Τέλη μακάρια
Μια νύχτα ο όσιος στεκόταν μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και προσευχόταν: - Παναγία, Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ελπίδα και προστασία των πιστών, γίνε μεσίτρια για μας τους αναξίους. Ικέτευε τον Υιό και Θεό σου να εκδηλώνη την ευσπλαχνία του στον άγιο αυτό τόπο. Εσένα, την Μητέρα του γλυκυτάτου Χριστού, καλούμε σε βοήθεια οι δούλοι σου, γιατι εσύ είσαι για όλους μας καταφυγή και δύναμις.
Τελειώνοντας την προσευχή αυτή, καθώς και τον ευχαριστήριο κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, κάθησε για λίγο να πάρη μία ανάσα.
Ξαφνικά λέει στον μαθητή του Μιχαία: - Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος. Σε λίγο θα έχουμε μια θαυμαστή επίσκεψι.
Μόλις πρόλαβε να προφέρη τα λόγια αυτά, ακούσθηκε μια φωνή: - Ιδού, έρχεται η Πανάχραντη! Ο άγιος βγήκε γρήγορα από το κελλί του στον προθάλαμο, όπου τον περιέβαλε ένα φως, πιο λαμπρό κι από τον ήλιο.
Αξιώθηκε να δη ολοφώτεινη την Μητέρα του Θεού συνοδευόμενη από τον απόστολο Πέτρο και τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Μη μπορώντας ν' αντέξη την εκτυφλωτική λαμπρότητα του οράματος, ο όσιος έπεσε καταγής. Η Υπεραγία Θεοτόκος έσκυψε, τον άγγιξε με τα χέρια της και του είπε:
- Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήλθα να σ' επισκεφθώ, γιατι άκουσα τις προσευχές που κάνεις για το μοναστήρι και τους αδελφούς. Μη λυπάσαι και μην ανησυχής λοιπόν για την μονή αυτή. Από τώρα και στο εξής θα έχη κάθε ευλογία. Δεν θα παύσω να φροντίζω για τον τόπο αυτό και τώρα που ζης, αλλά και μετά την εκδημία σου.
Η υπερκόσμια λάμψις έσβησε και ο άγιος παρέμεινε άναυδος. Μόλις συνήλθε βλέπει τον μαθητή του ακίνητο σαν νεκρό, από τον φόβο και την έκπληξι. Τον βοήθησε να συνέλθη. Εκείνος έπεσε στα πόδια του γέροντα λέγοντας:
- Πάτερ, για χάρι του Θεού, μίλησέ μου γι' αυτό το θαυμαστό όραμα. Με συγκλόνισε τόσο που νοιώθω την ψυχή μου να χωρίζεται από το σώμα.
- Παιδί μου, περίμενε λίγο και εγώ δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω, του απάντησε γεμάτος θεϊκή χαρά και ανέκφραστη ευφροσύνη ο όσιος. Έπειτα διέκοψε την σιωπή:
- Ειδοποίησε να έλθη εδώ ο π. Ισαάκ και ο π. Συμεών. Όταν ήλθαν οι πατέρες, τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες την θαυμαστή επίσκεψι της Υπεραγίας Θεοτόκου και των δύο αποστόλων. Οι καρδιές όλων πλημμύρισαν από συγκίνησι και χαρά. Έψαλαν την παράκλησι προς την Παναγία και ο όσιος παρέμεινε όλη την νύχτα άγρυπνος συλλογιζόμενος το όραμα και ευγνωμονώντας την Πανάχραντη.
Κάποια φορά που ο όσιος λειτουργούσε, ο π. Συμεών υπηρετώντας σαν εκκλησιαστικός, βλέπει μια φλόγα να βγαίνη από την αγία τράπεζα και να περιβάλλη τον όσιο, έτσι που από την κορυφή μέχρι τα πόδια να λούζεται σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, που φώτιζε όλο το ιερό. Όταν ο όσιος ετοιμάσθηκε να μεταλάβη, η φλόγα ανυψώθηκε, μαζεύτηκε σαν ένα πέπλο και βυθίστηκε στο άγιο ποτήριο.
Βλέποντας αυτά ο π. Συμεών στεκόταν κατάπληκτος. Αφού κοινώνησε ο όσιος, απομακρύνθηκε από την αγία τράπεζα και καταλαβαίνοντας ότι ο π. Συμεών αξιώθηκε ν' αντικρύση θείο όραμα, τον ρώτησε:
- Παιδί μου, γιατι φαίνεσαι τόσο πολύ φοβισμένος;
- Πάτερ, αξιώθηκα να δω την χάρι του Αγ. Πνεύματος να σε περιβάλλη. Τότε ο όσιος είπε επιτακτικά:
- Μην αναφέρης ό,τι είδες σε κανένα, μέχρις ότου ο Κύριος με καλέση κοντά Του. Και οι δύο ευγνωμονούσαν θερμά τον Θεό, που τους φανέρωσε το έλεός Του.
Αφού έζησε πολλά χρόνια με αυστηρή εγκράτεια και άλλους ασκητικούς αγώνες, ο όσιος έφθασε στο τέλος της επιγείου του ζωής. Είχε συμπληρώσει τα εβδομήντα οκτώ έτη. Προαισθανόμενος την αναχώρησί του για την αιώνια πατρίδα έξι μήνες νωρίτερα, κάλεσε την αδελφότητα και ανέθεσε την χειραγωγία της στον μαθητή του π. Νίκωνα.
Ο π. Νίκων, αν και ήταν νέος στα χρόνια, ήταν προικισμένος με πολλή σύνεσι και πείρα πνευματική. Σε όλη του την ζωή προσπαθούσε να μιμηθή τον οδηγό και διδάσκαλό του. Ο όσιος αφού τον ανέδειξε ηγούμενο της λαύρας, παραδόθηκε στην απόλυτη σιωπή και στην ετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι.
Τον Σεπτέμβριο αρρώστησε βαριά και νοιώθοντας το τέλος να πλησιάζη, συγκέντρωσε τους μοναχούς. Τους συμβούλευσε να διατηρήσουν αλώβητη την ορθόδοξη πίστι και την μεταξύ τους ομόνοια. Τους παρεκάλεσε ν' αγωνισθούν για την ψυχική και την σωματική αγνότητα και καθαρότητα. Τους προέτρεψε να τρέφουν προς όλους ανυπόκριτη αγάπη. Τους συνέστησε ν' αποφεύγουν τις κακές συνήθειες και τα αισχρά πάθη, να έχουν εγκράτεια, μέτρο στην τροφή και στο ποτό, να μη ξεχνούν την υποταγή και να μισούν την γήϊνη δόξα. Τελικά τους ευχήθηκε:
- Αναχωρώ από τον κόσμο αυτό και πηγαίνω προς τον Κύριο, που τόσο ποθώ. Σας αναθέτω στον Χριστό και στην Υπεραγία του Μητέρα. Αυτοί ας είναι για σας το καταφύγιο και το τείχος από τα βέλη του πονηρού. Τις τελευταίες στιγμές ο όσιος επιθύμησε να κοινωνήση. Επειδή δεν μπορούσε πλέον ν' ανασηκωθή από το κρεβάτι, τον ανασήκωσαν και τον συγκράτησαν οι μαθητές του καθώς λάβαινε για τελευταία φορά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Έπειτα ύψωσε τα χέρια σε προσευχή και σ' αυτή την στάσι, παρέδωσε την αγνή ψυχή του στον Θεό.
Ήταν 25 Σεπτεμβρίου του 1392.
Μια απερίγραπτη ευωδία γέμισε το κελλί, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από ουράνια μακαριότητα. Φαινόταν πολύ ήρεμος, σαν βυθισμένος σε βαθύ ύπνο. Οι αδελφοί που στερήθηκαν τον διδάσκαλο και γέροντά τους, έκλαιγαν με λυγμούς και δάκρυα. Έμοιαζαν πλέον με πρόβατα χωρίς ποιμένα. Με βαθιά οδύνη κήδεψαν τον άγιο και έθαψαν το τίμιο σώμα μέσα στον περίβολο της λαύρας.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Απόσπασμα εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής,
''Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ'',
έκδοση έκτη, σελ. 98-94, Ωρωπός 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου