Στα 1993 έπεσε στα χέρια μας το -αφηγηματικά- συγκλονιστικό βιβλίο του μακαριστού πλέον Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Ιεροσολυμίτη ''Ο Όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815-1883)'', Ιεροσόλυμα 1975. Πρόκειται για ένα εκπληκτικής συγγραφής ''Συναξάρι'' ενός πολύ μεγάλου Αγίου, που η πνευματική του ψυχοφέλεια ''αναδύεται'' -κατά κυριολεξία- από την αρχή της ανάγνωσης, έως το τέλος. Παρουσιάζεται συντριπτικά φοβερή η μεταστροφή του Οσίου στον Μοναχισμό, με αφορμή τον πρόωρο θάνατο μιας νέας κοπέλας, που ως λαικός ακόμη, μετά από κάποιο ταξίδι επέστρεφε στο νησί προκειμένου να την νυμφευθεί. Εκεί συγκλονισμένος από την πληροφορία του θανάτου της αποφασίζει μία νύχτα να την επισκεφθεί στο νεκροταφείο, όπου λίγες -μόλις- ημέρες πριν είχε ταφεί. Ανοίγει τον τάφο της προκειμένου να την ''αποχαιρετήσει'' για ύστατη φορά και βλέποντας το σώμα της σε προχωρημένη σήψη, να το τρώνε τα σκουλήκια της γης και να αναδύεται μια ανυπόφορη δυσοσμία, κάθεται όλη την νύχτα και κλαίγοντας φιλοσοφούσε την ύπαρξη, αλλά -πολύ περισσότερο- τον μετά θάνατον προορισμό του ανθρώπου! Το τροπάριο από τους Μακαρισμούς της Νεκρώσιμης ακολουθίας ''εξέλθωμεν και ίδωμεν εν τοις τάφοις, ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία και γνώμεν τις ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και η ευπρέπεια...'' ταίριαζε εκείνη την ώρα. Έτσι -αν και πολύ πιστός εκ παιδιόθεν- αποφασίζει την επομένη ημέρα να προσέλθει ως Μοναχός στην Νέα Μονή Χίου και αργότερα στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάρκου, την οποία έχτισε εξ αρχής. Τα θαύματα που επιτέλεσε στο όνομα του Χριστού μας ήταν πολλά και θαυμαστά, όπως και η καθημερινή Χριστολογική του βιοτή, εντρυφώντας με ταπείνωση και αυταπάρνηση στην άσκηση και τον πνευματικό αγώνα. Προς πνευματική ωφέλεια ημών και των αναγνωστών μας προβαίνουμε στην ηλεκτρονική μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου σε συνέχειες, επικαλούμενοι τις ευχές και ευλογίες του Οσίου, με την ελπίδα να διαβασθεί από τους περισσοτέρους προς δόξαν Θεού, κατά το του Παύλου: ''Είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε''. Προς Κορινθίους Α, Ι' (10) 28-33. Εύχεσθε!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
ΜΕΡΟΣ 9ον
(Σ υ ν έ χ ε ι α α π ό τ ο π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο)
Μια γυναίκα αντί να πάη στην εκκλησία την Κυριακή, έκανε φιδέ να πάη στον Όσιο. -Γέροντα σας έφερα λίγο φιδέ, του είπε. -Σκουλήκια της αποκρίθηκε μου έφερες. Την ώρα της λειτουργίας δεν τον εζύμωσες; Άδειασέ τον. Ο καθαρός φιδές είχε γεμίσει σκουλήκια.
Παρόμοια περιστατικά πολλά συνέβαιναν στον Άγιο. Στο χωριό Θολό ποτάμι υπήρχε η οικογένεια Μονιώδη. Ένα παιδί της οικογενείας έγινε Μοναχός στον Άγιο Μάρκο. Η μητέρα του μοναχού από καιρού εις καιρόν μετέβαινε στο μοναστήρι να δη το παιδί της και να ζητήση την ευχή του Οσίου. Πάντοτε δε κάτι προσέφερε στο μοναστήρι σαν μικρό δείγμα δωρεάς ανάλογο του ισχνού βαλαντίου της.
Κάποτε πήγε φιδέ. Ο Όσιος Παρθένιος μόλις έπιασε στο χέρι του τον φιδέ, χαμογέλασε και της λέγει: ''τον φιδέ που μας έφερες τον ζύμωσες Κυριακή - μέρα αφιερωμένη στον Θεό. Ο φιδές αυτός δεν είναι δεκτός στο μοναστήρι, πάρε τον και πέταξέ τον στο δάσος''. Έκπληκτη η γραία Μονιώδη συνεμορφώθη προς την διαταγήν του Οσίου, διότι πράγματι ο φιδές ζυμώθηκε Κυριακή.
Μια άλλη Κυριακή περνούσε ο Άγιος από την ενορία του Αγίου Σπυρίδωνος των Νερομύλων κοντά από το παρεκκλήσιο των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων. Τότε βλέπει με μεγάλη έκπληξι μερικούς εργάτες να καταπατούν την την αργία της Κυριακής και να κτίζουν. Στρέφεται τότε στον αρχιμάστορα, ο οποίος ήτο νοικοκύρης του σπιτιού:
''Ε! του λέει σήμερα είναι Κυριακή ημέρα αφιερωμένη στον Θεό, δεν εργάζονται''. Τότε εκείνος του απαντάει ειρωνικά: - ''Οι παπάδες που η δουλειά τους είναι να ψάλλουν, πως δουλεύουν την Κυριακή;''. ''Άντε'' - του λέει - ο Άγιος ''και το σπίτι απ' όσο είναι δεν θα ανέβη παραπάνω''.
Πράγματι άγνωστες παραμένουν οι αιτίες, για τις οποίες από την άλλη μέρα η ανοικοδόμηση εκείνου του σπιτιού σταμάτησε. Μετά δεν το αγόρασε κανένας από τότε μέχρι σήμερα, από ευλάβεια στον Όσιο, και από τον φόβο της προφητείας Του, ότι δεν θα ανέβη παραπάνω. Μέχρι σήμερα σώζεται ατέλειωτο και ερείπιο, ενώ διδάσκει την αργία της Κυριακής και το προορατικό χάρισμα του Αγίου.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Ο αέρας σφύριζε δυνατά μέσα στην παγερή νύχτα και άγρια κύματα ξεσπούσαν πάνω σ' ένα Χιώτικο βροντοδούσικο καράβι να το πνίξουν. Κάθε ελπίδα σωτηρίας είχε πια χαθή. Το ταξείδι εκείνο του καραβιού θάταν το τελευταίο και οι ναυτικοί θα ταξίδευαν στο αιώνιο ταξείδι σε λίγο. Το καράβι σαν καρυδότσουφλο ανέβαινε και κατέβαινε παίρνοντας νερά.
Στον Άγιο Μάρκο τελείται ακολουθία. Οι ναυτικοί που κινδυνεύουν είναι από τους πιο μεγάλους φίλους της Μονής του Οσίου. Τελευταία απόμεινε πια μια ελπίδα σωτηρίας. Ο καπετάν Ζανάρας από τον Βροντάδο, φίλος του Οσίου, λέει με σφιγμένη την καρδιά: Θεέ! μου, σώσε μας με την ευχή του Γέροντα Παρθενίου και ό,τι φορτίο έχει το καράβι θα το πάμε στο μοναστήρι του.
Ο Όσιος εκεί που εδιάβαζε τον κανόνα μένει ακίνητος, καρφώνει τα μάτια του στην εικόνα του Χριστού. Σηκώνει τα χέρια Του σε στάση προσευχής και βρίσκεται σε έκστασι. Οι μοναχοί τον βλέπουν χωρίς να μιλούν και σημειώνουν την ημέρα και την ώρα της εναγωνίου αυτής προσευχής του Αγίου.
Δεν είχε προλάβει να τελειώση ο καπετάν Ζανάρας την προσευχή του και ένας μοναχός κρατούσε το τιμόνι του καραβιού. Τα ράσα του και το κομποσκοίνι του ανέμιζαν στον βοριά και σκορπούσαν τα άσπρα Του γένια. Τους κύτταξε με ένα γλυκό χαμόγελο. - Ο Παρθένιος! - φώναξαν όλοι - ο γέροντας του Αγίου Μάρκου. Το καράβι άρχισε να κινείται πιο λίγο μέχρι που σταμάτησε. Ο αέρας σταμάτησε να φυσά. Έγινε μεγάλη γαλήνη. Ο Παρθένιος είχε εξαφανισθή.
Μετά λίγες μέρες το πλήρωμα του καραβιού ξεκινούσε για τον Άγιο Μάρκο. Όπως είχαν υποσχεθή, φόρτωσαν το φορτίο του καραβιού σε μουλάρια και πήγαιναν στο μοναστήρι πρώτα. Μετά θα πήγαιναν στα σπίτια τους. Πρώτα θα ευχαριστούσαν τον Θεό και τον Όσιο για την σωτηρία τους. Με φόβο Θεού και ευλάβεια οι διασωθέντες διηγήθηκαν στους μοναχούς το μεγάλο θαύμα. Κοίταζαν εκεί που είχαν σημειώσει και οι μοναχοί την ημέρα και την ώρα που ο Όσιος προσευχόταν ακίνητος, εκστατικός και εξαϋλωμένος. Ήταν η ίδια.
Το θαύμα τούτο εδιηγείτο έως της τελευταίας του αναπνοής ο Πατήρ Ιερεμίας, μάγειρος της Μονής, ένας από τους τελευταίους αναπομείναντας μοναχούς που έζησαν μαζί με τον Άγιο. Από αυτόν το ήκουσε και ο π. Ακάκιος ο σήμερον ηγούμενος του Αγίου Μάρκου.
Ο ΛΑΓΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
Μια μέρα οι μοναχοί παραπονέθηκαν στον Όσιο. -Γέροντα - του είπαν - εμείς όλο σκάβομε και ποτίζομε τα λάχανα και έρχεται ο λαγός και μας τα τρώει. Η καταστροφή των λαχάνων για το φτωχό μοναστήρι του Αγίου τότε ήτο μεγάλο θέμα. -Δεν είναι σπουδαίο πράγμα, είπε ο Όσιος. Πάμε στα λάχανα. Ο Άγιος άρχισε να λέει σιγά:
Έλα εδώ εσύ που κάνεις τις ζημιές. Τότε μέσα από κάτι πέτρες βγήκε ένας λαγός και έπεσε με το κεφάλι εμπρός στον Όσιο. Ο Όσιος έσκυψε τον έπιασε από το αυτί και του λέει: ''Δεν μου λες εσύ τα ποτίζεις, εσύ τα σκάβεις, εσύ τα περιποιείσαι τα λάχανα και τα τρως; Πήγαινε και άλλη φορά μην ξανάλθης πια εδώ''. Αμέσως ο λαγός άρχισε να τρέχη μέχρι που χάθηκε.
Από τότε δεν βρέθηκε λάχανο πειραγμένο. Απ' αυτό το περιστατικό ο Άγιος θεωρείται και προστάτης των γεωργών όπως ο Άγιος Τρύφων, τιμάται ως φύλαξ και προστάτης των αγρών.
Αυτό το περιστατικό με άλλα λόγια λέει ότι όχι μόνο οι απλοί άνθρωποι της Χίου εκείνα τα χρόνια εσέβοντο τον Όσιο - μα και τα άλογα ζώα τον προσκυνούσαν. Ο Όσιος Παρθένιος δεν μιλούσε με ωραία λόγια, αλλά με την παρουσία Του στις ψυχές των ευλαβών κατοίκων της Χίου την εποχή εκείνη.
Στο κοντό Του σώμα ζούσε μια δυναμική ψυχή. Συνέβη ό,τι συνέβαινε στον Άγιο Μελέτιο τον Αντιοχείας - και στον Άγιο Παρθένιο καθώς λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ''ου γαρ διδάσκων μόνον ουδέ φθεγγόμενος αλλά και ορώμενος απλώς ικανός ην άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των δρώντων ψυχήν εισαγαγείν''.
(Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου