ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ

 

''Ο χωρισμός της και ο θάνατός της άφησαν τέτοιο χάσμα
 εις την ζωήν μου, που τίποτε δεν μπορή να το γεμίση πλέον.
 Έφυγα από την Ρωσσία΄ εγύριζα την Γερμανίαν΄ έγινα ιατρός,
αλλ' ουδέν πλέον μου έδιδε την δύναμιν να ζήσω. Η κατάστασίς
 μου ήτο τρομερή. Δεν μπορούσα ούτε να την εκδικηθώ ούτε είχα
το θάρρος να δώσω τέλος σε μίαν τόσον ανυπόφορη ζωή. Είχα
εδώ ένα θείο ηγούμενον. Με εζήτησεν εις το Μόναχον και με
έσυρεν εδώ. Η ζωή αυτή κάπως κατηύνασε την ταραγμένη
 θάλασσα της ψυχής μου. Έτσι έγινα ιατρός του μοναστηριού
 και καλόγηρος. Η θρησκεία και η μοναξιά μου επανέφερον
την γαλήνην''.

Πρωτοσέλιδη εικόνα της εφημερίδας ''ΕΜΠΡΟΣ'',
του Σαββάτου 25 Δεκεμβρίου 1921.



Εφημερίδα <<ΕΜΠΡΟΣ>>


Εν Αθήναις Σάββατον 25 Δεκεμβρίου 1921


Ο Καλόγηρος του Θεόδωρου Βελλιανίτη

Τα Χριστούγεννα του 1888 τα επέρασα εις το Άγιον Όρος. Προ πολλού με κατείχεν ακατάσχετος επιθυμία να επισκεφθώ την ιεράν εκείνην περιοχήν, η οποία αποτελεί μίαν μικράν ομοσπονδίαν περισωθείσαν μέσα εις τον κλύδωνα της Ανατολής και διατηρήσασα όλα της τα προνόμια, τα οποία της είχον χορηγήση οι αυτοκράτορές μας.


Είναι το Άγιον Όρος μία ιδιόρρυθμος Δημοκρατία, εις την οποίαν από πολλών αιώνων απαγορεύεται η είσοδος γυναικών και θηλέων ζώων.


Από της εποχής καθ' ην ο Άγιος Αθανάσιος ο Αγιορείτης συνεκέντρωσε τους σποραδικώς καταφυγόντας εκεί ασκητάς και συνέπηξε την αγιορειτικήν πολιτείαν, αύτη ελεχίστας υπέστη μεταβολάς και ως προς το πολίτευμα και ως προς τον βίον.


Εκεί ευρίσκει τις μίαν αμετάβλητον εικόνα βυζαντινής ζωής. Πανταχόθεν φαίνεται το πνεύμα, όπερ εδέσποζε του Ελληνισμού του μεσαίωνος. Εις τα μοναστήρια, εις τας σκήτας, εις τας εκκλησίας ανευρίσκει κανείς, ουχί απλώς ίχνη, αλλ' αυτό τούτο το Βυζάντιον.


Εις τα μοναστήρια αυτά ωνειροπόλησαν να ζήσουν τα τελευταία έτη της ζωής των ένδοξοι αυτοκράτορες. Τινές μάλιστα αποβαλλόντες την πορφύραν των Καισάρων περιεβλήθησαν το ράσον του μοναχού και ετάφησαν εκεί εις ανωνύμους τάφους.


Έπειτα τίποτε ωραιότερον δεν δύναται να φαντασθή τις από το Άγιον Όρος. Τα πυκνά του δάση΄ αι γραφικαί αιγιαλοί΄ αι ανωμαλίαι του εδάφους, οι γλαφυροί λόφοι, τα παλαιά μοναστήρια με τους τετραγώνους πύργους των, τα ομοιάζοντα προς αρχαία φρούρια, η ακατάσχετος βλάστησις, η επικρατούσα αδιατάρακτος ησυχία σύρει την ψυχήν εις άλλον κόσμον και εις βαθείας σκέψεις!


Αι ιστορικαί αναμνήσεις, αίτινες αναπηδώσιν εις παν βήμα, προέχουν μίαν γοητείαν θωπεύουσαν τας αισθήσεις του σκεπτικού περιηγητού. Έτσι εννοεί κανείς διότι άνθρωποι διελθόντες την ζωήν των εις διηνεκή πολιτικήν και πολεμικήν πάλην εζήτησαν μέσα εις την απέραντον αυτήν ησυχίαν να λησμονήσουν και να λησμονηθώσιν, αφιερούμενοι εις την μελέτην των αγίων γραφών και φιλοσοφούντες περί της ματαιότητος των ανθρωπίνων πραγμάτων.


Την επιθυμίαν μου να διέλθω ολίγον χρόνον εις την επιζήσασαν αυτήν βυζαντινήν γωνίαν, μου εξήψεν έτι μάλλον η αλληλογραφία μου με τον παλαιόν μου φίλον Ιάκωβον, όστις εμόναζεν εις την Μονήν της Αγίας Λαύρας. Εις κάθε του γράμμα που ελάμβανα μου περιέγραφε τα θέλγητρα της φύσεως και της ζωής του Αγίου Όρους.


Εις μίαν ιδιοδυγκρασίαν ως την ιδικήν μου, ιδιοσυγκρασία αποδημητικού πτηνού, δεν εχρειάζοντο περισσότερα διά να με φέρουν προς το μέρος εκείνο, όπου εμόναζεν ο φίλος μου.


Τον Ιάκωβον τον είχον γνωρίσει εις την Μόσχαν, την εποχήν, κατά την οποίαν ο μηδενισμός ευρίσκετο εις όλην του την έντασιν. Εσπούδαζεν ιατρικήν και εδιάβαζε διαρκώς τα βιβλία του Τσερνισέφσκι, όστις θεωρείται ως ο πατήρ του μηδενισμού.


Την εποχήν εκείνην εν βιβλίον του μεγάλου συγγραφέως, επιγραφόμενον ''Τί ποιητέον'', εκυκλοφόρει εις μυστικάς εκδόσεις. Εκήρυσσε τον ελεύθερον έρωτα και είχε παρασύρει πολλούς νέους και νεάνιδας εις τας θεωρίας του ταύτας.  Ο Ιάκωβος ήτο θιασώτης των αρχών τούτων.


Είχε και αυτός συνδεθή μετά μιας ξανθιάς νεάνιδος, φοιτητρίας και αυτής. Είχεν εγκαταλείψει αύτη την οικογένειά της, και είχε προσκολληθή εις τους κύκλους εκείνους, οι οποίοι εκήρυττον τον μηδενισμόν.


Προτού εγγραφή εις το πανεπιστήμιον εχρημάτισε διδασκάλισσα εις ένα αγροτικόν συνοικισμόν και διέδιδε τας δημοκρατικάς ιδέας, μέσω του αγαθού εκείνου πληθυσμού, τον οποίον απ' αιώνας οι γεοδεσπόται είχον μανδρίσει εις φρικτάς καλύβας και, όπως έλεγε ο Τιούτσεφ, αφήρουν την μπαλωμένην την αρμιαστίσκαν του αγρότου διά να ενδύσουν τα πριγκηπόπουλα.


Όταν την εγνώρισα εζούσεν εν πλήρει ελευθερία έρωτος με τον Ιάκωβον, με τον οποίον, εκτός του αισθήματος, την συνέδεε και κοινότης πολιτικών ιδεών. Προ δεκαετίας ουδέν είχον πληροφορηθή περί αυτής και του Ιακώβου. 


Είχον επιστρέψει εις την Ελλάδα και επιδοθή εις την δημοσιογραφίαν. Μίαν ημέραν έξαφνα έλαβον επιστολήν από το Άγιον Όρος, εξ αυτής δε επληροφορήθην ότι ο Ιάκωβος υποστάς την Κουράν, εμόναζεν εις την Αγίαν Λαύραν, εξασκών την ιατρικήν εις το μοναστήριον τούτο.


Το πράγμα μου εφάνη παράδοξον, αλλά ουδεμίαν πληροφορίαν μου έδιδε περί της επελθούσης μεταβολής της καταστάσεως, ανθρώπου, τον οποίον εγνώρισα έχοντα ακροτάτας τας ιδέας και αγωνιζόμενον διά την μεταβολήν των κοινωνικών θεσμών.


Όταν έφθασα εις την Δάφνην, είνε αύτη ο λιμήν του Αγίου Όρους, και διέσχιζε τα σιγηλά δάση μεταβαίνων εις την Μονήν της Αγίας Λαύρας, αναμεμνισκόμην διαρκώς την εποχήν που εγνώρισα εις την Μόσχαν τον φίλον της νεότητός μου.


Χίλιας αναμνήσεις ανέβλυζον από τα βάθη της μνήμης μου. Πρόσωπα και αντικείμενα ενεφανίζοντο προ εμού. Ενθυμούμην το μικρό διαμέρισμα, όπου κατώκει ούτος με την Λιουδμήλαν.


Την μικρή τους τραπεζαρία που επέρναμε καμμιά φορά το τσάϊ μόνοι ή με συντρόφους νέους και νέας. Τας λογομαχίας μας και τας παραδόξους αώρους φιλοσοφικάς θεωρίας των ευεξάπτων νεανιών. Τα τραγούδια που ετραγουδούσαμεν εν χορώ, εις τα χείλη μου δε προσέπαιζον οι στίχοι ενός τραγουδιού του Νεκράσωφ, το οποίο ήτο πολύ του συρμού τότε, και το οποίον άρχιζε: ''Τί κυτάς την τρόϊκα που φεύγει μακρυά''.


ταν έφθασα [...] εις την πύλην του Μοναστηρίου, με υπεδέχθη ο Ιάκωβος. Τίποτε δεν μου υπενθύμιζεν από τον ξανθόν Μακεδόνα της Μόσχας. Τα [...] χρόνια τον είχον μεταβάλλει εντελώς. Δεν ήτο πλέον ο ζωηρός εκείνος φοιτητής με τα ξανθά μαλλιά και τα ροδαλά χείλη.


Έβλεπα μπροστά μου έναν υψηλόν, ισχνόν άνδρα, με μακρυά γένεια, ενδυμένον με το ράσον του καλογήρου. Δεν έμενε τίποτε άλλο από το [...] εκείνο κάλλος παρά μόνον τα δύο μεγάλα και αστράπτοντα μάτια του, κυκλωμένα και αυτά από δύο μαύρους κύκλους.


Η ωραία φωνή του είχε χάσει και αυτή τους ωραιότερους ήχους της. Μέσα σε τόσα ολίγα χρόνια είχεν απέλθη η μεταβολή αυτή. Μετά τους πρώτους ασπασμούς με παρέσυρεν εις τα δύο κελιά του.


Το ένα του εχρησίμευε διά φαρμακείον. Επεράσαμεν μίαν απέραντον αυλήν, διαθεομένην από χαγιάτια. Τετράγωνοι βαρείς πύργοι με πολεμίστραις υψούντο εις τας τέσσαρας γωνιάς της μονής και εν ισχυρόν τείχος συνέδεεν αυτούς. Οι πρώτοι ιδρυταί του μοναστηρίου το ήγειραν σαν φρούριον διά ν' αποκρούουν τας επιδρομάς των Αβάρων.


Εις το βάθος της αυλής δικρίνετο ο βυζαντινός ναός, ο οποίος διαφυλάττει τον σιδηρούν σταυρόν, τον ζυγίζοντα επτά οκάδας, και τον οποίον έφερε συνήθως ο Άγιος Αθανάσιος.


Διαφυλάττει ακόμη και την βαρείαν σιδηράν ράβδον του, διά της οποίας επέφερεν ο άγιος την τάξιν, όταν οι καλόγηροι διετάρασσον την μοναστικήν γαλήνην. Από την εκκλησίαν εξήρχοντο μοναχοί σιωπηλοί, και, ανήρχοντο εις τας σκοτεινάς κλίμακας σαν φαντάσματα.


Όλα είχον κάτι μυστηριώδες, κάτι που δεν είχε τίποτε κοινόν με την σύγχρονον ζωήν. Όταν εισήλθομεν εις τα κελιά του Ιακώβου, είχε σκοτεινιάση πλέον. Ήναψε μίαν λυχνίαν από εκείνας τας οποίας εκάλουν άλλοτε φιορεντίνας.


Το ολίγον φως το οποίον έρριπτον τα τρία φώτα της, μου εδείκνυον ότι τα κελιά αυτά δεν είχον την μοναστικήν αυστηρότητα. Μία καλλιτεχνική πνοή ανεδίδετο πανταχόθεν. Υπήρχον εις τους τοίχους ανηρτημένοι παλαιαί τινες βυζαντιναί εικόνες  μετ' άλλων της νεωτέρας γερμανικής σχολής.


Η βιβλιοθήκη ήτο πλουσιωτάτη και εις το τραπέζι υπήρχον νέα γαλλικά, ρωσσικά και γερμανικά βιβλία. Δεν ήτο αυτό κελί ασκητού' ήτο σπουδαστήριον φιλοσόφου. Μόνοι μέσα εις αυτήν την ατμόσφαιραν, αρχίσαμε να ενθυμούμεθα τα παληά μας.


Τον δρόμο που ηκολούθησε ο καθένας μας. Ενεθυμούμεθα πρόσωπα και περιστατικά. Άσημος ιστορία μιας ολοκλήρου ζωής. Ήλθεν εις τα χείλη μου και το όνομα της ξανθής φοιτητρίας, η οποία έζη σαν την ηρωϊδα του Τσερνισέφσκι. Ήτο η κόρη εκείνη, η ψυχή των ευθύμων συναθροίσεών μας.


Η μικρά εκείνη, η λεπτωκαμωμένη Ρωσσίς η οποία ενόμιζε κανείς ότι εζητούσε να συντρίψη μέσα εις τα μικρά λευκά της χεράκια ολόκληρον τον παλαιόν κόσμον με τας ιδέας και τας προλήψεις του.


- Την Λιουδμήλα; μου είπε, αυτή με έκαμε να φορέσω το ράσο και να ζητήσω να περάσω εδώ την ζωήν μου. Και το ασκητικό πρόσωπό του έγεινε μελαγχολικώτερον ακόμη. Ενόησα ότι κάποιο δράμα υπήρχεν εις την ζωή του φίλου μου.


- Από την εποχή που έφυγες, εξηκολούθησε, από την Ρωσσίαν συνέβησαν τρομερά πράγματα εις τον μικρόν εκείνον κύκλον μας. Ξεύρεις ποιαι ιδέαι μας συνεκέντρωναν. Όλοι είχαμεν εμποτισθεί από τας θεωρίας του Μπακούνιν. Η λιουδμήλα ευρίσκετο εις αλληλογραφίαν με τον Στεπνιάκ. 


Ειργάζετο καμμιά φορά και εις τα μυστικά τυπογραφεία. Κάποιος της οχράνας την επρόδωσε και μίαν ημέραν συνελήφθη. Χωρίς να δικασθή, χωρίς ν' απολογηθή εχάθη από την Μόσχαν. Την εζήτησα παντού. Αι μόναι πληροφορίαι τας οποίας έλαβον ήσαν ότι την μετέφερον εις την Σιβηρίαν. 


Θυμάσαι τι αισθηματική, τι λεπτή ύπαρξις ήτο. Πώς ημπορούσε να ζήση εις τας χιονισμένας στέππας της Σιβηρίας; Μίαν ημέραν εδιάβασα σε μια ανταπόκρισι ενός φύλλου που έβγαινεν εις την Γενεύην ότι απέθανεν από τας κακουχίας. Δεν ηγάπησα τίποτε περισσότερο από αυτήν εις τον κόσμο. 


Ο χωρισμός της και ο θάνατός της άφησαν τέτοιο χάσμα εις την ζωήν μου, που τίποτε δεν μπορή να το γεμίση πλέον. Έφυγα από την Ρωσσία΄ εγύριζα την Γερμανίαν΄ έγινα ιατρός, αλλ' ουδέν πλέον μου έδιδε την δύναμιν να ζήσω. Η κατάστασίς μου ήτο τρομερή. Δεν μπορούσα ούτε να την εκδικηθώ ούτε είχα το θάρρος να δώσω τέλος σε μίαν τόσον ανυπόφορη ζωή.


Είχα εδώ ένα θείο ηγούμενον. Με εζήτησεν εις το Μόναχον και με έσυρεν εδώ. Η ζωή αυτή κάπως κατηύνασε την ταραγμένη θάλασσα της ψυχής μου. Έτσι έγινα ιατρός του μοναστηριού και καλόγηρος. Η θρησκεία και η μοναξιά μου επανέφερον την γαλήνην.


Μία ημέρα είδα το όνομά σου κάτω από ένα άρθρο της ''Ακροπόλεως'' και σου έγραψα να έλθης να περάσουμε μαζύ τα Χριστούγεννα, εις αυτό το ασκητικό μου κελλί. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Και τα ιδικά μου επίσης. Αι ώραι είχαν περάσει απαρατήρητοι.


Την στιγμήν εκείνην ο υποτακτικός έκρουσε την θύραν του κελιού και μας προσεκάλει διά νυκτερινήν λειτουργίαν των Χριστουγέννων. Μετέβημεν εις τον ναόν της Μονής, τον εζωγραφισμένον με εικόνας του Πανσελήνου. Αι λαμπάδες έδιδον κάποιαν χαρμόσυνον όψιν εις την εκκλησίαν. 


Εμακαρίζοντο υπό των ιερουργών τα ονόματα των προστατών της Μονής αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Μία βυζαντιονή πνοή επλήρου τον ναόν. Μέσα εις εκείνο το περιβάλλον, εγώ μαζύ με τας μορφάς των αγίων του Τέμπλου, έβλεπα και την λεπτήν ξανθήν εκείνην μορφήν, η οποία αφήκε τον τελευταίον της αναστεναγμόν εις τας χιονοσκεπείς στέππας της Σιβηρίας.



ΘΕΟΔ.  ΒΕΛΛΙΑΝΙΤΗΣ



Χριστουγεννιάτικο άρθρο του δημοσιογράφου, φιλολόγου και πολιτικού 
Θεοδώρου Βελλιανίτη (1863-1935) 
στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΕΜΠΡΟΣ'',
του Σαββάτου 25 Δεκεμβρίου 1921,
έτος 26ον, αρ. φύλ. 9053, σελ. 2.
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF