ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ: ΤΟ ΚΕΛΥΦΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ




Πόσο ὄμορφα ὁ λαός μας στά Βαλκάνια διακοσμεῖ αὐγά! Τόσο πιό ὄμορφα γιά νά στολίση τό Πάσχα. Γιά νά αὐξήση τήν χαρά τοῦ Πάσχα. Γιά νά κάνη τούς φιλοξενουμένούς του πιό εὐτυχεῖς. Κάποτε μάλιστα τά βαμμένα αὐγά ἀποτελοῦν πραγματικά ἔργα τέχνης. Ἄν τά βαμμένα αὐγά διατηρηθοῦν πάρα πολύ, σαπίζουν ἐσωτερικά καί ἀναδίδουν μιά ἀνυπόφορη δυσοσμία ἤ στό τέλος στεγνώνουν ἐντελῶς.


Τότε εἶναι πού τό χρωματισμένο κέλυφος διατηρεῖ μέσα του τόν θάνατο. Πιό φοβερή εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅμοιοι «τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δέ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καί πάσης ἀκαθαρσίας» (Ματθ. κγ´ 27).


«Προσέχετε τήν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μή ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δέ μήγε, μισθόν οὐκ ἔχετε παρά τῷ πατρί ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. στ´ 1).


δικαιοσύνη πού εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό, ὅπως ἀπεκαλύφθη ἀπό τόν Ἰησοῦ στό Ὄρος τῶν Μακαρισμῶν, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: ἔλεος, προσευχή, ἐμπιστοσύνη καί πίστι στόν Θεό ὡς τόν μόνο Κύριο, ἔλλειψις στενοχώριας γιά τήν αὔριο, ἀναζήτησις πρίν ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὕπαρξις πίστεως πού νά λαμβάνη ἀπό τόν Θεό ὅ,τι θέλει, νά βρίσκη ὅ,τι ζητᾶ, νά ἀνοίγη μιά κλειστή θύρα·


καί ἐπίσης: νά μή κρίνης αὐστηρά, νά μή μετρᾶς μέ ψεύτικο μέτρο, ὥστε νά μή σοῦ συμβῆ παρομοίως· νά μή κοιτᾶς τό κάρφος στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ ὑποκριτικά κρύβεις τό δοκάρι στό δικό σου μάτι· νά κάνης στόν συνάνθρωπό σου ὅ,τι θά ἤθελες νά σοῦ κάνουν·


χι φόβος τῆς στενῆς, ἀλλά καθαρῆς καί ἁγίας ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ζωή, καί ἀποφυγή τῆς ἄνετης καί εὔκολης καί πλατειᾶς ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στόν θάνατο· ἀπόδοσις ἀγαθῶν καρπῶν στόν Θεό τόν Οἰκοκύρη, ὁ Ὁποῖος σέ φύτευσε σάν καλό δένδρο· ὄχι ὑπερηφάνια γιά τά μεγάλα σου ἔργα, ἀλλά ἐπιτέλεσις τοῦ κάθε πράγματος σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·


κπλήρωσις στήν πρᾶξι ὅλων τῶν παραγγελιῶν τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τόν τρόπο τοῦτο ἀνέγερσις τοῦ οἴκου τῆς αἰωνιότητός σου, ὅπως ἕνας σοφός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κτίζει τό σπίτι του ὄχι στήν ἄμμο, ἀλλά στόν βράχο, ὥστε οὔτε οἱ καταιγίδες, οὔτε οἱ ἄνεμοι, οὔτε οἱ βροχές νά μποροῦν νά τό βλάψουν (βλ. Ματθ., κεφ. ζ´ 24-25).


Οἱ Φαρισσαῖοι, οἱ Γραμματεῖς καί ὑποκριτές, κάνουν καθετί ἀντίθετο ἀπό τούς Λόγους καί τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐλεοῦν, τό κάνουν στά κεντρικά μέρη καί στίς ὁδούς καί δέν τό κάνουν αὐτό γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά νά βοηθήσουν τούς πτωχούς, ἀλλά μόνον γιά νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι.


ταν προσεύχωνται στόν Θεό, προσεύχονται στούς δρόμους, μόνον γιά νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν νηστεύουν, κάνουν τά πρόσωπα τους νά φαίνωνται ἄσχημα καί ἀτημέλητα καί χλωμά, ὥστε καί πάλι νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλοίμονον! Κάνουν τά πάντα μόνον γιά νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄλλοι, ὅτι εἶναι δῆθεν ἐλεήμονες, προσευχητικοί καί μεγάλοι νηστευτές.


Τά κάνουν ὅλα αὐτά καί τά κάνουν καί σήμερα γιά δύο λόγους: γιά νά λάβουν ἀπό τούς ἀνθρώπους δόξα καί χρήματα. Ὅσο γιά τόν Θεό, δέν τόν ὑπολογίζουν καθόλου, σάν νά μήν ὑπάρχη. Στήν πραγματικότητα, οἱ ὑποκριτές εἶναι ἐντελῶς οἱ πιό ἄθεοι ἄνθρωποι.


ξαπατώντας τούς ἀνθρώπους, λαμβάνουν αὐτό πού θέλουν, καί αὐτό εἶναι ἡ τελική πληρωμή τους. Ἀπό τόν Θεό δέν ἔχουν νά περιμένουν τίποτε, ἐπειδή δέν Τόν χρέωσαν μέ καμμιά ἀπό τίς πράξεις τους, ἀλλά ἐπέσυραν μόνον τήν ὀργήν Του.


Γι᾿ αὐτούς εἶπε ὁ Κύριος: «ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ἡσ. κθ´ 13). Ἐφ᾿ ὅσον δέν τηροῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός, τηροῦν τό θέλημα τοῦ πατρός τοῦ ψεύδους.


πατέρας ὅλων τῶν ψευδῶν, ὁ διάβολος, τούς διδάσκει ὅτι εἶναι κανονικό, φυσικό καί λογικό νά κάνουν ἔτσι, καί ὅτι καί ἄλλοι πρίν ἀπό αὐτούς ἔκαναν ὁμοίως καί ἔζησαν θαυμάσια, κερδίζοντας ἀπό τούς ἀνθρώπους δόξα καί πλούτη. Αὐτή εἶναι ἡ καταστροφική ὁδός τοῦ κόσμου, καί ὅμως αὐτοί δέν τήν ἐγκαταλείπουν, χάριν τοῦ κόσμου.


Αὐτοί, ἄθλιοι καθώς εἶναι, δέν αἰσθάνονται πόσο πολύ ὁ σατανᾶς τούς ἔχει ἐξαπατήσει μέ τέτοια ψεύδη καί πόσο πολύ ἔχει μολύνει καί ἀποξηράνει τίς καρδιές τους, πού ἀκόμη καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ γυρίζουν μέ ἀποστροφή τά πρόσωπά τους ἀπό τήν δυσωδία τῶν ψυχῶν τους. Ὁλόκληρη ἡ ἐξωτερική τους, περιποιημένη ἐμφάνισις, εἶναι μόνον τό χρωματισμένο κέλυφος τοῦ θανάτου, ἕνας ἀσβεστωμένος τάφος. Ὅταν τούς βρῆ αὐτό πού λέμε θάνατος, ἀλλοίμονον! Αὐτό πού θά τούς ἔλθη τότε εἶναι ἡ βεβαίωσις καί ἡ σφραγίδα τῆς ἤδη ἀπό μακροῦ νεκρωμένης τους ψυχῆς.


λλά σεῖς, μήν εἶσθε ὅπως οἱ ὑποκριτές, διδάσκει ὁ Χριστός τούς ἀνθρώπους. Μήν εἶσθε σάν τούς ὑποκριτές, ὅταν ἀγαθοεργῆτε.«σοῦ δέ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ´ 3). Μήν εἶσθε ὑποκριτές, ὅταν προσεύχεσθε στόν Θεό: «σύ δέ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖόν σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ´ 6).


Μήν εἶσθε σάν τούς ὑποκριτές, ὅταν νηστεύετε: «σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ´ 18)· «οὐ γάρ ἐστι κρυπτόν ὅ ἐάν μή φανερωθῇ, οὐδέ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν» (Μάρκ. δ´ 22). Ὁ Θεός θά σοῦ ἀποκαλύψη μεγάλα μυστικά, τότε πού ἐσύ δέν θά τό περιμένης. Οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τό ἤξεραν αὐτό, ἀλλά οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι δέν τό ἤξεραν, καί οὔτε τό ξέρουν ἀκόμη καί σήμερα.


Οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι ἐφοβοῦντο τόν Θεό καί ἀγαποῦσαν τόν λαό τους, ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ Γραμματεῖς, οἱ ὑποκριτές, δέν φοβοῦνται τόν Θεό καί μισοῦν τόν λαό τους. Ὁ Ἰησοῦς εὐσπλαγχνίζετο μέχρι δακρύων τόν λαόν Του (βλ. Ματθ. ιε´ 32.Μάρκ. η´ 2), τόν ὁποῖον οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Ἄρχοντες ἐξαπατοῦσαν, ὕβριζαν καί ἐκδικοῦνταν χωρίς ἔλεος. Σέ προηγούμενό Του κήρυγμα, ὁ Χριστός κήρυξε ἀνοικτά πόλεμο κατά τῆς ὑποκρισίας τους.


Καθώς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦταν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ὁ καιρός περνοῦσε, αὔξανε τόν πόλεμό Του κατά τῆς ὑποκρισίας ἐξευτελίζοντάς την, καί τῆς ὑποκρισίας τῶν θρηκευτικῶν ἀρχηγῶν τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἐξευτελίζοντάς τους ἐνώπιόν τους καί ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ Του. Ποτέ δέν ἐξευτέλισε ὁποιουσδήποτε ἁμαρτωλούς τόσο πολύ, ὅσο ἐξευτέλισε τούς ὑποκριτές. 


Τελικά, ὁ ἐξευτελισμός τῆς ὑποκρισίας ἀπό τόν Ἰησοῦ, κοντά στό τέλος πλεόν τῆς ἐπιγείου παραμονῆς Του, μετεβλήθη σέ φοβερή βροντή, ἡ ὁποία κυριολεκτικά ἄστραψε καί βρόντηξε. Δέν πρέπει νά ξαφνιάζη τοῦτο αὐτούς πού γνωρίζουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπευθύνθηκε μόνον σέ μιά γενιά ἀνθρώπων, αὐτήν τῆς ἐποχῆς Του, ἀλλά πρός ὅλες τίς γενεές ἕως τέλους τοῦ κόσμου. Καθώς ἐξευτέλιζε τούς Ἰουδαίους ὑποκριτές πρόσωπο πρός πρόσωπο, ἐξευτέλιζε ὅλους τούς ὑποκριτές ὅλων τῶν ἐποχῶν ὅλων τῶν γενεῶν.


Γιατί ἆραγε ὁ Ἰησοῦς κτύπησε τόσο σκληρά καί ἀνελέητα εἰδικά τήν ὑποκρισία; Διότι, ἡ ὑποκρισία εἶναι ἕνα σατανικό ψέμα, ἡ ὑποκρισία εἶναι σατανική ἐξ ἀρχῆς· εἶναι τό ζιζάνιο πού ἔσπειρε ὁ σατανᾶς σέ ὅλες τίς σοδειές τοῦ Θεοῦ στήν γῆ: στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, στό σπίτι του, στόν γάμο του, στήν παρέα των φίλων του, στόν λαό του καί στό ἔθνος, στήν πολιτική καί στό ἐμπόριο, στήν λύπη καί στήν χαρά, παντοῦ, σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τούς πολιτισμούς.


Κανένας πολιτισμός δέν κατάφερε νά ξερριζώση τό ζιζάνιο τῆς ὑποκρισίας, ἀλλά αὐτό κατώρθωσε νά ἀφανίση πολλούς ἀπό αὐτούς. Ἄν ἕνας πολιτισμός ἔλαμπε μέ ἐξωτερική αἴγλη, ὅπως ὁ Εὐρωπαϊκός καί ὁ Ἰαπωνικός, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶχε καταστρέψει τήν ὑποκρισία, παρά ὅτι τήν εἶχε ἀποκρύψει πιό ἐπιδέξια κάτω ἀπό τό κέλυφός του, πού δέν εἶχε γραμμένο πάνω τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει μέ τά Πασχαλινά αὐγά στά Βαλκάνια. Μᾶλλον, ἔγραφε στό δικό του κέλυφος: εὐγένεια, τρόποι, σοφιστεία, λόγους δηλαδή πού οἱ δαίμονες δέν φοβοῦνται, καί ἔτσι τό ζιζάνιο τῆς ὑποκρισίας, ἀνεμπόδιστο, βλάστανε ὀργιαστικά.


Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, διεκήρυξε ἐξ ἀρχῆς δύο πολέμους: κατά τού σατανᾶ καί κατά τῆς ὑποκρισίας. Οἱ ἄνθρωποι Τόν ἀγαποῦσαν καί Τόν τιμοῦσαν μέ τεράστιο θεοφοβούμενο σεβασμό, ὡς Σωτῆρα. «Ἦν γάρ διδάσκων αὐτούς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καί οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς» (Ματθ. ζ´ 29).



ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF