ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ: ''Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ Η ΡΩΣΙΔΑ, Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ'' (ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟΝ)

 

''...Αφού βάλαμε την Ολέσκα σε καθαρά ρούχα,
πήγαμε στην παραμάννα να την ερωτήσουμε τι
είχε κάνει και πως συνέβη και έγινε καλά το παιδί.
 ''Δεν έκανα τίποτε, κυρία μου. Μόνο που πήγα στο
νεκροταφείο του Σμολένσκ στην Μάτουσκα Ξένη,
έβαλα να κάνουν μια τελετή εκεί, πήρα λίγο λάδι
από ένα καντήλι και λίγη άμμο από το μνήμα και
 ήλθα γρήγορα σπίτι. Όταν έφτασα εδώ, πήγα
 κατ' ευθείαν στην Ολέσκα, αλλά έκρυψα τη μικρή
 φιάλη με το λάδι στην τσέπη μου και περίμενα να
φύγη η νοσοκόμα από το δωμάτιο, γιατι φοβόμουνα
 ότι θα θύμωνε μαζί μου, αν έβλεπε ότι ήθελα να
βάλω από το άγιο λάδι μέσα στο άρρωστο αυτί.
Ξαφνικά η νοσοκόμα μου ζήτησε να καθίσω κοντά
 στο κρεβάτι, ενώ εκείνη θα έβγαινε για ένα λεπτό.
Πέταξα από τη χαρά μου γι' αυτό που μου ζήτησε.
Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, πήγα αμέσως
στην Ολέσκα, έβγαλα τον επίδεσμο σιγά - σιγά και
 έχυσα λίγο λάδι από τη φιάλη μέσα στο αυτί της.
Δεν ξέρω πως εισχώρησε το λάδι, γιατι η κύστις ήταν
 πολύ βαθειά. Ωραία, σκέφτηκα, ας γίνη το θέλημα
του Κυρίου και της Μάτουσκα Ξένης''.


Το νεκροταφείο του Σμολένσκ στην Ρωσία,
όπου και το μνήμα της Οσίας Ξένης.




( Συνέχεια από το προηγούμενο )


Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου, χωρίς να διακόψω την οικοδέσποινά μου. Κι εκείνη συνέχισε: ''Ο γυιος μου της είπε να κάνη ό,τι νόμιζε πως, με τη βοήθεια του Θεού, θα βοηθούσε τη μικρή του κόρη.


Η Αγάθη αναχώρησε κι εμείς μείναμε καθισμένοι στο διάδρομο για λίγη ώρα και ύστερα, ξαφνικά τα βογγητά της Ολέσκα φάνηκαν να ησυχάζουν, όλο και περισσότερο, ώσπου τελικά ησύχασε εντελώς.


''Θεέ μου! Πέθανε!...


Η τρομερή αυτή σκέψις πέρασε ξαφνικά από το μυαλό όλων μας, και τρέξαμε στο δωμάτιο της Ολέσκα. Τί να δούμε;


Πλάϊ στο κρεβάτι στεκόταν η Αγάθη και η νοσοκόμα. Η Ολέσκα ήταν γυρισμένη στη δεξιά της πλευρά και κοιμότανε ήσυχα και ωραία.


''Δόξα τω Θεώ, είπε η Αγάθη, ψιθυρίζοντας ήσυχα - ήσυχα προς το μέρος μας.


''Πήγα στο νεκροταφείο του Σμολένσκ στην αγία Ξένη και αφού προσευχήθηκα εκεί, έφερα λίγη άμμο από το μνήμα της και λάδι από το καντήλι της από το παρεκκλήσι. Τώρα θα είναι καλύτερα για την Ολένσκα''. 


Στεκόμασταν εκεί σαν να είχαμε χάσει το μυαλό μας. Ακούσαμε τα λόγια της παραμάννας, αλλά δεν καταλάβαμε τίποτε. Το μόνο που ξέραμε ήταν, ότι μια ξαφνική αλλαγή προς το καλύτερο είχε λάβει χώρα για την Ολέσκα και ότι ο κίνδυνος είχε περάσει.


Με μια υστερική κραυγή, ο πατέρας του παιδιού χάθηκε στην αγκαλιά της συζύγου του και, δεν ξέρω αν ήταν από την πολυήμερη ταλαιπωρία ή από την απροσδόκητη χαρά για την βελτίωσι της υγείας της Ολέσκα, ξέσπασε σε τέτοιους λυγμούς, που μόλις και κατωρθώσαμε να τον καθησυχάσουμε και να τον σύρουμε από το παιδικό κρεβάτι στο δικό του.


Δεν μπορώ να θυμηθώ πως η νύφη μου και εγώ φύγαμε από το δωμάτιο ή πως και που κοιμηθήκαμε, αφού είχαμε μείνει άυπνοι τρεις ολόκληρες ημέρες. Το πρωϊ βρέθηκα στο ντιβάνι του δωματίου μου, όταν άκουσα τη νοσικόμα να φωνάζη:


''Κυρία, Κυρία, σηκωθήτε, σας παρακαλώ. Οι γιατροί έχουν έλθει, αλλά ο γυιος σας και η κυριούλα του δεν μπορούν να ξυπνήσουν ό,τι και να κάνουμε''. ''Πώς; Πώς; ψέλλισα και πετάχτηκα από το κρεβάτι. ''Πώς είναι η Ολέσκα;''. ''Δόξα τω Θεώ'', απάντησε η νοσοκόμα, ξεκουράζεται και όλο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα''.


Πήγα αμέσως, αφού χτενίστηκα και πλύθηκα, για να ξυπνήσω τον γυιο και την νύφη μου, τους είπα ότι οι γιατροί είχαν έλθει και ότι η Όλγα κοιμόταν ήσυχα. Σαν να φοβήθηκαν από την σκέψι ότι τόλμησαν να αφήσουν το άρρωστο κορίτσι όλη νύχτα μόνο του, πήδηξαν από το κρεβάτι όρθιοι, ντύθηκαν και έτρεξαν στην Ολένσκα.


Πήγα στο σαλόνι στους γιατρούς, τους ζήτησα συγνώμη για την εμφάνισί μου και τους είπα ότι η Ολέσκα δόξα τω Θεώ, κοιμόταν ήσυχα από το απόγευμα της χθεσινής ημέρας. Οι γιατροί είπαν ότι θα περίμεναν, αλλά θα άφηναν και την φτωχή ψυχούλα να δυναμώση με τον ύπνο, γιατι η εγχείρησις δεν ήταν αστεία υπόθεσις, ιδιαίτερα μάλιστα για ένα τόσο μικρό και αδύναμο παιδί.


Οι γονείς μπήκαν στο σαλόνι και επιβεβαίωσαν ότι το παιδί κοιμόταν. Η ανάπαυσίς του και η φανερή ανακούφισις για όλους μας, αλλά η παρουσία των γιατρών και η σκέψις της εγχειρήσεως μας ξαναθύμισε τον κίνδυνο που διέτρεχε και οι καρδιές μας έγιναν για μια ακόμη φορά βαριές. Αλλά τι να κάνουμε; Ήταν ανάγκη να φροντίσουμε για την υγεία του παιδιού και η εγχείρησις έπρεπε να γίνη.


Περιμέναμε εκεί μια ώρα και ύστερα για μια ώρα ακόμη. Στην αρχή οι γιατροί κάθισαν και συζήτησαν μεταξύ τους ήσυχα, αλλά σιγά - σιγά άρχισαν να εκφράζουν την ανυπομονησία τους και στο τέλος ζήτησαν να ξυπνήσουμε το παιδί.


Πρώτη πήγε η μητέρα του μέσα, μαζί με τη νοσοκόμα και την Αγάθη και προσπάθησαν να ξυπνήσουν το παιδί, αλλά το κακόμοιρο εξαντλημένο δεν μπορούσε να ξυπνήση. Μετά πήγε ο πατέρας του και στη συνέχεια οι γιατροί και εγώ. Ο καθένας μας με τη σειρά του προσπάθησε να το ξυπνήση. Εκείνο γύριζε λίγο, αλλά δεν ξύπναγε. Τελικά, η μητέρα πήρε την Ολέσκα στα χέρια και τη σήκωσε από το κρεβάτι.


Όπως σήκωσε το παιδί, μπορέσαμε να δούμε ότι το μαξιλάρι, το σεντόνι, το δεξιό του μάγουλο και ο λαιμός ήταν καλυμμένα με πύον. Η κύστις είχε σπάσει, ενώ το κοριτσάκι συνέχιζε να κοιμάται ήσυχα στα χέρια της μητέρας του.


Οι γιατροί τα είχαν χαμένα με αυτή την ευχάριστη τροπή στην υγεία της μικρής. Μας υπέδειξαν πως έπρεπε να πλυθή και πως θα έπρεπε να φροντίσουμε το αυτί της. Αφού βάλαμε την Ολέσκα σε καθαρά ρούχα, πήγαμε στην παραμάννα να την ερωτήσουμε τι είχε κάνει και πως συνέβη και έγινε καλά το παιδί.


''Δεν έκανα τίποτε, κυρία μου. Μόνο που πήγα στο νεκροταφείο του Σμολένσκ στην Μάτουσκα Ξένη, έβαλα να κάνουν μια τελετή εκεί, πήρα λίγο λάδι από ένα καντήλι και λίγη άμμο από το μνήμα και ήλθα γρήγορα σπίτι.


''Όταν έφτασα εδώ, πήγα κατ' ευθείαν στην Ολέσκα, αλλά έκρυψα τη μικρή φιάλη με το λάδι στην τσέπη μου και περίμενα να φύγη η νοσοκόμα από το δωμάτιο, γιατι φοβόμουνα ότι θα θύμωνε μαζί μου, αν έβλεπε ότι ήθελα να βάλω από το άγιο λάδι μέσα στο άρρωστο αυτί.


Ξαφνικά η νοσοκόμα μου ζήτησε να καθίσω κοντά στο κρεβάτι, ενώ εκείνη θα έβγαινε για ένα λεπτό. Πέταξα από τη χαρά μου γι' αυτό που μου ζήτησε. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, πήγα αμέσως στην Ολέσκα, έβγαλα τον επίδεσμο σιγά - σιγά και έχυσα λίγο λάδι από τη φιάλη μέσα στο αυτί της. 


Δεν ξέρω πως εισχώρησε το λάδι, γιατι η κύστις ήταν πολύ βαθειά. Ωραία, σκέφτηκα, ας γίνη το θέλημα του Κυρίου και της Μάτουσκα Ξένης. Αντικατέστησα τον επίδεσμο στο αυτί του παιδιού΄ βόγγηξε λίγο, γύρισε στη δεξιά πλευρά και έκλεισε τα μάτια της για ύπνο. Η νοσοκόμα γύρισε στο δωμάτιο, πρόσεξε πόσο ησύχασε η Όλγα και σκέφθηκε ότι πέθανε επιτέλους. Αλλά όχι, μονάχα κοιμόταν.


Πήγαμε στο παιδί και και είδαμε ότι κοιμόταν τόσο γλυκά, ώσπου μπήκατε όλοι σας στο δωμάτιο. Δεν έκανα τίποτε άλλο''. ''Και ποιός σου υπέδειξε να πας στην Ξένη; Πώς έμαθες γι' αυτήν'', την ερώτησα. ''Αληθινά, δεν ξέρω'', απάντησε η Αγάθη.


''Την ξέρω εδώ και πολύ καιρό και έχω πάει πολλές φορές στο μνήμα της. Συχνά είδα ανθρώπους να παίρνουν άμμο και λάδι για ίασι, αλλά δεν το είχα κάνει ποτέ, γιατι, δόξα τω Θεώ, πάντα ήμουνα υγιής. Όπως καθόμουνα πλαϊ στο κρεβάτι της μικρής κυρίας, θυμήθηκα την Μάτουσκα Ξένη. Ήθελα να σας ζητήσω μερικές φορές να με αφήσετε να πάω στο μνήμα της, αλλά πάντοτε φοβόμουνα, γιατι σκεφτόμουνα ότι θα με μαλώνατε και θα γελούσατε μαζί μου.


Όταν όμως η κυριούλα φάνηκε ότι σχεδόν απέθανε, σκέφτηκα, άφησέ τους να γελάσουν, ας με μαλώσουν. Θα τους παρακαλέσω οπωδήποτε. Ίσως με αφήσουν να φύγω ή, και αν δεν με αφήσουν, θα προσπαθήσω να βρω ένα τρόπο να πάω κρυφά. Αλλά, δόξα τω Θεώ, με αφήσατε να φύγω αμέσως. Πήρα ένα αμάξι και συνέχιζα να φωνάζω στον οδηγό να βιασθή, ενώ σκεφτόμουνα συνέχεια: Κύριε, δεν θα βοηθήσης την Ολέσκα; Γιατί να υποφέρη άλλωστε;


Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου έτσι, που μόλις μπορούσα να να δω όταν φτάσαμε στις πύλες του νεκροταφείου. Έτρεξα στο παρεκκλήσι, στην Ξένη. Όταν μπήκα μέσα, κόσμος στεκόταν και προσευχόταν. Κεριά και καντήλια έκαιγαν γύρω από τον τάφο και ένας Ιερέας με άμφια στεκόταν στη μια πλευρά. Έτρεξα προς το μέρος του και του ζήτησα να τελέση μια Παννυχίδα (Μνημόσυνο) για την Δούλη του Κυρίου, την Ξένη και να προσευχηθή για το παιδί, για την Όλγα, που είναι άρρωστη και υποφέρει τρομερά.


Δέχθηκε και μου ζήτησε να προσευχηθώ κι εγώ. Αγόρασα γρήγορα δύο κεριά, έβαλα το ένα στο μανουάλι και κράτησα το άλλο στο χέρι μου. Άρχισα να κλαίω κατά την διάρκεια της Ακολουθίας και γονάτισα με το κεφάλι στο έδαφος. Είμαι πολύ απλοϊκή και αγράμματη για να προσεύχομαι πολύ καλά, αλλά συνέχιζα να επαναλαμβάνω ''Κύριε, σώσε την Όλγα. Ξένη, βοήθησέ μας''.


Όταν τελείωσε η ακολουθία, πήρα με την ευχή του Ιερέα λίγη άμμο από το μνήμα της Ξένης και λίγο λάδι από το καντήλι και έτρεξα σπίτι. Πρόκειται για το λάδι που σας είπα πριν. Το χώμα, το τύλιξα σε ένα κομμάτι ύφασμα και το έβαλα κάτω από το μαξιλάρι της μικρής. Ακόμα εκεί είναι''.


''Και από ποιον έμαθες για την Ξένη; Ποιός σου μίλησε γι' αυτήν;'' την ξαναρώτησα.


''Αληθινά δεν ξέρω κυρία'', απάντησε η Αγάθη. ''Αν κανείς αρρωστήση ή έχη προβλήματα, απλώς, πάνε στο μνήμα της Ξένης, προσεύχονται, βάζουν κάποιο Ιερέα να προσευχηθή για την ψυχή της Ξένης και δέχονται την βοήθειά της. Αν κανείς ψάχνη για δουλειά, είτε μαγείρισσα είναι, ή οικονόμος ή νοσοκόμα ή κάτι τέτοιο, πάει στην Ξένη, προσεύχεται εκεί και σίγουρα βρίσκει δουλειά''.


Εκπλαγήκαμε από την απλοϊκή, την ανεπιτήδευτη πίστι που διέθεται η Αγάθη, αλλά οι αποδείξεις ήσαν χειροπιαστές. Η Ολέσκα είχε γίνει καλά. Η πίστις, πραγματικά, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, μπορεί να μετακινήση όρη. Την επομένη ημέρα,  από κείνη που έγινε καλά η Ολέσκα, ο γυιος μου και η νύφη μου πήγαν στο μνήμα της Ξένης και τέλεσαν μια Παννυχίδα (Μνημόσυνο) σε ένδειξι ευγνωμοσύνης.


Από τότε έχουμε πάει πολλές φορές και τελέσαμε τέτοιες Ακολουθίες σαν ένα ευχαριστώ για την βοήθεια, που δεχτήκαμε στον τρομερό πόνο μας''. ''Και έτσι'', συνέχισε η οικοδέσποινά μου, ''αυτό είναι το παραδοσιακό, το σπιτικό γιατρικό, που δεν πρέπει να λησμονηθή, και που πάντοτε το συνιστώ στον καθένα. Αλλά να ξέρης, αγαπητή μου, ότι οι καιροί αλλάζουν, ή τουλάχιστον έτσι λένε, αλλά όλα μένουν τα ίδια.


Το γεγονός είναι ότι έχω διηγηθή αυτήν την ιστορία πολλές φορές για την αρρώστια δηλαδή της Ολέσκα και την θαυμαστή θεραπεία της, αλλά είναι κάτι το παράξενο, ότι πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να δουν τίποτε το θαυματουργό στην ίασί της. Καθένας θέλει να αναζητήση κάποια λογικής φύσεως εξήγησι, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει! Ναι, οι καιροί άλλαξαν.


Είθε ο Θεός να επιτρέψη και άλλες τέτοιες περιπτώσεις, διότι όταν έρχονται τα προβλήματα και κάθε επίγεια (ανθρώπινη) βοήθεια αποτυγχάνη, τότε θα δούμε μέχρι που θα φτάσουν με την ''λογική'' τους εξήγησι. Από μέρους μου δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι, αν η Ολέσκα μας είναι υγιής σήμερα, οφείλεται στις προσευχές της Δούλης του Κυρίου, της Ξένης, και πάντοτε θα τρέχω σ' αυτήν, όταν θα έχω προβλήματα, αγαπώντας και τιμώντας την βαθειά σαν μια πραγματική Αγία του Θεού''.



( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α'
''Η Οσία Ξένη η Ρωσίδα, η διά Χριστόν Σαλή'', 
έκδοση Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής
Αθήνα 1993, σελ. 63-68.
Από τις αναρτήσεις έχουν απαλειφτεί οι σχετικές παραπομπές του βιβλίου 
-με ευθύνη του επιμελητή του ιστολογίου- 
προκειμένου το κείμενο να καταστεί περισσότερο στρωτό και ευανάγνωστο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF