Βαρειά πολύμορφα σύννεφα σαν κακιωμένα φαντάσματα, κυλούσαν πάνω στον ακίνητο γκρίζο ουρανό.
Σφυρίζανε τα γυμνωμένα κλαδιά στ' αλύπητο του βορηά τυράννισμα και το ελαφρόηχο παροδικό ξεκούρασμά τους πνίγουνταν μέσα στο μονότονο βοητό του πυκνόφυλλου κισσού ή στους ρυθμικούς στεναγμούς της θάλασσας.
''Χιόνια θάχουμε'' μουρμούριζαν εύθυμα γοργοδιαβαίνοντας οι γεωργοί, τυλιγμένοι στις ολοκαίνουργες γούνες τους. Μα τα χιόνια δεν φαίνουνταν.
Μονάχα εξακολουθούσε τ' ακούραστο κυνηγητό που έκαμνε ο αγέρας στα τρελλαμένα σύννεφα κι ερήμωσε τη θλιμμένη εξοχή μ' αφόρητη παγωνιά.
Το βράδυ τέλος ύστερ' απ' τα τόσα δίκαια παρακαλετιά της κουρασμένης ημέρας, σκίστηκε ξαφνικά το αγριεμένο στερέωμα κι ανάμεσα στις στενές χαραμάδες του τεινάκτηκαν πλούσιες λάμψες που έβαψαν το ναρκωμένο σκοτάδι με θαμποκόκκινα χρώματα.
Μέσα σ' ένα λεπτό σκεπάστηκε ο φωτεινός καταρράκτης κι ο κόσμος βουτύχτηκε πάλι σε μαυρίλα τρομακτική.
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων.
Μοσκοβολούσε το σπήτι από την εξαιρετική μυρωδιά του της Παραμονής.
Οι φυσιογνωμίες όλων μας ήταν ήρεμες, συγχωρητικές, μυστικοπαθείς. Μόλις νύχτωσε μαζευτήκαμε γύρω στο φτωχοστόλιστο τραπέζι, φάγαμε γρήγορα τη νερόβραστη σούπα μας και πέσαμε στο διάβασμα.
Με την πιο μεγάλη κατάνυξη, με κάποιο όμορφο φόβο που η παρηγοριά μόλις τον αφίνει να εκδηλωθή, διαβάζαμε τη ρητορική ακολουθία της θείας μετάληψης.
Μούγκριζε απελπισμένος ο βορηάς ανάμεσα στα σκεβρωμένα παντζούρια.
Και το μούγκρισμα εκείνο που έφερνε μπροστά μας τη βαρετή εικόνα της πεθαμένης φύσης, μας έκαμνε να φοβούμαστε πιότερο απόσο έπρεπε, το μυστήριο που έκρυβε μέσα του το πολυσέλιδο βιβλιαράκι μας.
Μα γρήγωρα πάλι μια ελπιδοφόρα μυστική φωνή έδιωχνε όλους τους αθώους φόβους μας.
Η μια κατόπιν της άλλης σβύστηκαν όλες οι αδύνατες της γειτονιάς λάμπες που ανάμεσα στ' αχνισμένα τζάμια έμοιαζαν άστρα πεσμένα στα δέντρα, κι η αμίλητη εξοχή κοιμήθηκε τον ύπνο της Μεγάλης Παραμονής.
Ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα που θα γιορτάζαμε στο ξενητοκαμμένο νησί.
Το άδηλο που μας περίμενε μακρυά από το σπήτι γέμισε την καρδιά μας με τ' όμορφο εκείνο παράπονο που γνώρισαν όσοι περνώντας θάλασσες κι ωκεανούς, δεν μπόρεσαν να ρίψουν κει μέσα τις βαρειές αλυσσίδες της παντοδύναμης σπιτήσιας αγάπης...
Μας πλάκωσε γρήγωρα ο ευεργετικός ύπνος του κουρασμένου. Το δυνατό κτύπημα του κανδηλάπτη στην εξώπορτα έκοψε τη νέκρα της ερημιάς και τον ύπνο μας.
Ντυθήκαμε σιγά σιγά κι αμίλητοι σαν σκιές. Ύστερα μπήκε μπροστά ο πιο μικρός μας με το πολύχρωμο φαναράκι που εμεταχειριζούμαστε σε τέτοιους μονάχα θρησκευτικούς περιπάτους και βιαστικοί από το κρύο και βουβοί μέσα στης ώρας το μυστήριο τραβήκαμε για την εκκλησιά.
Η καμπάνα χτυπούσε αδιάκοπα για να σκορπίση την ευθυμία της Γιορτής σ' όλες τις άκριες της ενορίας.
Ο δυνατός ανεμοστρόβιλος αρπούσε τους ήχους της πριν ξεκολλήσουν ακόμη από το πολυαίσθητο μέταλλο και τους έρριπτε πάνω μας, πότε ολόκληρους σα βαρειά στερεή ουσία, πότε σαν καταξεσκυσμένη λεπτότατη απήχηση.
Τα λαφροπαγωμένα χώματα σιγότριζαν κάτω απ' τα πρωτόβγαλτα παπούτσια μας. Εδώ κι εκεί τα σκυλιά άφηναν από κανένα βεβιασμένο γαύγισμα.
Τα τρομαγμένα κοσσύφια έφευγαν από το ζεστό φύλλωμα της δάφνης και περνούσαν βιαστικά από πάνω μας για να κρυφτούν στα πυκνόκλαδα της αντικρυνής βαροφορτωμένης μανδαρινιάς.
Που και που ακούγονταν το ξερό πέσιμο κανενός πολυώριμου πορτοκαλλιού.
Από μακρυά έλαμψε η εκκλησιά με τ' αμέτρητα κεράκια της που μέσα στο σκοτάδι της νύχτας έμοιαζαν σαν πλησιασμένα γιορτερά αστέρια.
Απάνω ψηλά στο ιερό Βήμα σαν καρφωμένο στον αέρα τρεμόσβυνε, γεμάτο θρησκευτικιά ομορφιά, τ' ακοίμητο κανδύλι, σαν το ουρανόσταλτο φως που στάθηκε σημάδι της Φάτνης.
Οι γέροι ενορίτες σφικτοσφιγμένοι στα καινούργια τους, με όμορφες ειρηνικές μορφές, με τα μάτια ανεβασμένα σε θέση προσευχής, μου φάνηκαν σαν τους μυριόπλουτους και σοφούς Μάγους που πήγαν να προσκυνήσουν το φτωχό Βρέφος.
Το πολυθόρυβο θυμιατό σκορπούσε το Λίβανο και τη Σμύρνα και ο χρυσός στραφτοκοπούσε στα φωτοστέφανα των εικόνων, στους πολυέλαιους και στις κανδήλες.
Του ψάλτη οι χαμηλόφωνες υμνωδίες και οι κατανυχτικές προσευχές του γέρου λευϊτη ακούγονταν σαν το αγγελικό τραγούδι της πιο ποιητικής Νυχτιάς...
Παραμονή των Χριστουγέννων!
Μια μέρα σαν τις άλλες, μόνο με λίγο πιότερη κίνηση στα μαγαζιά και στους δρόμους.
Τα ψούνια δεν δίνουν καιρό στους λίγους να σκεφτούν το Μεγάλο Γεγονός και η πείνα δεν επιτρέπει σε κείνους που τυραννά, να στρέψουν τον νου τους προς τ' απάνω.
Του λατερνατζή οι αργοκίνητες ανοιχτές και στερεές σκελιές, φέρνουν από πόρτα σε πόρτα τους νεοχόρδιστους σκοπούς, που οδηγά πολύχρωμο χάρτινο φανάρι.
Τα ηλεκτρικά θαμπώνουν τα μάτια, σκοτεινιάζουν τον ουρανό και διώχνουν της φύσης το μυστήριο και της βραδειάς το μεγαλείο.
Οι άγριες φωνές των πουλητάδων πνίγουν κάθε άλλη εσωτερική μουσική... Ανώφελα ζητώ το οδηγό Αστέρι.
Δεν ανασταίνουνται πια οι ιερές μορφές των Μάγων, δεν γεννά η φαντασία μου την ολόχρυση διαμαντοστόλιστη Φάτνη.
Άδικα γυρεύω τη λάμψη του Χρυσού, δεν αισθάνομαι το Λίβανο και τη Σμύρνα και το παχουλούτσικο αγγελόμορφο Βρέφος δεν ζωντανεύει πια στην άγια αγκαλιά της Μάννας Του.
Μεσάνυκτα!
Στο παγωμένο σκοτάδι της κάμαρας φτάνει χλωμιασμένη της μακρινής καμπάνας η βοή.
Τα κουρασμένα μισόκλειστα μάτια σε κρατούν στη μελαγχολική συνέχεια θλιβιάτικου ονείρου...
Μα μέσα στην αθάνατη δροσιά της καρδιάς, λαμποκοπά τ' ανέσπερο αστέρι της αλήθειας.
Κ' είναι το πιο λαμπρό απόλα κείνα που διατρέχουνε τ' ανεχτίμητό της στερέωμα.
Αδιάφορη της γης η μερμιγκιά προστατεύει εύθυμη μέσα στ' ανήλιο του σοκακιού σκοτάδι.
Λίγοι, μόνο, σαν που λίγοι ήταν οι Μάγοι, ξεκινούν από μακρυά με τόσες δυσκολίες, για να προσφέρουνε τους θησαυρούς τους στην αιώνια αλήθεια.
Σ' όλες τις εποχές ο βασιληάς Ηρώδης τρέμει τη δύναμή της.
Και οι φόβοι του, φόβοι πρωτόγονης καρδιάς, ανώφελα ζητούν ανάπαψη μέσα στ΄αθώο αίμα εκείνων πού' τυχε να γεννηθούν μ' αυτή.
Και γίνεται αιώνια η θυσία, σαν που αιώνια θα είναι η ανθρώπινη τύφλωση, σαν που αιώνιο θα είναι της αλήθειας το φως..
Μισοξημέρωσε! Οι ουρανοί γιορτάζουν.
Ραίνουν τη γη με τα ολόλευκα άνθη τους, γιατι θένε να την σκεπάσουνε αυτή με το σύμβολο της αναγέννησης και της αγνότητας.
Και πάνω στον Πέπλο τον άσπιλο, μαυρίζουν βαθοχάραχτες λασπωμένες γραμμές.
Είναι τα βαρηά βήματα κείνων που βιαστικοί γυρνούν αφού γιόρτασαν στην εκκλησιά την Μεγάλη Γέννηση...
Ι. ΧΑΛΚΟΥΣΗΣ
Διήγημα του Ι. Χαλκούση
στο μηνιαίο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης
''Ο Λόγος'',
χρόνος Α', αριθ. 2, σελ. 95 - 97, Δεκέμβριος 1918.
Μηνιαίο περιοδικό που διευθυνόταν από τους
Ο. Μπεκέ και Ι. Χαλκούση.
Κωνσταντινούπολη, Τυπογραφίο ''Εστία''.
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου