ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΕΙΔΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΜΑΣ




Ενεθυμείτο ο Γέροντας την πατρίδα του στην Καππαδοκία, 

γιατί αγαπούσε πολύ την ησυχία και έλεγε, 

πως εκεί υπήρχαν πολλοί ήσυχοι τόποι για προσευχή! 

Εν συγκρίσει με εδώ, 

τα σπίτια μας στην Ανατολή ήσαν ωσάν μοναστήρια!

 Όλοι ενήστευον, προηύχοντο με δάκρυα, αγρυπνούσαν, τραγούδια κοσμικά δεν ηκούοντο! 

Αν κανείς τραγουδούσε άσματα κοσμικά, αμέσως ήκουες οι μεγαλύτεροι να του λέγουν: 

-Αμαρτία, αμαρτία, σειτάν λαρί. 

Και ήρχιζαν να λέγουν διάφορους ύμνους εκκλησιαστικούς. 



-Όταν ήλθαμε στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή 

πολλά εσκανδαλίσθημεν, είπαμε: 

-Αμάν που ήλθαμε, 

αν ήταν δυνατόν με το πρώτον να επιστρέφαμε πίσω εις την πατρίδα μας την Ανατολήν. 

-Αλλά που η ανατολή! 

-Έσβησε αυτή η λυχνία της Αποκαλύψεως και γι' αυτό 

ο παρών χειμών που έχει κατακλύσει τα πάντα! 

-Οι άνθρωποι εδώ δεν προσηύχοντο, 

δεν νήστευαν, 

δεν αγρυπνούσαν, δεν ενεδύνεντο σεμνά, 

τραγουδούσαν άσματα κοσμικά. 

-Δεν γνώριζαν ποια είναι η δεξιά οδός και ποια η αριστερά. 


Κοντά εις τον Γέροντα Ιερώνυμο έβρισκαν οι άνθρωποι το ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον (Ιω. δ' 14). Ο Γέροντας ήταν διορατικός! Πολλούς, τους αποκαλούσε με το όνομά τους, που τους έβλεπε για πρώτη φορά. Σε άλλους απαντούσε στις σκέψεις τους, χωρίς εκείνοι να τις φανερώσουν. Προέλεγε συχνά πράγματα που συνέβαιναν μετά από αρκετό καιρό. Γι' αυτό έτρεχαν οι άνθρωποι κοντά του ως αι διψασμένοι έλαφοι για να ξεδιψάσουν από τον λόγο του και να του εναποθέσουν τις μέριμνές τους και τον πόνο τους! Για όλους είχε έναν καλό λόγο. Ήταν για όλους πατέρας και αδελφός! Εκείνο όμως που στήριζε περισσότερο τους πονεμένους ήταν η αδιάλειπτη και με δάκρυα και πόνο διαρκής προσευχή του γι’ αυτούς. 


Ο Γέροντας χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Ικονίου Αθανάσιο και οδήγησε στην πατρίδα του πολλούς στην Θεογνωσία. Η επιρροή του ήταν τόσο μεγάλη, που φοβήθηκαν οι άνδρες, μήπως οι γυναίκες τους τους εγκαταλείψουν και φύγουν, και γίνουν μοναχές! Έτσι ο μισόκαλος ξεσήκωσε πόλεμο εναντίον του και αναγκάστηκε να φύγει από την αγαπημένη του Καππαδοκία και να πάει αρχικά στους Αγίους Τόπους, όπου έμεινε εννιά μήνες, στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Όσες φορές στην συνέχεια μιλούσε για τους Αγίους Τόπους, τα μάτια του γέμιζαν με δάκρυα. Όλους, αργότερα, τους προέτρεπε να πάνε οπωσδήποτε μια φορά στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν, εκεί όπου έστησαν οι πόδες Αυτού, όπου η Βηθλεέμ, ο Γολγοθάς και η Αποκαθήλωση, ο Πανάγιος Τάφος και τα Πανάγια προσκυνήματα! Ήλθε στην συνέχεια στην Πόλη! 


Υπηρέτησε ως διάκονος στο Πατριαρχείο, όπου πολλές φορές έκανε και κηρύγματα. Με την φροντίδα του χτίστηκε πενταόροφο σχολείο, στήριξε τους Έλληνες της Πόλης. Έκανε συχνότατες αγρυπνίες στον Άγιο Γεώργιο και στον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου συμμετείχαν εκατοντάδες πιστοί κάθε φορά. Ο κόσμος στην Πόλη δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοιον άνθρωπο και έτρεχε κοντά του, τον αγκάλιασε και τον αγάπησε πολύ. Πνευματικά και υλικά στήριξε πολλούς ο άγιος Γέροντας, που μετά την ανταλλαγή του '22 ήλθαν στην Ελλάδα, ξανα-συναντήθηκαν μαζί του και μας διηγήθηκαν θαυμαστά περιστατικά από την ζωή του. Αγαπώντας υπέρ πάντα την ησυχία, οδηγήθηκε στην Αίγινα, όπου η ησυχία του νησιού, η απλότητα των κατοίκων και η παρουσία τόσων αγίων, με προεξάρχοντα τον νεοφανή Άγιο Νεκτάριο, ανέπαυσαν την φιλόχριστη ψυχή του. 


Έχτισε με δικούς του κόπους και έξοδα τον Ναό του Αγίου Διονυσίου στο Νοσοκομείο της Αιγίνης. Χειροτονήθηκε ιερεύς, και όσοι τον έζησαν ως λειτουργό του Υψίστου, έζησαν ουράνιες εμπειρίες. Μετέδιδε στους πιστούς την κατάνυξη, που ένιωθε ο ίδιος και τους έκανε να ζουν μέσα σε μια ουράνια ατμόσφαιρα, γεμάτη θεία έξαρση, πλήρη παρουσίας αγγέλων. Έλεγε προς τους ιερείς τα εξής θαυμαστά: -Αν δεν ιδείς τον άγγελόν σου, δίπλα σου, στο άγιο θυσιαστήριο, μη λειτουργήσεις, αποκαλύπτοντας προφανώς τις δικές του θεοπτικές εμπειρίες, που είχε όταν λειτουργούσε. -Αγγέλους έχεις συλλειτουργούς; -Κάθε ημέρα να λέγεις το απολυτίκιον του Αγίου Σπυρίδωνος. Κάθε ημέρα υπάρχει Άγγελος δίπλα από τον ιερέα, όταν είναι στο Θυσιαστήριον. -Ο μακαρίτης ο Γέροντάς μου δεν ημπορούσε να πει "τα Σα εκ των Σων", απ' αυτά που έβλεπε. Εικοσιέξι ημέρες νήστεψε. 


Ούτε ψωμί δεν έτρωγε. Μόνον αντίδωρο! Την ιερωσύνη την θεωρούσε πολύ σπουδαίο πράγμα ο Γέροντας και υπούργημα βαρύ! -Ο τάδε που μου έστειλες προ καιρού χειροτονήθηκε η ου; Ερώτησε κάποτε έναν αδελφό. -Χειροτονήθηκε, απάντησε, και ήδη υπηρετεί ως ιερεύς. -Εάν δύναται να σηκώσει την Αίγιναν εις την ράχην του, τότε καλώς έπραξε, εάν όχι, τότε κακώς! Λέει η Γερόντισσα Ευπραξία: -Τι όλο λέεις τέτοια πράγματα και τρομάζεις τους ανθρώπους; -Δεν πρέπει να χειροτονούνται οι άνθρωποι και να γίνονται ιερείς; Πως θα λειτουργούν οι εκκλησίες; Και πως θα κοινωνούν οι Χριστιανοί; -Καλογραία, είπα και ούτως εστίν, καθώς είπα. -Βαριά η ιερωσύνη! Όποιος έχει νουν και κατανοεί!... Ακούοντας τέτοια εξαίσια οι ιερείς ακροατές του, οι ίδιοι συγκλονίζονταν και εταλάνιζαν εαυτούς, γιατί κλήθηκαν να σηκώσουν τέτοιο βάρος! Το βάρος της ιερωσύνης! 


Ο ίδιος πολύ λίγο ελειτούργησε, όταν χειροτονήθηκε. Στις σαράντα ημέρες είδε μία φοβερή οπτασία. Είδε μέσα εις το άγιον Ποτήριον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν να λάμπει ως βρέφος και από τότε δεν ήθελε να ξαναλειτουργήσει! Με πολύν κόπον και φόβον, εδέχθη να λειτουργεί μέχρις εξευρέσεως άλλου κληρικού και μόνον επί εξάμηνον. Τούτο το απεκάλυψεν ο ίδιος στον π. Ιγνάτιο, κατά την Εορτήν των Γενεθλίων της Θεοτόκου, κατά την διάρκεια της αγρυπνίας, όταν εκείνος ήλθε ως εφημέριος εις τον ναόν των Αγίων Αναργύρων, που είχε χτίσει ο Γέροντας! (Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης, υπό Σωτηρίας Νούση, Αθήνα 1986, σελ. 105). Άλλη φορά, διηγείτο ο Γέροντας, δια ένα ιερέα, όπου είχαν εις το Γκέλβερι, Ιωάννης το όνομα, έγγαμος και με οικογένεια. 


Ήτο πολλά κατανυκτικός, και όταν λειτουργούσε, δάκρυζε, αναστέναζε, και έκλαιγε ωσάν μικρό παιδί. Πολλάκις αργούσε εις τον καιρόν της επικλήσεως, όταν καθαγιάζοντο τα τίμια δώρα, πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, δεκαπέντε λεπτά, και πάνω. Οι ψαλτάδες δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έπεφταν εις αμηχανίαν! Έψελναν αργά το "Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, ..."μια φορά, δυό φορές, τρεις -μετά δεν ήξεραν τι να ψάλλουν. Να αρχίσουν Πολυέλεο; Μα δεν πήγαινε. Να ψάλλουν κοινωνικό; Μα κι' αυτό δεν άρμοζε. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Λέγουσι μίαν ημέραν εις τους μαθητάς του πατρός Ιωάννου: Ο Δάσκαλος αργεί πολύ τον καιρό της επικλήσεως, και ημείς πέφτουμε εις απόγνωσιν, τι να κάνουμε. Ψέλνουμε συνέχεια το "Σε υμνούμεν", μα ο ευλογημένος δεν τελειώνει, δεν ακούμε το " Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου", και γίνεται χασμωδία έξω. 


Αυτοί πάλιν λέγουσιν εις τον πατέρα Ιωάννη: -Σεβάσμιε πάτερ, πολλάκις αργείς εις τον καιρόν της επικλήσεως, και οι ψαλτάδες και ο λαός περιμένουν έξω. Οι ψαλτάδες πέφτουν εις απόγνωσιν και αμηχανίαν, τι να λέγουν. Συγχώρησον, δεν δύνασαι να τελειώνεις την ευχήν, δια να μην γίνεται χασμωδία; Εκείνος ο ευλογημένος τους λέει εις απάντησιν: -Πως θα γίνει αυτό; -Εύκολον, του λέγουσιν. -Εκεί οπού είσαι μπρούμυτα, να σηκώνεσαι, και σφραγίζοντας τα τίμια δώρα με την δεξιάν σου εις σημείον του τιμίου σταυρού, να λες: "Και ποίησον τον άρτον τούτον ... και το ποτήριον τούτο..." και τα λοιπά λόγια της ευχής, και ούτω να τελειώνης". -Την ευχήν, τους απαντά, γινώσκω, και εις την φυλλάδα εστί γεγραμμένη, αλλ' ου δύναμαι. -Πως δεν δύνασαι, πατέρα μας; Συγχώρησόν μας, εύκολον είναι! 


Μόνο να αναγινώσκεις την ευχήν και να σφραγίζεις τα τίμια δώρα και έτσι τελειώνουμε. -Αυτό εύκολον ουκ έστιν, ότι πυρ γύρω της τραπέζης και δεν δύναμαι. -Την ευχήν λέω έως ενός σημείου, αλλά εξαίφνης ορώ πυρ γύρω της τραπέζης -δύο τρία μέτρα ύψος, και ου δύναμαι να εισέλθω εις το πυρ να σφραγίσω τα τίμια δώρα. Φόβος και τρόμος τότε εκεί και ουκ οίδα τι ποιήσω. -Πίπτω χαμαί, κλαίω, αναστενάζω. ικετεύω τον Πατέρα των φώτων, τον τατλή Ιησούν, το Πανάγιον Πνεύμα. "Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου!" φωνάζω, "Πλαστουργέ μου! Θεέ μου! φείσαι του πλάσματός Σου και άρον τας φλόγας ταύτας εις το εισελθείν με και σφραγίσαι τα τίμια δώρα"! -Τότε σηκώνω τα όμματά μου και ατενίζω προς την αγίαν τράπεζαν. Εάν αι φλόγες έχουσιν καταπαύσει, σηκώνομαι και σφραγίζω τα δώρα. Εάν ου, τότε προσεύχομαι πάλι και ικετεύω μετά δακρύων και αναστεναγμών έως ότου, είτε καταπαύσει το πυρ, είτε ευρεθεί τρόπος ίνα εισέλθω εις το καταπέτασμα του πυρός χωρίς να καώ. 


Πότε - πότε, καταπαύει το πυρ και γίνονται όλα όπως το πριν. Πότε-πότε, χωρίζουν αι φλόγες ένθεν και ένθεν, και γίνονται καμάρα, και ούτως τρέμων εισερχόμαι και τολμών εκτείνω την χείρα μου και σφραγίζω τα τίμια δώρα. Ακούοντας τοιαύτα εξαίσια, δεν ενόχλησαν άλλην φοράν τον πάτερ Ιωάννην περί τον χρόνον της επικλήσεως! Τόσον ευλαβής ήτο αυτός ο πάτερ Ιωάννης και κατανυκτικός εις την Θείαν Λειτουργίαν, όπου και από τα άλλα γειτονικά χωριά του Γκέλβερι ήρχοντο πολλοί Χριστιανοί, ώρες μακρυά πολλές φορές, δια να είναι παρόντες, εις την Θείαν Λειτουργίαν. Υπήρχε περίπτωσις, όπου χίλιοι και περισσότεροι άνθρωποι -άνδρες, γυναίκες και παιδιά- παρευρίσκοντο εις την Θείαν Λειτουργίαν, όταν λειτουργούσε ο π. Ιωάννης. Όλοι κατενύγοντο και έκλαιγον, όπως λειτουργός. 


Όταν τελείωνε η Λειτουργία και έφευγαν οι πιστοί, το δάπεδο της εκκλησίας ήτο, χωρίς άλλο, νωπό, ωσάν να είχε ρίξει κανείς νερό -τόσο έκλαιγε ο κόσμος κι έβρεχε το πάτωμα με τα δάκρυα! (π. Παντελεήμονος, ηγουμένου Μονής Μεταμορφώσεως της Βοστώνης, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Ιερώνυμο). Τον Αυγουστο του 1942, μετά από πολλή προσευχή και φρικτό όραμα που είδε, ο Όσιος Γέροντας Ιερώνυμος, αποφάσισε να διακόψει την κοινωνία με την νέα εκκλησία και να ακολουθήσει το παλαιό ημερολόγιο. Συνέχισε να ασκεί το κοινωνικό του έργο και να δέχεται τους επισκέπτες του όπως πριν, αδιάκριτα αν ακολουθούσαν το παλαιό, και πολλούς με διάκρισιν ενεθάρρυνε να το ακολουθήσουν, γιατί αυτό είναι το σωστό! (Ευπραξίας μοναχής, διήγηση για τον Γέροντα Ιερώνυμο). 


Έλεγε συχνά ότι από τότε που η εκκλησία εισήγαγε το νέο ημερολόγιο έχασε την δύναμή της! Αν έβλεπε ο Άγιος την σημερινή κατάσταση με τα ουνιτικά συλλείτουργα, τις συμφωνίες με τους αιρετικούς, την απροκάλυπτη πλέον διακοινωνία των Οικουμενιστών με τους αιρετικούς Λατίνους και τις συμπροσευχές με τους αλλοθρήσκους, τι θα έλεγε; Η πρωταρχική του μέριμνα ήταν, ωστόσο, να μορφωθεί ο Χριστός μας στους ακροατές του! -Μη λες ο Χριστός, αλλά ο Χριστός μας! Διόρθωνε τους ακροατές του! -Ακούς αδελφός και κράζεις, και δάκρυα σου έρχονται εις τους οφθαλμούς! -Εγώ Χριστός θέλω να ακούς και να κλαίεις, να κατανύσσεσαι, να σκιρτάει η καρδιά σου!!! Δίδασκε: -Απολαύστε την πνευματική ζωή! -Δεν υπάρχει τίποτε γλυκύτερο απ' αυτήν. -Ο αγών είναι σκληρός, είναι γλυκείς όμως οι στέφανοι. 


Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. -Στα πνευματικά ειναι ανοιχτή η καρδιά: αγάπη, χαρά. -Την χαρά που παίρνουμε εμείς από τα πνευματικά δεν την νιώθει ο διάβολος, γι' αυτό μας ζηλεύει, μας φθονεί και μας στήνει παγίδες και λυπούμεθα και πέφτουμε. Πρέπει να αγωνισθούμε, διότι χωρίς αγώνα δεν αποκτούμε αρετή. Διηγείται ο π. Παντελεήμων από την Βοστώνη ότι: "Μία φορά μας τηλεφώνησε μία πονεμένη μητέρα από τα βάθη της Αμερικής και μας ρωτούσε, τι έφταιξε ο μικρός της και γεννήθηκε με καρκίνο;" Η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, αλλά γεννημένη στην Αμερική! Καί δεν γνώριζε καλά ελληνικά... Εμείς της στέλναμε λαδάκι από τον Άγιο Νεκτάριο και σταυρώναμε τα ρούχα του μικρού στα Άγια Λείψανα και της τα επιστρέφαμε να τα φορέσει ο μικρός, μήπως γίνει καλά. Από τις πολλές φορές που μας τηλεφωνούσε στη συνέχεια, της λέγω μια φορά: -Τι ξοδεύεσαι άσκοπα και όλο μας τηλεφωνείς από τόσο μακρυά. 


Προσευχή σου κάνουμε, αλλά δεν μας ακούει ο Θεός. -Δεν υπάρχει άνθρωπος να μου δώσει μια απάντηση; Μας ρώτησε. -Εδώ στην Αμερική όχι. -Στην Ελλάδα υπάρχει ένας Γέροντας, στο ιδιο νησί με τον Άγιο Νεκτάριο, αλλά είναι πολύ μακρυά από αυτού που μένεις και εξάλλου δεν γνωρίζει αγγλικά. Αυτό ήταν! Παίρνει το αεροπλάνο και έρχεται στην Ελλάδα. Βρίσκει έναν ταξιτζή, που ήξερε δυό σπασμένα αγγλικά, ήξερε και αυτή δυό σπασμένα ελληνικά και έρχεται εις την Αίγινα, στο ησυχαστήριο του Γέροντος! Δεν τον βρήκε εκεί. Είχε κατεβεί στην χώρα. Τον συνάντησε στον δρόμο και άρχισε να του λέει ότι άκουσε από μας γι' αυτόν και να του εξιστορεί τον πόνον της. -Συ είσαι η αιτία που υποφέρει ο μικρός σου! Γιατί εσύ άφησες τον νόμιμον άντρα σου και πήρες άλλον, της λέει ο γέροντας. -Και δεν διέλυσε ο άνδρα σου τον γάμον αλλά συ αγάπησες άλλον! -Τώρα τι παραπονείσαι. -Ο μικρός σου, όπως - όπως σώζεται. Δεν μένει πλέον εις τον ψεύτικον ντουνιάν τούτον. -Με τους αγγέλους θα είναι! -Αλλά και συ αν θέλεις σώζεσαι, καλή χριστιανή γίνεσαι! -Σε αγαπά ο Θεός! -Αν δεν πονούσες τον Θεόν δεν θα εσκέπτεσο. 


Τώρα, τώρα ήλθες από τόσον μακρυά, για να προσκυνήσεις εις τον Άγιον Νεκτάριον''. Όταν επέστρεψε στην Αμερική μας τηλεφώνησε πάλι και μας διηγήθηκε τα της συναντήσεώς της με τον Γέροντα, σημειώνει ο π. Παντελεήμων. Μετά από λίγο εκοιμήθη ο μικρός της, όπως της είπε ο Γέροντας! -Που να γνωρίζω τον βίον της γυναίκας ο τάλας εγώ. Γνώρισα μέχρι έξι ανθρώπους προορατικούς, αλλά εις τον Γέροντα Ιερώνυμον το προορατικόν ήταν πιο έντονον από όλους. (π. Παντελεήμονος, ηγουμένου Μονής Μεταμορφώσεως Βοστώνης, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Ιερώνυμο, σελ. 269 επ. στο "Γέροντας Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας", υπό Πέτρου Μπότση). Ο Γέροντας εφήρμοζε σε όλα τις διδαχές του Οσίου Ισαάκ του Σύρου. Ήταν, θα λέγαμε, η ενσάρκωσις της διδασκαλίας αυτού του Οσιωτάτου πατρός του μοναχισμού. Όταν τον ρωτούσαν, Γέροντα τι βιβλία να διαβάζουμε; Απαντούσε: -Αββά Ισαάκ! -Είναι καθρέφτης ο αββάς Ισαάκ. -Οπωσδήποτε να διαβάζετε ένα φύλλο την ημέρα αββά Ισαάκ! Εφήρμοζε σε όλα τους λόγους του αββά Ισαάκ και κατ’ εξοχήν τα: "Έλεγξον τη δυνάμει των αρετών σου τους αντιδογματίζοντάς σοι, και μη τη πιθανολογία των λόγων σου" (λογ. 23). 


Μη παροξύνης τινά, η ζηλώσης, μήτε δια πίστιν, μήτε δια τα έργα αυτού τα κακά"(λογ. 5). Ο Γέροντας εκοιμήθη μετά από επώδυνον ασθένειαν στις 3 Οκτωβρίου 1966. Σαν ήκουσαν τα πνευματικοπαίδια του δια την κοίμησίν του, αμέσως ετέλεσαν τρισάγια και παννυχίδες (τριήμερα, εννεάμερα, το τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον και το καθιερωμένον κομβοσχοίνιον κάθε νύχτα). Κάθε μέρα -εκτός Κυριακής- είχαν, μετά την Θεία Λειτουργία, τρισάγιο. -Όταν συμπληρώθηκαν αι τεσσαράκοντα ημέρες, μετά την αγίαν Λειτουργίαν, αρχίσαμε να ψέλνουμε τους ύμνους του μνημοσύνου, διηγείται ο π. Παντελεήμων. -Όταν φτάσαμε στα ευλογητάρια, και ενώ ψέλναμε, άρχισαν όλες οι κανδήλες του ναού της μονής μας να κινούνται αυτομάτως, χωρίς κανείς να τες αγγίξει. 


Πρώτον η κρεμαστή κανδήλα της αγίας Τραπέζης και μετά της ωραίας Πύλης και εν συνεχεία του τέμπλου, του προσκυνηταρίου, του αγίου Νικολάου -όλες οι κανδήλες ησύχως, χωρίς κρότον, άρχισαν να κινούνται από δεξιά προς τα αριστερά, όπως τας κινούμε συνήθως εἰς τόν πολυέλεον. Όλοι όσοι είμαστε παρόντες το είδαμε, και είμαστε μάρτυρες. Μας φάνηκε ότι ήτο παρών ο Γέροντας. Στην αρχήν οι κανδήλες άρχισαν να κινούνται ελαφρώς, αλλά έως ότου τελειώσουμε τα ευλογητάρια, εκινούντο τελείως, όπως εις τον πολυέλεον και σε δοξολογίες, ότε τας κινούμε δια χειρός.


Σπάνιοι οι άνθρωποι,

 ωσάν τον Γέροντα Ιερώνυμον. 

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει κάπου ότι: 

" Ώσπερ μόλις εκ μυριάδων ανθρώπων είς ευρίσκεται πληρώσας τας εντολάς του Κυρίου 

και φθάσας εις την της ψυχής καθαρότητα, 

ούτως εις εκ χιλίων ευρίσκεται, καταξιωθείς φθάσαι μετά πολλού κόπου εις την καθαράν προσευχήν".

 Όσον δια αυτό το οποίον ευρίσκεται πέραν της καθαράς προσευχής, το οποίον ονομάζει μυστήριο ("τυχείν εκείνου του μυστηρίου"), 

μόλις καν ευρίσκεται άνθρωπος ("καίπερ αν ο φθάσας") 

από γενεά σε γενεά (λογ. 32). 

Από αυτούς τους σπανιωτάτους ήτο 

ο Όσιος των ημερών μας, 

ο Άγιος Ιερώνυμος της Αιγίνης!



Όσιος Ιερώνυμος της Αίγινας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF