Πρωτοσέλιδο διήγημα του Αλέξανδρου Θεοδοσόπουλου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αθηνών
''ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ'',
το πολιτικό, δημοσιογραφικό όργανο του Χαρίλαου Τρικούπη,
της Τετάρτης 25 Δεκεμβρίου 1919, έτος 49ον, αρ. φύλλου 613.
Ο Αλέξανδρος Θεοδοσόπουλος γεννήθηκε στα 1900 στον Άγιο Γεώργιο Φθιώτιδας και οι γονείς του κατάγονταν από το Γαρδίκι. Το μικρό αυτό διήγημα, το έγραψε σε ηλικία μόλις 19 ετών, ξεκινώντας την Δημοσιογραφία, την οποία και υπηρέτησε με σεβασμό και επιμονή.
Στις εκλογές του 1935 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ το 1953 ο Βασιλιάς Παύλος του απένειμε τον Χρυσούν Σταυρόν του Τάγματος Γεωργίου Α'.
Το 1963 ανέλαβε Υφυπουργός και Υπουργός Τύπου στην κυβέρνηση του Στυλιανού Μαυρομιχάλη και το 1966, η ΕΣΗΕΑ του απένειμε το "Χρυσούν Εύσημον Δημοσιογραφίας'', εις αναγνώρισιν των πολλαπλών υπηρεσιών τας οποίας προσέφερε στο επάγγελμα."
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής, ως είχε.
Παραμονή Χριστουγέννων... Ο βορηάς φυσάει αδιάκοπα σκορπώντας παντού τη παγωνιά. Τα ολόγυμνα δέντρα σειώνται από τη ρίζα. Το χιόνι άπλωσε πάνω στις περήφανες κορφές των βουνών κ' έκρυψε τη γύμνια της μαραμένης πλάσης. Πρασινάδα πουθενά. Κάπου μεσ' τις πλατανόφυτες ρεμματιές, κάτ' από κανένα όχτο, που το νεράκι αναβλύζει ζεστό ακόμ' απ' τα σπλάχνα της γης, φυτρώνουν λίγα χορταράκια παγωμένα, χλωμά, ακίνητα. Σα νάνε μπαλωμαμωμένα!
Άνθρωποι και ζώα φοβισμένα κρυφτήκανε μεσ' τις φωλιές των και τα πουλάκια φύγαν μακρυά σε χώρες πιο ζεστές. Μονάχα ένα κοπάδι αγριόχηνες σκούζει αδιάκοπα πετώντας αψηλά μεσ' τα σύννεφα.
Μακρυά μεσ' το μεγάλο δάσας δε σαλεύει ούτε ψυχή. Δεν ακούγονται πια τα παθητικά τραγούδια της βοσκοπούλας, ούτε ο γλυκής αχός της φλογέρας, ούτε τα βελάσματα των κοπαδιών, ούτε οι παράξενες φωνές των βοσκών.
Τα γέρικα έλατα βογγούνε κάτ' απ' το χιόνινο φορτίο τους. Το μικρό χωριουδάκι πούνε χτισμένο στην άκρη του φανταχτερού δάσους χώθηκε μέσ' τα χιόνια.
Τα μικρά σπιτάκια του μόλις ξεχωρίζονται απ' το αδιάκοπο κάπνισμα των αψηλών τζακιών. Άνθρωπος πουθενά να ξεμυτίση! Οι χωρικοί ξεκουράζονται τώρα καθισμένοι γύρω στη ζεστή γωνιά του φτωχικού των.
Όπως κάθε χρόνο έτσι κι' απόψε είνε αποφασισμένοι να ξενυχτίσουν. Φοβούνται μη χάσουν τη μεγάλη στιγμή που προτού ακόμ' ο πετεινός φωνάξη τον ερχομό της αυγής, η μικρή καμπάνα του χωριού θα σκορπίση μέσ' στη παγωμένη ατμόσφαιρα τη χαροποιό είδηση ''Χριστός γεννάται δοξάσατε'' καλώντας τους χωρικούς.
-Μωρέ τ' είνε τούτο; φωνάζει το τσελιγγόπουλο ο Γιώργος. Κοντεύει να ξερριζωθή η καλύβα.
-Παναγία μου, Χριστέ μου, προσθέτει η βοσκοπούλα Αγγέλω. Δυστυχία σε 'κείνον που θα βρεθή έξω απόψε!
Τα δύο αδέλφια χωμένα μέσα στο τζάκι, αφού μαζέψανε τα πρόβατα στο μαντρί, κάθονται μόνα, παρηγορώντας το ένα το άλλο ως που να ξημερώση να πάνε στην εκκλησιά.
Η καλύβα τους χωμένη μέσα στο χιονισμένο δάσος, τρίζει από τα κτυπήματα του βορρηά.
-Τί να γίνεται τάχα ο Κώστας; είπε ξάφνου η Αγγέλω. Τέτοια μέρα αύριο και να βρίσκεται πάλι μακρυά στη Μακεδονία. Αχ πότε θα τελειώση αυτός ο πόλεμος Γιώργο;
Το τσελιγκόπουλο δεν απήντησε. Καθόταν συλλογισμένο με την σκέψη μακρυά στον αδελφό του που πολεμούσε για την Πατρίδα.
Σε λίγο από την σιωπή τους πήρε και τους δυο ο ύπνος. Κλείσαν τα μάτια τους από την ζέστη που σκόρπιζε το αναμμένο με χονδρά ξύλα τζάκι.
Όταν ξύπνησε ο Γιώργος είδε την Αγγέλω να κλαίη. Τα μυγδαλωτά μάτια της ήταν κόκκινα.
-Τί έχει μωρή; τί σου συνέβη;
-Είδα άγριο όνειρο, Γιώργο. Είδα πως κοντά στο ρέμμα που έβοσκα τα πρόβατα χύμιξαν τα σκυλιά να φάνε ένα μαύρο καβαλλάρη, που φάνηκε μέσα στα δέντρα. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιές και τ' άρματα έλαμπαν στον ήλιο. Θέλησα να τρέξω, μα δεν μπόρεσα. Τα μάτια του με κάρφωσαν στην γη. Ν' αποκριθώ ήταν αδύνατο. Με κύτταξε πάλι άγρια. Χτύπησε με τα σπηρούνια του το άτι του και χάθηκε. Από τον φόβο μου τρόμαξα και ξύπνησα. Και από τότες κλαίω γιατι μου φάνηκε κακό τ' όνειρο, σε χρονιάρα μέρα.
-Δεν είνε τίποτε, είπε σκεπτικός ο Γιώργος. Μη φοβάσαι. Σήκω να ντυθής για την εκκλησιά.
Ενώ η αυγούλα χάραζε και έρριχνε στα χιόνια μια λευκή ανταύγεια, ξεκίνησαν ο Γιώργος και η Αγγέλω για την εκκλησιά, που η καμπάνα της σκόρπιζε γλυκά την πρόσκληση των πιστών για την Γέννηση του Χριστού. Το τσελιγκόπουλο σφύριζε και η Αγγέλω είχε αρχίση να ξεχνά το όνειρο.
Στην καμπή του δρόμου που σκέπαζε ένα μεγάλο έλατο, φάνηκε ο γέρω Δημήτρης, ο θειός των παιδιών.
-Γειά σας και του χρόνου, φωνάζει.
-Και του χρόνου απαντούν. Δεν θα πας στην Γέννηση;
-Ναι. Θα πάμε για να δεηθούμε μαζύ για την ψυχή του Κώστα. Γι' αυτό ερχόμουνα να σας πάρω. Έλαβα γράμμα πως σκοτώθηκε στο μέτωπο.
Βούρκωσαν τα μάτια και των τριών. Σιωπηλοί πήγαν στην εκκλησιά. Άναψαν κεριά στον Θεό, που γεννήθηκε για την ψυχή του παλληκαριού.
Σαν βγαίνανε από την λειτουργειά η Αγγέλω σιγά αφηγήθη στον θειό της το όνειρο. Και ο γέρω Δημήτρης σκυφτός εψιθύρισε.
-Ανάθεμά τον που θα πη τ' αδέλφια δεν πονιούνται.
ΑΛ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου