ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ




«Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.» (Μάρκ. ι´ 35-37). Θέλουµε, ὅταν δοξαστεῖς, νὰ µᾶς βάλεις καὶ τούς δύο, ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλον στ᾽ ἀριστερά του. Αὐτὲς οἱ σκέψεις κι αὐτὲς οἱ ἐπιθυµίες βασάνιζαν τοὺς δυὸ µαθητὲς τὴν παραµονὴ τῆς µέρας ποὺ ὁ Διδάσκαλός τους ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ τὸ µεγαλύτερο µαρτύριο! Αὐτὴ εἶναι ἡ σκληρυµένη καὶ τραχιὰ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴν ἤθελε ὁ Κύριος καὶ Θεραπευτὴς νὰ µαλακώσει, νὰ θεοποιήσει.


Μετὰ ἀπὸ τόση ἔµφαση ποὺ ὁ Ἴδιος ἔδινε στὸ «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι», µετὰ ἀπὸ τόσες καὶ τόσες ἐπανειληµµένες διδαχὲς ὅτι πρέπει ν’ ἀποφεύγουν τὴν κοσµικὴ δόξα καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία, µετὰ ἀπὸ τόσο µεγάλο παραδειγµα ὑποταγῆς στὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ καὶ µετὰ τὴν πρόσφατη τροµερὴ προφητεία Toυ γιὰ τὴν τελική Toυ ταπείνωση καὶ τὸ ἄδικο πάθος Toυ, οἱ δυὸ αὐτοὶ µαθητές Toυ, καὶ µάλιστα ἀπὸ τοὺς πρωτοκορυφαίους, ἐκτέθηκαν ζητώντας ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν προσωπική τους ἀνταµοιβὴ καὶ δόξα. Ἡ σκέψη τους δὲν ἦταν συγκεντρωµένη στὸ πάθος τοῦ Κυρίoυ ποὺ τοὺς εἶχε προφητέψει, ἀλλὰ στὴν προαναγγελµένη δόξα. Ἀπὸ τὴν δόξα αὐτὴ ζητοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν µερίδα τοῦ λέοντος: νὰ καθίσουν ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος στ᾽ ἀριστερὰ τοῦ Κυρίoυ, ὅταν θὰ ἔρθει στὴν βασιλεία Toυ! Τί σόι φίλοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὑποφέρουν στὴν σκέψη τοῦ ἐπικειµένου πάθους τοῦ φίλου τους;


«µεῖς φίλοι µού ἐστε» (Ἰωάν. ιε´ 14), τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Κι ἐκεῖνοι συµπεριφέρονταν ἐντελῶς ἀπερίσκεπτα µπροστὰ στὰ πάθη Toυ. Ζητοῦν τὸ µερίδιό τους -καὶ µάλιστα µεγάλο µερίδιο- στὴν δόξα ποὺ θὰ γίνει δική Toυ, ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἔχει ὑποστεῖ ταπεινώσεις, θὰ ἔχει χύσει ἱδρώτα καὶ αἷµα καὶ θά ᾽χoυv τελειώσει τὰ πάθη Toυ. Δὲν ζητᾶνε νὰ συµµετάσχουν στὰ πάθη Toυ, ἀλλὰ µόνο στὴν δόξα Toυ. Γιατί ὄµως, σὲ ποιά βάση κατηγοροῦµε τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελφούς; Ὅλ᾽ αὐτὰ ἔγιναν γιὰ ν᾽ ἀποκαλύψουν τὴν βαθιὰ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Αὐτὸ ποὺ ἔκαναν ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητήσουν νὰ συµµετάσχουν δηλαδὴ στὴν δόξα χωρὶς νὰ ὑποφέρουν, χωρὶς νὰ πάθoυν, τὸ κάνουν κι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάµ. Πάντα ὅλοι ζητοῦν νὰ δοξαστοῦν χωρὶς νὰ ὑποφέρουν. Ὅσες φορὲς µίλησε ὁ Κύριος γιὰ τὴν µέλλουσα δόξα Toυ, µίλησε καὶ γιὰ τὰ πάθη ποὺ θὰ προηγηθοῦν.


Οἱ ἀπόστολοι ὅµως, ὅπως κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ἤθελαν νὰ ὑπερπηδήσουν τὰ πάθη καὶ νὰ φτάσουν κατ᾽ εὐθείαν στὴν δόξα. Σ᾽ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχoυν µυηθεῖ στὰ µυστήρια τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ σύνδεση τοῦ πάθους µὲ τὴν ζωή, τοῦ πόνου µὲ τὴν δόξα, δὲν εἶναι ξεκάθαρη. Κι αὐτὸ κρατάει µέχρι σήµερα. Αὐτοὶ θὰ ἤθελαν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ χωρίσουν τὴν ζωὴ καὶ τὴν δόξα ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν πόνο, νὰ εὐλογήσουν τὰ πρῶτα καὶ νὰ τὰ κάνουν δικά τους, ἀλλὰ νὰ καταραστοῦν καὶ ν᾽ ἀπορρίψουν τὰ δεύτερα. Αὐτὸ προσπάθησαν νὰ κάνουν σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἰάκωβος. Κι ἔτσι, µὲ τὸν τρόπο τους, ἀποκάλυψαν πὼς ἡ ἀδυναµία αὐτὴ δὲν ἦταν µόνο δική τους, µὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ µὴ µείνει κρυφὴ καµιὰ ἀδυναµία τῶν µαθητῶν Toυ, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἦρθε σὰν θεραπευτής, σὰν πηγὴ κάθε θεραπείας.


ἀδυναµία τοῦ ἀνθρώπου φανερώνεται µέσῳ τῶν ἀποστόλων, ὅπως ἀπ᾽ αὐτοὺς ἀποκαλύπτεται κι ἡ θεραπεία, καθὼς κι ἡ δύναµη τοῦ Χριστοῦ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κύριος παρουσίασε γιὰ µιὰ ἀκόµα φορὰ στοὺς ἀποστόλους εἰκόνες τῶν παθῶν καὶ τῆς δόξας Toυ. Γιὰ τοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου αὐτὸς ἦταν ἕνας πειρασµός, στὸν ὁποῖο ὑπέκυψαν. Διάλεξαν τὴν δόξα κι ἀπέρριψαν τὰ πάθη. Ὁ Κύριος ἤθελε ν᾽ ἀπαλείψει κάθε κηλίδα ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν µαθητῶν Toυ πρὶν ἀπὸ τὴν σταύρωση. Τὰ λόγια Toυ γιὰ τὰ πάθη καὶ τὴν δόξα Toυ ἄσκησαν µεγάλη πίεση στοὺς δυὸ αὐτοὺς µαθητές. Κι ἀπὸ τὴν πίεση αὐτὴ ἀναγκάστηκαν νὰ βγοῦν βίαια ἀπὸ τὴν ψυχή τους καὶ τὰ τελευταῖα ὑπολείµµατα ὑπερηφανείας. Ὁ Κύριος ἔκανε αὐτὴ τὴν πνευµατικὴ χειρουργικὴ ἐπεµβαση στὶς ψυχὲς τῶν ἀγαπηµένων Toυ µαθητῶν τόσο γιὰ τὴν δική τους θεραπεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν δική µας.


Κανένας µας ἂς µὴ σκεφτεῖ πὼς ἔχει ἤδη θεραπευτεῖ ἀπὸ τὶς ἁµαρτωλές του τάσεις, ἀκόµα κι ἂν γι᾽ ἀρκετὸ διάστηµα κατόρθωσε νὰ ἀποφύγει τὸ κακό, νὰ νηστέψει, νὰ δώσει ἐλεηµοσύνες καὶ νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Κύριο γιὰ βοήθεια. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἀπόστολοι εἶχαν περάσει τρία χρόνια συντροφιὰ µὲ τὸν σαρκωµένο Σωτήρα. Εἶδαν τὸ πρόσωπό Toυ, ἄκουσαν τὶς διδαχές Του ἀπὸ τὰ ἴδια Toυ τὰ χείλη, βρέθηκαν µάρτυρες στὰ θαύµατά Του, ἔφαγαν κι ἤπιαν µαζί Toυ. Κι ὕστερα ἀπ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ φανέρωσαν τὶς ἀγιάτρευτες ἀκόµα πληγὲς τῆς µαταιότητας, τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγκοσµίου προσανατολισµοῦ καὶ τοῦ πνευµατικοῦ παραλογισµοῦ τους. Σκέφτονταν ἀκόµα σὰν Ἰουδαῖοι, ὄχι σὰν χριστιανοί. Πίστευαν ἀκόµα σὲ µιὰ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Μεσσία, ποὺ θὰ κυριαρχοῦσε πάνω στοὺς ἐπιγείους ἐχθροὺς Toυ µὲ τὴν κοσµικὴ δύναµη καὶ δόξα Toυ, µιὰ δύναµη καὶ δόξα σὰν κι αὐτὴν ποὺ εἶχαν περιβληθεῖ ὁ Δαβὶδ κι ὁ Σολοµών.


Χριστιανοί µου! Σκεφτεῖτε κι ἀποφασίστε. Πῶς θὰ γιατρέψετε τὶς πληγές σας, πῶς θ᾽ ἀποκτήσετε τὴν τελειότητα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ὑποταγῆς στὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτὰ τὰ δυὸ ὑπέροχα ἀδέρφια δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸ ἐπιτύχουν µετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο, σὲ ἀδιάσπαστη προσωπικὴ ἐπαφὴ µαζί Toυ; Αὐτὸ τὸ κατόρθωσαν ἀργότερα, τότε ποὺ τὸ Πνεῦµα τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν στὶς καρδιές τους καὶ τοὺς «κατέκαυσε» µὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό. Τότε δὲν ἐκλιπάρησαν γιὰ δόξα χωρὶς πάθη, ἀλλὰ µὲ συστολὴ γιὰ τὴν προηγούµενη µαταιοδοξία τους συµµετεῖχαν θεληµατικὰ στὰ πάθη τοῦ Κυρίου τους καὶ σταύρωσαν τὶς καρδιές τους στὸν Σταυρὸ τοῦ Φίλου τους. Ἂς ἀκούσουµε ὅµως τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸ αἴτηµα τῶν δύo µαθητῶν: «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα.


δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾽ οἷς ἡτοίμασται.» (Μάρκ. ι´ 38-40). Πόσο εὐγενικὸς καὶ πόσο ταπεινὸς εἶναι ὁ Κύριος! Ὁποιοσδήποτε θνητὸς δάσκαλος θὰ εἶχε ἐξοργιστεῖ μὲ τέτοιους µαθητές, θὰ τοὺς διαπόµπευε: «Φύγετε µακριὰ ἀπὸ µένα. Δὲν εἶστε ἄξιοι νὰ διδάσκεστε πνευµατικὰ θέµατα! Σᾶς διδάσκω καὶ σᾶς ἐξηγῶ γιὰ τρία συνεχῆ χρόνια καὶ σεῖς µιλᾶτε ἀκόµα σὰν νὰ µὴ καταλάβατε τίποτα!» Ὁ Κύριος ὅµως τοὺς µίλησε καθαρά, µὰ εὐγενικὰ καὶ ταπεινά. «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε», τοὺς εἶπε. Οἱ σκέψεις σας γιὰ Μένα εἶναι κοσµικές, ὄχι πνευµατικές. Δὲν ζητᾶτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, µὰ τὴν δική σας. Δὲν ἔχετε συνειδητοποιήσει ἀκόµα ποιὸς εἶµαι καὶ ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Μου. Μὲ βλέπετε ἀκόµα σὰν Μεσσία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τὴν βασιλεία Μου ὡς βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ.


Μὰ Ἐγὼ εἶµαι Μεσσίας ὅλων τῶν ἐθνῶν, Σωτήρας ζώντων καὶ νεκρῶν, βασιλιὰς τῆς ἀόρατης Βασιλείας, ὅπου ὅλα τὰ ἔθνη κι ὅλοι οἱ λαοὶ θὰ εἶναι σὰν ἕνας. Οἱ ἀναρίθµητοι ἄγγελοι χαίρονται κι ἀγάλλονται καὶ ὀνοµάζονται ὑπηρέτες τῆς βασιλείας αὐτῆς. Ὅποιος εἶναι ἔσχατος ἐδῶ, στὴν Βασιλεία Moυ θὰ εἶναι πρῶτος καὶ ἐνδοξότερος ἀπὸ τὸν πιὸ ἔνδοξο τῶν βασιλιάδων αὐτοῦ τοῦ κόσµου. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Ἂν γνωρίζατε τὴν βασιλεία Moυ, δὲν θὰ σκεφτόσασταν καθόλου τί θέση θὰ παίρνατε σ᾽ αὐτήν. Τὸ µόνο ποὺ θ᾽ ἀναζητούσατε, θὰ ἦταν ὁ δρόµος ποὺ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ δρόµος τῶν παθῶν καὶ τοῦ πόνου, γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς µιλάω κάθε φορὰ ποὺ σᾶς κάνω λόγο γιὰ τὴν βασιλεία Moυ. Αὐτὸ ποὺ σᾶς ζητάω ἑποµένως εἶναι πιὸ σπουδαῖο καὶ πιὸ χρήσιµο ἀπὸ τὶς δικές σας µάταιες ἐπιδιώξεις κι ἐπιθυµίες: Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριοvὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισµα ὃ ἐγὼ βαπτίζοµαι βαπτισθῆναι;


Κύριος ἐδῶ µιλάει γιὰ τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου Του καὶ τὸ βάπτισµα τοῦ Αἵµατός Toυ, γιὰ τὸν µαρτυρικό Toυ θάνατο δηλαδή. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο βάπτισµα. Τὸ πρῶτο βάπτισµα ἦταν τοῦ Ἰωάννη, µὲ νερό· τὸ δεύτερο εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἐν ὕδατι καὶ Πνεύµατι· κι εἶναι μερικοὶ ποὺ δέχτηκαν καὶ τὸ τρίτο βάπτισμα, ποὺ εἶναι τοῦ αἵματος, τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι. Ἀναμφισβήτητα τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος συνδέεται µὲ τὴν µεγίστη θυσία, ἀλλὰ καὶ µὲ τὴν µεγίστη δόξα. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ θὰ βαπτίζονταν µ᾽ αὐτὸ τὸ βάπτισµα. Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Κύριος ἀφιέρωσε τόσο χρόνο σ᾽ αὐτὸ τὸ στάδιο, ὥστε νὰ τοὺς προετοιµάσει γιὰ τὸ µελλοντικὸ µαρτύριό τους. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὀλέθριο καὶ ψυχοφθόρο πράγµα ἀπὸ τὸ νὰ ὑποχωρήσει κανεὶς στὰ βάσανα καὶ ν᾽ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἰούδας, µὲ τὸ που εἶδε πὼς πλησίαζε ἡ ταπείνωση καὶ τὸ πάθος τοῦ Διδασκάλου Toυ, τὸν ἀρνήθηκε καὶ χάθηκε γιὰ πάντα.


ταν ἕνας απ᾽ αὐτοὺς ποὺ περίµεναν µάταια νὰ δοῦν τὸν Χριστὸ βασιλιὰ στὴν Ἱερουσαλήµ, νὰ συµµετάσχουν στὴν δόξα Toυ. Ὅταν ὅµως διαπίστωσε πὼς ἀντὶ γιὰ βασιλικὸ στέµµα ὁ Χριστὸς θὰ φοροῦσε ἀκάνθινο στεφάνι, ὑποχώρησε. Συµµάχησε µ᾽ ἐκείνους ποὺ ἐµφανίστηκαν πιὸ πλούσιοι καὶ πιὸ δοξασµένοι ἀπὸ τὸν Σωτήρα σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο. Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἀπάντησαν στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ χωρὶς δισταγµό: «Δυνάµεθα». ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δείχνει ὁπωσδήποτε τὴν µεγάλη τους ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο. Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ἡ φοβερὴ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ποτήριο καὶ τὸ βάπτισµα ἔκανε µεγάλη ἐντύπωση στὰ δυὸ ἀδέρφια. Ἦταν ὅπως τὸ πικρὸ φάρµακο σ᾽ ἕναν ἄρρωστο. Σύντοµα συνῆλθαν, κατάλαβαν τὸ σφάλµά τους, ντράπηκαν ποὺ σκέφτηκαν τὴν δόξα, τὴν στιγµὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ πάθος.


Κύριος ὅιµως εἶναι ἀπαράµιλλος στὴν ἱκανότητα νὰ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ µιὰ στιγµὴ ἄλλαξε τὸν προσανατολισµό τους στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἐπιθυµία τῆς δόξας, σὲ ἑτοιµότητα γιὰ τὸ µαρτύριο καὶ τὸν θάνατο. Πόσο ὄµορφη, πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ διδαχὴ αὐτὴ γιὰ ὅλους ἐµᾶς τοὺς χριστιανούς! Ὅταν φανταζόµαστε τὸν ἑαυτό µας στὴν ἀθάνατη βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ περιπλανιόµαστε μέσα σ᾽ αὐτήν, ἀναζητώντας τὴν θέση μας, ὁ Κύριος μᾶς θέτει τὸ ἴδιο ἐρώτηµα ποὺ ἔθεσε στοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου: Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριό Μου καὶ νὰ λάβετε τὸ δικό Moυ βάπτισµα; Μᾶς ὁδηγεῖ πάντα σὲ µιὰ σοβαρὴ θεώρηση καὶ σκέψη, ὄχι τῆς οὐράνιας πόλης, ὅπου δὲν φτάσαµε ἀκόµα, ἀλλὰ τοῦ δρόµου ποὺ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτὴν καὶ ποὺ δὲν κατορθώσαµε ἀκόµα νὰ βαδίσουµε. Πρῶτα πρέπει νὰ ὑποµείνουµε τὸ πάθος κι ἔπειτα θὰ φτάσουµε στὴν δόξα. Τὰ ὄνειρά μας γιὰ δόξα εἶναι μάταια, ἂν τὸ πάθος μᾶς βρεῖ ἀπροετοίµαστους κι ἀρνηθοῦµε τὸν Χριστό.


Καὶ τότε ἀντὶ γιὰ δόξα θὰ μᾶς περιµένει ντροπή, ἀντὶ γιὰ ζωή, αἰώνιος ὄλεθρος. Εὐλογηµένοι εἶναι ἐκεῖνοι ἀναµεσά μας πού, στὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου κατὰ πόσο µποροῦν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο τοῦ πάθους Toυ, εἶναι ἕτοιµοι ν᾽ ἀπαντήσουν κάθε στιγµή: «Δυνάµεθα». Ναί, Κύριε, µποροῦµε. Τὸ ποιὸς ὅµως θὰ καθίσει δεξιά Του καὶ ποιὸς ἀριστερὰ Toυ, δὲν ἔχει ἀξία νὰ τὸ γνωρίζουµε. Ὁ Κύριος ἀπάντησε ταπεινά: «Οὐκ ἔστιν ἐµὸν δoῦναι». Μόνο μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Toυ θὰ γίνει, ὡς Θεός, Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. Τώρα φοράει ἀκόµα σάρκα, εἶναι θνητός, δὲν ἦρθε ἡ ὥρα Του νὰ δοξαστεῖ, κατέχει ἀκόµα τὴν ἐσχάτη θέση τοῦ δούλου ὁλοκλήρου τοῦ κόσµου. Καὶ τὴν στιγµὴ ποὺ φτάνει στὴν μεγαλύτερη δοκιµασία τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς τελειώσεως τῆς ὑποταγῆς Του στὸ θέληµα τοῦ Πατέρα Του, πρὶν ἀπὸ τὰ φρικτὰ πάθη καὶ τὶς ταπεινώσεις Του, δὲν θ᾽ ἀποφασίσει γιὰ τὶς θέσεις καὶ τὶς τιµὲς στὴν μέλλουσα βασιλεία Του.


Σὰν ἄνθρωπος δὲν θὰ σφετεριστεῖ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔχει ὡς Θεός. Μόνο ἀφοῦ πιεῖ τὸ πικρὸ ποτήριο καὶ βαπτιστεῖ µὲ τὸ αἶµά Του, κατὰ τὴν σταύρωση, θὰ τολµήσει νὰ ὑποσχεθεῖ παράδεισο στὸν μετανιωµένο ληστή. Ἤθελε µὲ τὴν συµπεριφορά Του αὐτὴ νὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ταπείνωση, µόνο τὴν ταπείνωση, χωρὶς τὴν ὁποία ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόµηµα τῆς σωτηρίας θὰ χτιζόταν χωρὶς θεµέλιο. Τὸ σχόλιο τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἔστιν ἐµὸν δοῦναι» δὲν πρέπει σὲ καµιὰ περίπτωση νὰ ἑρµηνευθεῖ πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι λιγότερο Θεὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴν οὐράνια βασιλεία, ὅπως τὸ ἑρµήνευσαν κάποιοι αἱρετικοί. Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἓν ἐσµεν» (Ἰωάν. ι´ 30), δὲν θὰ µποροῦσε ν᾽ ἀρνηθεῖ τὸν Ἑαυτό Του. Τὰ λόγια «οὐκ ἔστιν ἐµὸν δoῦναι» µποροῦν νὰ κατανοηθοῦν σωστὰ µόνο ὅταν τὰ ἐρµηνεύσουµε µὲ πρόσκαιρους, ὄχι µὲ αἰώνιους ὅρους. Μὲ ὅρους ποὺ ἀφοροῦν στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐν χρόνῳ, στὴν ταπεινὴ κατάσταση ποὺ ζοῦσε σωµατικὰ ὡς ἄνθρωπος.


Λίγο προτοῦ ὑποστεῖ τὶς μεγάλες Του ταπεινώσεις ὁ Κύριος Ἰησοῦς, µὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν σωτηρία μας, δὲν θὰ διεκδικοῦσε ὅλα τὰ δικαιώµατα καὶ τὴν δύναµη ποὺ θά ᾽ταν δικά Του μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του. Μόνο ἀφοῦ ἀναστήθηκε καὶ δοξάστηκε σωµατικά, ὅταν νίκησε τὸν σατανᾶ, τὸν κόσµο καὶ τὸν θάνατο, δήλωσε στοὺς μαθητές Του ὁ Κύριος: «Ἐδόθη µοι πᾶσα ἐξουσία ἐν oὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´ l8). Γιὰ νά ᾽χουµε µιὰ ὁλοκληρωµένη ἑρµηνεία ὅµως πρέπει νὰ προσθέσουµε κάτι ἀκόµα, κάτι ποὺ δείχνει τὴν πανσοφία καὶ παντογνωσία Του στὴν διαχείριση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος ἐπιθυµεῖ νὰ δείξει πὼς δὲν ὑπάρχει προκατάληψη ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει μεροληψία. «Οὐ γάρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ» (Ρωµ. β´ 11). Ὁ Κύριος θέλει νὰ πεῖ πὼς οἱ ἀπόστολοι δὲν πρέπει νὰ ἐµπιστεύονται τὴν σωτηρία καὶ τὴν δόξα τους στὸν ἑαυτό τους, µόνο ἐπειδὴ εἶχαν ὀνοµαστεῖ ἀπόστολοί Του. Γιατί ἀκόµα κι ἀνάµεσα στοὺς ἀποστόλους Τοῦ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ χάθηκε.


Βασιλεία Τοῦ προετοιµάστηκε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ δείχνουν σ᾽ αὐτὴν τὴν ζωὴ πὼς εἶναι ἄξιοι γι᾽ αὐτήν. Δὲν ὑπάρχει διάκριση στὴν κλήση, δὲν μετράει ἡ ἐξωτερικὴ προσέγγισή τους στὸν Χριστὸ ἡ ἢ τυχὸν συγγένεια αἵµατος μαζί Του, ὅπως γινόταν µὲ τὰ δυὸ ἀδέρφια, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Τὰ δυὸ μαθήµατα ποὺ ἤθελε ὁ Κύριος νὰ ἐµφυτεύσει στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν Του, ἦταν ἡ μέχρι αὐτοεξευτελισµοῦ ταπείνωση κι ἡ μέχρι θανάτου ἀγάπη Του. Νὰ ξεριζώσει ἀπ᾽ αὐτὲς τοὺς σπόρους τῆς ὑπερηφανείας, τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς ἀλαζονικῆς ματαιοδοξίας. «Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου» (Μάρκ. ι´ 41). Ἀγανάκτησαν οἱ δέκα µόλις ἄκουσαν τὴν ἀπαίτηση τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Ὁ θυµός τους δὲν προῆλθε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ κατανόησαν καλύτερα καὶ πιὸ πνευµατικὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ δυὸ ἀδέρφια. Ἦταν ἁπλὰ ἡ ἀνθρώπινη ζήλειά τους. Μπορεῖ ἡ περικοπὴ αὐτὴ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ σκεφτοῦµε πὼς ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἰούδα γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Βασιλεία Του ἦταν πιὸ πνευµατικὴ ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου; «Γιατί ἔπρεπε ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης νὰ τοποθετηθοῦν ψηλότερα ἀπὸ μᾶς τοὺς ἄλλους;»


Αὐτὴ ἦταν ἡ κρυφὴ ἐρώτηση ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν, ἡ κύρια πηγὴ τῆς ἀγανακτήσεως καὶ τῆς διαµαρτυρίας τῶν δέκα ἐναντίον τῶν δύο. Μὲ τὸν θυµὸ τῆς ζήλειας τους οἱ δέκα φανέρωσαν ἀθέλητα πὼς εἶχαν τὴν ἴδια ἀντίληψη µὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον πὼς δὲν εἶχαν καταλάβει οὔτε αὐτοὶ τὴν πνευµατικὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν οὐράνια δόξα Του. Γνωρίζουµε ὄµως πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν διάλεξε γιὰ μαθητές Του τοὺς σοφότερους ἀπὸ τοὺς σοφοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσµου, ἀλλ᾽ ἀντίθετα τοὺς ἁπλοϊκότερους ἀπὸ τοὺς ἁπλούς. Διάλεξε τοὺς ἐσχάτους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει πρώτους. Διάλεξε τοὺς πιὸ ἁπλούς, γιὰ νὰ τοὺς μετατρέψει στοὺς πιὸ σοφούς. Διάλεξε τοὺς πιὸ ἀδυνάτους, γιὰ ν᾽ ἀναδείξει ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς πιὸ ἰσχυρούς. Διάλεξε τοὺς περιφρονηµένους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τοὺς πιὸ ἐνδόξους. Κι ὁ Κύριος πέτυχε στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο τόσο καλά, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο ἔργο.


θαυµατουργικὴ δυναµή Του δὲν φάνηκε λιγότερο ἐδῶ ἀπ᾽ ὅ,τι ὅταν γαλήνευε τὴν θάλασσα ἢ ὅταν πολλαπλασίαζε τοὺς ἄρτους. Ὅταν οἱ θεόπνευστοι εὐαγγελιστὲς μᾶς ἀποκαλύπτουν τὶς ἀδυναµίες τῶν μαθητῶν, πετυχαίνουν δυὸ στόχους: πρῶτα μᾶς δείχνουν µ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὶς δικές μας ἀδυναµίες καὶ δεύτερον δείχνουν τὴν μεγαλωσύνη καὶ τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ, τὴν σοφία τῶν μεθόδων ποὺ χρησιµοποιεῖ γιὰ τὴν θεραπεία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τώρα, ποὺ οἱ ἄλλοι δέκα μαθητὲς φανέρωσαν τὴν ἀγνωσία τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα ἔδειξαν πὼς ὑπέφεραν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴν συνηθισµένη ἀνθρώπινη ζήλεια, ὁ Κύριος ἄδραξε τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς δώσει ἕνα ἀκόµα μάθηµα γιὰ τὴν ταπείνωση. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾽ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος». (Μάρκ. ι´ 42-44). Ἐδῶ ἔχουµε µιὰ καινούργια κατάσταση πραγµάτων.


δῶ ἔχουµε µιὰ καινούργια κοινωνικὴ συνταγή, ἄγνωστη κι ἀνήκουστη στὸν πρὸ Χριστοῦ εἰδωλολατρικὸ κόσµο. Στοὺς εἰδωλολάτρες οἱ ἄρχοντες ἔδειχναν τὴν κυριαρχία τους µὲ τὴν δύναµη, µὲ τὴν βία. Οἱ κυβερνῶντες κυβερνοῦσαν µὲ τὴν αὐθεντία τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δύναµης, τῆς κληρονοµιᾶς ἢ τοῦ πλούτου. Κυβερνοῦσαν κι ἐξουσίαζαν. Οἱ ἄλλοι ὑποτάσσονταν ἀπὸ φόβο καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσαν µὲ τρόµο. Αὐτοὶ τὸν ἑαυτό τους λογάριαζαν πρῶτο, ἀνώτερο καὶ καλλίτερο, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία λόγῳ κοινωνικῆς θέσεως, δυνάμεως καὶ τιμῆς. Ἡ κοινωνικὴ θέση, ἡ δύναμη κι ὁ πλοῦτος ἦταν ὁ τρόπος ποὺ μετροῦσαν τὴν ὑπεροχὴ τῶν ἀνθρώπων.


Κύριος Ἰησοῦς ἀπορρίπτει τὴν µέθοδο αὐτὴ καὶ θεσµοθετεῖ τὴν διακονία ὡς µέτρο ὑπεροχῆς σ᾽ ἐκείνους ποὺ τὸν πιστεύουν. Πρῶτος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὰ µάτια τῶν ἀνθρώπων τὸν βλέπουν ἀνεβασµένο ψηλά, ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων νιώθουν ὅτι εἶναι καλός. Σὲ µιὰ χριστιανικὴ κοινωνία τὸ στέµµα δὲν προσφέρει τὴν πρώτη θέση αὐτοδίκαια, τὰ πλούτη κι ἡ δύναµη δὲν ἀπονέµουν ἀνωτερότητα. Ἡ κλήση κι ἡ κοινωνικὴ θέση εἶναι κενὰ σχήµατα, ἂν δὲν συµπληρώνονται µὲ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων στὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἐξωτερικὰ σηµάδια καὶ σύµβολα ὑπεροχῆς εἶναι ἕνα ἁπλὸ καλειδοσκόπιο, ἂν ἡ ὑπεροχὴ δὲν ἔχει ἀποκτηθεῖ καὶ δικαιωθεῖ µὲ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνος ποῦ παραµένει στὴν κορυφὴ µἒ τὴ βία, βρίσκεται ἐκεῖ µὲ µεγάλη ἀνασφάλεια. Κι ὅταν πέσει, θὰ λάβει σίγουρα τὴν κατώτερη θέση.


κεῖνος ποὺ ἀγοράζει τὴν ἀνωτερότητά του, θὰ λάβει τὴν ἀνταπόδοσή του ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ θὰ περιφρονηθεῖ ἀπὸ τὶς καρδιές τους. Ἐκεῖνος ποὺ στέκεται πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους µὲ τὴν βία, εἶναι σὰν νὰ στέκεται πάνω σὲ ἡφαίστειο φθόνου καὶ µίσους, ὡσότου τὸ ἡφαίστειο ἐκραγεῖ καὶ χαθεῖ µὲς στὴν λάβα. «Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑµῖν», εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Τέτοια κοινωνικὴ πρακτικὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό, ὄχι ἀπὸ τὸν ἀγαθό. Ἔτσι ζοῦν τὰ τέκνα τοῦ σκότους, ὄχι τὰ τέκνα τοῦ φωτός. Κι ἐσεῖς εἶστε τέκνα τοῦ φωτός. Ἀναµεσά σας ἀφῆστε νὰ βασιλεύει ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἀγάπης ἂς κυριαρχήσει τῆς ἐξουσίας. Ἐκεῖνος ἀπὸ σᾶς ποὺ προσφέρει τὴν µεγαλύτερη ὑπηρεσία στοὺς ἀδελφούς του ἀπὸ ἀγάπη, θὰ εἶναι πρῶτος στὰ µάτια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπεροχή του θ᾽ ἀντέξει τόσο στὴν πρόσκαιρη ζωὴ ὅσο καὶ στὴν µέλλουσα. Ὁ θάνατος δὲν ἔχει ἐξουσία στὴν ἀγάπη, οὔτε σ᾽ ὅ,τι ἔχει δηµιουργήσει ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκτᾶ ὑπεροχὴ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο λόγῳ τῆς ἀγάπης του, θὰ τὴν κρατήσει καὶ στὴν µέλλουσα ζωή. Δὲν θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ, ἀλλὰ αὐξάνεται καὶ βεβαιώνεται αἰώνια.


ποιος γνωρίζει πόσο κακὸ ἔχει συσσωρευτεῖ καὶ συσσωρεύεται στὸν κόσµο µἐ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑπεροχῆς, θὰ καταλάβει πὼς ἡ διδαχὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πρόξενος εἰρήνης. Μ᾽ αὐτὴν ξεκίνησε ἡ µεγαλύτερη καὶ πιὸ εὐλογηµένη ἐπανάσταση στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων – ἀπὸ τότε ποὺ ἐµφανίστηκε στὸν κόσµο ἡ κοινωνία αὐτή. Ἀναλογίσου τί θὰ σήµαινε γιὰ τὸν κόσµο ἂν ἡ ἰσότητα κι ἡ κοινωνικὴ θέση ἐξαρτιῶνταν ἀπὸ τὴν παροχὴ ὑπηρεσίας καὶ τὴν ἀγάπη, ἀντὶ τῆς βίας, τοῦ πλούτου, τῆς πολυτέλειας ἢ τῆς ὑποτιθέµενης γνώσης. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ νοµίζουν ὅτι εἶναι πρῶτοι, θὰ βρίσκονταν στὴν τελευταία θέση! Πόσοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ θὰ πίστευαν πὼς ἦταν τελευταῖοι, θὰ βρίσκονταν πρῶτοι! Ἀλήθεια, πόση χαρὰ θὰ γέµιζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πόση εὐταξία, εἰρήνη κι ἁρµονία θὰ βασίλευε! Θὰ συναγωνίζονταν ὅλοι ποιὸς θὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄλλον, ὄχι ποιὸς θὰ τὸν κυβερνήσει. Ὅλοι θὰ βιάζονταν νὰ δώσουν καὶ νὰ βοηθήσουν, παρὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ ἐµποδίσουν. Κάθε καρδιὰ θὰ γέµιζε µὲ χαρὰ καὶ φῶς, ὄχι μὲ κακία καὶ σκότος. Τότε ὁ διάβολος θά ᾽παιρνε ἕνα φανάρι καὶ θά ᾽ψαχνε ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ βρεῖ ἕναν ἄπιστο, ἀλλὰ δὲν θά ᾽βρισκε κανέναν.





Εκ του βιβλίου ''Καιρός μετανοίας'', β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 199-202. Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF