ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΜΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ




Ο άνθρωπος κλίνει φυσικά στο να λυπάται και να πονά στις δυστυχίες και συμφορές των άλλων. Ίσως επειδή είναι κοινές ή επειδή όλοι είμεθα από το ίδιο φύραμα, ή επειδή δεν γνωρίζει ο άνθρωπος «τι τέξεται η επιούσα». Δεν είναι βέβαιος ότι αργότερα δεν θα φυτρώσουν στον ίδιον οι άκανθες των πόνων τις οποίες βλέπει σε άλλους.


Γι’ αυτούς τους λόγους δικαίως σύρεται κανείς σε συμπαθή διάθεση, όταν θεωρή τις ασθένειες και τους πόνους των συνανθρώπων του. Ποίος, λοιπόν, θα ήταν τόσο σκληρός στην καρδία, τόσο θηριογνώμων στην διάθεση ώστε να μη συλλυπηθή και να μη συμπονέση σήμερα, ακούγοντας από το ιερόν Ευαγγέλιον τους πολλούς εκείνους χρόνους, τους οποίους επέρασεν ο σημερινός παράλυτος κατάκοιτος, σαν αναίσθητος λίθος, επάνω σε ένα κρεββάτι;


Ποίου η ψυχή δεν θα πονούσε ακούγοντας πως αυτός ο ταλαίπωρος ήταν όχι μόνον παράλυτος αλλά και ευρίσκετο σε εσχάτην πτωχεία, και γι’ αυτό ήταν έρημος από φίλους, γυμνός από συγγενείς; Ποίος να μη συλλυπηθή, όταν συλλογισθή όχι μόνον τους πόνους που του προκαλούσε η βαρυτάτη ασθένεια της παραλυσίας, αλλά ακόμη την λύπη και το παράπονο που ησθάνετο όταν έβλεπε τον Άγγελο να ταράσση το ύδωρ της κολυμβήθρας, να ιατρεύεται άλλος και να φεύγη, και ο ίδιος να κείτεται πάντοτε εκεί;


Μου φαίνεται, λοιπόν, πως όσοι χρόνοι επερνούσαν και όσοι ασθενείς ιατρεύοντο, τόσες πληγές εδέχετο ο δυστυχισμένος αυτός παράλυτος, συλλογιζόμενος πως οι άλλοι όλοι είχαν συγγενείς και φίλους, οι οποίοι τους εβοηθούσαν στην θεραπείαν τους, ενώ γι’ αυτόν δεν ευρέθη ποτέ σε τόσους χρόνους ούτε φίλος ούτε συγγενής να τον βοηθήση για να ιατρευθή. Ποίος, λοιπόν, είναι που θα συλλογισθή την εσχάτην αυτήν πτωχεία του παραλύτου και δεν θα λυπηθή μαζί του;


Και καθώς δεν υπάρχει κανείς που να μην παρακινηθή σε συμπάθεια από αυτήν την εσχάτη δυστυχία του παραλύτου, ομοίως δεν ευρίσκεται κανείς που να μην αγανακτήση και να μην παρασυρθή σε θυμόν και οργήν όταν ιδή ότι κάποιος άλλος παρόμοιος παράλυτος, έχοντας άνθρωπον που στέκεται πάντοτε πρόθυμος, έτοιμος να του δώση την θεραπείαν, αυτός παρακινημένος από την ιδικήν του εθελοκακίαν και αγνωσίαν, αναβάλλει τον χρόνον της θεραπείας του, ημπορεί και δεν θέλει να σηκωθεί μέσα από τον τάφον εκείνον της ασθενείας;


Τοιούτον παράλυτον, τοιούτον ασθενή, ποίος θα τον ακούση και δεν θα αγανακτήση; Ποίος θα τον ιδή και δεν θα οργισθή εναντίον του; Αλλά είναι δυνατόν να ευρεθή, θα μου ειπή κάποιος, τοιούτος ανόητος ασθενής, τοιούτος αναίσθητος παράλυτος, που να αποστρέφεται τον ιατρόν του; Να μη θέλη την υγείαν του, αλλά να προτιμά να είναι λεπρωμένος παρά καθαρός, να είναι συζώντανος ενταφιασμένος μέσα στους πόνους, μέσα στην δυσωδία της ασθενείας; Ναι, είναι πολλοί.


Τόσοι, όσοι και οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, οι οποίοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ακίνητοι στην εργασίαν των εντολών του Θεού. Όλους αυτούς εικονίζει ο παράλυτος εκείνος ο οποίος αποστρέφεται τον ιατρόν του, εκείνος που είχε άνθρωπον, τον Υιόν του Θεού, ο οποίος ημπορεί να τον ιατρεύση σε μία στιγμή, χωρίς να χρειάζεται άγγελο να ταράξη το ύδωρ μίαν φορά τον χρόνο, επειδή αυτός ο ίδιος είναι «ο της μεγάλης βουλής Άγγελος», και μάλιστα έχει στήσει πολλές φορές κολυμβήθρες εμπρός στους οφθαλμούς του αμαρτωλού.


Όσα μυστήρια, όσοι σταλαγμοί δακρύων της μετανοίας, τόσες και οι θεραπευτικές αναταραχές. Όσες στιγμές έχει η ώρα, τόσες φορές και ο της μεγάλης βουλής Άγγελος είναι έτοιμος να δώση την συγχώρηση για να ιατρεύση την λέπραν της αμαρτίας. Και όμως ο αμαρτωλός, ο πνευματικώς παράλυτος, σφαλίζει τους οφθαλμούς του να μην ιδή τον ιατρόν, προτιμά να είναι νεκρός, κατάκοιτος στην αμαρτία παρά ζωντανός στην αρετή.


Από που προέρχεται αυτή η εσχάτη αναισθησία; Από πού αυτή η αξιοδάκρυτος καταδίκη στον αμαρτωλόν; Από την πονηράν συνήθεια της αμαρτίας. Αυτή είναι που έχει δεμένον τον αμαρτωλό στο κρεβάτι της αναισθησίας, αυτή είναι που τον παρακινεί να προτιμήση τον θάνατον από την ζωήν. Και για να βεβαιωθής πως είναι τόσο δυνατή αυτή η συνήθεια, πρόσεχε: Εκείνος που έχει ανοικτές τις ακοές του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και δέχεται με τόσην προθυμία τα κηρυττόμενα, ωσάν επιστολές που του στέλλει ο Ουράνιός του Πατήρ, εύκολα αντιλαμβάνεται πως ο σημερινός παράλυτος παριστάνει μίαν εικόνα εκείνου που είναι δεμένος από την συνήθεια της αμαρτίας.


Διότι καθώς η παράλυσις, επειδή διαλύει τα νεύρα του σώματος, κάμνει το σώμα νεκρόν και ακίνητον, τοιουτοτρόπως και η συνήθεια της αμαρτίας, κόπτει τα νεύρα της ψυχής και γι’ αυτό την κάμνει ακίνητον σε κάθε εργασία της αρετής, στην οποίαν δεν έχει δύναμιν η ψυχή να ανεβή, επειδή σύρεται πάντοτε κάτω από το βάρος των αμαρτημάτων.


Όθεν και ο μέγας Βασίλειος γράφει: «η συνήθεια που επαγιώθη, με την πάροδο μακρού χρόνου, λαμβάνει ισχύν φύσεως. Γι’ αυτό δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την συνήθεια». Ας κοπιάση όσον θέλει, ας προσπαθήση όποιος θέλει με ό,τι τρόπον ημπορεί να κόψη ένα φυσικόν ιδίωμα του ανθρωπίνου σώματος, ας ειπούμεν το γελαστικόν ή το επιθυμητικόν. Ματαίως κοπιάζει.


Κατά τον ίδιον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας, όταν γηράση, μεταβάλλεται σε φύσιν, αποκτά ιδιότητες φυσικής δυνάμεως. Και βεβαίως, ο μέγας Πατήρ που αναφέραμε δικαίως λέγει ότι δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την παλαιάν συνήθεια. Τρισόλβιος λοιπόν και άξιος πολλών εγκωμίων όποιος, πριν να γηράση η αμαρτία, της κόπτει τα νεύρα και πριν τον νεκρώση αυτή, την θανατώνει.


Καθώς σε ένα καινούργιον αγγείον, ό,τι βάλεις στην αρχή και το αφήσεις να πολυκαιρίση, παίρνει εκείνου την οσμή, είτε καλή είναι είτε κακή, και ύστερα όσον και αν πλύνης εκείνο το αγγείον, δεν ημπορείς με τίποτε να αφαιρέσης εκείνην την ευωδίαν ή δυσωδίαν, κατά τον ίδιον τρόπον και η αμαρτία, όταν πολυκαιρίση στην καρδία, όταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ή παντελώς δεν χωρίζεται από τον άνθρωπον, αλλά όσον πολυκαιρίζει τόσον ριζώνει η συνήθεια του κακού και της αμαρτίας.


Όθεν επαινώ εκείνον τον σοφόν, όποιος και αν είναι, ο οποίος θέλοντας να φανερώση το πλάτος και βάθος της πονηράς συνηθείας, της έδιδε τοιούτον σύμβολον. Εζωγράφιζεν ως ιερογλυφικόν ένα σπήλαιον υπόγειον με την επιγραφήν: «το εύρος τόσον, όσον και το βάθος». Θέλοντας με τούτο να φανερώση ότι η πονηρά συνήθεια αυξάνοντας κάθε ημέρα με το γάλα της κακίας και της πονηρίας, όσον πολυχρόνιον πάθος είναι, τόσο είναι και χειρότερον.


Διότι καθώς και τα άλλα πράγματα αρχίζουν από μικρά και αυξάνουν με την πολυκαιρίαν, με ανάλογον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας φθάνει με την πολυκαιρία σε τόσην αύξηση, ώστε γίνεται ακατανίκητος. Γράφει με πολύν πόνο στο χρυσόν βιβλίον των Εξομολογήσεών του ο μέγας Αυγουστίνος: ανεστέναζα δεμένος. Από ποίον ω άνθρωπε του Θεού; Όχι από άλλον, λέγει, όχι από ξένην αλυσίδα, αλλά με την ιδικήν μου σιδηράν συνήθεια, η ιδική μου θέλησις ήταν ο τύραννος.


Η άρρηκτος άλυσις ήταν η συνήθεια, η οποία με έδεσε τόσον που με έφερε σε ακολασίαν, πράγμα το οποίο, μην ημπορώντας να αποκόψω, έγινεν ανάγκη, και η ανάγκη κατέληξε να γίνη φύσις. Όθεν μετά από όλα αυτά φωνάζει: κανείς δεν ημπορεί να καταλάβη πόσην δυσκολίαν έχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, το να αποκόψη κάποιος μίαν παλαιάν συνήθεια, εκτός από αυτόν που έχει αγωνισθή. Για ποίον λόγον όμως, εξήγησέ μας καθαρώτερα, διδάσκαλε της οικουμένης;


Διότι, λέγει, ο πονηρός λογισμός γεννά ηδονήν, από αυτήν πάλι γεννάται η συγκατάθεσις, και από την συγκατάθεσιν η πράξις, και από την πράξιν η συνήθεια, και από την συνήθεια γεννάται η ανάγκη, και αυτήν ακολουθεί ο θάνατος. Όθεν δεν σφάλλεις αν παρομοιάσης τον αμαρτωλόν εκείνον που άφησε την αμαρτία να γίνη στην ψυχή του συνήθεια, δεν σφάλλεις λέγω, εάν τον παρομοιάσης με κάποιον που έπεσε στα χέρια ενός ασπλάχνου και ανελεήμονος τυράννου, τον οποίον, θέλοντας εκείνος ο τύραννος να θανατώση, τον έκλεισε σε μία σκοτεινήν φυλακήν, χωρίς να τον κλειδώση. 


Πλην όμως έχασε την πόρτα και δεν ευρίσκει από πού να εξέλθη. Όθεν τριγυρίζοντας αποθνήσκει εκεί μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνον για τον οποίον η αμαρτία έχει γίνει συνήθεια. Αισθάνεται πως ευρίσκεται σε μία σκοτεινή φυλακή και τριγυρίζει να εύρη την πόρταν, πλην όμως την έχει κλεισμένην η πονηρά συνήθεια.


Γι’ αυτό, αφού αναβάλλει συνεχώς να εύρη την πόρτα της ελευθερίας, ευρίσκει τον θάνατον της παντελούς απωλείας, καθώς έχει γραφή: «συνήθειαν λαβούσα η αμαρτία, έλκει εις παντελή απώλειαν». Ήλθε σε μεγάλην ανάγκην ο βασιλεύς Σαούλ, στον πόλεμον εκείνον που εκήρυξεν εναντίον του ο υπερήφανος Γολιάθ, γι’ αυτό ηναγκάσθη να ενδύση με τα ιδικά του βασιλικά άρματα τον Δαβίδ.


Εκείνος τα εφόρεσε μετά πολλής χαράς, όμως εκεί που έκαμε να σαλεύση για να υπάγη εναντίον του Γολιάθ, βλέπει ότι από τα άρματα εκείνα περισσότερον εμποδίζεται παρά βοηθείται. Ενθυμούμενος λοιπόν ο Δαβίδ ότι αυτός δεν εσυνήθιζε ποτέ να νικά εχθρούς με τοιαύτα όπλα, αλλά με την βοήθειαν του Θεού, σε συνδυασμό με την ιδικήν του ποιμαντικήν σφενδόνα, λέγει στον βασιλέα:


«Υψηλότατε βασιλεύ, ευχαριστώ για την τιμήν που μου έκαμες. Λαμπρά και πολύτιμα είναι τα άρματά σου, αλλά δεν είναι για εμένα, διότι εγώ δεν εσυνήθισα να νικώ εχθρούς με τοιαύτα άρματα. Βλέπεις πόσην δύναμιν έχει η συνήθεια, ώστε να υπερβαίνη και την δύναμη των βασιλικών αρμάτων;


Πόσοι ευγενείς, πόσοι βασιλικού αίματος, πόσοι βασιλικού νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Και όμως δεν ημπορούν να αντιπαλαίσουν έναν Γολιάθ, ένα πάθος, έναν θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενήν δόξαν; Αλλά αρματωμένοι με βασιλικά και λαμπρά όπλα σύρονται στο σκότος της αμαρτίας, από την πονηράν συνήθειαν των καταφρονεμένων εκείνων παθών, τα οποία και αυτοί οι ίδιοι το ομολογούν ότι είναι επονείδιστα, πως είναι θανατηφόρα.


Αναστενάζουν αυτοί οι βασιλικοί άνδρες, οι λαμπροφορεμένοι γίγαντες, κάτω από τα πόδια ενός υβριστού και βλασφήμου Γολιάθ, αναστενάζουν κάτω από την τυραννία μιας πολυκεφάλου Ύδρας, την οποίαν ο νέος Ηρακλής Δαβίδ θανατώνει ευκολότατα με μίαν σφενδόνα, με μίαν φυγήν, με μίαν γρήγορον αποκοπήν της αμαρτίας.


Ω κατηραμένη συνήθεια της αμαρτίας, ποίος θα αναλογισθή την δύναμη που έχεις και δεν θα αναστενάξη; Ποίος θα αναλογισθή την καταφρόνηση και το όνειδος που προξενείς στους βασιλικούς και ευγενικούς άνδρες, και δεν θα ειπή με τον μεγαλοφωνότατον Ησαϊαν «Ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας αυτών ως σχοινίω μακρώ»;


Ας σας απαριθμήσω όμως με συντομίαν τα άλλα όσα προξενεί στην ψυχή αυτή η πονηρά συνήθεια: Πρώτον, κάμνει τα αμαρτήματα βαρύτερα, επειδή οι ρίζες τους, τα πάθη, προχωρούν όλο και βαθύτερα. Είναι φανερόν για κάθε σκεπτόμενον άνθρωπον αυτό που λέγω, ότι δηλαδή κάθε αμαρτία, όσον αργοπορεί στον άνθρωπο, τόσο γίνεται βαρυτέρα, τόσον αυξάνει η κακία της.


Δεύτερον, η πονηρά συνήθεια σμικρύνει τα έμφυτα αγαθά, και τούτη η ζημία δεν χρειάζεται απόδειξιν σε κάποιον που στοχάζεται την ευλάβειαν, την αγάπην που είχε προς τον Θεόν κάθε ψυχή πριν να κυριευθή από κάποιο θανάσιμον πάθος, ή και την κλίσιν που είχε στο να ελεή και να σπλαχνίζεται τους άλλους πριν να κυριευθή από την φιλαργυρίαν. Αυτές τις αρετές που έχει ο άνθρωπος πριν να πέση στις αντίθετες αυτών των αρετών αμαρτίες, εάν τις μετρήσης ύστερα, ευρίσκεις ότι εξέπεσαν πολύ από τον πρώτον τους βαθμόν.


Τρίτον, κάμνει η συνήθεια τον άνθρωπον ευάλωτον στα λοιπά αμαρτήματα, επειδή ανοίγει δρόμον η μία αμαρτία στην άλλη, το ένα βοηθά το άλλο. Τέταρτον, με το βάρος που δίδει στην ψυχήν η συνήθεια, δεν παρακινεί πλέον όπως στην αρχήν, αλλά εξαναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεί τον άνθρωπο, πολλές φορές, και χωρίς να το θέλη, να αμαρτάνη. Πέμτον αποτέλεσμα της συνηθείας είναι η απελπισία, και τελευταίον η αιώνιος κόλασις. Όθεν ο ιερός Αυγουστίνος παρομοιάζει την κακήν συνήθεια της αμαρτίας, με έναν ύπνο βαθύ, από τον οποίον, όταν ξυπνήση ο άνθρωπος, θέλει να περιπατήση, αλλά δεν ημπορεί, επειδή εμποδίζεται από το βάρος του ύπνου.


Έτσι και αυτός που είναι κυριευμένος από την πολυκαιρινήν συνήθεια της αμαρτίας, ακούει τον λόγον του Θεού που λέγει: «απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού, και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού, και επιστράφητε προς με, και ελεήσω υμάς, και αφήσω τας αμαρτίας υμών». Θέλει να επιστρέψη στον Θεόν, επιθυμεί να αφήση τις αμαρτίες, όμως δεν ημπορεί, εμποδιζόμενος από την συνήθειαν. Και εάν καμμίαν φοράν φαίνεται πως επιστρέφει προς τον Θεόν, η επιστροφή του δεν είναι αληθινή, αλλά επίπλαστος.


Και καθώς, όταν πέση η βροχή στην γη, φαίνονται πως βρέχονται και οι πέτρες, αλλά από έξω, και εάν τις ιδής στο εσωτερικόν τους είναι κατάξηροι και έρημοι από την δρόσον της βροχής, το ίδιο γίνεται και σ’ εκείνους που η καρδία τους εσκληρύνθη από την πονηράν συνήθειαν. Εξωτερικώς φαίνονται πως εδέχθησαν την θείαν δρόσον της μετανοίας, όθεν πολλές φορές και αναστενάζουν και κλαίουν, όμως από μέσα η καρδία τους είναι ξηρά και έρημος από την δρόσον της Θείας μετανοίας, επειδή η πονηρά συνήθεια δεν επιτρέπει στην δρόσον του Θείου λόγου να φθάση μέχρι τα ενδότερα μέρη της ψυχής.


Ένας διδάσκαλος παρομοιάζει εκείνους οι οποίοι είναι κυριευμένοι από συνήθεια μιας αμαρτίας, με ένα παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά. Πιάνουν πολλές φορές κανένα άγριον πουλί και το δένουν από το πόδι με κλωστήν. Το αφήνουν να πετάξη, και αυτό πετά στο ύψος για να φύγη, αλλά εκείνα το σύρουν πάλι χαμηλά. Το ίδιο παιγνίδι φαίνεται πως κάμνει και ο διάβολος με εκείνους που έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας.


Πολλές φορές τους αφήνει να πετάξουν στο ύψος της αρετής, και βλέπεις ότι, ενώ ευρίσκονται ακόμη μέσα στα πάθη, στα δεσμά των προηγουμένων αμαρτιών, αρχίζουν να εγκρατεύωνται, να νηστεύουν, να κατηγορούν την ζωή που έκαμαν, να ψέγουν την δουλεία της αμαρτίας, να επαινούν την ελευθερία της αρετής.


Όμως, ενώ κάμνουν αυτό το καλόν προοίμιον της αρετής, τους βλέπεις πάλι να κρημνίζωνται στο βάραθρον της κακίας, επειδή ο διάβολος τους έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας, γι’ αυτό τους αφήνει να πετάξουν λίγο μόνον στο ύψος της αρετής, προς αισχύνην και όνειδός τους, και προς ηδονήν και χαράν ιδικήν του, διότι ποτέ δεν εγνώρισεν άλλην απόλαυσιν, άλλην ηδονήν από τότε που εξωρίσθη από τα κάλλη του ουρανού, από το να εμπαίζη τον ταλαίπωρον άνθρωπον με την συνηθειαν της αμαρτίας.


Γράφουν οι Ιστορικοί για τον Μιθριδάτην, εκείνον τον περιβόητον τύραννον, ότι μεταχειριζόμενος συχνά για τροφήν το δηλητήριο που λέγεται κώνειον, έφθασε σε τοιαύτην έξιν, ώστε και αναγκαζόμενος κάποτε να θανατωθή από την μεγάλην του δυστυχίαν, εζήτησε αυτό το δηλητήριο και έφαγε πολύ.


Όμως αυτό δεν ενήργησε, δεν του επέφερε εκείνο που επιθυμούσε, δηλαδή τον θάνατον, τον οποίον εθεωρούσε προτιμότερον από το να πέση στα χέρια των εχθρών του και να γίνη παιγνίδι ιδικό τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν. Επειδή η καθημερινή μεταχείρισις της αμαρτίας γίνεται γι’ αυτόν δευτέρα φύσις, συμμετέχει χωρίς όρεξη και πόθο στα Μυστήρια. Όμως με την συχνή καταφρόνηση που κάμνει σ’ αυτά, παρακινημένος από την συνήθεια, τελικά τα ευρίσκει ανενέργητα.


Του συμβαίνει κάτι παρόμοιον καθώς σε έναν διαβάτην, ο οποίος ερχόμενος να περάση ένα ποταμόν, ευρίσκει στην αρχή μια μικρή ξύλινη γέφύρα, αλλά την καταφρονεί και προχωρεί νομίζοντας ότι θα εύρη άλλην μεγαλύτέρη γέφυρα πέτρινη. Κοπιάζει όμως πολύ και δεν την ευρίσκει, γι’ αυτό αναγκάζεται να γυρίση πίσω, για να τον περάση τάχα από εκείνη την ξύλινη. Όμως μέχρι να έλθη αυτός, ο ποταμός αυξάνει από την βροχή, κατεβαίνει ρεύμα πολύ, σκεπάζεται η γέφυρα εκείνη η ξύλινη, οπότε ο διαβάτης απομένει στην ερημία και ακολούθως στον θάνατο.


Το ίδιο γίνεται και στον δυστυχισμένον αμαρτωλόν, ο οποίος δεμένος με την συνήθεια στην αμαρτίαν, ευρίσκει στην αρχήν εύκολο να λυθή με την ουράνιο γέφυρα της μετανοίας. Επειδή όμως στην αρχή την καταφρονεί, παρακινείται ύστερα να την ζητήση, αλλά δεν την ευρίσκει, επειδή η συνήθεια έχει κατεβάσει πολλά ρεύματα παθών και αμαρτιών, και σκεπάζει την συντριβή της καρδίας, παχύνει τον νου, ψυχραίνει την θείαν αγάπην, οπότε δεν απομένει άλλο στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν από του να κρημνίζεται από το μικρότερο βάραθρο της αμαρτίας στο μεγαλύτερο, και τελικώς στα τάρταρα του άδου.


Για να πληροφορηθής αυτό που σου λέγω, γύρισε μίαν φορά το βλέμμα σου στην αυλήν του Καϊάφα. Θα ιδής εκεί τον Πέτρον, ο οποίος, όταν ηρωτήθη στην αρχή αν είναι και αυτός μαθητής του Χριστού, λέγει: «Ουκ οίδα τον άνθρωπον», και πάλιν, όταν μετά από λίγην ώραν ηρωτήθη για δευτέρα φορά, κάμνει και όρκον ότι δεν γνωρίζει. Την δε τρίτην φορά που ηρωτήθη, προσθέτει και ανάθεμα. «Τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον». Ω κατηραμένη συνήθεια, και τι δεν ημπορείς να κάμης; Ποίον δεν ημπορείς να κρημνίσης;


Ας αποφύγωμε λοιπόν, ω αγαπημένοι μου, την συνήθεια της αμαρτίας, ας μην καταφρονήσωμε την μικρά συνήθεια, για να μην κυριευθούμε από την μεγάλη. Ο Πέτρος, αν δεν άφηνε να χωρέση στην ψυχή του αυτή η παραμικρή πρότασις «ουκ οίδα τον άνθρωπον», δεν θα έφθανε σε τόσην ανάγκη, ώστε σ’ εκείνο το «ουκ οίδα τον άνθρωπον», να προσθέση όρκον και ανάθεμα.


Είναι αξιέπαινον, αν και φαίνεται αξιοκατάκριτον, το έργον που έκαμε ο νέος εκείνος, τον οποίον παίρνοντας οι δήμιοι για να τον κρεμάσουν, επειδή ήταν κλέπτης, παρεκάλεσε τους δημίους να τον αφήσουν να πλησιάση την μητέρα του, η οποία ήταν εκεί κοντά και έκλαιε. Εκείνοι, αν και άσπλαχνοι στις συμφορές των άλλων, όμως τότε δεν γνωρίζω πώς, εφάνησαν συμπαθητικοί και έδωσαν άδεια στον καταδικασμένον εκείνον νέο να πάει κοντά στην μητέρα του, νομίζοντας ότι θέλει ίσως να την ασπασθή και να της ειπή το τελευταίον «υγίαινε», αφού εκείνη την ώρα επρόκειτο να αποχωρισθούν με τοιούτον χωρισμόν.


Άφησαν λοιπόν οι δήμιοι τον νέον, αν και δεμένον, και επλησίασε την μητέρα του, και εκεί που έκαμε πως θέλει να της ειπή ένα λόγον κρυφόν, αυτός αρπάζει με τα δόντια το αυτί της μητέρας και το κόπτει. Αυτό το ασεβές έργον ετάραξε πολύ τους παρευρισκομένους εκεί, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτός ο νέος ήταν άδικος όχι μόνον στους άλλους, αλλά και στην ιδία την μητέρα του. Εκείνος όμως αποκρίνεται «αυτή είναι αίτιος τούτου του θανάτου μου και όλης της άλλης μου κακίας.


Διότι εάν μου έκοπτε την συνήθεια που είχα στην νεότητά μου να κλέπτω τις πλάκες που είχαν για να γράφουν οι συμμαθηταί μου, δεν θα τολμούσα να κλέψω και την Οκτώηχο εκείνη, και ακολούθως τα μεγαλύτερα, και έτσι να έλθω σε αυτήν την συμφορά.» Βλέπει ο Πλάτων ένα φίλον του που έπαιζε κύβους, και αρχίζει ευθύς να τον κατηγορή δριμύτατα και να τον υβρίζη χωρίς έλεος. Και εκείνος ο φίλος του Πλάτωνος, απορώντας για την υπερβολικήν αντίδρασή του, το μόνο που απήντησε ήταν: «ως επί μικροίς» σαν να του έλεγε: «ω σοφότατε Πλάτων, για ένα τόσο μικρόν αμάρτημα μου κάμεις τόσες ύβρεις;


Για τόσην ολίγην άνεσιν, που δίδω στο σώμα μου με το αθώον αυτό παιγνίδι, μου πλέκεις τόσους ονειδισμούς; Μου δίδεις τόσες ύβρεις; Τόσες πολλές κατηγορίες; Και μάλιστα εμπρός σε τόσους πολλούς ανθρώπους; Μεγάλη αντίδρασις, για μικρά πραγματα. Με υβρίζεις για τόσο μικρόν πράγμα». Και εκείνος του αποκρίνεται: «Όταν όμως θα γίνη συνήθεια, δεν θα είναι μικρόν». Ακούεις λόγον από στόμα έλληνος, ακούεις διδασκαλίαν χρυσήν ευαγγελικήν;


Μικρόν είναι το αμάρτημα που κάμεις, φίλε μου, όμως η συνήθεια της αμαρτίας δεν είναι μικρόν πράγμα, αλλά θανατηφόρον, το οποίο κάμνει πολλούς να κλείνουν τους οφθαλμούς, για να μη ιδούν τον ιατρόν της ψυχής τους. Αυτό έχει θανατώσει και καθημερινώς θανατώνει πολλούς και μάλιστα γίγαντες. Πράγματι, η αμαρτία όταν γίνη συνήθεια δεν είναι μικρόν πράγμα. Διότι αυτή είναι η παράλυσις της ψυχής, είναι η αλυσίδα με την οποίαν ο διάβολος δένει τον άνθρωπον επάνω στο κρεβάτι της αναισθησίας.


Δεν είναι μικρόν πράγμα η συνήθεια, αλλά μέγα και φοβερόν, επειδή προξενεί στον άνθρωπον την φοβεράν εκείνην και απαρηγόρητον κόλασιν. Δεν είναι κάτι μικρόν η συνήθεια, διότι είναι ανίατος σε εκείνους που δεν γνωρίζουν τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία είναι: Το πρώτον που χρειάζεται για να κόψη τις ρίζες και τα νεύρα μιας πονηράς συνηθείας, δεν είναι άλλο από την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτή είναι που αχρόνως και ακόπως θεραπεύει αυτό το ανίατον πάθος, όπως κηρύττει ο σημερινός παράλυτος με τον κράββατο στον ώμο.


Αυτή όμως η παντοδυναμία δεν ενεργεί μόνη της. Όχι πως δεν ημπορεί, ούτε πως δεν θέλει, αλλά για να μην αναιρέση εκείνο που εχάρισεν άπαξ δια παντός στον άνθρωπο, το προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπόν πολλά η παντοδυναμία αυτή του Θεού για να ενεργήση σ’ εμάς: την αποχήν του κακού, το μίσος κατά της αμαρτίας, την συντριβήν της καρδίας, την ικανοποίησιν, το μυστήριον της μετανοίας και αληθινής εξομολογήσεως.


Και μαζί με όλα αυτά, την προσευχή και την θέληση του ανθρώπού να κλίνη τον αυχένα, και με θερμά δάκρυα να ζητά την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτό που λέγω γίνεται φανερόν από τον σημερινόν παράλυτον. Εγνώριζεν ο καρδιογνώστης μας Χριστός και τους πολλούς χρόνους που τον είχεν η ασθένεια δεμένον στον κράββατον επάνω, εγνώριζεν επίσης και τους πόνους και την ταλαιπωρίαν την πολλήν που υπέμεινε.


Δεν αγνοούσε ούτε την επιθυμίαν που είχεν ο ταλαίπωρος εκείνος να ελευθερωθεί από την ασθένειαν, ούτε την έλλειψη των αναγκαίων, ούτε την ερημία των φίλων και των συγγενών. Παρ’ όλα ταύτα όμως τον ερωτά: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» για να του δώση αφορμή να τον ομολογήση Κύριον και Παντοδύναμον, και μαζί με την ομολογία να ζητήση και την θεραπείαν του. Αλλά για να δώσει και σ’ εσέ, άνθρωπε, να καταλάβης πόσην δύναμη έχει η πονηρά συνήθεια της αμαρτίας, ώστε να χρειάζεται την παντοδυναμίαν του Θεού για να την κόψη.


Δεύτερον Θεραπευτικό μέσον είναι η επιθυμία και η αγάπη των αντιθέτων της αμαρτίας, πράγμα που συμφωνεί και με τον ορισμόν που δίδουν οι ιατροί, «τα εναντία τοις εναντίοις ιάματα». Θέλεις λοιπόν να κόψης την πονηράν συνήθειαν της μέθης και της πολυφαγίας; Βάλε σαν δραστικό βότανον επάνω στο πάθος την αγάπην και επιθυμίαν της νηστείας. Σε κυριεύει πάθος σαρκικόν, είσαι δεμένος από την συνήθεια της κτηνώδους πορνείας και μοιχείας;


Αγάπησε, ζήτα να αποκτήσης την καθαρότητα και την παρθενίαν των Αγγέλων, και με αυτήν την επαινετήν και αγίαν όρεξιν, κόπτεις την πρώτην, την βδελυκτήν και βρωμεράν. Σε κυριεύει το πάθος της μνησικακίας και έχθρας; Αγάπησε την αμνησικακίαν του Θεού και την αγάπην της Ευαγγελικής ζωής, και με τον τρόπον αυτόν κόπτεις εκείνην την συνήθεια. Σε κυριεύει το πάθος της φιλαργυρίας και ασπλαχνίας;


Αγάπησε την Ευαγγελικήν αυτάρκεια και τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του ουρανίου σου Πατρός, και τοιουτοτρόπως κόπτεις εκείνο το πάθος της Ιουδαϊκής αναισθησίας. Σε κυριεύει η διαβολική αλαζονεία και η υπερηφάνεια; Αγάπησε την ταπεινοφροσύνην του Δεσπότου σου, και με τον τρόπον αυτόν ιατρεύεις τα πονηρά μαθήματα του εωσφόρου.


Τρίτον θεραπευτικό μέσον είναι η πλήρης υποταγή του σώματος, το οποίον δεν ημπορείς να το νικήσης με άλλον τρόπο από αυτόν που σου έδειξεν ο εσταυρωμένος Ιησούς επάνω στον Γολγοθά, και με όλον το παράδειγμα της παναγίας ζωής του. Καθώς, λοιπόν, εκείνος παρέδωσε την παναγίαν του σάρκα στο πικρότατον εκείνο πέλαγος των φρικτών παθών, με τον ίδιο τρόπον και συ μη λυπηθής την σάρκα, για να κερδίσης την ψυχήν. Γνώρισε πως αυτό το σώμα είναι δούλος, και η ψυχή είναι κύριός του.


Μή λυπήσαι τον δούλο μήπως πεινάση, μην ιδρώση και κοπιάσει, και θα τιμηθή έτσι ο κύριός του. Μη λυπηθής τον δούλον, την σάρκα σου, αν καταφρονηθή και γυμνωθή προσκαίρως, διότι έτσι θα ενδυθή με το ένδυμα της αθωότητος και θα δοξασθή αιωνίως η ψυχή. Αυτά είναι τα μέσα με τα οποία ημπορεί κανείς να κόψη τα νεύρα κάθε πονηράς συνηθείας. Στοχάσου, άνθρωπε, και την ευκολίαν, αλλά και την τιμήν και την δόξαν που έχουν αυτά.


Εάν λοιπόν τα αποστραφής, γνώριζε ότι είσαι ένας παράλυτος, ο οποίος και άνθρωπον έχει για να τον βοηθήση να εισέλθη στα ύδατα της κολυμβήθρας, και θεραπευτικά μέσα για να τον ελευθερώσουν από εκείνο το αξιοδάκρυτον πάθος, και με το ιδικόν του θέλημα τον αποστρέφεται. Συ είσαι που με το ίδιο το χέρι σου υπογράφεις στην διαθήκην του ουρανίου Πατρός να είσαι απόκληρος της Βασιλείας Του.


Γράφει ο Αριστοτέλης στα «πολιτικά» του, πως στους Σκύθες υπήρχε νόμος που όριζε να μην έχη δικαίωμα στις πανηγύρεις να χρησιμοποιή το ποτήρι με το οποίον έπιναν όλοι όποιος δεν έχει θανατώσει έστω έναν εχθρόν της πόλεως.


Αυτό γνώριζε, άνθρωπε, ότι θα συμβή και σ’ εσέ, αν δεν θανατώσης, αν δεν κόψης την πονηράν συνήθειαν της αμαρτίας, στην οποίαν ευρίσκεσαι δεμένος από την έχθρα και την συμβουλή του εχθρού σου διαβόλου. Δεν πρόκειται να αξιωθής ποτέ να πίης το ποτήριον εκείνο της Καινής Διαθήκης, το ποτήριον εκείνο της ουρανίου ζωής, την κληρονομία της άνω δόξης. Και από αυτήν την δυστυχίαν, από αυτήν την συμφοράν, ημπορεί να ευρεθή ή να εννοηθή άλλη μεγαλυτέρα;


Λοιπόν, εσύ ταλαίπωρε άνθρωπε, το υποφέρεις για μίαν κακήν συνήθεια να χάσης την ουράνιο Βασιλείαν; Είναι τούτο έργο ψυχής λογικής, να πωλή για τόσο λίγο, για μίαν πρόσκαιρον ηδονήν, την δόξαν, την παρρησίαν, την αγάπην της τρισυποστάτου Θεότητος; 


Είναι τούτο έργον φρονίμου ανδρός, να αφήση την συντροφίαν των ‘Αγγέλων, την συνοδείαν των Αποστόλων, την χαράν των Προφητών, τις σκηνές των δικαίων, για μίαν συνήθειαν κακήν και διεστραμμένην; Μη, παρακαλώ, ας μην ευρεθή κάποιος από εμάς τόσον ανόητος, αλλά όλοι, με τα θεραπευτικά μέσα που είπα, ας κόψωμε κάθε πονηράν συνήθεια, για να αξιωθουμε των επηγγελμένων ημίν αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.





Από το βιβλίο ''Πατερικόν Κυριακοδρόμιον'', σελίς 59 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF