ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Ο Α Φ Ρ Ω Ν




Καμμία λέξι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε περιττὴ καὶ ἄσκοπη. Κάθε λέξι τοῦ Θεανθρώπου ἔχει σημασία. Ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπὴ θὰ πάρουμε ὡς θέμα μία μόνο λέξι, ἐκείνη ποὺ χαρακτηρίζει ὅ λη τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ κυρίου προσώ που τῆς παραβολῆς· εἶνε ἡ λέξι «ἄφρων» (Λουκ.12,20). Ποιόν χαρακτηρίζει «ἄφρονα» ὁ Κύριος; Ἕνα πλούσιο. Ὁ κόσμος, ὅταν δῇ κάποιον ν᾿ ἀναπτύσσῃ δραστηριότητα, νὰ ἐξελίσσεται οἰ κονομικά, νὰ χτίζῃ μέγαρα, ν᾽ ἀγοράζῃ νέα οἰκόπεδα καὶ κτήματα, νὰ ζῇ μὲ ἀνέσεις καὶ νὰ διασκεδάζῃ σὰν νέος Κροῖσος καὶ Σαρδανάπαλος, τὸν θαυμά ζει καὶ λέει· Τί ἔξυπνος, τί τετραπέρατος ἄνθρωπος! ξέρει νὰ ζήσῃ…


λλη ὅμως ἡ κρίσι τοῦ κόσμου καὶ ἄλλη ἡ κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κρίνει τελείως διαφορετικά. Δὲν εἶνε οἱ πλούσιοι οἱ εὐτυχεῖς, ἀλλὰ οἱ δυστυχεῖς· δὲν εἶνε αὐτοὶ οἱ σοφοί, ἀλλὰ οἱ ἄφρονες. Εἶνε ἄξιοι ὄχι θαυμασμοῦ ἀλλὰ οἴκτου· εἶνε νὰ τοὺς κλαῖς, γιατὶ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ ὀλέθρου. Ἄσπλαχνοι πλούσιοι! ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰ ακώβου σᾶς προειδοποιεῖ· «Κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις» ( 5,1). Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀποκαλεῖ τὸν πλεονέκτη πλούσιο «ἄφρονα». Δὲν εἶνε δύσκολο νὰ βροῦμε γιατί τὸν εἶπε ἔτσι. Παρατηρῆστε τον. Ἐμπρὸς στὴν ἐξαιρετικὴ σοδειὰ ποὺ εἶχε, σκέπτεται μὲ ἀγωνία, ποῦ νὰ συνάξῃ τοὺς καρπούς.


Τέλος λύνει τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ χτίσῃ νέες μεγαλύτερες ἀποθῆκες. Καὶ κατόπιν, σὰ νὰ κρατάῃ κιόλας τὰ κλειδιὰ τῶν νέων ἀποθηκῶν, παραδίδεται σὲ ῥεμβασμούς. Βλέπει τὰ ἀγαθὰ νὰ συσσωρεύωνται. Ὤ τί πλούτη! ἐδῶ τὸ ἐκλεκτὸ σιτάρι, ἐκεῖ τὸ λάδι ποὺ λάμπει σὰ χρυσάφι, ἐδῶ τὸ κρασὶ ξανθὸ καὶ μυρωδᾶτο, ἐκεῖ τὰ κτηνοτροφικά, τὰ τυριὰ καὶ τὰ βούτυρα, πιὸ ᾽κεῖ οἱ ξηροὶ καρποί. «Ψυχή,… φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Ὤ τὸν ἀνόητο! Ὑποτιμᾷ τὴν ψυχή. Τὸν ἀκούσατε τί τῆς λέει· «Φάγε»! Μὰ ἡ ψυχὴ δὲν τρώει, δὲν εἶνε ὕλη, δὲν ἔχει πεπτικὸ σωλῆνα. Δὲν εἶνε σὰν τὸ σαρκοφάγο ἐκεῖνο ὄρνεο, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε καὶ δὲν γύρισε γιατὶ βρῆκε ἄφθονη τροφὴ τὰ πτώματα ποὺ ἐπέπλεαν μετὰ τὸν κατακλυσμό.


ν ἐπιμένετε, τότε φανταστῆτε ἕνα πλούσιο σὲ ἀβραμιαῖο συμπόσιο. Ξαφνικὰ ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αὐτὶ λίγες λέξεις. Ἀμέσως ἡ μορφή του ἀλλοιώνεται. Συγκινεῖται, δακρύζει, τὸ χέρι του τρέμει, ἀφήνει τὸ ποτήρι, δὲ θέλει πιὰ ν᾽ ἀγγίξῃ οὔτε τὸ καλύτερο φαγητό. Φάγε, τὸν παρακινοῦν οἱ συνδαιτυμόνες. Ὅλα ὅμως τοῦ φαίνονται τώρα πικρά. Τί ἔπαθε, ἄλλαξε ἡ γεῦσι του; Ὄχι. Μία εἴδησι, ἕνα τηλεγράφημα, ἕνα θλιβερὸ ἄγγελμα, ποὺ ἦρθε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ προξενήσῃ, ἐκ πρώτης ὄψεως, καμμία ζημιὰ στὸ σῶμά του, συγκλόνισε τὸ ἐσωτερικό του, πίκρανε τὴν ψυχή του, καὶ τώρα σκεπτικὸς καὶ περίλυπος κλαίει κι ἀναστενάζει μέσα στὸν ὑλικό του παράδεισο.


ν ἦταν μόνο ὕλη, δὲν θὰ συγκλονιζόταν ἀπὸ μιὰ ἰδέα καὶ δὲ θὰ διέκοπτε τὸ συμπόσιο· θὰ συνέχιζε ἀνενόχλητος τὴν εὐθυμία καὶ τὸ φαγοπότι. Ἄφρων, γιατὶ δὲν κατάλαβε τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἄφρων καὶ διότι οἰκειοποιεῖται τὰ ξένα. Θὰ τὸ δῆτε στὴ φράσι ἐκείνη ποὺ εἶπε· «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20) «Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10) «Τὰ ἀ γαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18). Ὤ ὁ φίλος! Ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συνάξῃ τὰ ὀνομάζει «ἀγαθά μου». Ἀλλὰ τ᾿ ἀγαθὰ τῶν κτημάτων καὶ τῶν κοπαδιῶν εἶνε δικά του; Τί ἔφερε μαζί του ὅταν γεννιόταν; Γυμνὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο;


πειτα· τὰ χωράφια, τ᾽ ἀμπέλια, οἱ ἐλαιῶνες τίποτα δὲ μποροῦν ν᾿ ἀποδώσουν ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεός. Κοπίασε, ἄνθρωπε· σπεῖρε, ῥῖξε λιπάσματα, ἐ – φάρμοσε τὶς καλύτερες γεω πονικὲς μεθόδους· ἂν δὲν ἔρθῃ ἡ βοήθεια Ἐκείνου, ὅλα θὰ καταλήξουν στὸ μηδέν. Ἕνα σύννεφο μὲ χαλάζι, ἕνας ἄνεμος ἀπὸ τὴ φλογισμένη ἔρημο τῆς Ἀφρικῆς, μιὰ πλημμύρα ποὺ κατακλύζει πεδιάδες, —τί λέω;— ἕνα μικρὸ – ἀδιόρατο μικρόβιο ποὺ κάθεται πάνω στὰ φύλλα καὶ τοὺς καρποὺς φτάνουν νὰ ματαιώσουν ὅλη τὴ σοδειά. Γίνε λοιπὸν συνετός, ἀναγνώρισε τὸν Κυρίαρχο τῆς φύσεως καὶ πές· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλή- ρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23, 1).


ταν βλέπῃς τὰ δέντρα νὰ λυγίζουν ἀπ᾽ τοὺς καρπούς, τὰ κοπάδια νὰ πληθύνωνται, ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ νὰ πολλαπλασιάζωνται, γονάτισε, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ πές· Κύριε, ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε δικά σου, ἐγὼ εἶμαι ἁπλῶς ἕνας διαχειριστὴς τῶν ἀγαθῶν σου, ποὺ πρόκειται νὰ δώσω λόγο πῶς διέθεσα καὶ τὸν τελευταῖο κόκκο σιταριοῦ καὶ τὴν τελευταία σταγόνα λάδι. Ἐσύ, Κύριε, τίποτε δὲ θέλεις νὰ σπαταλᾶται ἀσώτως. Φώτισέ με νὰ κάνω καλὴ χρῆσι τῶν ἀγαθῶν σου πρὸς ὠφέλει αν τοῦ πλησίον καὶ δόξαν τοῦ ἁγίου σου ὀνόματος! Ἀλλὰ τέτοια γλῶσσα δὲν θέλει νὰ λαλήσῃ ὁ πλούσιος. 


Διπλάσια, τριπλάσια καὶ μυριοπλάσια ἐὰν ἀποκτήσῃ, καὶ τὰ κλειδιὰ ἀκόμη ὅλων τῶν ἀποθηκῶν τῶν πέντε ἠπείρων ἂν τοῦ παραδώσετε, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ λέῃ τὸ τραγούδι τοῦ μαμωνᾶ, ποὺ σὲ ὅλες τὶς στροφὲς μία ἐπῳδὸ ἔχει· «τὰ ἀγαθά μου», «τὰ ἀγαθά μου». Ὤ τὸν ἀνόητο! Θὰ βρίσκεται σὲ δι αρκῆ ἀγωνία. Καὶ ἐνῷ ὁ πλανήτης μας εἶνε προωρισμένος νὰ συντηρῇ δισεκατομμύρια, αὐτὸς θὰ ἤθελε ὅλη ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία του καὶ νὰ τὴν περιμαντρώσῃ μὲ ἠλεκτροφόρο σύρμα, γιὰ νὰ μὴν ἁπλώσῃ χέρι καὶ κόψῃ πράσινο φύλλο ὁ διαβάτης… Ἄφρων, γιατὶ ὑποτίμησε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς· ἄφρων, γιατὶ οἰκειοποιήθηκε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ.


λλὰ καὶ τρίτο στοιχεῖο τῆς ἀφροσύνης του παρουσιάζει ἡ παραβολή· λησμονεῖ τὸ θάνατο. Ὑπολογίζει, ὅτι τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ θὰ συνά ξῃ θὰ ᾽νε ἀρκετὰ γιὰ δεκαετία, γιὰ αἰῶνα, γιατί ὄχι γιὰ μιὰ χιλιετία. Καὶ μὲ τέτοια προοπτικὴ συντάσσει πρόγραμμα ζωῆς. Φαντάζεται, πὼς οἱ μέρες τῆς ζωῆς θά ᾽νε ἀτέλειωτες. Ὁ ἀνόητος! Εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κατοικεῖ στὴ γῆ; Δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὑπάρχει θάνατος; Δὲν εἶδε τοὺς γονεῖς του νὰ πεθαίνουν; Δὲν ἄκουσε ποτέ στὴ συνοικία του θρήνους, δὲν πῆγε ποτέ σὲ νεκροταφεῖο; 


Μία ἐπίσκεψι ἐκεῖ θὰ τοῦ ἦταν ὠφέλιμη. Θὰ ἔβλεπε τὴ ματαιότητα, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ ἐκεῖνο τὸ τροπάριο· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…» (Νεκρώσ. ἀκολ.). Διηγοῦνται, ὅτι ὁ κατακτητὴς Σαλαδῖνος(1137- 1193) προαισθάνθηκε τὸ θάνατο καὶ διέταξε ἕνα σημαιοφόρο νὰ κρεμάσῃ στὴν ἄκρη μιᾶς λόγχης ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ μαῦρο ὕφασμα, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ τύλιγαν τὸ σῶμα του, καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας του νὰ προπορεύεται τῆς πομπῆς καὶ νὰ φωνάζῃ· «Νά τί κατώρθωσε νὰ πάρῃ μαζί του ἀπ᾿ ὅλους τοὺς θησαυρούς του ὁ μέγας Σαλαδῖνος, ὁ κατακτητὴς καὶ δεσπότης ὅλης τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας».


Δυστυχῶς στὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσε ὁ πλούσιος δὲν ὑπῆρχε καμμία πρόβλεψι ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατος. Ἕνα λεπτὸ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, κι αὐτὸς ὀνειροπολεῖ γιὰ «ἔτη πολλά». Σὰν τοὺς ἐπιβάτες ἑνὸς ὑπερωκεανίου ποὺ διασκεδάζουν κ᾽ ἔξαφνα μιὰ τορπίλλη τοὺς θάβει στὸ βυθό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πλούσιος ἄκουσε· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». Ὁ πλούσιος, ἀγαπητοί μου, ἔχτισε τὸ μέγαρο τῆς εὐτυχίας του στὴν ἄμμο, κι αὐτὸ γκρεμίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίστηκε «ἄφρων». Ἂς φοβηθοῦμε μήπως ἡ ἴδια ὀνομασία δοθῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἂν κάποιος ἔχτιζε σπίτι πάνω σ᾽ ἕνα παγόβουνο, δὲν θὰ τὸν λέγαμε ἀνόητο;


Κι ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ χτίζουμε πάνω σὲ παγόβουνο, στὸ παγόβουνο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ ὑλισμοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12). Ὑλικὸ παράδεισο ἀγωνίζονται νὰ δημιουργήσουν οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀφροσύνη εἶνε τὸ στέμμα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ποῦ θεμελιώνουμε; Ἡ ὕλη δὲν εἶνε σταθερὸ θε μέλιο. Δικό μας θεμέλιο, ποὺ θὰ μείνῃ ἄσειστο, νὰ γίνῃ μόνο ὁ ΚΥΡΙΟΣ. «Μακάριος ὃς ἐλπίζει ἐπ᾽ αὐτόν» (Ψαλμ. 33,8).


Μακάριος ὅποιος ἐκτελεῖ τὶς θεῖες του ἐντολές. Θὰ εἶνε αὐτάρκης, θὰ εἶνε ὁ ἐν Χριστῷ πλούσιος, ὁ ὁποῖος, χρησιμοποιώντας τὴν ὕλη ὡς μέσο γιὰ ἀνωτέρους σκοποὺς τοῦ πνεύματος, θὰ θησαυρίζῃ θησαυροὺς ἀφθάρτους καὶ αἰωνίους.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος





Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. 
Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 20-11-2011.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF