ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ ΕΞΕΒΑΛΕ ΔΑΙΜΟΝΙΑ




Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, 

περί του Γέροντος και που συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, 

οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, 

έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται 

της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. 



Διηγούνται πολλά θαύματα,

 ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους,

 είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και που οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, 

αγάπη και στοργή του Γέροντος. 

Παρατίθενται, 

ενδεικτικώς μόνον, 

ορισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων 

που είχεν επιτελέσει εν ζωή ο Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος

 μετά την κοίμησίν του, 

χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών που τα διηγήθηκαν, 

τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο ''περί του Γέροντος'', που κρατείται.



Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, ότε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ο διάβολος, τέλη του έτους 1922. Με έφεραν στην Αίγινα και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά. Τούτο, όταν το επληροφορήθη ο Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβάλει το δαιμόνιον, το οποίον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και να προσεύχομαι περισσότεροι. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ο Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία. Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασις αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσερα ήσαν πολύ μαρτυρικά, ιδίως δια τον Γέροντα. Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος που ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι, αλλά και ο ίδιος ο Γέροντας μου είπαν αργότερα. 


Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ημέραν το εσπέρας ο Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα. Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ο Θεός και ο Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε, με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα. Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή: «Φεύγοντας (ο Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριο μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω, πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). 


Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξει αυτά... Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πως, μια τεράστια φωτιά που την βοήθησε και ο αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάχτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ο τόπος πού τον ''έφτιαξε'' η φωτιά. Κάθε φορά που τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. Μία ημέρα, εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: ''Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πας και εγώ έχω μια δουλειά και έρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί''. 


Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι έξι περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: ''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''. Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριό του. Μετά από δυο – τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ο Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών, αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε - πότε, πότε και από που και πως είχε φθάσει ο Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου... Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές που θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα, νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί. Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του. 


Όταν το τράβηξε για να πέσει, είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι, νεανικό και μια άρρητη ευωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του. Το χέρι του, τόσο λευκό ήτο, πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα. Έτρεμα, κατάλαβε και μου λέει, την ώρα που πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια: -Δεν είναι τίποτα, καλογραία, δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις... Υπάρχουν ανώτερα». Αμέσως αισθάνθηκα, ότι είχαν απελευθερωθεί οι πνεύμονές μου... Σοφία Ιωάννου, Αιγάλεω. Στις δύο (2) Απριλίου 1990 επισκέφθηκα την Αίγινα με την αδελφή μου Αικατερίνη και με δύο οικογενειακές μας γνωστές, την κ. Καλλιόπη Γ. Κομνηνού και την κ. Φάνη εκ της Ρόδου. Επισκεφθήκαμε τον ιερό τάφο και τον Ναό του Αγίου Νεκταρίου. Στο δρόμο που πηγαίναμε προς 'Αγιον Νεκτάριο, η κ. Καλλιόπη Κομνηνού, ρώτησε τον οδηγό του ''ταξί'': 


Σας παρακαλώ, εδώ στην Αίγινα υπάρχει και ένα Ιερό Ησυχαστήριο ενός Αγίου Γέροντα του π. Ιερωνύμου. Τον βλέπω επί δέκα (10) χρόνια στον ύπνο μου και συζητούμε για την ασθένεια μου και έχω το βιβλίο πού γράφει για κείνον, ''ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης''. Είναι σαν να τον έχω γνωρίσει από χρόνια και ζήσει μαζί του. Και βέβαια, μου απαντά ο οδηγός, είναι πολύ εύκολο, θα σας πάω μετά τον Άγιο. Πράγματι, κατόπιν, κατευθυνθήκαμε και πήγαμε στο Ησυχαστήριο του π. Ιερωνύμου. Κτυπήσαμε την πόρτα και φάνηκε η μοναχή Ευπραξία. Αφού μας πέρασε μέσα, μας οδήγησε και γνωρίσαμε την Γερόντισσα που είχε υπηρετήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο, υπέργηρον ηλικίας 100 ετών. Επήραμε την ευχή της. Κατόπιν μας οδήγησε ή Μοναχή στο Εκκλησάκι της Ευαγγελιστρίας και προσκυνήσαμε και τα άγια λείψανα του π. Ιερωνύμου, επίσης τον τάφο του, τον χώρο που απεσύρετο και προσευχόταν και ο οποιος ήτο ίσα όσο χωρούσε γονατιστό ένα άνθρωπο και τέλος και το κελλάκι του που αναπαυότανε και εδέχετο τον κόσμον. 


Ήταν μεσημέρι. Η Μοναχή Ευπραξία, η υποτακτική της Γερόντισσας Ευπραξία, μας έκανε το τραπέζι. Αυτές τις στιγμές, όλες οι φίλες αισθανόμασταν ένα δέος. Η αίσθησις της ζωντανής παρουσίας και στοργής του π. Ιερωνύμου ήτο πολύ αισθητή, τόσο ώστε προσωπικά ή κάθε μια μας, είχαμε την αίσθηση πως είχαμε δίπλα μας τον Άγιο Γέροντα, πράγμα πού είναι ''σημείο'' των Αγίων μας κεκοιμημένων και εν γένει όλων των Αγίων μας. Αφού ήλθε η ώρα να χαιρετήσουμε το Ησυχαστήριο, βάλαμε μετάνοια στην Οσία Γερόντισσα και στη Μοναχή Ευπραξία, επήραμε ευχή και πήραμε το καράβι και γυρίσαμε στα σπίτια μας στο Αιγάλεω. Την επομένη ημέρα η κ. Καλλιόπη Κομνηνού μου προμήθευσε το βιβλίο που είχε, δηλ. «Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης, Βίος, πνευματικά υποθήκες και παραινέσεις αυτού», υπό Σωτ. Νούση. 


Άρχισα να το διαβάζω σιγά-σιγά από την αρχή το βιβλίο, κάθε μέρα και μερικές σελίδες, μέχρι που έφθασα στο σημείο στη σελίδα 222 (έκδοση Γ'), οπού λέει την προσευχή σε κάποιους που έφευγαν: «Πάτερ Άγιε Ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων ημών, ο πέμψας τον Μονογενή Σου Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάσαν νόσον ιώμενος και εκ θανάτου λυτρούμενον, ίασαι τον δούλον Σου (δείνα) εκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής τε και ψυχικής ασθενείας. Σον γαρ εστί το ελεεί και σώζει ημάς, Χριστέ ο Θεός ημών και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω Ανάρχω Σου Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Την ένοιωσα πολύ αυτήν την προσευχή και έκανα τον Σταυρό μου και προσευχήθηκα και εγώ με αυτά τα λόγια και προχώρησα την ανάγνωση. 


Καθώς διάβαζα, με κατέλαβε ένας γλυκός ανάλαφρος ύπνος και εκεί στον ύπνο μου, αισθάνθηκα έναν βήχα, τρεις φορές έβηξα και βλέπω να φτύνω ένα κρυσταλλόμενο κατακόκκινο σαν ζελέ πτύελο, και με το βήχα ξύπνησα. Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οι πνεύμονές μου, οπού είχα επί πολλά έτη βροχικά. Όταν επισκέφθηκα τον θεράποντα ιατρό μου με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν ούτε ίχνος ακροαστικά. Τώρα, με την ευλογία του Αγίου Ιερωνύμου και την ιαματική του αγία δύναμη, δεν ξανά αρρώστησα. Είναι σαν να μη είχα ποτέ βρογχικά και τα φάρμακα τα πέταξα. Η θεραπευθείσα και πάντοτε ευγνώμων Δοξάζω τον Κύριο και τον πρέσβη Του Άγιο Ιερώνυμο Με άπειρη ευλάβεια ή ιαθείσα προσκυνήτρια, Σοφία Παύλου Ιωάννου. Όταν για πρώτη φορά θα κυκλοφορούσε το βιβλίο «Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης», από τον Εκδοτικό Οίκο «Επτάλοφος», είχαν αποσταλεί διαφημιστικά – ενημερωτικά δελτάρια σε πολλούς ανθρώπους των Γραμμάτων, οι οποίοι εν συνεχεία ταχυδρομούσαν την επιταγή με το αντίτιμο του βιβλίου και το οποίο ελάμβαναν κατόπιν ταχυδρομικώς. 


Μετά λίγο χρονικό διάστημα, τηλεφωνεί ένας ιατρός από τον Πειραιά, ο οποίος έκπληκτος ρωτούσε τους εκπροσώπους του Εκδοτικού οίκου, πως και για ποιον λόγο του απέστειλαν το βιβλίο του Γέροντος. Βιαστική η υπάλληλος – αρμοδία, του απήντησε, ότι «για να σας το στείλουμε σημαίνει ότι λάβαμε την επιταγήν σας με την διεύθυνση σας κ.λπ.» και ετοιμάσθηκε να κλείσει το τηλέφωνο. Εκείνος μετ' επιμονής, τους λέγει: «Παρακαλώ, επιμένω να βρείτε το απόκομμα της επιταγής μου, για να βεβαιωθείτε ότι δεν σας ζήτησα εγώ αυτό το βιβλίο, υπάρχει λόγος που επιμένω». Στην επιμονή του ανέσυραν το απόκομμα της επιταγής, και οποία η έκπληξης, όταν βλέπουν ότι ο ιατρός είχε ζητήσει τον « Ιατρικό Τύπο» και όχι το βιβλίο περί του Γέροντος. Ζητώντας του συγγνώμη, τον παρεκάλεσαν να ταχυδρομήσει το βιβλίο του Γέροντος και να του αποστείλουν εν συνεχεία τον « Ιατρικό Τύπο». και εκείνος τους απαντά: 


Μα τι είναι αυτά που μου λέτε; Αν γνωρίζατε σε τι κρίσιμες στιγμές μου ήλθε ο «Γέροντας» (το βιβλίο του) και πόσο με βοήθησε, δεν θα το λέγατε αυτό. Το κρατώ και θα σας στείλω άλλα χρήματα για τον Ιατρικό Τύπο. Απλώς ήθελα να γνωρίζω πως έγινε και τώρα, με συγκινεί ιδιαιτέρως που διαπίστωσα ότι ο π. Ιερώνυμος ήλθε μόνος του και με βρήκε». Σε μία κυρία από το Τορόντο, η οποία είχε πάει για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και ευρέθη για λίγο στην Ελλάδα, της εδωρήθη ένα βιβλίο της β' εκδόσεως του βιβλίου του π. Ιερωνύμου, χρώματος βυσσινί (εκείνη η έκδοσις είχε κυκλοφορήσει τα βιβλία του Γέροντος, σε διαφορετικά χρώματα: βυσσινί, μπλε, πράσινο και καφέ). Η κυρία από το Τορόντο, μετά ένα μήνα έστειλε στην δωρήτρια του βιβλίου μία επιστολή στην οποία έλεγε εν ολίγοις, ότι μόλις μπήκε στο αεροπλάνο, από την Αθήνα για το Τορόντο, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει σε μία εξαδέλφη της, το βιβλίο του Γέροντος και όπως έγραφε, από την λύπη της, δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες ταξιδεύοντας. 


Μόλις έφθασε στο σπίτι της και πήγε στο προσωπικό της δωμάτιο για να βγάλει τα ρούχα του ταξιδιού και να φορέσει κάτι «πρόχειρο», οποία η έκπληξίς της, όταν πάνω στο κομοδίνο της, βλέπει ένα βιβλίο του π. Ιερωνύμου, ολόιδιο (στο χρώμα) σαν αυτό πού είχε λησμονήσει στην Ελλάδα. Φωνάζει κατασυγκλονισμένη τον άνδρα της: Ηλία, σε παρακαλώ πως βρέθηκε το βιβλίο αυτό του Γέροντος εδώ; Εκείνος ενοχλημένος, της λέγει: Τόσους μήνες έλειπες, δεν ήσουν εδώ και δεν με ρωτάς τι κάνω κ.λ.π. αλλά τόσο πολύ ενδιαφέρθηκες για το βιβλίο; Του απαντά εκείνη: Αυτό έχει μεγάλη σημασία, για μένα. 



Πώς βρέθηκε το βιβλίο εδώ;

 Και εκείνος της απήντησε:

 «Χθες εκκλησιάσθηκα στην Εκκλησία μας και στην ''βιτρίνα'' μεταξύ 

και άλλων βιβλίων προς πώλησιν,

 είδα και το βιβλίο του Γέροντος Ιερωνύμου, 

σκέφθηκα να το πάρω για να σε βοηθήσει, 

με το καλό να έλθεις και να σε υποδεχθεί με το γλυκό του χαμόγελο! 

Παρόμοια χαριτωμένα και συγκινητικά «φερσίματα» έχει κάμει πάμπολλα ο π. Ιερώνυμος, 

απ' ότι έχουν διηγηθεί κατά καιρούς διάφοροι αδελφοί μας. 

Ο Γέροντας, γλυκύτατος και χαρούμενος 

υπήρχε ζων ανάμεσά μας,

 το ίδιο και από την άλλη ζωή μας περιβάλλει όλους με στοργή άμετρο (πάντα πόθον νικώσαν) 

και προθυμία να βοηθήσει. 

Είθε αι πρεσβείαι και αι ευχαί του να μας συνοδεύουν πάντοτε, 

τον καθένα προσωπικά, 

την Εκκλησία μας και την Πατρίδα μας!


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, τίτλος και επιμέλεια κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 
Εκ του βιβλίου της Σωτηρίας Νούσση: 
''Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ (1883 - 1966)''
έκδοσις Ζ', Φεβρουάριος 2010, εκδόσεις Επτάλοφος. 


Όσιος Ιερώνυμος Αιγίνης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF