ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

ΓΙΑΤΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΣ;



Η ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει σήμερα τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς μητρός του ἁγίας Ἑλένης. Κωνσταντῖνος ὄνομα γλυκύ, Κωνσταντῖνος ὄνομα προσφιλές, Κωνσταντῖνος ὄνομα ἄστρον τῆς φυλῆς. Ὄνομα προσφιλέστατο, ὄχι μόνο σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλα τὰ Βαλκάνια. Είτε πᾷς στὴ Σόφια, είτε στὸ Βελιγράδι καὶ στὸ Βουκουρέστι, είτε πᾷς στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα καὶ στὰ ἄκρα τῆς Ῥωσίας τῆς ποτὲ ἁγίας, θ᾿ ἀκούσῃς τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος.


ὰν δὲ ἀνοίξωμε τὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, θὰ δωμεν, ὅτι τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος τὸ ἔφεραν δεκατρεῖς βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες. Ἐξ αὐτῶν τῶν βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων οἱ ἐπισημότεροι ἦταν· πρῶτος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ποὺ ἑορτάζει σήμερα· δεύτερος ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ποὺ ἔπεσε ἐνδόξως ἐπὶ τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως· καὶ τρίτος ὁ Κωνσταντῖνος ὁ 12ος, ποὺ ἐλευθέρωσε τὴ Μακεδονικὴ γῆ. Κορυφαῖος μεταξύ τους εἶνε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται Μέγας, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους.


Μέγας ὁ Κωνσταντῖνος, ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἀνδρῶν. Καὶ ὅπως ὅλοι οἱ μεγάλοι διχάζουν τοὺς κριτικούς, ἔτσι καὶ αὐτὸς εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι εἶνε ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ ἄλλοι εἶνε κατ᾿ αὐτοῦ. Ἀπὸ τοὺς θαυμαστάς του ἄλλοι μὲν τὸν θαυμάζουν γιὰ τὰ σωματικά του χαρίσματα. Ἦτο ὑψηλός, ὡραῖος, ῥωμαλέος. Ἄλλοι τὸν θαυμάζουν γιὰ τὰ διανοητικά του προσόντα. Ἦτο μεγαλοφυΐα. Οἱ δὲ πόλοι τῆς μεγαλοφυΐας εἶνε δύο· ὁ ἕνας εἶνε τὸ σχέδιο καὶ ὁ δεύτερος ἡ ἐκτέλεσις. Ἦτο ὑπέροχος στὴν σύλληψι ἰδεῶν ἀλλὰ καὶ στὴν ταχεῖα ἐκτέλεσι τῶν σχεδίων. Ἄλλοι πάλι τὸν θεωροῦν συντελεστὴ μεγάλου πολιτιστικοῦ ἔργου. Διότι ἔκτισε ναούς, γηροκομεῖα, νοσοκομεῖα, σχολὲς καὶ ἀκαδημίες· ἔκτισε γέφυρες, ἄνοιξε δρόμους. Προστάτευσε προπαντὸς τὴ γεωργία· ἀπήλλαξε τοὺς γεωργοὺς ἀπὸ τοὺς φόρους. 


Κατεδίωξε τὴ μαγεία καὶ τοὺς μάγους. Προστάτευσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἔκανε ἐν γένει κάθε τι γιὰ τὴν προαγωγὴ τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ. Τέλος, ὡς μεγαλοφυΐα ποὺ ἦτο, διέκρινε, ὅτι ἡ Δύσις ἐσάπισε. Ἀντελήφθη, ὅτι ἡ ἕδρα του δὲν ἦτο ἀσφαλὴς στὴ Δύσι, καὶ τὴ μετέφερε στὴν Ἀνατολή, στὸ Βόσπορο. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολι, τὸ ὄνειρο τῆς φυλῆς. Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ ἱστορικοὶ θαυμάζουν τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο γιὰ ὅλα αὐτά, ἐμεῖς τὸν θαυμάζουμε γιὰ κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Τὸ δὲ ἀνώτερο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε, εἶνε ὅτι ἦτο Χριστιανός. Ἦτο ὁ πρῶτος Χριστιανὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ. Ἐδῶ ὅμως οἱ φαρμακερὲς γλῶσσες προβάλλουν ἀντιρρήσεις· ―Χριστιανὸς καὶ ἅγιος ὁ Κωνσταντῖνος; Αὐτὸς ποὺ διέπραξε τόσα ἁμαρτήματα, τόσα ἐγκλήματα;…


Δὲν τὸ ἀρνούμεθα, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος διέπραξε ἐγκλήματα. Πῶς ὅμως τὰ διέπραξε; Ἕνα λάθος διαπράττει συχνὰ ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή του, καὶ τὸ λάθος αὐτὸ γίνεται στὸ γάμο. Πόσες γυναῖκες κλαῖνε καὶ θρηνοῦν, διότι ἀτύχησαν στὸ γάμο! Πόσοι ἄνδρες δυστυχοῦν, διότι ἀπέτυχαν στὸ γάμο!… Καὶ ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος λοιπὸν ἔκανε αὐτὸ τὸ σφάλμα. Πῆρε μία σύζυγο, τὴ Φαύστα, ποὺ ἦτο μὲν ὡραιοτάτη, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ τὸ κάλλος ἐκεῖνο κρυβόταν διάβολος. Χίλιες φορὲς εὐλογημένη μία ἄσχημη γυναίκα ποὺ ἔχει μέσα της ἄγγελο, καὶ χίλιες φορὲς κατηραμένη μιὰ γυναίκα ποὺ εἶνε μὲν ὡραία, ἀλλ᾿ ἔχει μέσα της διάβολο. Πόσα ἐγκλήματα καὶ πόσες τραγῳδίες δὲν ἔχουν προέλθει ἀπὸ τὸ διαβολικὸ κάλλος!


Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε τὸ ἀτύχημα νὰ παντρευτῇ τὴ Φαύστα. Καὶ ἡ Φαύστα ἦτο φθονερὰ καὶ κακή. Τί συνέβη; Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ἀπὸ ἄλλη γυναῖκα, εἶχε γυιὸ ἕναν ὑπέροχο καὶ ἀνδρεῖο νέο, ὡραῖο καὶ εὐφυῆ. Ὠνομάζετο Κρίσπος. Ὁ Κρίσπος λοιπὸν ἔγινε τὸ ἀντικείμενο τῆς ζηλοτυπίας τῆς γυναικὸς αὐτῆς, ποὺ ἦτο μητρυιά του. Ὅσοι ἔπεσαν σὲ χέρια μητρυιῶν, γνωρίζουν τί τραβοῦν ―ἐκτὸς ἐξαιρέσεων― τὰ δυστυχισμένα παιδιά. Γι᾿ αὐτὸ ὅποιος χήρεψε καὶ ἔχει παιδιά, ἐὰν ἀγαπάῃ τὰ παιδιά του, νὰ μὴν ἔρθῃ σὲ δεύτερο γάμο. Θὰ εἶνε δυστυχῆ τὰ παιδιά του. Σπάνιο, μὰ πολὺ σπάνιο, μέσα στὶς χίλιες γυναῖκες μητρυιὲς νὰ βρεθῇ μία ἡ ὁποία νὰ ἀγαπᾷ τὰ παιδιὰ τοῦ συζύγου της ἀπὸ τὴν πρώτη του γυναῖκα. Ἡ Φαύστα ἦτο ἀπὸ τὶς κακὲς μητρυιές. 


Μίσησε τὸν Κρίσπο, καὶ ἔβαλε διαβολὲς στὸν Κωνσταντῖνο, ὅτι ὁ Κρίσπος θὰ σηκώσῃ ἐπανάστασι, θ᾿ ἀνατρέψῃ τὸν πατέρα του καὶ θὰ γίνῃ ἐκεῖνος αὐτοκράτωρ. Αὐτὸ ἦτο ψεῦδος, συκοφαντία, διαβολή. Τὸ ἐπίστευσε ὁ Κωνσταντῖνος. Καὶ διατάζει νὰ σκοτωθῇ ὁ Κρίσπος, ὁ ἀγαπημένος του υἱός! Ἀλλ᾿ ὅταν ἡ ἁγία Ἑλένη, ἡ γιαγιά, μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες ἔφτασε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔμαθε τὸ ἔγκλημα, τὸ θάνατο τοῦ ἐγγονοῦ της, ἔκλαυσε πολύ. Καὶ ἀπέδειξε στὸν υἱό της τὸν Κωνσταντῖνο, ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτο συκοφαντία δεινή. Τότε ὁ τίμιος Κωνσταντῖνος ἐθύμωσε. Ἔσυρε τὸ ξίφος καὶ ἐφόνευσε τὴ Φαύστα. Ἰδού λοιπὸν δύο ἐγκλήματα. Τὸ ἕνα, ὅτι ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φονεύσουν τὸν υἱό του τὸν Κρίσπο· καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι ἐφόνευσε τὴ γυναῖκα του. Τραγῳδία οἰκογενειακή.


Αὐτὰ εἶνε τὰ ἐγκλήματά του. Τί θ᾿ ἀπαντήσουμε; Τὰ ἀρνούμεθα; Ὄχι, δὲν τὰ ἀρνούμεθα. Ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ζυγαριά, στὴν ὁποία φορτώνονται ὅλα. Καὶ καλὰ καὶ κακὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἕνας εἶνε τέλειος· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός…». Εἶνε ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ βροντοφωνήσῃ· «Τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8,46). Ἁμάρτησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Ἀλλὰ πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ κάτι ἄλλο. Τὰ ἁμαρτήματά του πότε τὰ διέπραξε; Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγάλο ζήτημα, ποὺ ὅσοι βλέπουν τὴν ἱστορία ἀνάποδα δὲν τὸ ἐκτιμοῦν. Ἁμάρτησε ὡς εἰδωλολάτρης, ὄχι ὡς Χριστιανός. Ἐπαναλαμβάνω· ἁμάρτησε ὡς εἰδωλολάτρης. Διότι προτοῦ βαπτισθῇ ἦτο εἰδωλολάτρης· θεός του ἦτο ὁ ἥλιος, αὐτόν προσκυνοῦσε. Ἀλλ᾿ ὅταν μετὰ εἶδε τὸ ὅραμα μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» καὶ συνέβησαν καὶ ἄλλα γεγονότα, ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ προσελκύεται στὸν χριστιανισμό. 


Συνεπῶς, τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ τὰ διέπραξε κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰδωλολατρίας του, πρὸ τοῦ βαπτίσματος· καὶ πρέπει νὰ εμεθα γι᾿ αὐτὰ ἐπιεικεῖς. Βαπτίσθηκε δύο ἑβδομάδες προτοῦ ν᾿ ἀποθάνῃ. Αἰσθάνθηκε, ὅτι οἱ δυνάμεις του καταπίπτουν. Ἀντελήφθη, ὅτι φεύγει. Ἀπεσύρθη σὲ ἐρημικὸ μέρος, ἐκάλεσε πνευματικὸ πατέρα, ἔκλαυσε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά του ὅσο δὲν κλαίει κανείς ἀπὸ μᾶς, καὶ ἔψαλλε ὅλη τὴ νύχτα τὸν 50ὸ ψαλμό, τὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,3). Ἔτσι ἐβαπτίσθη. Ἔβγαλε τὴν κορώνα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του. Ἔβγαλε τὴν πορφύρα, τὸ ὁλομέταξο ἐκεῖνο ἔνδυμα ποὺ ἔφεραν οἱ αὐτοκράτορες. Καὶ διῆλθε τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς του φορώντας τὸ χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος, τὸ λευκὸ ἐκεῖνο φόρεμα ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία στοὺς νεοφωτίστους. Ἔτσι, μὲ τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42), ἐξέπνευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος.


Πῶς λοιπὸν ἐσὺ τολμᾷς νὰ τὸν διαβάλλῃς; Καὶ μόνο αὐτὸς ἦταν ἁμαρτωλός; Σᾶς ἐρωτῶ· ὁ Δαυΐδ, ποὺ διέπραξε δύο μεγάλα ἐγκλήματα, δὲν εἶνε μεταξὺ τῶν ἁγίων; Ὁ Πέτρος δὲν ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, ἀλλ᾿ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς»; (Ματθ. 26,75). Ὁ Παῦλος δὲν ἦτο διώκτης τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ ὅμως ἔγινε κορυφαῖος ἀπόστολος; Καὶ πόσοι ἄλλοι ἅγιοι! Ἂς δοξάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεό, γιατὶ μᾶς ἔδωσε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε. Ἕνας μόνο δὲν μετανοεῖ· ὁ σατανᾶς. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πατέρες λένε· Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινον, τὸ δὲ ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ τῇ πλάνῃ εἶνε σατανικόν.


Νά λοιπὸν γιατί δὲν ἔχουν δίκιο αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι δὲν εἶνε ἅγιος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Διότι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετανόησε. Ἂν λείψῃ ἡ μετάνοια, θ᾿ ἀδειάσῃ ὁ παράδεισος καὶ μέσα θὰ μείνουν μόνο τὰ ἀθῷα νήπια. Οὔτε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος, οὔτε καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, οὔτε κανένας δὲν θὰ μείνῃ. Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, τελειώνοντας λέγω. Ἂς πάρουμε ἕνα δίδαγμα μεγάλο, τὸ δίδαγμα τῆς μετανοίας. Ἂς μετανοήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας. Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅλοι, νέοι καὶ γέροι, ἐπιστήμονες καὶ ἀγράμματοι, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται, ἄρχοντες καὶ ὑπήκοοι. Κάθε ψυχὴ ἂς μετανοήσῃ καὶ ἂς κλαύσῃ ὅπως ἔκλαυσε ἐκεῖνος. Καὶ ἂς κλείσουμε κ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο λέγοντας· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ.).



† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος



Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου που έγινε στον ἱερό ναό των Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Ἀμυνταίου, 21-5-1973

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF