ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ




πὸ τοὺς ἀγροὺς τέρψεις συγκομιδῆς καὶ ἀπὸ τὰ ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καὶ ἀπὸ τὶς Γραφὲς διδαχὴ ζωοποιός.Ὁ ἀγρὸς μία φορὰ ἔχει τὴν συγκομιδὴ καὶ τὸ ἀμπέλι μιὰ φορὰ ἔχει τὸν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχὴ ζωοποιό.Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καὶ τὸ ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἂν καὶ θερίζεται καθημερινά, τὰ στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δὲν ἐκλείπουν. Καθημερινὰ τρυγᾶται καὶ τὰ σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δὲν δαπανῶνται. Πηγή: imaik.gr


ς πλησιάσουμε λοιπὸν τὸν ἀγρό τοῦτο κι ἂς ἀπολαύσουμε τὰ ζωοποιό του ρεῖθρα καὶ ἂς θερίσουμε ἀπ’ αὐτὸν στάχυα ζωῆς, τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στὴν δόξα Του». Καὶ μετὰ ἀπὸ ἔξι ἡμέρες παρέλαβε τὸν Σίμωνα Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνέβασε σὲ πολὺ ψηλὸ βουνὸ καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ροῦχα του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς.


Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὅτι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τοὺς ὁποίους πῆρε κοντά Του καὶ ἀνέβηκαν στὸ βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νὰ ἔλθει κατὰ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα στὴν δόξα τῆς θεότητάς Του καὶ μὲ τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τοὺς ἀνέβασε στὸ βουνό, γιὰ νὰ τοὺς δείξει Ποιὸς εἶναι καὶ Ποίου Υἱός. Διότι, ὅταν τοὺς ρωτοῦσε «ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἡ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες». Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀνεβάζει στὸ βουνὸ καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεὸς καὶ Πλάστης τοῦ Ἠλία.


Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ’ αὐτὸς πού ἁγίασε τὸν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ’ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καὶ τοὺς ἔστειλε. Ἀλλά καὶ τοῦτο ὑποδηλώνει σ’ αὐτούς, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ ὁ κύριος ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Διότι διέταξε τὸν οὐρανό, καὶ εὐθὺς ἀμέσως κατέβασε τὸν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στὴν γῆ καὶ τὸν Μωϋσῆ παρέστησε. Καὶ σ’ αὐτοὺς πάλι τοὺς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τὸν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανοὺς κατέβασε. Καὶ ὅτι εἶναι Αὐτὸς πού ἐγείρει τοὺς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τὸν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δὲ ἀνάβαση στὸ βουνὸ τοὺς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί κι ἂν ἔλεγε σ’ αὐτοὺς ὅτι «ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἐκ Θεοῦ»; 


Δὲν θὰ πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καὶ διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σὰν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τὴν Μαριάμ, πού Τὸν γέννησε, καὶ τὸν Ἰωσήφ, πού Τὸν ἀνέθρεψε, καὶ πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινὸ ὄνομα. Παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ ἤσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καὶ ὅπως αὐτοὶ πείνασε καὶ ἔλαβε τροφή, καὶ δίψασε καὶ τὴν δίψα ἔσβησε μὲ νερό, καὶ στὸν κόπο βρῆκε παρηγοριὰ τὴν ἀνάπαυση, καὶ στὴν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καὶ τὸν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοὶ ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τὰ δικά μας παρεκτὸς τὴν ἁμαρτία, πῶς θὰ γινόταν πιστευτός, ἐὰν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεὸς ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτὰ δὲν ἤσαν ἁρμόδια στὴν θεϊκὴ φύση. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν στὸ βουνὸ τοὺς ἀνεβάζει, ὥστε νὰ μιλήσει ὁ Πατὴρ καὶ νὰ τοὺς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικὰ Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καὶ τὴν βασιλεία Του πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο. 


Καὶ τὴν δόξα Του πρὶν ἀπὸ τὴν ὕβρη. Καὶ τὴν δύναμη Του πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος. Καὶ τὴν τιμὴ Του πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καὶ σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νὰ γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δὲν σταυρώνεται ἀπὸ ἀδυναμία ἀλλά κατὰ τὸ ἀγαθό Του θέλημα, γιὰ νὰ δωρήσει τὴν χάρη, πού θὰ σώσει ὅλο τὸν κόσμο. Δείχνει καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τὴν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στὴν θεϊκὴ δόξα τῆς φύσεώς Του, νὰ γνωρίσουν ὅτι δὲν ἔλαβε τὴν δόξα ὡς μισθὸ γιὰ τὸν κόπο του, σὰν νὰ μὴν τὴν εἶχε, ἀλλ’ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ’ ἀρχῆς καὶ προαιώνια κοντὰ καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του — καθὼς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μὲ τὴν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρὶν νὰ ὑπάρξει ὁ κόσμος».


Αὐτή, λοιπόν, τὴν δόξα τῆς θεότητάς Του, τὸ ἄδηλο καὶ κρυμμένο μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος. Διότι ἔγινε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στὸ βουνὸ τὰ μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτὸς πού φέρνει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, καὶ ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καὶ φοβερός.Ὁ ἕνας φαινόταν καὶ σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν κόσμο ὅλο φώτιζε στὸ στερέωμα. Καὶ ὁ ἄλλος σ’ αὐτοὺς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τὸ πρόσωπο. Ἔγινε, λοιπόν, τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Μὲ αὐτὰ ἔδειξε, ὅτι ἀπὸ ὅλο τὸ σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καὶ ἀπὸ ὅλη τὴ σάρκα Του ἕλλαμψε τὸ φῶς Του, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτίνες τῆς θεότητάς Του. 


Διότι δὲν ἕλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μὲ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καὶ μέσα Του ἔμεινε. Ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἀνέτειλε τὸ φῶς Του καὶ μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σὲ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καὶ τὸν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατὰ χάριν μὲ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσικὴ στὸν ἑαυτὸ Του τὴν λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καὶ τὸ φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καὶ οὔτε ὁλόκληρη τὴν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τοὺς φανέρωσε, ἐφόσον τὰ μάτια τους δὲν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ὀπτικῆς τους δυνάμεως.


Καὶ παρουσιάστηκαν σ’ αὐτοὺς ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ’ Αὐτόν; Ἀπ’ ὅσο μπορῶ νὰ ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν μὲ τὴν παρουσία Του. Καὶ προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ τὸ μυστήριο, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ ζωγράφησαν, αὐτὸς ὁλοκλήρωσε μὲ τὸ ἔργο Του. Διότι αὐτοὶ δεχόμενοι τὶς ἀρχὲς καὶ ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μὲ λόγους συγκαλυμμένους.Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μὲ ἔργα τοὺς λόγους καὶ τὶς εἰκόνες. Χαρὰ κατέλαβε τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀποστόλους μὲ τὴν ἀνάβαση αὐτὴ στὸ βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, τὴν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν, καὶ ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ Πατέρα. Μὲ αὐτὴν τὴν πατρικὴ φωνὴ πληροφορήθηκαν τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τὸ ὁποῖο ἦταν κρυφὸ γι’ αὐτούς. 


Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μάθουν ἀπὸ ἄλλη πηγὴ γιὰ τὴν ἔνανθρωπισή Του, παρὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, πού Τὸν γέννησε χωρὶς πάθος. Ἀλλά καὶ ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τὴν πατρικὴ φωνή. Καὶ σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καὶ οἱ μὲν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τοὺς ἀποστόλους καὶ οἱ ἀπόστολοι τοὺς προφῆτες. Αὐτοὶ πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπὶ πλέον σ’ αὐτὴν τὴν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔθαψε τὸν Μωϋσῆ καὶ μὲ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβΐτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανεὶς δὲν εἶδε τὸ μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρὰ μόνο αὐτὸς πού τὸν ἔθαψε. 


Οὔτε κανεὶς γνώριζε καλύτερα πού βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρὰ μόνο Ἐκεῖνος πού τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ ἐπάνω σὲ ἅρμα. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τὸν μὲν ἀπό τούς νεκρούς, τὸν δὲ ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ κατοικία, παρὰ μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ ἅδη καὶ τ’ οὐρανοῦ. Καὶ συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τὸν Σίμωνα νὰ ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρὸς τὸν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μὲν ἔσχισε τὴν θάλασσα, γιὰ νὰ πεζοπορήσει ἀνάμεσα στὰ κύματα, ὁ δὲ σηκώνει σκηνὴ γιὰ νὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τὸν παρθένο τῆς νέας·ὁ Ἠλίας τὸν Ἰωάννη. Αὐτὸς πού ἀνέβηκε σὲ φλογερὸ ἅρμα, αὐτὸν πού ἔγειρε στὸ στῆθος τῆς φλόγας. Καὶ ἔγινε τὸ ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. 


Καὶ ἕνωσε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸ τὶς δύο διαθῆκες. Καὶ ἔτσι τὸν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ δοτήρας καὶ τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τὰ μυστήρια Αὐτοῦ καὶ ἡ ἄλλη φανέρωσε τὴν δόξα τῶν ἔργων Του. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ». Ὤ Σίμων, τί λές; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, ποιὸς θὰ ἐκπληρώσει τοὺς λόγους τῶν προφητῶν καὶ τὴν διδαχὴ τῶν κηρύκων ποιὸς θὰ ἐπισφραγίσει; 


Καὶ τὰ μυστήρια τῶν ὁσίων καὶ δικαίων ποιὸς θὰ τελειώσει; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, τὸ «τρύπησαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου» σὲ ποιὸν θὰ πραγματοποιηθεῖ; Καὶ τὸ «διαμοίρασαν τὰ ἱμάτιά μου μεταξύ τους καὶ στὸν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρο» σὲ ποιὸν θὰ ταιριάξει; Καὶ τὸ «ἔδωσαν χολὴ στὸ στόμα μου καὶ στὴν δίψα μου μὲ πότισαν ξίδι» σὲ ποιὸν θὰ συμβεῖ; Καὶ ποιὸς θὰ βεβαιώσει τὸ «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς»;


ὰν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδὰμ τὸ χειρόγραφο ποιὸς θὰ σχίσει καὶ τὸ χρέος του ποιὸς θὰ ἀποδώσει; Καὶ ποιὸς θὰ ἀποκαταστήσει τὸ ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ σχέδιό μου γιὰ σένα, πῶς θὰ οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θὰ χρησιμεύσουν; Ἀλλά καὶ ποιὸν θὰ λύσεις ἤ ποιὸν θὰ δέσεις, Πέτρε; Ἐὰν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτὰ ἀναιροῦνται. Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στὸν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ. Νὰ στήσουμε, ἐὰν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Σίμων, δὲν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στὸν κόσμο νὰ οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καὶ τώρα ἑτοιμάζεις νὰ στήσεις σκηνὲς στὸ ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέτασσε μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία.


Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μὲ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στοὺς πατέρες τους σκηνὴ νεφέλης σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοὶ ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτὸς τοὺς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνὴ ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τὸ καῦμα, καὶ ὁλόφωτη, δίχως σκιὰ μέσα της. Σκηνὴ ἐξαστράπτουσα καὶ φωτίζουσα. Καὶ μέσα στὸν θαυμασμὸ τῶν μαθητῶν φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Καὶ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στὸν τόπο του καὶ ὁ Ἠλίας γύρισε στὴν χώρα του. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνὴ ἐκείνη Αὐτὸν μόνο ἀφοροῦσε. 


φυγαν οἱ προφῆτες καὶ ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθὼς δὲν ἐκπληρωνόταν σ’ αὐτοὺς τὸ νόημα τοῦ λόγου. Διότι δὲν ἦταν κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς υἱός ὁμοούσιος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε γι’ αὐτοὺς ἦταν τὸ «αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Μὲ τὸν λόγο, λοιπόν, αὐτὸν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, καὶ στὸν Υἱό ὑπακούουν κατὰ πάντα. Μὴν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτὰ εἶπε ὁ Μωϋσῆς καὶ αὐτὰ ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στὸ κέλευσμα καὶ αὐτὸ πού τοὺς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτὸς εἶναι υἱός καὶ ὄχι ὁμογενής· κύριος καὶ ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καὶ ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καὶ ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατὰ τὴν θεία φύση καὶ υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ’ αὐτὸ πού ἦταν γι’ αὐτοὺς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατὴρ φανέρωσε τὸν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλλει τὸ συναΐδιο γέννημά Του. 


ξ αἰτίας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Διότι ἦταν βροντὴ φοβερή, πού δονοῦσε καὶ τάραζε τὴν γῆ καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ’ αὐτοὺς τὸ ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα στὴν θεϊκή Του φύση. Διότι καθὼς ἡ φωνὴ τοῦ Πατέρα τοὺς ἔριξε κάτω, ἔτσι καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Υἵοῦ μὲ τὴν δύναμή Του τοὺς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καὶ ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σὲ ἕνα πρόσωπο. Διότι δὲν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ’ ὡς Θεὸς στὴν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τὸ πρόσωπο ἐξωτερικὰ χρίσθηκε μὲ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στὶς ἀκτίνες του ἄστραφτε καὶ ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε.


Γι’ αὐτὸν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δὲν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιὰ ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτὸν πού φαινόταν σὲ σῶμα εὐτελὲς καὶ δόξα φοβερή. Καὶ ἡ ἁγία Μαρία υἱό τὸν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἦταν χωρισμένο ἀπὸ τὴν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτὸς πού φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν δόξα Του. Καὶ ἡ δόξα Του μήνυσε τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς θεία φύση. Καὶ τὸ σῶμα Του μήνυσε τὴν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως εἶναι Υἱός μονογενὴς ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τῆς Μαρίας. Ἂς παύσουν τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τὸν μερίζει, θὰ μερισθεῖ ἀπὸ τὴν βασιλεία Του. Καὶ ὅποιος τὸν συγχέει, θὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεὸν ἡ Μαρία, ἂς μὴ δεῖ τὴν δόξα τῆς θεότητάς Του. 


Καὶ ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θὰ εἶναι τῆς σωτηρίας καὶ ζωῆς πού προσφέρεται διὰ τοῦ σώματός Του. Διότι τὰ ἴδια τὰ πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθινός, καὶ τὰ πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καὶ τὸ σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπὸ θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἂν δὲν τὸ κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατὰ τὴν διάνοια, ἐμεῖς θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐκθέσουμε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὰ ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νὰ προσφέρουμε στοὺς φιλόθεους ἀκροατὲς μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καὶ διατρανώνοντας τὸν λόγο μὲ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καὶ πιὸ λαμπρὰ θὰ πανηγυρίσουμε.


άν δὲν ἦταν σάρκα, γιὰ ποιὸν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στὸ προσκήνιο, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριὴλ ποιὸν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς τυλιγόταν στὰ σπάργανα, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ἦταν ξαπλωμένος στὴν φάτνη, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιὰ ποιὸν λόγο ὕστερα ἀπὸ οὐράνια μύηση τὸν προσκύνησαν; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ὑποβλήθηκε σὲ περιτομή; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, γιὰ ποιὸν οἱ μάγοι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ πρόσφεραν δῶρα; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν βάσταξε στὴν ἀγκαλιὰ του ὁ Συμεών, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, σὲ ποιὸν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νὰ πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν πῆρε ὁ Ἰωσὴφ καὶ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, τὸ «ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου» σὲ ποιὸν ἐκπληρώθηκε; 


ὰν δὲν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιὸν βάπτισε, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, γιὰ ποιὸν βεβαίωνε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς νήστεψε στὴν ἔρημο καὶ πείνασε; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καὶ διακονοῦσαν, ἂν δὲν ἦταν τέλειος καὶ κατὰ τὶς δύο φύσεις; Ποιὸς κλήθηκε στὸν γάμο τῆς Κανᾶ καὶ μετέβαλε τὸ νερὸ σὲ κρασί, ἐὰν δὲν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος; Ἐὰν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ ὄχι Θεὸς τέλειος, πῶς συνέτρωγε μὲ τὸν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τὰ πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς κάθησε στὸ πηγάδι μετὰ τὴν ὁδοιπορία καὶ ζητοῦσε νερό, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ποιός, ἐνῶ ζητοῦσε νερὸ ἀπὸ τὴν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερὸ καὶ ἔλεγχε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στὴν γῆ, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ μὲ πηλὸ νὰ ἀναβλέψει; 


Στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιὸς δάκρυσε, καὶ μὲ ποίου τὸ κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρὸς τετραήμερος, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στὸ πουλάρι, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιὸν δοξολογοῦσαν λέγοντας τὸ ὡσαννά; Καὶ πῶς νὰ διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιὰ τὴν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καὶ ὅσα μετὰ τὴν προδοσία ἔγιναν στὸ κριτήριο τοῦ Πιλάτου- τὰ ραπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὰ χτυπήματα στὸ πρόσωπο καὶ ὅσα τὶς ὧρες μετὰ τὴν προδοσία ἔπαθε γιὰ χάρη μας. Δὲν τὰ ὑπέμεινε αὐτὰ ὡς ἄνθρωπος; Τὰ δὲ τοῦ σταυροῦ ποιὰ γλώσσα νὰ διηγηθεῖ; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, τότε ποιὰ χέρια καὶ πόδια καρφώθηκαν, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τὰ μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροὶ πῶς ἀνασταίνονταν;


ὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς κρεμάστηκε μὲ ληστὲς στὸν σταυρό; Κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στὸν ληστὴ «σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο»; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν ἄλειψαν μὲ σμύρνα καὶ ἔθαψαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος; Κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸς ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἥμερα; Ποιὸν οἱ ἀπόστολοι στὸ ὑπερῶο εἶδαν καὶ ψηλάφησαν, ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, καὶ πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐὰν δὲν ἦταν Θεός; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ἔφαγε στὴν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς μὲ κέλευσμα γέμισε τὸ δίχτυ; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄγγελοι ποιὸν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ποιὸν προσκύνησαν;


ὰν δὲν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα, τὴν ἄχραντη καὶ ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτὸς εἶναι ὁ μονογενὴς Υἷος τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγος, ὁ ἐρχόμενος στὸν κόσμο. Τὸν ἴδιον ὁμολογῶ Θεὸ τέλειο καὶ τέλειο ἄνθρωπο· μὲ δύο φύσεις ἑνωμένες σὲ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καὶ δίχως σύγχιση τῶν φύσεων. Αὐτὸς θεώρησε ἄξιο νὰ σαρκωθεῖ, δίχως τροπὴ τῆς θείας Του φύσεως, ἀπὸ τὴν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετὰ ἀπὸ πρόσληψη σώματος, καὶ γενόμενος αὐτὸ πού δὲν ἦταν, καὶ μένοντας αὐτὸ πού ἦταν, τέλειος καὶ στὰ δύο, ἦταν ἐπίγειος καὶ οὐράνιος· πρόσκαιρος καὶ ἀθάνατος· ἄναρχος καὶ ὑποκείμενος στὸν χρόνο· παθητὸς καὶ ἀπαθής· Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπὸ δύο τέλειες φύσεις καὶ γνωριζόμενος ὡς μία ἀπὸ τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα.


τσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Τὴν φωνὴ αὐτὴ σὰν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Καὶ λέει πρὸς αὐτοὺς Αὐτὸς πού ἔλαβε τὴν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καὶ μὴ φοβᾶσθε». Τοὺς παρήγγειλε δὲ τὸ ἑξῆς: «Μὴ πεῖτε σὲ κανένα τὸ ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ’ Αὐτὸν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν!




Άγιος Εφραίμ ο Σύρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF