Εδώ καὶ δεκαετίες ἔχει τεθεῖ ἡ ἄποψη μὲ τρόπο σοβαρὸ καὶ ἐν πολλοῖς τεκμηριωμένο,
ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι προδρομικὴ τοῦ Ἀντιχρίστου μὲ ἰδιάζοντα τρόπο.
Τὸ σοβαρὸ σύμπτωμα, ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστη, σχετίζεται μὲ τὴν προφανῆ «ἀποστασία» (Β΄ Θεσ. β΄ 3),
μέσῳ τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ Οἰκουμενισμὸς συμπληρώνει ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα δραστηριότητος καὶ παρὰ τὴν καταφανῆ νεωτεροποιΐα του,
κατορθώνει καὶ ἐπικρατεῖ μὲ δικαιολογίες καὶ τρόπους, οἱ ὁποῖοι γίνονται δεκτοὶ ἀπὸ τὸ σύνολο
σχεδὸν τῆς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας μας.
Σὲ μία ἐποχὴ σχετικοποιήσεως τῆς ἀληθείας, καταρρίψεως τῶν αὐθεντιῶν καὶ δογματισμῶν,
ἀναδείξεως τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ ἀναζητήσεως προτάσεων γιὰ τὴν ἀπολυτοποίηση τοῦ ἐνθάδε, τὴν ἐξασφάλιση μιᾶς ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἀνώδυνης
καὶ ἄνετης ζωῆς στὸν παρόντα κόσμο, ὁ Χριστιανισμὸς ἀντιμετωπίζεται -ὅταν δὲν ἀπορρίπτεται- χρησιμοθηρικά,
γιὰ τὴν βελτίωση τῶν συνθηκῶν τοῦ παρόντος βίου.
Καὶ ὁ ἐκκοσμικευμένος Χριστιανισμὸς κολακεύεται ἀπὸ τὴν μεταχείριση αὐτὴ τοῦ κόσμου
καὶ βάζει τὰ δυνατά του γιὰ νὰ παίξει τὸν ρόλο του ὅσο μπορεῖ καλύτερα, προκειμένου νὰ ἀρέσει στὸν κόσμο,
νὰ ἀναγνωρίζεται καὶ ἐπαινεῖται ὡς μία σεβαστὴ πνευματικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ἔχει νὰ πεῖ
κάποια σημαντικὰ πράγματα στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, γιὰ νὰ βελτιώσει τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς του.
Τὸ ἄν αὐτὸς ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει σχέση μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀποστολῆς του, μὲ τὴν αἰώνια σωτηρία βάσει
τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, δὲν φαίνεται νὰ ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα
οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ συγχρόνου αὐτοῦ Χριστιανισμοῦ.
Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς καυχῶνται, γιὰ παράδειγμα, σχετικὰ μὲ τὸν ἡγέτη τους Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖο, ὅτι συνέλαβε τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν, ὥστε ἡ συνείδηση τῆς εὐθύνης του, ὅπως καὶ τῶν προκατόχων του (Ἰωακεὶμ Γ΄ [Μελετίου], Ἀθηναγόρου καὶ Δημητρίου), νὰ «καθοδηγοῦν καὶ διαμορφώνουν τὸν οἰκουμενικὸ λόγο καὶ τὴν οἰκουμενικὴ ἀποστολή του» (Βλ. Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδη, «Ὁ Οἰκουμενικὸς Λόγος τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου», στὸ ἠλεκτρονικὸ Περιοδικὸ τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος ΑΠΘ: «Σύνθεση», Vol. 5/No 1 [2016], σελ. 162-182· στὴν πρόσφατη αὐτὴ πηγὴ βασίζεται καὶ ἡ ἐν συνεχείᾳ παρουσίαση θέσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).
Οἱ Οἰκουμενιστές, διὰ τοῦ πατριάρχου-ἡγέτη τους, τονίζουν τὸ χρέος τῆς «καθολικῆς ἀγάπης» -μακρὰν τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς μισαλλοξίας- τὴν ὁποίαν δῆθεν ἀρνεῖται ὁ «ὁμολογιακὸς ἐγωκεντρισμός». Ἡ ὁμολογιακὴ στάση, ἡ Εὐαγγελικὴ καὶ Πατερική, ἡ θεωροῦσα τὴν Ἀγάπη ἀδιαχώριστη ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, χαρακτηρίζεται ὡς «φονταμενταλιστικὴ ἐκδοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», «αὐτάρεσκη καὶ στενόκαρδη ἀπομόνωση» καὶ «ἐκκλησιαστικὸς ἐπαρχιωτισμός». Οἱ προβληματικοὶ λοιπὸν «ὁμολογιακοὶ ἐγωκεντριστές», κατὰ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀδυνατοῦν νὰ ὑποψιασθοῦν ὅτι ὁ διάλογος καὶ τὸ ἄνοιγμα στὸν κόσμο εἶναι δῆθεν σύμφυτα μὲ τὴν φύση καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐνῶ οἱ εὐρέων ὁριζόντων Οἰκουμενιστές, οἱ μεγαλόκαρδοι αὐτοὶ κοσμοπολῖτες, ἐμφανίζονται ἀπὸ μέρους τους σὰν πρόμαχοι τῆς λεγομένης «δυναμικῆς ἐκκλησιολογίας», αὐτῆς ποὺ ὑποστηρίζει καὶ προωθεῖ τὴν συνεργασία μὲ τοὺς πάσης φύσεως ἑτεροδόξους γιὰ τὴν λύση τῶν προβλημάτων ὡς πρὸς τὴν σχέση Ἐκκλησίας – κόσμου, καὶ αὐτῆς ποὺ ἀναζητεῖ τρόπους ἀνανεώσεως τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν στὴν Ἐκκλησία (ποιά Ἐκκλησία;!) καὶ εὐνοεῖ βεβαίως τὴν συμπροσευχὴ καὶ ὄχι μόνο. Αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ὅσα ἀποσκοποῦν στὴν ἀποφυγὴ τῆς λεγομένης «ἐκκλησιολογικῆς ἀποκλειστικότητος», τὴν ὁποίαν φαίνεται νὰ ἀντιπαθοῦν ὑπερβολικά, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ κατ’ αὐτοὺς ποθητὴ «περιεκτικότητα»· δηλαδὴ ἡ αὐθαίρετη πρόσδοση στοὺς ἑτεροδόξους ἐκείνης τῆς ἐκκλησιαστι- κότητος, ἡ ὁποία νὰ τοὺς ἐπιτρέπει στὴν ἀπὸ κοινοῦ πραγμάτωση τῆς Οἰκουμενιστικῆς τους θεωρήσεως, δραστηριοποιήσεως καὶ ὁλοκληρώσεως.
Ὅμως, αὐτὸ ἦταν ἀκριβῶς ποὺ ἔγινε μὲ τὸ Οἰκουμενιστικὸ Διάγγελμα τοῦ Πατριαρχείου τὸ 1920, τὸ ὁποῖο καὶ ἀποτέλεσε τὸ ὄντως ἠχηρὸ οἰκουμενιστικὸ «προσκλητήριο». Στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια ὁ Οἰκουμενισμὸς γνώρισε μεγάλη ἀνάπτυξη καὶ ἑδραίωση. Μετὰ τὸ 1965 ἐγκαινιάσθηκαν μάλιστα, εἰδικὰ σὲ σχέση μὲ τοὺς Παπικούς, τὰ θεατρικὰ Οἰκουμενιστικὰ ἡμισυλλείτουργα, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν γιὰ τὴν τραγικὴ φθορὰ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν. Καὶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ ἐνέργειες χωρὶς θεωρητικὴ κάλυψη. Οἱ Κοινὲς Δηλώσεις σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς Πάπα καὶ Πατριάρχου ἐκφράζουν/δηλώνουν μὲ τὸν πιὸ ἐπίσημο καὶ σαφῆ τρόπο αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ καὶ ἀποστατικὴ «περιεκτικὴ/ δυναμικὴ» ἐκκλησιολογία τῆς μὴ ἀποκλειστικότητος.
Οἱ Κοινὲς Δηλώσεις, γιὰ παράδειγμα, τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καὶ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου τὸ 2014 στὰ Ἱεροσόλυμα (Μάϊος) καὶ στὸ Φανάρι (Nοέμβριος), ὁμιλοῦν γιὰ ἐπίτευξη πλήρους ἑνότητος ὡς ἀλληλοεμπλουτισμοῦ καὶ ἀνταλλαγῆς δωρεῶν, μὲ ἄμεση προοπτικὴ κοινῆς μαρτυρίας-διακονίας-προσευχῆς ἀμφοτέρων σὲ πλήρη ἀλληλοαναγνώριση καὶ συνοδοιπορία. Βεβαιώνουν μάλιστα ἀπερίφραστα, ὅτι δὲν ἔχουν πλέον «τὴν πολυτέλεια τῆς μεμονωμένης δράσεως»! Τὰ αὐτὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν Κοινὴ Δήλωση Πάπα Φραγκίσκου καὶ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου, ἡ ὁποία συνυπεργάφη στὴν Ἀβάνα τῆς Κούβας τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2016, γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχει ἡ ψευδαίσθηση -ἠθελημένη ἤ ἀθέλητη- σὲ κάποιους αἰθεροβάμονες, ὅτι δῆθεν τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας διακρατεῖ μία ἀντιοικουμενιστικὴ στάση καὶ γραμμὴ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη!
Ἡ διαφορά τους δὲν ἔγκειται σὲ θέματα Πίστεως, ἀλλὰ σὲ θέματα δικαιοδοσιακῶν διεκδικήσεων καὶ γεωπολιτικῆς. Ἐνῶ λοιπὸν συμβαίνουν αὐτὰ τὰ ἐντελῶς ἀνατρεπτικὰ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ δὴ Ἐκκλησιολογίας, οἱ Οἰκουμενιστὲς βεβαιώνουν ἀφελέστατα καὶ προκλητικότατα, ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀντιδρῶντας στὴν ἀποστατικὴ πορεία τους καμμία δῆθεν ἀπόδειξη δὲν παρέχεται, ὅτι κατὰ τὶς ἐπαφές τους μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους ἐγκατέλειψαν ἤ ἀρνήθηκαν τὰ δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας!
Ἐνῶ εἶναι πασιφανέστατο, ὅτι ἡ Οἰκουμενιστικὴ ἀνάμιξη ἐδῶ καὶ δεκαετίες, Διαχριστιανικὴ καὶ Διαθρησκειακή, παρήγαγε πλῆθος κακοδοξιῶν, στὴν θεωρία καὶ τὴν πράξη, μὲ διαστρέβλωση μάλιστα τῆς ἐννοίας τῆς Ἀγάπης, μὲ περιχωρητικὴ καὶ περιεκτικὴ στάση ἔναντι τῆς ἑτεροδοξίας/αἱρέσεως, βάσει ἑνὸς νεφελώδους ἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος, χωρὶς ἱεραποστολικὴ διάσταση καὶ κλήση τῶν πεπλανημένων ἐν μετανοίᾳ στὴν ὄντως Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Παρὰ ταῦτα, οἱ Οἰκουμενιστὲς ὀργάνωσαν καὶ συγκάλεσαν τελικὰ τὴν ἀπὸ μακροῦ ἀναμενομένη «ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδό» τους στὸ Κολυμπάρι Χανίων Κρήτης τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν «πανορθόδοξη» ἔγκριση καὶ κάλυψη, στὸν βαθμὸ ποὺ αὐτὸ θὰ ἦταν ἐφικτό, ὅλων τῶν ὡς ἄνω αἱρετικῶν Οἰκουμενιστικῶν ἐπιτευγμάτων τους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο βεβαίως -ἔστω καὶ κάπως συγκεκαλυμμένα- ἐπέτυχαν.
Εἶναι πράγματι τουλάχιστον παράδοξο, τὸ ὅτι γίνεται ἔκτοτε πολὺς λόγος ὡς πρὸς τὸ νόημα ἐκφράσεών τινων τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου σχετικὰ μὲ τὴν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων, καθ’ ἥν στιγμὴν παραμένει ἀμετακίνητη καὶ ἰσχύουσα πλήρως ἡ βάση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤτοι τὸ ἀνατρεπτικὸ καὶ ἀντορθόδοξο Διάγγελμα τοῦ 1920 καὶ ὅλα ὅσα ἐπὶ ἕναν αἰῶνα διεπράχθησαν καὶ ὑπεγράφησαν καὶ συνεχίζουν μέχρι σήμερα μὲ ἀμείωτη ἔνταση νὰ λέγονται καὶ νὰ πράττονται! Τί ἀμφισβητήθηκε, λοιπόν, καὶ τί καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδό τους σχετικὰ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὰ κεκτημένα του, γιὰ νὰ μὴ μείνουμε μόνον στὴν ὁρολογία καὶ νὰ περάσουμε στὴν οὐσία τοῦ πράγματος;
Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν ὄντως μεγάλη ἐπιτυχία στὴν πρόκληση συγχύσεως στοὺς ὀρθοδοξοφανεῖς ἐκ τῶν ἐπισήμων λεγομένων ἐκκλησιῶν. Τοὺς προξενοῦν ἔριδες σχετικὰ μὲ τὴν ὁρολογία, ὥστε νὰ «ἐκτονωθοῦν» ἐκεῖνοι ἀλληλοεμπαιζόμενοι στὴν προάσπιση τῆς ὀρθοδοξίας τους, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἀνενόχλητοι συνεχίζουν τὸ πραγματικὸ καὶ καθόλου θεωρητικὸ ἤ φανταστικὸ καταστροφικὸ ἔργο τῆς ἀποστασίας τους, συμπαρασύροντες μαζί τους καὶ τοὺς θλιβεροὺς «διαμαρτυρομένους» συγκοινωνοὺς καὶ συνοδοιπόρους τους... Ἐνώπιον τῆς τραγικῆς αὐτῆς καταστάσεως, ἔχουν ἐν τῷ μεταξὺ διαμορφωθεῖ διάφορες τάσεις. Οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν Οἰκουμενιστῶν σπεύδουν συνήθως ἔναντι τοῦ θορύβου ἀντιδράσεως ἐναντίον τους, νὰ ἐπικαλεσθοῦν ὡς ἄλλοθι κάποιους ἀκουστοὺς Γέροντες προηγουμένων δεκαετιῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν οἱ ἴδιοι Οἰκουμενιστές, οὔτε ἐνέκριναν τὴν Οἰκουμενιστικὴ κατάπτωση, ἀλλὰ παρέμεναν δυστυχῶς σὲ κοινωνία μαζί τους καὶ πρόβαλλαν τοὺς ἀρχηγέτες τῶν Οἰκουμενιστῶν ὡς τοὺς ὄντως ποιμένες τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπίκληση αὐτῶν γίνεται προφανῶς γιὰ νὰ συγκρατηθοῦν οἱ ἀντιδρῶντες ἀπὸ τὴν -ὅπως εἰρωνικὰ τὴν ἀποκαλοῦν- «μόδα τῶν ἀποτειχίσεων»! Ὅμως, τί ἀξία ἔχει ἡ ἐπίκληση τῆς κατακρίτου καὶ ἀσυνεποῦς αὐτῆς τακτικῆς τῶν Γερόντων ἐκείνων, ἐνώπιον τῆς τόσο προφανοῦς ἐκπτώσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς Ἀληθείας; Τὸ κριτήριο στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀποτελοῦν κάποιοι ἔστω καὶ ἀξιοσέβαστοι κατὰ ἄλλα Γέροντες, οἱ ὁποῖοι ὅμως -παραδόξως- παραβλέπουν καὶ παραβαίνουν τὴν ἀκραιφνῆ συνέχεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως.
Οἱ Ἅγιοι μᾶς προτρέπουν διαφορετικά: «Ὅτι δεῖ τῶν ἀκροατῶν τοὺς πεπαιδευμένους τὰς Γραφάς, δοκιμάζειν τὰ παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα· καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι, τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν· καὶ τοὺς τούτοις δόγμασιν ἐπιμένοντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον» (Μ. Βασίλειος, PG τ. 31, στλ. 845D-848Α). Ἐμεῖς δεχόμαστε καὶ ἀκολουθοῦμε τοὺς ἁγίους ἐκείνους Γέροντες, οἱ ὁποῖοι τήρησαν τὴν ὡς ἄνω προτροπὴ καὶ ἀποστράφηκαν τοὺς καινοτόμους Οἰ- κουμενιστές, γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία τῆς ἀποκλειστικότητος, ἐν Ἀγάπῃ καὶ Ἀληθείᾳ, μακριὰ ἀπὸ κάθε φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία, ὅ,τι καὶ ἄν τοὺς στοίχισε αὐτό.
Αὐτοὶ οἱ θεοκίνητοι Γέροντες δὲν ἔπεσαν στὴν παγίδα τῶν ἀγαπολόγων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφ’ ἑνὸς προβάλλουν τὴν «καθολικὴ ἀγάπη», γιὰ νὰ ἐξαπατήσουν καὶ νὰ ἐπιτύχουν τοὺς σκοπούς τους, ἀφ’ ἑτέρου ὅμως ἔναντι ὅσων τολμήσουν νὰ τοὺς ἀμφισβητήσουν, ἐπιδεικνύουν ἀφειδώλευτα τὸ σκληρὸ διωκτικό τους μένος! Μία ἄλλη τάση ἀφορᾶ ἐκείνους ἀπὸ τὶς ἐπίσημες λεγόμενες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, εἴτε συμμετεῖχαν εἴτε ὄχι στὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, οἱ ὁποῖοι ψέγουν τὰ κακῶς κείμενα αὐτῆς καὶ τὰ ἀντορθόδοξα σημεῖα της, οὐσιαστικὰ δὲ ἀποδεικνύουν τὴν κακοδοξία της, ἀλλὰ πιστεύουν καὶ διαδίδουν ὅτι αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει καθόλου τὴν κοινωνία τους μὲ τοὺς κακοδόξους, στὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ συγκληθεῖ στὸ μέλλον ἄλλη σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ διορθώσει τὶς λανθασμένες ἐκφράσεις κάποιων ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ ἔχουν ἐγκριθεῖ! Ἡ ἀφέλεια ἤ καὶ ἡ πονηρία τῆς θέσεως αὐτῆς μόλις εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθεῖ.
Γνωρίζουμε, ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς προχωροῦν μεθοδικὰ καὶ ἄν πρόκειται νὰ ἱκανοποιήσουν κάποιους μὲ ὀρθόδοξες εὐαισθησίες ἀπὸ τοὺς συγκοινωνούς τους, εἶναι ἱκανοὶ νὰ προβοῦν σὲ κατάλληλους χειρισμοὺς καὶ ἐλιγμοὺς στὴν διατύπωση κειμένων, ὥστε νὰ τοὺς καλύψουν ἐν μέρει, χωρὶς ὅμως καθόλου νὰ ἀλλάξουν τὴν ἀκολουθητέα πορεία καὶ γραμμή τους ἔργῳ καὶ λόγῳ. Τὸ πρόβλημα εἶναι, ὅτι οἱ ὑποστηρίζοντες τὴν ὡς ἄνω θέση κοινωνίας μὲ τοὺς κακοδόξους φαίνεται νὰ θεωροῦν τὴν ἐπιλογή τους ὡς «βασιλικὴ ὁδό», ἡ ὁποία πλέον δοκιμάζεται, παραπέμποντες πιθανῶς στὴν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου ἀπὸ τὸν φωτισμένο Ἱερομόναχο Σεραφεὶμ Pόουζ (†1982), Κληρικὸ τῆς Pωσικῆς Διασπορᾶς (Βλ. κείμενό του “The Royal Path/ True Orthodoxy in an age of apostasy”, στὸ περιοδ. “The Orthodox Word”, No 5 [70]/September-October 1976, p. 143-149), ὡς μία ἄλλη προφανῶς ἐκδοχὴ τῆς ἐπιφανείου θεωρίας περὶ τῶν «δύο ἄκρων», δηλαδὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Ζηλωτισμοῦ.
Ὁ π. Σεραφεὶμ ὅμως χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρο «βασιλικὴ ὁδὸς» στὴν δεκαετία τοῦ ’70, πρὸ 40 χρόνων, γιὰ νὰ δηλώσει τὸ «χρυσοῦν μέσον» ὄχι μεταξὺ Οἰκουμενισμοῦ - Ζηλωτισμοῦ, ἀλλὰ μεταξὺ Οἰκουμενισμοῦ/ Μεταρρυθμίσεως καὶ ἑνὸς «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ζήλου, διότι ὁ ἴδιος ἀκολουθοῦσε τὴν ἐν ἐπιγνώσει Ζηλωτικὴ ὁδὸ καὶ ἀπέδιδε τὴν «βασιλικὴ ὁδὸ» στὴν Ἐκκλησία του τῆς Pωσικῆς Διασπορᾶς ἐπὶ Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου (†1985) καὶ τοῦ μακαρίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου τοῦ Τζόρντανβιλ (†1976). Αὐτοὶ καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς διατήρησαν ἀναλλοίωτη τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, κατήγγειλαν εὐθαρσῶς τὸν Οἰκουμενισμὸ μὴ διατηροῦντες κοινωνία μὲ τοὺς φορεῖς του, ὑποστήριξαν καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι διώχθηκαν ἀπάνθρωπα ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους τοῦ Nέου Ἡμερολογίου καὶ περιφρονήθηκαν σκαιῶς·
Αὐτοὺς ἐνίσχυσαν στὴν βασικὴ Ὀρθοδοξία τῆς θέσεώς τους, παρὰ τὰ ἐσωτερικά τους προβλήματα, κάποια ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχαν σχετισθεῖ καὶ μὲ ἀρνητικὲς δηλώσεις περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν Καινοτόμων, θέμα ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἱ Pῶσοι ἀπέφευγαν νὰ τοποθετηθοῦν ἀνοικτὰ ἐν σχέσει τουλάχιστον πρὸς τὸ Σεργιανιστικὸ καὶ Οἰκουμενιστικὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Θυμίζουμε μόνον, ὅτι ὁ π. Σεραφεὶμ Pόουζ ἐκοιμήθη ἕνα ἔτος πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀναθεματισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸ 1983 ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Pωσικῆς Διασπορᾶς ἐπὶ Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου. Ἡ «βασιλικὴ ὁδὸς» λοιπὸν δὲν εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἀσυνεπῶν, αὐτῶν ποὺ κοινωνοῦν ἐν γνώσει μὲ τοὺς φανεροὺς κακοδόξους, γιὰ νὰ ἀποφύγουν δῆθεν τὸ ἄκρο τοῦ «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζήλου»:
Οἱ μὲν τέλειον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δέ, εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης, PG 99, στλ. 1164ΑΒ). «Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης, PG 99, στλ. 1049ΑΒ). «Oἵτινες τὴν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσι, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν»... «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, PG τ. 160, 101CD).
Ἄλλη κατηγορία ἀποτελοῦν ὅσοι Κληρικοὶ διέκοψαν μὲν τὸ μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου τους, διατηροῦντες ὅμως κοινωνία μὲ τὴν ἐκκλησία τους, σὲ ἀναμονὴ ἄν δὲν διορθωθεῖ ἡ κατάσταση ἐντὸς ἑνὸς χρονικοῦ ὁρίου κάποιων ἐτῶν -μὲ τὴν σύγκληση συνόδου διορθωτικῆς, νὰ προβοῦν σὲ πλήρη διαχωρισμό. Τὸ βῆμα αὐτὸ ἐκ πρώτης ὄψεως ἐπαινεῖται, ἀλλὰ εἶναι πασιφανὲς ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιο ἡμίμετρο, τὸ ὁποῖο δὲν διασφαλίζει τοὺς αὐτουργοὺς ἀπὸ τὴν ἔμμεση κοινωνία μὲ τὴν καταγγελλόμενη αἵρεση, δὲν ἀποτελεῖ παραδοσιακὴ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς ἀσυδοσίας καὶ δὲν γεννᾶ ἐλπίδες γιὰ δραστικὴ ἀλλαγὴ/μεταβολὴ τῆς οἰκτρᾶς καταστάσεως. Οἱ μολυσματικοὶ φορεῖς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτοῖς δὲν ἀντιμετωπίζονται ἀποτελεσματικὰ μὲ ἡμίμετρα, παρὰ μόνον ἀποφασιστικὰ μὲ τὴν ἕως θανάτου πλήρη ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴν ἄμεση ἤ ἔμμεση κοινωνία μαζί τους. Αὐτὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Κανονικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Μία ἄλλη κατηγορία ἀποτελοῦν ὅσοι Κληρικοὶ κυρίως, ὅπως καὶ Μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, προέβησαν σὲ Κανονικὴ Ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους, ἐπικαλούμενοι τὸν ΙΕ΄ Ἱερὸ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, εἴτε πρόσφατα, εἴτε λίγο παλαιότερα. Ἡ κατηγορία αὐτὴ ἐν πρώτοις ἐπαινεῖται, διότι ἀπέφυγε τὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση πλήρως, καταγγέλλοντας καὶ πολεμώντας αὐτήν. Πρόβλημα γιὰ ἐμᾶς τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι διακρατοῦμε τὴν Ἑορτολογικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἡ προφανὴς ἐχθρότητα καὶ ἀπρόκλητη πολεμικὴ τούτων (τουλάχιστον κάποιων ἀπὸ τοὺς φορεῖς τους) ἐναντίον μας, καίτοι κάποιοι πλανεμένοι Οἰκουμενιστὲς τοὺς ἀποκαλοῦν «δούρειο ἵππο τῶν Γ.Ο.Χ.», γιὰ τὴν δῆθεν ἀποσταθεροποίηση τῆς ἐκκλησίας τους!
Ὅπως φαίνεται, ἡ φαντασία τινῶν ἔχει ἀποχαλινωθεῖ καὶ ἔχει ἐκτοξευθεῖ σὲ ὕψη δυσθεώρητα!... Οἱ Ἀδελφοὶ Ἀποτειχισμένοι, οἱ διεξάγοντες Ἀγῶνα ἰσχυρὸ κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ ἦταν καλὸ νὰ διακρίνονται ἀπὸ ἦθος μετριοπαθείας καὶ κατανοήσεως ἔναντι ὅσων ἀγωνίσθηκαν μὲ θυσία αἵματος ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπαρχὲς ἐμφανίσεως καὶ ἐπιβολῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὸ ἐπιτάσσει ἡ στοιχειώδης αἴσθηση ἀνθρωπιᾶς καὶ χριστιανικῆς ἀλληλεγγύης. Δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ διακρινόμενοι γιὰ ἐπιθετικότητα καὶ ἔλλειψη διαλλακτικότητος χθεσινοὶ καὶ σημερινοὶ ὄψιμοι ὁμολογητές, νὰ μετατρέπονται αἴφνης σὲ τιμητὲς καὶ νὰ κατηγοροῦν μὲ τρόπο ἀφιλάδελφο, ἐριστικὸ καὶ καταδικαστικὸ ἐμᾶς τοὺς Παλαιοημερολογῖτες γιὰ ὑπερβάσεις καὶ ἐκτροπές, ἐνῶ δὲν γνωρίζουν ἐπαρκῶς οὔτε αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῆς πονεμένης καὶ βασανισμένης, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐνδόξου ὁμολογιακῆς πορείας καὶ μαρτυρίας μας. Δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμεθα διδάσκαλοι διδασκάλων.
Δὲν ἀγαποῦμε τὴν λογομαχία, ἡ ὁποία δὲν οἰκοδομεῖ, ἀλλὰ ἐκτρέπεται σὲ ἀλληλομαχία καὶ ἀδελφομαχία. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅπως μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας. «Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι· οὐκ ἐσμὲν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι» (Ἅγιος Γρηγόριος Nύσσης, PG τ. 46, στλ. 1112). Γιὰ μᾶς, βάσει τῶν κατὰ Χριστὸν Πατέρων καὶ Διδασκάλων μας, ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία προσκρούει στὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ διότι ἐφαρμόσθηκε μονομερῶς καὶ ἀντικανονικῶς τὸ 1924, μὲ ἀγνόηση τῶν Πανορθοδόξων ἀποφάσεων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., καθὼς καὶ παρὰ τὴν ἀντίδραση τῆς πλειονότητος τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ διότι ὁ σκοπός της, ὅπως ἐξάγεται ἀβίαστα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἱστορικὰ δεδομένα γιὰ κάθε σοβαρὸ καὶ ἀπροκατάληπτο μελετητή, δὲν ἦταν ἐκκλησιαστικός, παρὰ οἰκουμενιστικὸς/συγκρητιστικός, γιὰ ἐπίτευξη συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, προκειμένου νὰ καταστεῖ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ἤδη ὑπάρχουσα ἀόρατη ἑνότητα μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν.
Πλείονα, ὅπως καὶ γιὰ τὴν σχέση Πασχαλίου Κανόνος-Ἑορτολογίου, ἀναπτύσσονται στὸ Β’ Κεφ. «Οἰκουμενισμός: Συγκρητιστικὴ Παναίρεση», τοῦ Ἑνωτικοῦ Ἐκκλησιολογικοῦ Κειμένου: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά», στὸ περιοδ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ.τ. 979/Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2014, σελ. 10-12). Τὸ Ἡμερολογιακὸ θέμα εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεδεμένο μὲ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔγινε μὲ δική του ἔμπνευση, χάριν αὐτοῦ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθεῖ καὶ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐπουσιῶδες ἐπὶ τοῦ παρόντος, γιὰ νὰ ἐξετασθεῖ δῆθεν ἀργότερα.
Εἴθε οἱ Ἀποτειχισθέντες Ἀδελφοὶ νὰ πληροφορηθοῦν καρδιακῶς (ἐφ’ ὅσον θεωροῦμε
ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ θέμα γνωστικῆς κατανοήσεως) τὴν σπουδαιότητα καὶ σημασία τοῦ θέματος
καὶ νὰ ἐπιστέψουν τὸν Ἀγῶνα τους καὶ μὲ τὸ ἀπαραίτητο αὐτὸ στοιχεῖο ποὺ τοὺς διαφεύγει,
σὲ προσέγγιση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία διακρατεῖ τὴν κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητὴ
«ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν», μὲ ἐκκλησιολογικὴ πληρότητα καὶ καθολικότητα.
Ὅσο περνάει ὁ καιρὸς καὶ ἡ Οἰκουμενιστικὴ κακοδοξία κερδίζει ἔδαφος καὶ οἱ συνειδήσεις διαβρώνονται, οἱ ὄντως Ὀρθόδοξοι ἔχουμε ἀνάγκη ἐντατικοποιήσεως τοῦ Ἀγῶνος μας. Θὰ ἦταν εὐκταία ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη, ἑνοποιημένη καὶ συντονισμένη συνεργασία τῶν Ὁμολογητῶν, γιὰ ἐνεργοποίηση τῆς Συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, στὴν καλύτερη καὶ ἀποτελεσματικότερη ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως, ἐν σχέσει μὲ τὶς μορφὲς ποὺ λαμβάνει καὶ τὴν ἐξάπλωση τῶν σημείων τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποστασίας. Ἡ ἀπόρριψη τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας ἀπὸ τοὺς προπάτορές μας ἔγινε βάσει τοῦ Ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου τους, μὲ θεία ἔμπνευση καὶ μὲ ἐνίσχυση θεοσημειῶν, ὥστε νὰ ἀντέξουν τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς βρῆκαν γιὰ τὴν ἀταλάντευτη στάση τους. Ἄν ἔγιναν λάθη, αὐτὰ εἶναι ἀναπόφευκτα σὲ δεινὲς καιρικὲς πε- ριστάσεις καὶ πάντως οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ ἦταν καὶ παραμένουν οἱ Μεταρρυθμιστές/Οἰκουμενιστές. Ἡ καλύτερη αὐτογνωσία καὶ μετάνοιά μας θὰ ἐφελκύσει τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε θεάρεστα στὶς προκλήσεις τῶν καιρῶν, ἐνώπιον μιᾶς τόσο μεγάλης καὶ πρωτοφανοῦς συγχύσεως, ἐργαζόμενοι γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ θυσιαζόμενοι ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἔμφαση στὴν Ἱεραποστολικὴ διάσταση τῆς Μαρτυρίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο καὶ ἡ ἐμμονή, μὲ προσοχὴ καὶ διάκριση, στὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα αὐτῆς, ὥστε νὰ περικλείει, ἐκφράζει καὶ μεταδίδει τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι, εἴθε νὰ εἶναι τὸ πρώτιστο μέλημά μας, ἐν ἐπιγνώσει τῆς Ἀποστολικῆς προτροπῆς: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες» (Pωμ. ιβ΄ 12), καὶ μὲ τὴν εὐχὴ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης νὰ εἶναι μεθ’ ἡμῶν. Ἀμήν!
Ὅσο περνάει ὁ καιρὸς καὶ ἡ Οἰκουμενιστικὴ κακοδοξία κερδίζει ἔδαφος καὶ οἱ συνειδήσεις διαβρώνονται, οἱ ὄντως Ὀρθόδοξοι ἔχουμε ἀνάγκη ἐντατικοποιήσεως τοῦ Ἀγῶνος μας.
Θὰ ἦταν εὐκταία ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη, ἑνοποιημένη καὶ συντονισμένη συνεργασία τῶν Ὁμολογητῶν,
γιὰ ἐνεργοποίηση τῆς Συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, στὴν καλύτερη καὶ ἀποτελεσματικότερη ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως,
ἐν σχέσει μὲ τὶς μορφὲς ποὺ λαμβάνει καὶ τὴν ἐξάπλωση τῶν σημείων τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποστασίας.
Ἡ ἀπόρριψη τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας ἀπὸ τοὺς προπάτορές μας ἔγινε βάσει τοῦ Ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου τους,
μὲ θεία ἔμπνευση καὶ μὲ ἐνίσχυση θεοσημειῶν, ὥστε νὰ ἀντέξουν τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς βρῆκαν
γιὰ τὴν ἀταλάντευτη στάση τους.
Ἄν ἔγιναν λάθη, αὐτὰ εἶναι ἀναπόφευκτα σὲ δεινὲς καιρικὲς πε- ριστάσεις καὶ πάντως
οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ ἦταν καὶ παραμένουν οἱ Μεταρρυθμιστές/Οἰκουμενιστές.
Ἡ καλύτερη αὐτογνωσία καὶ μετάνοιά μας θὰ ἐφελκύσει τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε θεάρεστα στὶς προκλήσεις τῶν καιρῶν, ἐνώπιον μιᾶς τόσο μεγάλης καὶ πρωτοφανοῦς συγχύσεως,
ἐργαζόμενοι γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ θυσιαζόμενοι ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἔμφαση στὴν Ἱεραποστολικὴ διάσταση τῆς Μαρτυρίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο
καὶ ἡ ἐμμονή, μὲ προσοχὴ καὶ διάκριση, στὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα αὐτῆς, ὥστε νὰ περικλείει,
ἐκφράζει καὶ μεταδίδει τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι, εἴθε νὰ εἶναι τὸ πρώτιστο μέλημά μας,
ἐν ἐπιγνώσει τῆς Ἀποστολικῆς προτροπῆς: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες,
τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες» (Pωμ. ιβ΄ 12), καὶ μὲ τὴν εὐχὴ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης νὰ εἶναι μεθ’ ἡμῶν. Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου