ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΗΘΕΙΣ




«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος».

Οι αγωνιζόμενοι στους ιππικούς αγώνες, όταν τους δοθεί το σύνθημα για την εκκίνηση, μόλις περάσουν το τεντωμένο σχοινί της αφετηρίας κτυπώντας τους ίππους συχνά προχωρούν προς την «νύσσαν», δηλ. την στήλη των αλόγων, τρέχοντας με μικρά και γρήγορα άλματα. Δεν είναι λοιπόν ο κόπος τους μέχρι την νύσσαν, αλλά βιάζονται να εκτελέσουν και επτάκυκλο δρόμο, διότι αυτό φανερώνει τον νικητή. Εμάς δε σήμερα, η βαλβίδα της μετανοίας, μας οδήγησε σ’ αυτήν την αφετηρία. Ήταν δε για μας η πρώτη βαθμίδα του δρόμου της μετανοίας η υπόθεση του αρχιτελώνη Ζακχαίου, ο οποίος με πολύ μεγάλη προθυμία ευσεβώς σκόρπισε, εκείνα που ασεβώς μάζεψε.


Ακολούθησε η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, που μας υπέδειξε τη δύναμη της χριστομίμητης ταπεινώσεως. Αμέσως μετά ο Άσωτος νέος εκείνος, που κακώς μεν δραπέτευσε προς τη χοιρώδη ζωή, επανήλθε δε καλώς στην πατρική εστία. Και στη συνεχεία η μεγάλη και φρικτή κρίση και απολογία. Αφού προετοιμαστήκαμε κάπως με αυτά και αφού μάθαμε τη δύναμη της αρετής, φθάσαμε προς την «νύσσαν», την πρώτη δηλαδή εβδομάδα των νηστειών. Την εβδόμη εβδομάδα, σαν δρόμο κυκλικό από τώρα βιαζόμαστε να διανύσουμε. Στα ιππικά αγωνίσματα είναι δύσκολο να νικούν όλοι οι αγωνιζόμενοι, διότι παίρνει το στεφάνι μόνον αυτός που τερμάτισε πρώτος. Ο δικός μας όμως αγωνοθέτης σε όλους όσοι επιθυμούν τη νίκη το ίδιο στεφάνι προσφέρει, κατά την εξουσία του.


Και στον καθένα, σαν άρμα τεσσάρων ίππων, τοποθετεί αυτά τα τέσσερα στοιχεία. Τον λογισμό διατάσσει να προσέχει σαν αμαξηλάτης. Τη συνείδηση όρισε σαν μαστίγιο να δέρνει, για τα πλημμελήματα, και ως χαλινάρι την εγκράτεια· και εξομαλύνει εκ των προτέρων το στάδιο, για να πραγματοποιείται εύκολα η εντολή, προετοιμάζοντας ομαλό το δρόμο του αμαξηλάτη. Αλλά ας δούμε ποιά είναι η ευκολία της αρετής. «Είπεν ο Κύριος· εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος». Ποιός άραγε έχει τόσο υψηλή διάνοια, ώστε να αντιληφθεί το μέγεθος αυτού του νοήματος; Διότι αυτό είναι η κορυφή των αρετών, αυτό το κεφάλαιο των αγαθών θα σε θεώσει, ο λόγος αυτός σηκώνει από τα γήινα και κάνει να ομοιωθεί η εικόνα με το πρωτότυπο. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα, αφήσει και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τα παραπτώματα».


Η μεν άφεση των αμαρτιών ανήκει μόνον στον Θεό, διότι έχει γραφτεί· «Ουδείς δύναται αφιέναι αμαρτίας, ει μη είς, ο Θεός». Τώρα δε με αυτό το λόγο μεταδίδει το χάρισμα και στους ανθρώπους, σαν κατά κάποιο τρόπο, να εννοεί: συ έχεις την εξουσία για την άφεση της αμαρτίας σου. Μπορείς, αν θέλεις, με λίγη προσπάθεια να κερδίσεις τη συγχώρηση των παραπτωμάτων. Δεν ζητώ τα υπερφυσικά, δεν απαιτώ τα πάνω από τις δυνάμεις σου, δεν αναγκάζω να υπερβείς τα χιονισμένα μέρη της Σκυθικής ή να ανέβεις τα Καυκάσια όρη ή να υπερπηδήσεις τη διακεκαυμένη ζώνη, ή να διασχίσεις τους ωκεανούς, που όλα είναι ακατόρθωτα. Μικρή είναι η εντολή. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα, αφήσει και υμών ο Πατήρ». Συγχώρησε και θα συγχωρηθείς· απάλλαξε τον πλησίον σου από την εναντίον σου κατηγορία και θα απαλλαγείς από το παράπτωμά σου προς τον Θεό.


Και όπως ακριβώς έχουμε εντολή να μιμηθούμε τον Χριστό, προτρεπόμενοι από την ευαγγελική φωνή να Τον ακολουθήσουμε, έτσι με συγκατάβαση μιμείται και Αυτός τα δικά μας όταν συμπεριφέρεται έτσι σε μας όπως εμείς συμπεριφερόμαστε προς τον πλησίον. Και αυτό ο Κύριος με παραβολή υπέδειξε και σε άλλο σημείο παρουσιάζοντας κάποιον φοβερό βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του, στον οποίον όταν οδηγήθηκε ένας χρεοφειλέτης που χρωστούσε μύρια τάλαντα, τον ικέτευσε και του χάρισε ολόκληρο το ποσό. Επειδή δε φάνηκε σκληρός προς τον ομόδουλό του, για ελάχιστο χρέος, κίνησε σε οργή τη φιλανθρωπία του βασιλιά, ώστε να παραδώσει στους βασανιστές τον αχάριστο δούλο, για να τιμωρηθεί ανάλογα με το χρέος. Και απ’ αυτό λοιπόν το ίδιο παραγγέλλει·


«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, μηδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών». Αλλά ας δούμε και τη συνέχεια του λόγου. «Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες». Εδώ αναφέρεται στους Ιερείς και Φαρισαίους και Γραμματείς· διότι και σε άλλο σημείο τους ονόμασε υποκριτές· «Ουαί, λέγων, υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί». Διότι αυτοί σκέφθηκαν λανθασμένα την κενοδοξία, και την άλλην αρετή εφάρμοζαν με ψεύτικο ήθος, ιδιαίτερα δε έδειχναν πολλή σκυθρωπότητα όταν νήστευαν, εξαπατώντας όσους τους έβλεπαν με την εξωτερική εμφάνιση και τη φαινομενική ωχρότητα των προσώπων.


Τέτοιους πολλούς θα εύρισκε κανείς και ανάμεσα στους χριστιανούς, οι οποίοι καλλιεργούν την υπερηφάνεια και προτιμούν να φαίνονται δίκαιοι αντί να είναι. Και όμως και η έξω του χριστιανισμού φιλοσοφία λέει, ότι είναι ο πλέον άδικος απ’ όλους αυτός που δεν είναι, αλλά φαίνεται τέτοιος. Σωστά έχει λεχθεί, ότι όσοι ζουν υποκριτικά, μεταβάλλουν τα πρόσωπά τους. Πρόσωπο δε της ψυχής είναι οι αρετές που χαρακτηρίζουν τον αληθινό άνθρωπο, τον πράο, τον ανεξίκακο, τον θεοσεβή, τον φιλάνθρωπο, τον ανδρείο, τον δίκαιο και τον άμεμπτο, και τα άλλα, από τα οποία χαρακτηρίζεται η εικόνα του Θεού. Εκείνος λοιπόν που αντί όλων αυτών καλλιεργεί την υποκρισία, μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά ιδιώματα του προσώπου.


Σωστά δε πρόσθεσε και το· «όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες». «Άνθρωπος γαρ εις πρόσωπον, Θεός δε εις καρδίαν ορά», κατά την Αγ. Γραφή. «Αμήν γαρ λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών». Επειδή αυτός που εφαρμόζει την αρετή και ζητά ανθρώπινη δόξα για όσα κάνει, αφού έλαβε τον μισθό που ζητούσε, έχασε τον πραγματικό μισθό. Δοξαζόμενος από τους ανθρώπους στερήθηκε της τιμής από τον Θεό, επειδή δεν επεδίωκε την αρετή, αλλά κυνηγούσε την εξ αυτής δόξα, κάνοντας το καλό περιμένοντας φανταστικές ανταμοιβές και πρόσκαιρη δόξα. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας αναφερόμενος σ’ αυτούς είπε· «Ατιμασθήσεται η δόξα Μωάβ εν τρισίν έτεσι μισθωτού». Αυτός που κάνει την αρετή θέλοντας ανταμοιβές, όσον απολαμβάνει την υπόληψη του παρόντος κόσμου, άλλο τόσο θα απολαύσει τον καρπό της ντροπής, όταν θα αποκαλυφθούν τα κρυπτά μας.


«Συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι». Με αυτά δήλωσε ότι πρέπει να φαίνεται και το χαρωπό και το εύθυμο στον νηστεύοντα, ώστε να μη φαίνεται στους ανθρώπους ότι νηστεύει. Μιλώντας για την κεφαλή και το πρόσωπο μάς οδηγεί να εννοήσουμε και κάτι άλλο. Επειδή δηλαδή ο Χριστός είναι η κεφαλή μας, όπως αναφέρει σε άλλο σημείο το Ευαγγέλιο και είπε ο Απόστολος, λύνει την απορία με το έλαιο της ελεημοσύνης, για να προπαρασκευάζουμε στους εαυτούς μας σπλαχνική την κεφαλή όλων μας. Διότι με τίποτε άλλο, δεν λατρεύεται ο Θεός παρά με την ελεημοσύνη. Ότι δε με το έλαιο φανερώνεται η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, έχουμε μάθει από την παραβολή των δέκα Παρθένων, που είπε ότι οι γεμάτες έλαιο λαμπάδες έγιναν αιτία της εισόδου στο νυμφικό θάλαμο.


Με το νίψιμο δε του προσώπου παραγγέλλει να καθαρίζουμε τις αισθήσεις από τη ψυχική ακαθαρσία, τις οποίες χρησιμοποιεί ο νους για την εκτέλεση των πράξεων και φανερώνει τη διάθεση που υπάρχει στο βάθος της ψυχής, που βρίσκονται τα είδη των αρετών. Αυτό το πρόσωπο πρέπει να το κάνουμε χαρούμενο με την πραγματοποίηση των καλών πλένοντάς το με το νερό της καθαρότητας και με τα δάκρυά μας. «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσιν». Φανερώνει με αυτά ότι δεν πρέπει να μεριμνούμε για τα παρόντα και να θησαυρίζουμε στη γη, διότι είναι παροδική και εφήμερη η ζωή μας. Για τον καθένα δικό του είναι μόνο το παρόν και η ελπίδα για το μέλλον είναι άγνωστη.


Γιατί λοιπόν θησαυρίζεις εδώ, αφού το τέλος σου είναι άδηλο; Γιατί υποφέρεις για όσα η απόλαυση είναι αμφίβολη; Δεν γνωρίζεις τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα! Γιατί προετοιμάζεις τροφές και ενδύματα για πολλά χρόνια και κρύβεις τα χρήματα κάτω από τη γη, και δεν φοβάσαι μήπως κάνοντας όσα ο άφρονας εκείνος πλούσιος, ακούσεις και την ιδία φωνή: «Άφρων, ταύτη τη νυκτί απαιτούσι την ψυχήν σου από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;». Πράγματι τί ωφελήθηκε εκείνος που μεγάλωσε τις αποθήκες και αποταμίευσε για τον εαυτόν του πολλή απόλαυση, όταν σε μια νύκτα τον άρπαξαν, σαν αιχμάλωτο; Τί δε ωφελήθηκε ο άλλος πλούσιος που ζούσε με απολαύσεις, φορώντας βύσσο και πορφύρα, όταν ανταμείφθηκε με το πυρ της κολάσεως;


Είσαι πάροικος και ξένος· άλλη είναι η πατρίδα σου· προς εκείνην στείλε τον πλούτο σου· οδοιπόρος είσαι· προετοιμάσου για την πόλη που σε περιμένει· όταν κάποιος βαδίζει δρόμο που δεν έχει επιστροφή, δεν κτίζει σπίτια και δεν μαζεύει στη γη χρυσό· ό,τι αποταμιεύεται εδώ, και αυτό καταστρέφεται από τη σκουριά, αλλά και σ’ αυτόν που αποταμιεύει ετοιμάζει τον «ατελεύτητον σκώληκα», δηλ. την αιώνια κόλαση. Ποιός δεν γνωρίζει το θαύμα της παλαιάς ιστορίας που οδηγεί σαφώς προς αυτήν την έννοια, όσους δεν έχουν το διάβασμα ως πάρεργο; Όταν δηλαδή έβρεχε ο Θεός το μάννα στην έρημο για τους Ισραηλίτες, αφού έπαιρνε ο καθένας το απαραίτητο για την ημέρα, δεν αποθήκευε για την επομένη. Κάποιος δε που δολίως φύλαξε για την επομένη, το αποταμιευμένο βρέθηκε άχρηστο για διατροφή γιατί γέμισε σκουλήκια.


Μόνον δε την Παρασκευή, λόγω της αργίας του Σαββάτου, δεν χάλασε το αποταμιευμένο, ώστε να μη φαίνεται καθόλου ότι διαφέρει από το φρέσκο. Φωνάζει λοιπόν με αυτά η ιστορία στους πλεονέκτες, ότι κάθε τι που δεν είναι αναγκαίο και προέρχεται από την πλεονεξία, αχρηστεύεται γι’ αυτόν που το μαζεύει για την επόμενη ημέρα, δηλαδή τη ζωή που αναμένουμε και γίνεται «σκώληκας» γι’ αυτόν. Καταλαβαίνεις δε πάντως ότι με το «σκώληκα» αυτό εννοεί τον «ακοίμητον σκώληκα», που τρέφεται με την πλεονεξία. Το ότι δε διατηρείται μόνον κατά το Σάββατο το αποταμιευόμενο, χωρίς να χαλάει, είναι σαν να σε συμβουλεύει πως τότε μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη διάθεσή σου για πλεονεξία, όταν αυτό που μαζεύεις δεν θα φθαρεί.


Τότε γίνεται χρήσιμο, όταν δηλαδή αφού φύγουμε από την προσπάθεια αυτής της ζωής, βρεθούμε στην απραξία της μέλλουσας ζωής. Διότι η ζωή αυτή είναι προπαρασκευή για την μελλοντική ανάπαυση, κατά την οποία προετοιμάζουμε για τους εαυτούς μας τα εφόδια της ζωής εκείνης . Όταν δηλαδή φθάσουμε εκεί και θα είμαστε σε πλήρη απραξία όλων αυτών που επιδιώκαμε σ’ αυτήν τη ζωή, θα απολαύσουμε τους καρπούς των κόπων που ως τώρα έχουμε καταβάλει. Καρπούς άφθαρτους μεν, εάν με ελεημοσύνη θησαυρίσουμε εκεί, αποστέλλοντας στις αιώνιες κατοικίες μας τον πλούτο με τα χέρια των πτωχών, εκεί που σκουριά και αποσύνθεση δεν υπάρχει, και λωποδύτης ή διαρρήκτης δεν εισέρχεται. Καρπούς φθαρτούς δε, όταν δεν πραγματοποιήσουμε αυτό το αγαθό εμπόριο με τα χέρια των πτωχών.


Έτσι λοιπόν σύμφωνα με την παλαιά ιστορία μιλά και το Ευαγγέλιο, επειδή όχι μόνον τον πλούτο των χρημάτων, αλλά και της αρετής ή κακίας θησαυρίζουμε για τους εαυτούς μας. Μπορούμε να αντιληφθούμε και κατ’ άλλον τρόπο το νόημα. Ας επαναλάβουμε λοιπόν προηγουμένως τους λόγους. «Μη θησαυρίζετε επί τη γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι∙ θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανοίς». Γη μεν είναι η σάρκα του ανθρώπου, όπως είπε ο σοφός Μάξιμος, που υπερβολικά βλαστάνει τα αγκάθια της κατάρας∙ ο δε θησαυριζόμενος πλούτος, τα έργα καθενός, που εάν είναι θεοφιλή και αρεστά στον Θεό, θησαυρίζονται στον ουρανό. Εάν δε είναι στιγματισμένα και βδελυρά, θάπτονται στη γη της σάρκας. «Ο γαρ σπείρων εις το πνεύμα», λέει ο Απόστολος, «εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον∙ ο δε σπείρων εις την σάρκα, εκ της σαρκός θερίσει φθοράν».


Σκόρος (σης) δε και σάπισμα (βρώσις) και κλέπτης είναι αυτός που ενεργεί με πολλούς τρόπους την κακία του κατά της ζωής μας για να βλάψει τις ψυχές μας. Αυτός γεννιέται σαν σκόρος στις σκέψεις των ανθρώπων, εξαχρειώνει το μέρος ακριβώς που θα εμφανιστεί, ενεργώντας με τη καταστρεπτική και αφανιστική του δύναμη. Εάν δε η εσωτερική κατάσταση είναι ασφαλής, τότε χρησιμοποιεί την πανουργία της κλοπής χρησιμοποιώντας τις εξωτερικές περιστάσεις. Δηλαδή είτε με την ηδονή τρυπά τον τοίχο και κλέβει τον θησαυρό της καρδιάς, είτε με άλλο πάθος αδειάζει το δοχείο της ψυχής από την αρετή, ξεγελώντας με την οργή ή τη λύπη ή με κάποιο άλλο πάθος τη λογική. Στην αιώνια λοιπόν ζωή, ούτε σκόρος ούτε σήψη, λέει ο Κύριος, παρουσιάζεται και ότι είναι απραγματοποίητα τα σχέδια του κλέφτη.


Γι’ αυτό περισσότερο στον ουρανό να θησαυρίζουμε, που υπάρχει ασφάλεια για τους θησαυρούς και παραμένουν αυτοί πάντοτε σταθεροί και πολλαπλασιάζονται σαν τους σπόρους, πού δεν ανταποδίδουν στους ενδιαφερομένους μόνον όση ποσότητα συγκέντρωσαν εκεί, αλλά ασυγκρίτως μεγαλύτερη. Ας προσφέρουμε λοιπόν, αγαπητοί, καθένας κατά τη δύναμή του, συνεισφέροντας στους ουράνιους θησαυρούς και αναμένοντας σύμφωνα με τη Δεσποτική υπόσχεση να ανταλλάξουμε με μεγάλα τα μικρά, τα ουράνια αντί των γήινων και κερδίζοντας τα αιώνια αντί των προσωρινών. Γι’ αυτά η θεόπνευστη Γραφή διδάσκει, ότι «ούτε οφθαλμός είδεν, ούτε ους ήκουσεν, ούτε επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Μακάρι όλοι μας να αξιωθούμε να τα απολαύσουμε με την χάρη του Κυρίου μας ‘Ιησού Χριστού, που σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους ατελεύτητους αιώνες . Αμήν.



Migne P.G. 132, 412-424. Ομιλία ιθ΄
Απόδοση: Α. Χριστοδούλου, Θεολόγου


Θεοφάνους Αρχιεπισκόπου Ταυρομενίου του Κεραμέως


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF