁ νεαρὸς Βασίλειος μὲ τὴν εὐχὴ τῆς µητέρας του, καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του, χειροτονήθηκε Διάκονος. Ἀπὸ τὴν θέση του αὐτὴ συνέχισε τὸ θεάρεστο ἔργο τῆς κηρύξεως τοῦ Θείου Λόγου. 


ἀγάπη τοῦ κόσµου πρὸς τὸ πρόσωπό του ἦταν µεγάλη. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους ὡς ταπεινὸς προσκυνητὴς τῶν Παναγίων Προσκυνηµάτων, ὅπου καὶ παρέµεινε γιὰ κάποιο µικρὸ χρονικὸ διάστηµα στὴν Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου παρὰ τὸν Ἰορδάνην ποταμόν. Τὸ πέρασµά του αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γῆ τὸν ἐπηρέασε βαθύτατα, καὶ ἀργότερα προέτρεπε τὰ πνευµατικά του τέκνα νὰ πραγµατοποιήσουν τὸ ταξίδι αὐτὸ τουλάχιστον µία φορὰ στὴ ζωή τους. Μετὰ πῆγε στὴν Πόλη, ὅπου ὡς Διάκονος ὑπηρέτησε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο. Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ 1922 ἦλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Αἴγινα. Τοποθετήθηκε ὡς Διάκονος στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Αἴγινας καὶ ὡς Πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ἱ. Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. 


ν συνεχείᾳ, τοποθετήθηκε ὡς Πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ἱ. Μονὴ Παναγίας Χρυσολεόντισσας. Ὁ θερµός του ζῆλος γιὰ τὴν κήρυξη τοῦ Θείου Λόγου καὶ ὁ ἐνάρετος βίος του δὲν διέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ τότε Μητροπολίτη καὶ χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Τοῦ ἐδόθη τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιµανδρίτου καὶ ταυτόχρονα τοῦ ἀνετέθη τὸ ἔργο τοῦ Πνευµατικοῦ, ἕνα ἔργο ποὺ µέχρι τέλους τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του τελοῦσε µἐ αὐταπάρνηση, µὲ φόβο Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο. Ἔτσι ἀνέλαβε, ὡς Ἱερεὺς πλέον, τὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ Νοσοκοµεῖο τῆς Αἰγίνης, Ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος τὸν κατασκεύασε, καὶ συνέχισε µὲ ἀκόµη µεγαλύτερο ζῆλο τὸ πνευµατικὸ ἔργο του στὸ χῶρο αὐτό. Ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Γέροντας ἐκτὸς τοῦ ποιµαντικοῦ του ἔργου, περιποιεῖτο καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ὡς «πρακτικὸς ἰατρὸς» καὶ εἶχε θεραπεύσει τὰ τραύµατα ἀρκετῶν. Ὡς Λειτουργὸς ἱερουργοῦσε πάντοτε µὲ ποταµοὺς δακρύων στὰ µάτια του. 


ς ἄλλος Ἅγιος Σπυρίδων συλλειτουργοῦσε µὲ Ἁγίους καὶ Ἀγγέλους τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅμως, ἀπὸ μία φοβερὰ θεία Ὀπτασία ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας, ὅταν εἶδε τὸν θυσιαζόμενο Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ἀποφάσισε νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἱερουργῆ, μὴ ἀντέχοντας τὸν συγκλονισμὸ ποὺ ὑπέστη. Χαρακτηριστικά, ἀπευθυνόµενος σὲ νέους Ἱερεῖς ἔλεγε: «Ἂν δὲν βλέπεις τὸν Ἄγγελό σου δίπλα σου στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, µὴ λειτουργεῖς». Ἦταν ἄκακος καὶ µέχρις ἐσχάτων ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του ἔναντι ὅλων, χωρὶς ἴχνος ἐγωισµοῦ. Ἀναφέρεται, ὅτι κάποτε βαδίζοντας µέσα στὴν πόλη τῆς Αἴγινας χαιρέτισε κάποιον µαγαζάτορα καὶ τοῦ εὐχήθηκε γιὰ τὸν υἱό του ποὺ γιόρταζε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἄγνωστο γιατί, βγῆκε ἀπὸ τὸ µαγαζί του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσει, τὸν ἐξύβρισε. Ὁ ἀνεξίκακος Γέροντας ἀπεχώρησε ἀµίλητος, δεχόµενος ὅλες τὶς ὕβρεις ποὺ τοῦ ἐκτόξευσε καὶ ἐπανῆλθε στὸν ὑβριστὴ τὴν ἐπόµενη µέρα ζητώντας του συγγνώµην γιὰ τὴν ἀναστάτωση ποὺ τοῦ προξένησε. 


ἄνθρωπος τὰ ἔχασε, ἔβαλε τὰ κλάµατα καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώµην γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συµπεριφορά του. Διακόνησε τὸν Ναὸ τοῦ Νοσοκοµείου γιὰ 18 χρόνια µὲ αὐταπάρνηση. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτὴ τῆς ἐφημερίας του, ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆµα τοῦ Μοναχοῦ, ποὺ τόσο ἐπιθυµοῦσε, ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερώνυµο τὸν Σιµωνοπετρίτη, λαµβάνοντας τὸ ὄνοµα Ἱερώνυµος. Ὁ Ὅσιος ἔζησε σὲ µία περίοδο ποὺ ἡ Ἐκκλησία δοκιµαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπιβαλλόµενη ἀπὸ σκοτεινοὺς κύκλους µετατροπὴ τοῦ Ἡµερολογίου. Μιὰ ὑπόθεση ποὺ ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ µία µελανὴ σελίδα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ποὺ δυστυχῶς βασανίζει τοὺς πιστοὺς διὰ τῆς παναιρέσεως σήμερα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ ποὺ συνεχίζει νὰ αἱµορραγεῖ καὶ νὰ πληγώνει. Ὁ Ἅγιος Γέροντας, ἐλεγχόµενος συνειδησιακὰ καὶ µὴ µπορῶντας νὰ ἀντέξει τὴν ἐπιβαλλόµενη Καινοτοµία, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει σηµεῖο γιὰ τὸ τί θὰ πρέπει νὰ πράξει. Ὁ ἴδιος ἐπιθυµοῦσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Πάτριο Ἡµερολόγιο, ἀλλὰ ἀνέµενε Θεῖο µήνυµα περὶ τῆς ἀποφάσεώς του. 


Κάποια στιγµὴ κάποιοι «καλοθελητὲς» ἐνηµέρωσαν τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη, ὅτι ὁ Γέροντας δὲν ἱερουργεῖ στὸν Ναὸ τοῦ Νοσοκοµείου, διότι πηγαίνει µἐ τὸ Παλαιὸ Ἡµερολόγιο. Ὁ Δεσπότης µὴ γνωρίζοντας τὰ περὶ τῆς φοβερᾶς Ὀπτασίας του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ παύσει νὰ ἱερουργεῖ, τὸν εἰδοποίησε ὅτι θὰ πήγαινε νὰ συλλειτουργήσουν µαζί, ἀνήµερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπετέλεσε τὸ ἐκ «Θεοῦ σηµεῖον» ποὺ ζητοῦσε. Ἔτσι ἀπέστειλε µία ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη, µέσῳ τῆς ὁποίας µὲ σεβασµὸ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Νοσοκοµείου καὶ τοῦ γνωστοποιοῦσε, ὅπως ὅλοι ἄλλωστε τὸ γνώριζαν, ὅτι σέβεται καὶ ἐπιθυµεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ Πάτριο Ἡµερολόγιο. Μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπεσύρθη στὸ Ἡσυχαστήριό του τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀπετειχίσθη ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους ἕνεκεν τῆς ἀκριβείας τῆς Πίστεως καὶ ἀκολούθησε τὸ Πάτριο Ἡµερολόγιο. Τὴν περίοδο τοῦ πολέµου, ὁ Κύριός µας, τοῦ Ὁποίου οἱ βουλὲς εἶναι ἄγνωστες καὶ τὰ µυστήρια ἀνεξερεύνητα, ἐπέτρεψε στὸν Γέροντα καὶ µία ἄλλη δοκιµασία. 


Κάποιος τραυµατισµένος Γερµανός, κατέφυγε σ' αὐτὸν γιὰ νὰ τοῦ θεραπεύσει ἕνα τραῦµα. Ὁ π. Ἱερώνυµος στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸν βοηθήσει, διότι ὑπῆρχε ἀπαγόρευση. Τελικά, τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἔκανε καλά, ζητώντας µόνο νὰ µὴν τὸν µαρτυρήσει. Ἀντὶ τοῦ µάννα ὅµως στὸν Κύριό µας ἔδωσαν χολή, καὶ ἀντὶ εὐχαριστίας στὴν εὐεργεσία, ὁ Γερµανὸς ἄφησε µία χειροβοµβίδα στὸ Ἡσυχαστήριο. Ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ ἐκραγεῖ ἡ χειροβοµβίδα, νὰ τὸν τραυµατίσει σοβαρὰ στὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ προκαλέσει µόνιµη κατὰ τοὺς γιατροὺς κώφωση. Ἀπαιτήθηκε νὰ τοῦ κοπεῖ τὸ ἀριστερὸ χέρι. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, «Κύριέ µου, τίποτα δεν εἶχα ὅταν ἦλθα στὸν κόσµο. Ἐσὺ µὲ ἔφερες. Ἐσὺ µὲ τὰ ἔδωσες ὅλα. Ἄς εἶναι δοξασµένο τὸ Ὄνοµά Σου. Ὅ,τι εὐδοκεῖ ἡ Χάρις Σου διὰ ἐµὲ ἄς γίνει. Ἂν εἶναι γιὰ τὸ συµφέρον τῆς ψυχῆς µου, ἄς πάρεις καὶ τὸ ἄλλο μου χέρι». Παρακαλοῦσε τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους τουλάχιστον νὰ συντοµεύσουν τὴν παραµονή του στὸ Νοσοκοµεῖο. Τελικὰ ὄντως µὲ τὴν παρέµβαση τῶν Ἁγίων, συντοµεύτηκε ἡ παραµονή του καὶ µὲ τὴν θαυµατουργικὴ δράση τους ἀποκαταστάθηκε καὶ ἡ ἀκοή του, παρ' ὅτι τοῦ τὸ εἶχαν ἀπόκλεισει οἱ ἰατροί. 


Τότε εἰς εὐγνωµοσύνην, κατεσκεύασε κοντὰ στὸ Ἡσυχαστήριό του τὸν Ἱ. Ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ Ἰαµατικῶν Ἀναργύρων, τὸν τρίτο κατὰ σειρὰ Ναὸ ποὺ κατασκεύασε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον εὑρισκόμεθα σήμερα. Ὁ ἅγιος Γέροντας εἶχε µετατραπεῖ σὲ «δοχεῖον» τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύµατος καὶ ἦταν συνεχῶς ἕνας «φορέας» τῆς Χάριτος. Ἔτσι ὁ Κύριος ἡµῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν εἶχε πολλάκις ἀξιώσει τῆς θέας τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς τῆς Δόξης Του. Εἶχε ἀξιωθεῖ τῶν δωρεῶν καὶ τῶν Χαρισµάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ ἴδιος ἀπέφευγε νὰ μιλάει γιὰ καταστάσεις, τὶς ὁποῖες βίωνε, λόγω ταπεινότητας. Μετεῖχε σχεδὸν ὅλων τῶν χαρισµάτων τοῦ Παναγίου Πνεύµατος. Εἶχε διακριτικό, διορατικό, προορατικό, ἰαµατικό, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν δαιµόνων χάρισµα. 


Ἅγιος Ἱερώνυµος δὲν εἶχε πανεπιστηµιακὲς θεολογικὲς γνώσεις, ὄµως ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς Νηπτικῆς Θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἕνας ἐραστὴς τῆς Θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ἕνας πραγµατικὴς Θεολόγος - Θεόπτης, ἕνας «Ἰατρὸς» ψυχῶν ποὺ µὲ τὴν διόραση, τὴν προόραση καὶ τὴν διάκριση ποὺ τὸν εἶχε ἀξιώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τὰ «ἄδηλα καὶ κρύφια» τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ποὺ κατέφευγε στὸ πετραχήλι του γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, ἕνας ἐρηµίτης ἡσυχαστὴς µέσα στὴν πόλη. Ὅπως καὶ ἄλλες πολλὲς Ἅγιες µορφές, δοκιµάστηκε ἀπὸ ἀρρώστια. Τὸ θνητό του σῶµα πέρασε καὶ καθάρθηκε µέσα ἀπὸ τὸ καµίνι τῆς ἀσθένειας, τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιµασίας. Νοσηλεύθηκε γιὰ λίγο στὸ Νοσοκοµεῖο Ἀλεξάνδρα. Προσβεβληµένος ἀπὸ τὸν καρκῖνο καὶ ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀγογγύστως στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, µετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστήριων καὶ ἐκοιµήθη ὁσιακῶς τὴν 3ην Ὀκτωβρίου 1966 (π.ἡ.) στὴν Ἀθήνα σὲ σπίτι πνευµατικοῦ του τέκνου.



  Τὴν δὲ Ἐξόδιο Ἀκολουθία του τέλεσε στὸ Ἡσυχαστήριό του στὴν Αἴγινα ὁ ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν 

τῆς Ἐκκλησίας μας τότε Ἐπίσκοπος Διαυλείας κ. Ἀκάκιος καὶ νῦν πολιὸς Μητροπολίτης.

 Αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ καὶ εὔσημο ἡμέρα, ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερὰ Νῆσο Αἴγινα, πατρίδα Ἁγίων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεώς μας, 

κλίνουμε τὸ γόνυ ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἱερωνύμου καὶ ὑψώνουμε 

τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανό, 

εὐχαριστοῦντες τὸν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν μεγάλη του δωρεὰ στὸν τόπο μας.

 Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου καὶ Ὁμολογητοῦ νέου Ἁγίου Ἱερωνύμου τοῦ ἐν Αἰγίνῃ,

 νὰ σκέπει καὶ νὰ φρουρεῖ τὴν ἱερὰ νῆσο, τὴν Μαρτυρικὴ Ἐκκλησία μας καὶ ὅλο τὸ εὐσεβὲς Πλήρωμά Της. Γένοιτο!



Μητροπολίτης Πειραιώς και Σαλαμίνος Γερόντιος Β'

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF