ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ 1940-41 ΜΕ ΠΙΣΤΗ (Β' Μέρος)



''Θυμάμαι πάντα, κι έτσι σαν τις ζω στο ενεστώς,
τις στιγμές εκείνες του
πρωινού της 28ης Οκτωβρίου 1940,
 που ξύπνησα ξαφνιασμένος από τους διάτορους
γόους της σειρήνας για να πληροφορηθώ από το
γερο - θυρωρό μου, σαν μου ανέβασε την
εφημερίδα - κι απόμεινα σιωπηλός...''.
 


Ζούμε σε χρόνια αίολα, που τα υστερικά συνθήματα ξεθώριασαν στους τοίχους με τα γκράφιτι και στους πολυχρησιμοποιημένους καναπέδες. Η εποποιϊα του ’40 έγινε για τους νεοέλληνες η αβάσταχτη ελαφρότητα της υπαρξιακής ανίας. Οι ήρωες της ελληνικής αντίστασης απέκτησαν την έννοια του κιτς, ενώ για άλλους διαβεβλημένους ηγετίσκους ο διαχωρισμός σε κυβερνητικούς στρατιώτες και σε λαικούς, στρατολογημενους παρτιζάνους έγινε σημαία, για να αιτιολογηθεί ο στίχος ‘’τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας’’! Η διχόνοια και ο διαμερισμός των Ελλήνων ήταν ανέκαθεν ζωτικής σημασίας υπαρξιακό στοιχείο... Ακόμα και για το ποιος ξεστόμισε το ‘’Όχι’’ έγινε ανεπίτρεπτο ταμπού και απαγορευτική ταμπέλα σε δρόμους μονής κατεύθυνσης κι από ‘’οδηγούς’’ που απαξιώνουν να κοιτάξουν προς τα πίσω. Ας μη γελιόμαστε… Ζούμε σε μια ξετσίπωτη, απόστατη κι ανερυθρίαστη εποχή, που ο λαός μας αρέσκεται να κοιτά σε κλειδαρότρυπες, να ‘’δραπετεύει’’ κατά μόνας μπροστά στο ‘’GNTM’’, το ‘’big brother’’ και το ‘’bachelor’’! Οι εθνικές εορτές υποβιβάστηκαν στα μάτια τους, σε ασπρόμαυρες, φολκλορικές ταινίες και οι συνοικιακές, μαθητικές παρελάσεις σε λούμπεν συνάξεις παραδοσιακών στοιχείων. Οι σημαίες αποκαθηλώθηκαν στον ευτελισμό της επικαιρότητας και τα τραγούδια της Βέμπο ακρωτηριάστηκαν από το fun κοινό του ‘’Voice’’! Σε πείσμα των καιρών που ζούμε και, επειδή αδυνατούμε συχνά να εναρμονιστούμε με αυτήν την αποκρουστικά, σηψαιμική πραγματικότητα αναρτούμε εν όψει της επετείου του ’40, αυτοβιογραφικές σελίδες του Πολέμου, από το εξαιρετικό βιβλίο της Μερόπης Σπυροπούλου ‘’Στην Εποποιϊα του 1940-41 με Πίστη’’. Η Μερόπη Σπυροπούλου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, με πλούσιο συγγραφικό υλικό, γνωστή από τις δεκάδες διαλέξεις της, αλλά και από τις ομιλίες της μέσα από τον ραδιοσταθμό της ‘’Πειραϊκής Εκκλησίας’’. Το βιβλίο αποτελεί μια διανθισμένη συλλογή από κείμενα λογίων της εποχής του έπους του ’40, παρμένα από περιοδικά, εφημερίδες και ξεχασμένα, σπάνια βιβλία. Οι αναρτήσεις μας υπό τον τίτλο ‘’Στην Εποποιϊα του 1940-41 με Πίστη‘’ θα ολοκληρωθούν σε επτά αυτοτελείς συνέχειες, ως ελάχιστο δείγμα τιμής, μνήμης και υπόμνησης στο έπος του ’40, για όλους εμάς, που ξεχάσαμε να θυμόμαστε και γίναμε διακομιστές μιας επικής, επιλεγμένης αμνησίας! 



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος 
Δημοσιογράφος





ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ



ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Η ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ ΚΟΡΥΦΗ. (Ομιλία στην πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, 27/10/1960). 

Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Τεύχος της 1ης Νοεμβρίου 1980 

(Αφιέρωμα στην 28η Οκτωβρίου 1940).



''Είκοσι οχτώ του Οχτώβρη! Είναι τρανή τούτη η ημερομηνία, και για πολλούς αιώνες δεν είναι για να σβήση το μεγάλο άστρο της πάνω από την Ελλάδα. Σηκώθηκε όρθια μια ολάκερη φυλή, και έγραψε τις εντολές της με φωτιά και με αίμα. Γεννήθηκε ένα πρωί μέσα στην κραυγή των σειρήνων, των σαλπίγγων και των τραγουδιών.

Οι καμπάνες όλης της Ελλάδας τη φώναξαν με τα χάλκινα στόματά τους, και οι πανέλληνες απάντησαν μ' ένα ομόψυχο ''παρών''! [...] Στην πραγματικότητα είναι η ίδια μέρα του ελέγχου, που κάθε τόσο ξανάρχεται με άλλο όνομα μέσα στη ζωή και την ιστορία μας. Τέτοια είναι και η μέρα της 28ης του Οχτώβρη.

Αυτή τη μέρα δώσαμε ακόμα μια φορά εξετάσεις μπροστά στο Θεό και μπροστά στους ανθρώπους. [...] Άπειρα είναι τα επεισόδια που δείχνουν το απίθανο ύψος της αυτοθυσίας, της ανδρείας, της πίστης και της ελληνικής ευγένειας, στο οποίο είχε φτάσει η εθνική ψυχή κείνη την περίοδο.

Η περιφρόνηση προς τον κίνδυνο, προς τον θάνατο, προς την φυσική εξάντληση, ήταν μια συνεχής κατάσταση. Οι άγιοι στρατιώτες ζούσαν σε μιαν αδιάλκοπη έξαρση. Έβλεπαν την Παναγία να περπατά πάνω στα χιόνια...''. 



ΤΙΜΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ
Η ΠΑΝΑΓΙΑ. Αναφέρεται στο ''Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 40'', 
του ΑΛΕΚΟΥ Ε. ΦΛΩΡΑΚΗ. 
Έκδοση του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, 
Αθήνα 1990.


''...Και το θαύμα έγινεν. Ένας ύμνος μυριόστομος ανεβαίνει προς τον ολογάλανον ελληνικόν ουρανόν: ''Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια''. Ένας λαός γονυκλινής προσεύχεται και ένας στρατός προχωρεί. Η κανδήλα καίει προ της Εικόνος της Αγίας Παρθένου και υποκύανα νέφη λιβαβωτού ανεβαίνουν προς τον ουράνιον θόλον, ενώ τα χείλη ψιθυρίζουν το άγιον όνομά Της.

Έτσι ηγωνίσθη πάντοτε η Ελλάς. Με την βαθείαν, την ακλόνητον πίστιν προς τον Θεόν, με την μεγάλην, την αιωνίαν προς την Πατρίδα. Και ενίκησε. Και όταν ήλθαν καιροί σκοτεινοί και χρόνοι δυστυχίας, πάλιν με τη ιδίαν πίστιν, με το ίδιον βαθύ, ειλικρινές και άδολον αίσθημα εξήλθεν από το σκότος εις το φως και εσυνέχισε τον δρόμο της. Και τώρα πάλιν εκεί ως τα βουνά της Ηπείρου, στους απότομους κρημνούς και στις αετοράχες, με τους οποίους η ελληνική φύσις κατεσκεύασε ανυπέρβλητα χαρακώματα, ο Στρατός υπό την ηγεσίαν της Θεομήτορος βαδίζει κατά του εισβολέως.

Αντί λαμπάδων λάμπουν τα δάση των γυμνών λογχών πέριξ της θείας μορφής Της, που θαμβώνει με το ακτινοβόλημα μιας αδόλου ωραιότητος. Είνε Αυτή η προστάτις και η οδηγήτρια. Είνε Αυτή ο πύρινος στύλος και η Σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης. Είνε Αυτή που γλυκαίνει την ζωήν με τους σταλαγμούς της ουρανίας δρόσου.

Είνε Αυτή που δεν λησμονεί ότι εις μίαν εορτήν Της, προ της εικόνος Της, προ του ναού Της, εβυθίσθη από αιμοσταγείς χριστιανικάς χείρας ένα σκάφος και ότι βάρβαρος κρότος μιας τορπίλλης διέκοψε την δέησιν και ενέκρωσε τα προσευχόμενα χείλη.

Στρατός και Λαός προς Αυτήν ατενίζουν. Εδώ θυμίαμα από μοσχολίβανον ανεβαίνει προς τον ουρανόν, εκεί θυμίαμα ο καπνός της μάχης και ύμνος ο νικητήριος κρότος των πυροβόλων''.  


                                                                                 Εφ. <<Έθνος>>, 21/11/1940.



ΛΙΛΙΚΑ ΝΑΚΟΥ 
ΝΑ ΜΗ ΛΥΓΙΣΗ ΠΟΤΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ. 
Άρθρο στο περιοδικό ''ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ'' 
(Στο Αφιέρωμα ''Κείμενα για την 28η Οκτωβρίου 1940, 
γραμμένα τις πρώτες ημέρες του πολέμου'', 
Τεύχος 1ης Νοεμβρίου 1980 
(Αφιέρωμα στην 28η Οκτωβρίου 1940).


<<... Η ψυχή όλων μας λες και έχει πλατύνει τις μέρες αυτές ώστε να αγκαλιάζη όλων των μαννάδων τα παιδιά και ο πόνος τους γίνεται δικός μας. Πλάτυνε ξαφνικά η καρδιά μας κι αγκαλιάζει τα ζωντανά όπως και τα άψυχα, ακόμα πράγματα της γης που πατάμε. [...]

Το άρθρο αυτό αγαπητοί μου αναγνώστες, το γράφω ύστερα από τον συναγερμό. Μέσα στο υπόγειο βρίσκονταν δυο γυναίκες του λαού. Η μία βάσταγε το μωρό της αμίλητη μέσα στο σκοτάδι, καθισμένη σ' ένα σκαλοπάτι. Η άλλη, που είχε δυο γιους στον πόλεμο, δεν έπαυε να μουρμουρίζη καθώς σύριζαν οι ειρήνες:

-Θεέ μου. Δώσε κουράγιο να βαστά η ψυχή του κόσμου που δεν έφταιξε σε τίποτα. Κάνε να μη λυγίση ποτέ η καρδιά μας. Να τι έλεγε αυτή η γυναικούλα. Μου φαίνεται πως τα λόγια αυτά αξίζουν στην απλότητά τους πολλά. Είνε λόγια ακόμη, που ο καθείς μας μπορεί να λέη στις κρίσιμες αυτές ώρες που περνάμε. -Κάνε, Θεέ, την καρδιά μας να μη λυγίση ποτέ>>.




ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΗ.
Άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 
Τεύχος 1ης Νοεμβρίου, 1949 (28 Οκτωβρίου1940).


<<...Θυμάμαι πάντα, κι έτσι σαν τις ζω στο ενεστώς, τις στιγμές εκείνες του πρωινού της 28ης Οκτωβρίου 1940,  που ξύπνησα ξαφνιασμένος από τους διάτορους γόους της σειρήνας για να πληροφορηθώ από το γερο - θυρωρό μου, σαν μου ανέβασε την εφημερίδα - κι απόμεινα σιωπηλός. Όχι αποσβολωμένος. Σιωπηλός - και ακίνητος, και με τα μάτια στυλωμένα στο πρωινό φως.

Δεν είχα καμμία από τις συνειθισμένες αντιδράσεις που φέρνει, αυτόματα, μια τέτοια είδηση, δεν έκανα καμμία από τις σκέψεις που προκαλεί. Δεν κόχλιασε μέσα μου άξαφνο μίσος εναντίον των Ιταλών για την άδικη (και τόσο δειλή από μέρους μιας Μεγάλης Δύναμης) επίθεση. Δεν με κατέλαβε, φοβισμένη ταραχή για το άνισο του πολέμου αυτού, για τις πιθανότητες της ήττας και τις συνέπειές της. Δεν με κέντρισε τυφλό πολεμικό μένος.

Ό,τι ένιωθα, έτσι που είχα απομείνει σιωπηλός κι ανόητος, δεν το είχα νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου και σε κανένα, πριν, άλλο πόλεμο. Ήταν σαν να είχα μπει σε μια ''κατάσταση Χάριτος''. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη κατάνυξη - σαν μια ψυχή που απογυμνώνεται από κάθε τι το γήινο και γίνεται έτοιμη να πλουτισθεί με το Θείο. Και μέσα σ' αυτήν την κατάνυξη,  ε υ α γ γ ε λ ί σ τ η κ α  την Ελλάδα.

Δεν ήταν η αφηρημένη της έννοια, ή η συμβολική της παράσταση, ή κι αυτό ακόμα το όραμά της, που είχε εισχωρήσει μέσα μου, που γέμιζε το είναι μου και ξεχείλιζε. Ήταν η Ελλάδα αυτούσια, στη ζωντανή της υπόσταση: με τα βουνά και τους κάμπους της, τις θάλασσες και τα ποτάμια της, τα δάση και τα λουλούδια της - και μ' όλους τους ανθρώπους που ζούσαν σ' αυτήν. Ο ίδιος εγώ είχα γίνει Ελλάδα.

Όλα της ήταν μέσα μου - κι εγώ ήμουν μέσα σ' όλα. Όλα της μου ανήκαν - και τους ανήκα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην το γνώριζα και να μην τ' αγαπούσα. Τίποτα που να μη με θέρμαινε και να μην το θέρμαινα. Η ψυχή μου ξεχείλιζε από τρυφερότητα για ό,τι ελληνικό, από αδελφωσύνη για κάθε Έλληνα [...]. Κι ένα φως αναστάσιμο έλουζε και εξωράϊζε όλους και όλα...''. 


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Αποσπάσματα εκ του βιβλίου της Μερόπης Σπυροπούλου
Ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών 
‘’Στην Εποποιϊα του 1940-41 με Πίστη’’ Αποσπάσματα από γραπτές μαρτυρίες, 
εκδόσεις Αρχονταρίκι
Αθήνα 2009, δ’ έκδοση 2018, σελ. 121-130.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF