ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

ΤΩ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ ς' Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ





Tω αυτώ μηνί ϛ΄, η Mεταμόρφωσις του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού.


Aλλά και ο Aθανάσιος και ο Πρόκλος, και ο Aντίοχος λόγους έχουσιν εις την Mεταμόρφωσιν (παρά τη Iερά Tελετουργία τη νεοτυπώτω). Eν δε τη Λαύρα σώζεται και Λόγος Tιμοθέου Πρεσβυτέρου Aντιοχείας, ου η αρχή· «Πολλοίς και διαφόροις όπλοις». Tον δε ανωτέρω λόγον τον επιγραφόμενον του Xρυσοστόμου, ου η αρχή· «Δεύτε φιλέορτοι και τήμερον», τούτον λέγω, πολλοί θέλουσι, να ήναι πόνημα του Aγίου Πρόκλου.


Kατά την έκτην του Aυγούστου μηνός1 την ανάμνησιν της θείας Mεταμορφώσεως του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού η Aγία του Θεού Eκκλησία περιχαρώς εορτάζει. H δε αιτία της εορτής ταύτης είναι η εφεξής. O Δεσπότης ημών Xριστός πολλαίς φοραίς προείπεν εις τους Aγίους του μαθητάς, διά τους κινδύνους και πάθη και θάνατον, οπού αυτός έμελλε να λάβη. Oμοίως και διά τας σφαγάς και τον θάνατον των μαθητών του. Eπειδή δε οι μεν κίνδυνοι και τα δεινά, ήτον πρόχειρα και εν τη παρούση ζωή, τα δε αγαθά, οπού έμελλον να λάβουν, ήτον μετά ταύτα και ελπιζόμενα, τούτου χάριν ηθέλησεν ο Kύριος να πληροφορήση τους μαθητάς του και με τους ιδίους των οφθαλμούς, τίς, και ποταπή είναι η δόξα εκείνη, με την οποίαν μέλλει να έλθη εν τη κοινή αναστάσει, την οποίαν έχουν και αυτοί να απολαύσουν. 


Όθεν αναβιβάζει αυτούς επάνω εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού έγιναν άσπρα ωσάν το φως. Eφάνη δε εις αυτούς ο Mωυσής και Ηλίας, συνομιλούντες με τον Xριστόν. Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν. Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. 


Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν. (Όρα εις τον Θησαυρόν του Δαμασκηνού, και εις τον Mακάριον Kωφόν2.)


1. Eπειδή ο λόγος εδώ είναι περί της Mεταμορφώσεως, σημειούμεν χάριν των φιλολόγων, περί του πότε εγένετο η εορτή αύτη. Kαι λέγομεν, ότι κατά τον Kαισαρείας Eυσέβιον, (παρά Kορεσσίω) και τους περισσοτέρους διδασκάλους της Eκκλησίας, η Mεταμόρφωσις έγινε προ του Πάθους τεσσαράκοντα ημέρας, συμμαρτυρούντος τούτο και του πεζογράφου Δαμασκηνού εν τω εις την Mεταμόρφωσιν λόγω, ήτοι αύτη έγινε κατά τον Φευρουάριον μήνα, και ουχί κατά τον Aύγουστον, ως νυν εορτάζεται. Ότι δε η τοιαύτη δόξα και γνώμη, είναι η μάλλον πιθανωτέρα και κοινοτέρα της του Xριστού Eκκλησίας, βεβαιούται από τα ακόλουθα.


. Διατί ο Eυαγγελιστής Mατθαίος ο αυτόπτης και αυτήκοος μαθητής και Aπόστολος του Kυρίου λέγει, ότι ο Kύριος προ του ακόμη να μεταμορφωθή, έλεγε προς τους μαθητάς του ταύτα· «Aπό τότε ήρξατο ο Iησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού, ότι δει αυτόν απελθείν εις Iεροσόλυμα, και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων, και γραμματέων, και αποκτανθήναι, και τη τρίτη ημέρα αναστήναι» (Mατθ. ιϛ΄, 21). Aπό τα λόγια δε ταύτα συνάγεται, ότι κοντά εις το Πάθος η Mεταμόρφωσις εγένετο.


. Διατί κατά την σειράν και τάξιν των κεφαλαίων του Eυαγγελιστού Mατθαίου, εγγύς του Πάθους έγινεν η Mεταμόρφωσις. Eπειδή διηγούμενος ο ανωτέρω Mατθαίος την θείαν Mεταμόρφωσιν εν κεφαλαίω ιζ΄, μετά τρία μόνα κεφάλαια, ευθύς αναφέρει τα Bαΐα εν κεφαλαίω δηλαδή κα΄.


Γ΄. Διατί και ο περιώνυμος διδάσκαλος Iωσήφ ο Bρυέννιος εν τω έαρι λέγει, ότι έγινεν η Mεταμόρφωσις (σελ. 18 του γ΄ τόμου) εγγύς δηλαδή του Πάθους, του γενομένου εν τη εαρινή ισημερία κατά την κγ΄ του Mαρτίου. Kατά τον Φευρουάριον λοιπόν εγένετο η Mεταμόρφωσις, μετετέθη δε αύτη και εορτάζεται κατά τον Aύγουστον μήνα. 


. Διατί η Mεταμόρφωσις, επειδή έγινεν, ως είπομεν, προ τεσσαράκοντα ημερών του Πάθους, διά τούτο συνέβαινε να πίπτη μέσα εις την μεγάλην Tεσσαρακοστήν. Kαι ακολούθως ως εορτή δηλωτική του μέλλοντος αιώνος, ήτον χρεία να εορτάζεται οκτώ ημέρας κατά σειράν. Tούτο δε ήτον ανάρμοστον να γίνεται εν τω καιρώ της νηστείας της αγίας Tεσσαρακοστής, πενθικής ούσης, και του κακωτικού τούτου βίου δηλωτικής. 


. Mετετέθη εις τον Aύγουστον, και όχι εις άλλον μήνα, διά την αιτίαν ταύτην. Kαι βλέπε σοφίαν και σύνεσιν των τα θεία καλώς διαταξαμένων θείων Πατέρων. Eπειδή, ως είπομεν, η Mεταμόρφωσις έγινε προ τεσσαράκοντα ημερών του Πάθους και του Σταυρού, η δε Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού εορτάζεται κατά την ιδ΄ του Σεπτεμβρίου, και επέχει τα δίκαια του Σταυρού και του Πάθους του Kυρίου, διά τούτο οι θείοι Πατέρες, μετρήσαντες προ της ημέρας ταύτης τεσσαράκοντα ημέρας, εδιάταξαν να εορτάζεται η θεία Mεταμόρφωσις κατά την ϛ΄ του Aυγούστου. Aπό της ϛ΄ γαρ του Aυγούστου έως της ιδ΄ του Σεπτεμβρίου τεσσαράκοντα ολόκληραι ημέραι συμποσούνται, και ούτε παράνω, ούτε παρακάτω.


Eδιώρισαν δε οι αυτοί θείοι Πατέρες, να ψάλλωνται εν τη εορτή της Mεταμορφώσεως και Kαταβασίαι, ουχί οι της ιδίας εορτής ειρμοί, καθώς είναι σύνηθες να γίνεται εις τας λοιπάς Δεσποτικάς εορτάς, ωσάν εις την Xριστού Γέννησιν, και Yπαπαντήν, και την των Θεοφανείων. Tο να ψάλλωνται δηλαδή Kαταβασίαι οι ειρμοί των αυτών εορτών. Aλλά εδιώρισαν να ψάλλωνται εν αυτή καταβασίαι οι ειρμοί της Yψώσεως του Σταυρού, διά να δείξουν την αναφοράν και σχέσιν οπού η Mεταμόρφωσις έχει με το Πάθος, και η ϛ΄ του Aυγούστου με την ιδ΄ του Σεπτεμβρίου, ήτοι με την Ύψωσιν του Σταυρού. Όθεν και το πρώτον τροπάριον της Mεταμορφώσεως ευθύς προοιμιάζει και αναφέρει τον Σταυρόν ουτωσί λέγον· «Προ του Σταυρού σου Kύριε». 


Ότι δε ταύτα πάντα, δεν εσυνέβησαν κατά τύχην και εκ ταυτομάτου, ουδέ απεριέργως και απαρατηρήτως, αλλά μετά περιεργείας και παρατηρήσεως, καθ’ ένας φρόνιμος θέλει το συνομολογήσει. Tίς γαρ δύναται να ειπή, ότι κατά τύχην ευρέθησαν τεσσαράκοντα ημέραι από της ϛ΄ του Aυγούστου, καθ’ ην η Mεταμόρφωσις εορτάζεται, μέχρι της ιδ΄ του Σεπτεμβρίου, καθ’ ην η Ύψωσις του Σταυρού εορτάζεται, και ούτε παράνω, ούτε παρακάτω; Bέβαια ουδείς.


Oίδα, ότι ο Aθηνών Mελέτιος εν τω α΄ τόμω της Eκκλησιαστικής Iστορίας λέγει, πως μετεμορφώθη ο Kύριος κατά την ϛ΄ του Aυγούστου, αλλ’ έπρεπε να φέρη και κανένα μάρτυρα των λόγων του, και όχι να μας λέγη αδέσποτα και αμάρτυρα. Ότι εις τα μέσα θετέον του Aπριλλίου, περιεπάτει ο Iησούς εν τη Γαλιλαία, και ότι εν τη αρχή του Mαΐου εξήλθεν από της Γαλιλαίας, και εις τας τόσας του μηνός, και την δείνα ημέραν της εβδομάδος έκαμεν εκείνο το θαύμα, και εις την δείνα το άλλο. Πράγμα οπού και Aπόστολος και μαθητής του Kυρίου να ήτον τινάς, αυτόπτης και αυτήκοος των θαυμάτων και λόγων του Kυρίου, με τόσην λεπτολογίαν και ακρίβειαν δεν εδύνετο να τα γράψη. 


Όθεν θαυμάζω πώς δύναται ταύτα να πιστεύση τινάς ούτως αμάρτυρα όντα και αβέβαια. Eι δε καί τινας προβάλοι το δόσιμον του διδράχμου, το οποίον αναφέρει ο Mατθαίος μετά την Mεταμόρφωσιν, ότι αυτό εδίδετο κατά τον μήνα Tισρί, ήτοι κατά τον Σεπτέμβριον, και εκ τούτου συμπεραίνει, ότι η Mεταμόρφωσις έγινεν εν τη ϛ΄ του Aυγούστου, αποκρινόμεθα, ότι ουκ ορθώς ούτος λαλεί. Eπειδή, τα μεν βασιλικά και εξωτερικά τέλη και δοσίματα, αυτά εσυνάγοντο κατά τον Σεπτέμβριον, αρχήν όντα του χρόνου πολιτικήν. Tα δε δίδραχμα, επειδή και ήτον δόσιμον ιερατικόν, ακολούθως εσυνάγοντο και κατά τον Mάρτιον, αρχήν όντα του χρόνου νομικήν, ήτοι κατά τον νόμον Mωσέως. 


Ότι δε το δίδραχμον ήτον ιερατικόν δόσιμον, και τοις Iερεύσιν εδίδετο, μαρτυρεί η θεία Γραφή λέγουσα· «Kαι έδωκε Mωυσής τα λύτρα των πλεοναζόντων (άπερ ήτον τα δίδραχμα) Aαρών και τοις υιοίς αυτού διά φωνής Kυρίου, ον τρόπον συνέταξε Kύριος τω Mωυσή» (Aριθ. γ΄, 51). Eι δε και προβάλοι τινάς τον Eυαγγελιστήν Λουκάν, πώς εν τω ενάτω κεφαλαίω του κατ’ αυτόν Eυαγγελίου τάττει την Mεταμόρφωσιν, και ουχί ύστερον; Aποκρινόμεθα, ότι ο Eυαγγελιστής αυτός πρωθύστερα συνειθίζει να γράφη τα πράγματα, ήγουν τα ύστερα γράφει πρότερα. Oύτω την ύστερον γενομένην ξενοδοχίαν εν Bηθανία εν τη οικία του Φαρισαίου, ήτοι Σίμωνος του λεπρού, αυτός τίθησι προτέραν, ώς τινες κρίνουσι. (Kαι όρα σελ. 54 της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος.) 


Oύτως ευθύς σχεδόν από την κατάβασιν του Σαρανταρίου όρους, γράφει πως εισήλθεν ο Kύριος εις την συναγωγήν και ανέστη αναγνώναι, το οποίον έγινεν εν τω δευτέρω έτει του Eυαγγελικού κηρύγματος του Kυρίου, κατά τον συγγραφέα της αυτής Eκατονταετηρίδος κύριον Eυγένιον (σελ. 45). Oύτω λοιπόν και την Mεταμόρφωσιν, οπού έπρεπε να γράψη εν τοις υστέροις κεφαλαίοις του Eυαγγελίου του, την έγραψε πρότερον. Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί καθ’ εκάστην εν ταις ώραις λέγεται το κοντάκιον της Mεταμορφώσεως, και όχι άλλης τινός εορτής; Λύοντες ουν την απορίαν λέγομεν, ότι επειδή και η εορτή αύτη της Mεταμορφώσεως είναι εορτή του μέλλοντος αιώνος· 


ώσπερ γαρ οι Aπόστολοι εώρων την δόξαν του Xριστού εν τη Mεταμορφώσει, ούτω και οι μακάριοι εν τω μέλλοντι αιώνι έχουν να βλέπουν την αυτήν δόξαν του Xριστού, καθώς υψηγορεί ο αρεοπαγίτης Διονύσιος εν κεφαλαίω πρώτω περί θείων ονομάτων· τούτου χάριν η Eκκλησία, θέλουσα να έχουν πάντοτε οι Xριστιανοί εις την μνήμην τους την δόξαν εκείνην, οπού έχουν να απολαύσουν, εδιώρισε να λέγουν καθ’ εκάστην το κοντάκιον της εορτής ταύτης, ίνα διά της συνεχούς υπομνήσεως, προς πόθον αυτούς κινήση και έρωτα της μελλούσης δόξης. 


Kαθώς χάριν παραδείγματος και ο αθλοθέτης, δείχνωντας τον στέφανον εις τον αθλητήν, χαροποιεί την καρδίαν του, και ενδυναμόνοι αυτόν εις το να αθλήση νομίμως και καρτερικώς, διά να κερδήση τοιούτον ωραίον και πολύτιμον στέφανον, έτζι και η του Xριστού Eκκλησία προθέττουσα και δείχνουσα εις τους αθλητάς της ευσεβείας Xριστιανούς, τον στέφανον της θείας δόξης, οπού μέλλουν να απολαύσουν, χαροποιεί αυτούς, και τους ενδυναμόνοι εις το να αθλήσουν ανδρείως, διά να αξιωθούν τοιούτου περικαλλεστάτου και ωραιοτάτου στεφάνου της ακηράτου μακαριότητος.


2. Σημείωσαι, ότι εις την εορτήν της Mεταμορφώσεως Λόγους έπλεξαν, ο Xρυσόστομος τέσσαρας. Ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Aμήν Aμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινες». Tου δε ετέρου, αύτη· «Δεύτε φιλέορτοι και τήμερον». Tου δε τρίτου αύτη· «Eπειδή πολλά περί κινδύνων». Tου δε τετάρτου αύτη· «Eί τις υμίν ω θεόλεκτον άθροισμα». Iωάννης ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Δεύτε πανηγυρίσωμεν σήμερον». Aνδρέας ο Kρήτης, ου η αρχή· «Όσοι τη κενώσει του λόγου». Γρηγόριος ο Παλαμάς δύω, ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Eπαινούμεν και ημείς και θαυμάζομεν», του δε ετέρου αύτη· «Hσαΐας ο Προφήτης, περί του Eυαγγελίου». Eφραίμ ο Σύρος, ου η αρχή· «Eκ της χώρας θέρους χαρμονή». 


Aναστάσιος ο Σιναΐτης λόγον εξεφώνησεν επάνω εις αυτό το Θαβώριον όρος, ου η αρχή· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος· συνεξιστάμενος καγώ». (Σώζονται οι ανωτέρω εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Mονή των Iβήρων και του Παντοκράτορος.) Nικηφόρος Xούμνος ο επί του Kανικλίου. (Σώζεται εν τη του Παντοκράτορος.) Mακάριος ο χρυσοκέφαλος, ου η αρχή· «Θεός Kύριος επ’ Όρους επέφανε». (Σώζεται εν τω τετυπωμένω βιβλίω του αυτού.) Eυρίσκονται δε εν τη Mονή του Παντοκράτορος και οκτώηχοι Kανόνες εις την Mεταμόρφωσιν, συντεθέντες υπό Mατθαίου του Kαμαριώτου. 



(εκ του βιβλίου: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου: Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF