ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ




Θωμᾶς διαβεβαιώνει τοὺς συμμαθητές Του πώς δὲν θὰ πιστέψει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Του ἂν δὲν βάλει τὸ δάχτυλό του στὰ σημάδια τῶν χεριῶν Του, «εἰς τὸντύπον τῶν ἥλων». Σίγουρα τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ φίλοι του εἶπαν πώς ὁ ἴδιος ὁ Κύριός τους ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του. Ἂς δοῦμε τώρα πῶς πείθει ὁ Κύριος τὸν ἄπιστο Θωμά:


«Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν»(Ἰωάν. κ’ 26). Ὀκτώ μέρες ἀργότερα, Κυριακὴ πάλι, οἱ μαθητὲς ἦταν συναγμένοι. Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν πάλι κλεισμένες, ὁ Ἰησοῦς μπῆκε μέσα, στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε: εἰρήνη ὑμῖν.


λα ἔγιναν ὅπως καὶ τὴν πρώτη φορὰ πού ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ὅλα, μόνο ποὺ τώρα ἦταν κι ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Φαίνεται πώς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν Θωμὰ ἀκριβῶς ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει στὸ δύσπιστο μαθητὴ ὅλα ἐκεῖνα πού τοῦ διηγήθηκαν οἱ ἄλλοι δέκα.


Γιατί περίμενε ὁ Κύριος νὰ περάσουν ὀκτὼ μέρες; Γιατί δὲν ἐμφανίστηκε νωρίτερα; Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι ὅλες οἱ συνθῆκες κι οἱ περιστάσεις ἀκριβῶς ἴδιες. Ὅπως τὴν πρώτη φορὰ πού ἐμφανίστηκε ἦταν Κυριακή, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀναμονὴ νὰ γίνει μεγαλύτερη ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ.


Τρίτο, γιὰ νὰ μάθει στοὺς μαθητὲς Του τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὴν προσευχή, προκειμένου νὰ μεταδώσουν στὸ φίλο τους τὴ δική τους πίστη, γιατί οἱ μαθητὲς σίγουρα θὰ προσεύχονταν νὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ ὁ Κύριος γιὰ χάρη τοῦ Θωμᾶ. Τέταρτο, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ μαθητὲς τὴν ἀδυναμία τους νὰ πιστοποιήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου χωρὶς τὴ δική Του βοήθεια. 


Καὶ τελευταῖο, ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς ὀκτὼ ὑποδηλώνει τὶς ἔσχατες μέρες, τὴν παραμονὴ τῆς δεύτερης ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, τότε πού ἄνθρωποι σὰν τὸν Θωμὰ θὰ εἶναι πολὺ ἀδύναμοι καὶ χλιαροὶ στὴν πίστη, θὰ καθοδηγοῦνται μὲ βάση τὶς αἰσθήσεις τους καὶ θὰ πιστεύουν μόνο ἐκεῖνα πού ἀντιλαμβάνονται μ’ αὐτὲς (τὶς αἰσθήσεις τους).


Τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε, ὅπως κι ὁ Θωμᾶς : Ἂν δὲν ἰδῶ, δὲ θὰ πιστέψω. «Καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου» (Μάτθ. κδ’ 30).


«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’ 27). Κι ὁ Θωμᾶς τοῦ ἀπάντησε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁΘεός μου!Τὴ δεύτερη φορὰ πού ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους ὁ Κύριος τὸ ἔκανε μόνο γιὰ τὸ Θωμά.


Γιὰ χάρη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Ἐκεῖνος πού περιβάλλεται ἀπὸ ἀγγελικοὺς χοροὺς πού τὸν ὑμνοῦν ἀγαλλόμενοι, ὡς Νικητὴ τοῦ θανάτου, ἀφήνει τὰ οὐράνια τάγματα καὶ σπεύδει νὰ σώσει τὸ ἕνα πρόβατο, τὸ ἀπολωλός. Ἂς τὸ δοῦν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἔνδοξοι κι οἱ δυνατοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου πού ξεχνοῦν τοὺς ἀδύνατους καὶ ταπεινοὺς φίλους τους, πού τοὺς ἀποφεύγουν μὲ ντροπὴ καὶ περιφρόνηση. 


ς τὸ δοῦν αὐτὸ κι ἂς ντραποῦν ἀπὸ τὸ παράδειγμά Του. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος δὲν ἔνιωσε οὔτε ντροπὴ οὔτε ταπείνωση. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος Ἐκεῖνος, ὁ δοξασμένος καὶ παντοδύναμος, κατέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ σ’ ἕνα ταπεινὸ δωμάτιο στὰ Ἱεροσόλυμα.


Πόσο εὐλογημένο εἶναι τὸ δωμάτιο αὐτό, ἀπ’ ὅπου προέκυψαν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα περισσότερες εὐλογίες, ἀπ’ ὅσες θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπ’ ὅλα τὰ παλάτια τῶν αὐτοκρατόρων!


Μόλις ὁ Κύριος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Θωμά, ἐκεῖνος ἀναφώνησε μὲ χαρά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Ἄνθρωπο καὶ ὡς Θεό, ὡς ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο. Μόνο ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο ἦταν ἀρκετὴ νὰ δώσει στὸν Θωμὰ τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος, τὴν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὶς ἁμαρτίες, κάτι πού ὀκτὼ μέρες νωρίτερα εἶχε δώσει στοὺς ἄλλους μαθητὲς μὲ τὸ λόγο καὶ τὴν πνοή Του.


ταν ὁ Κύριος βρισκόταν ἀκόμα στὸ θνητὸ σῶμα Του, προτοῦ ἀναστηθεῖ, μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορρούσα γυναίκα μόνο μὲ τὸ νὰ τῆς ἐπιτρέψει ν’ ἀγγίξει τὸ ἱμάτιό Του. 


Πολὺ περισσότερο τώρα, μὲ τὸ δοξασμένο κι ἀναστημένο σῶμα Του, μποροῦσε νὰ δώσει μόνο μὲ τὴν ἐπαφὴ στὸν Θωμὰ τὴν ἐξουσία πού εἶχε δώσει μὲ διαφορετικὸ τρόπο στοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Δὲν ἦταν ἀδύνατο βέβαια νὰ δώσει ὁ Κύριος καὶ στὸ Θωμὰ δύναμη κι ἐξουσία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πού τὴν ἔδωσε στοὺς ἄλλους ἀποστόλους, ἂν κι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται στὰ εὐαγγέλια.


λλά εἶναι γνωστὸ πώς δὲν καταγράφηκαν ὅλα ὅσα εἶπε κι ἔκανε ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς λίγο ἀργότερα. 


Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι πώς ὁ Θωμᾶς, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἔλαβε τὴν ἴδια δύναμη κι ἐξουσία, ὅπως κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀποστολική Του διακονία, ἀπὸ τὰ θαύματά του καὶ τὸ μαρτυρικό του θάνατο.


(πὸ τὸ βίο τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ μαθαίνουμε πώς καταδικάστηκε σὲ θάνατο ἐπειδὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία πώς ὁΧριστὸς ἀναστήθηκε. Πέντε στρατιῶτες ὅρμησαν τότε ἐναντίον τοῦ γενναίου στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν σκότωσαν μὲ τὶς λόγχες τους).


Γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος τὸν ἐπέπληξε εὐγενικά: «λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ’ 29). Ἐσύ, Θωμᾶ, τοῦ εἶπε, μὲ πίστεψες περισσότερο μὲ τὶς αἰσθήσεις σου παρὰ μὲ τὸ πνεῦμα σου. Ἤθελες μὲ τὰ αἰσθητήριά σου νὰ πειστεῖς, γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ ἔδωσα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Κι ἐσύ πείστηκες μὲ τὸ νὰ μὲ δεῖς καὶ νὰ μὲ ἀγγίξεις. 


μως, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Μακάριοι κι εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἀλλά μὲ τὸ πνεῦμα τους καὶ πίστεψαν μὲ τὴν καρδιά τους. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν στὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του χωρὶς νὰ τὸν δοῦν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, δίχως νὰ τὸν ἀγγίξουν μὲ τὰ χέρια τους.


Μακάριο εἶναι τὸ παιδὶ πού πιστεύει ὅλα ὅσα τοῦ λέει ἡ μητέρα του, χωρὶς νὰ τὰ ἀμφισβητήσει καὶ νὰ θελήσει νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τὰ μάτια ἢ μὲ τὰ χέρια του. «Ἔστω δὲ ὁλόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. ε’ 37).


Κύριος τὸ εἶχε πεῖ πολλὲς φορὲς νωρίτερα πώς θ’ ἀναστηθεῖ κι ἔπρεπε νὰ τὸν πιστέψουν. Γιὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἄπιστοι ὅμως καὶ νὰ ἑδραιωθοῦν στὴν πίστη οἱ ὀλι-γόπιστοι, ὁ Κύριος δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ὅσα προεῖπε γιὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἀλλά ἔκανε καὶ πολλὲς ἐμφανίσεις μετὰ ἀπ’ αὐτήν.


ταν πολὺ σπουδαῖο γιὰ Ἐκεῖνον ὥστε οἱ ἀπόστολοι κι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ πιστοί, ν’ ἀποκτήσουν δυνατὴ πίστη στὴν Ἀνάστασή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστης κι ἡ εὐφροσύνη τοῦ χριστιανοῦ. 


Γι’ αὐτὸ κι ὁ πάνσοφος Κύριος ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ πνεῦμα ἀλλά καὶ τὶς αἰσθήσεις τῶν ἀποστόλων, ὥστε κανενὸς ἡ πίστη νὰ μὴν κλονιστεῖ, νὰ μὴν ἀμφιβάλει πώς ὁ Κύριος εἶναι ἀναστημένος καὶ ζωντανός.


ν καὶ «τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ἰωάν. στ’ 63) καὶ μ’ ὅλο πού οἱ αἰσθήσεις μποροῦν νὰ ἐξαπατήσουν τὸν ἄνθρωπο πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ὁ γλυκὺς Κύριος συγκατένευσε στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατὸ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὴν αἰσθητὴ ἀντίληψη καὶ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου.


Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παραμένει ὡς σήμερα τὸ πλέον ἀναμφισβήτητο γεγονὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ποιὸ ἄλλο γεγονός, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερὰ καὶ προσεχτικὰ τεκμηριωμένο ὅσο αὐτό;



Απόσπασμα κειμένου του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, υπό τον τίτλο:
 ''Η Πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα''.



Πηγή: https://alopsis.gr



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF