ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 5ον)

 



Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος





( Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )


Σημειωτέον ότι στην Κρήτη άρχισε και τα πρώτα υπαίθρια κηρύγματά του, διότι είχε πολύ ζήλο διά την βοήθεια των αδελφών του. Στον κόσμο μιλούσε πολύ απλά με παραδείγματα και αγιογραφικά κείμενα που ερμήνευε με εντυπωσιακά αφωμοιώσιμο τρόπο.


Μεταξύ των άλλων έλεγε σαν παράδειγμα προς αποφυγήν, ωρισμένα γεγονότα από την πατρίδα του. Στο πρώτο του κήρυγμα, στον <<κήπο των τριών καμαρών>>, είπε μεταξύ των άλλων:


<<Επειδή δεν βρέθηκε κανένας να με συμβουλεύση, ότι ώφειλα πρώτα να τακτοποιήσω τα χαρτιά μου στο Αγγλικό Προξενείο, δεν μπόρεσα να φθάσω στα Ιεροσόλυμα, στην Μονή του Αγίου Σάββα, όπως είχα σκοπό.


Έτσι και ο καθένας από σας, αν δεν τακτοποιήσει τα χαρτιά του απ' εδώ, δεν θα φθάση στην άνω Ιερουσαλήμ>>. Μόλις λοιπόν έκλινε ο λογισμός του διά την αναχώρησι  προς το ιερό βουνό του Άθωνος, η ψυχή του ηρέμησε τελείως.


<<Μόλις είπα διά το Άγιον Όρος, όλα δεξιά. Βρε εκείνο, βρε εκείνο, όλα χαρά. Βρίσκω και τον αδελφό μου στον Πειραιά>>. Στην Αθήνα ανέβηκε για λίγο, όπου του εδόθη η ευκαιρία να κηρύξη και πάλιν τον λόγον του Θεού. 


Επειδή όμως είχε μακρυά μαλλιά και γενειάδα και εφαίνετο ως μοναχός, εκλήθη εις ανάκρισιν από την Αρχιεπισκοπή. Ο πρωτοσύγγελος τον διέταξε το συντομώτερον ν' αναχωρήση διά την Μονήν της αρεσκείας του, διότι του εφάνη ύποπτος.


Ο Αντώνιος υπήκουσε ευχαρίστως, διότι ουδέν του κόσμου τερπνόν τον τραβούσε. Επιθυμούσε όσο το δυνατόν συντομώτερα ν' αρχίση την νέαν του ζωή, αυτή που θα τον εχαρίτωνε και διά του αγγελικού σχήματος θα τον μεταμόρφωνε εις στρατιώτην Χριστού, στρατιώτην της Βασιλείας του Θεού.



Ζ'. Αγιορείτης


Φθινόπωρο του 1920, σε ηλικία 26 ετών ο Αντώνιος φθάνει με πλοίο εις το Άγιον Όρος και μάλιστα εις το <<ιερόν>> αυτού, την Ιεράν Μονήν Μεγίστης Λαύρας.


Η ψυχή του μαγνητίζεται κυριολεκτικά από το επιβλητικόν φυσικόν περιβάλλον και τον μυστικόν πλούτον των ιερών ακολουθιών. Συναισθηματική και καθαρά φύσις ως ήτο αντελήφθη αμέσως ότι βρήκε αυτό, που ποθούσε η ψυχή του.


Άνετα και ήρεμα αφομοιώθηκε με την τάξι και τον ρυθμό της νέας του ζωής, χωρίς <<λογισμούς>>, που βασανίζουν συνήθως τους αρχαρίους, μορφωμένους και απλούς.


Η μεγαλοπρέπεια και απλότης κτισμάτων και φύσεως που συνθέτουν τον ιερόν χώρον του Μοναστηρίου ήσαν άλλως τε συγγενή στοιχεία της υπάρξεως του Αντωνίου,


γιατι και ο ίδιος ήταν φύσει απλός και απέριττος, συγχρόνως όμως και μεγαλοπρεπής, ως θέσει υιός Θεού με πλήθος χαρίσματα, τα οποία ως καλός οικονόμος <<ευαγγελικώς>> θα επολλαπλασίαζε μετ' ολίγον.


Δυο - τρεις εβδομάδες παρέμεινε ως φιλοξενούμενος εις το αρχονταρίκι της Μονής, για να γνωρίση και να τον γνωρίσουν, πρόσωπα και πράγματα, με τα οποία θα έπρεπε του λοιπού να ζήση μαζί τους.


Μάλιστα τότε η Λαύρα είχε 160 περίπου μοναχούς εντός και υπέρ τους πεντακοσίους εις τας Σκήτας και Κελλία της, και συνεπώς η επιλογή για την πρόσληψι νέων μοναχών ήτο οπωσδήποτε αυστηρή.


Ένα πρωινό ο μοναχός Ορέστης, ο οποίος εκτελούσε το διακόνημα του κλητήρος, τον καλεί να παρουσιασθή ενώπιον της Επιτροπής. Από τους σεβασμίους Γέροντες που την αποτελούσαν,


επληροφορήθη ότι ενεκρίθη η αίτησίς του και τον εδέχοντο ως δόκιμον αδελφόν της Μονής και ότι του λοιπού θα εκτελούσε το διακόνημα του παρατραπεζάρη, βοηθός δηλαδή του τραπεζάρη, που ήταν τότε ο γερο - Γαλακτίων.


Αφού έβαλε μετάνοια στον προιστάμενόν του και τους επιτρόπους άρχισε με ένθεον ζήλον να υπηρετή, όπου ετάχθη. Και εδώ η <<προσγείωσις>> ήτο ομαλωτάτη, χωρίς γογγυσμούς και αντιρρήσεις.


Όλα του εφαίνοντο ωραία, ειρηνικά, απολύτως ταιριαστά γι' αυτόν. Περιγράφων σε προσφιλεστάτους του προσκυνητάς, λίγες μέρες προ του θανάτου του, τα αισθήματα των αλησμονήτων εκείνων ημερών, θα αναφωνήση:


<<Τί χαρά ήταν, λοιπόν, τί αγαλλίασις; Τί παράδεισος; Δεν μπορώ πια να σας λέω παραπάνω>>! Είχε βρη ο αοίδιμος αυτό που επόθει η ψυχή του, γι' αυτό και εσκίρτα ένθους μετά από 58 έτη επί τη αναμνήσει των στιγμών εκείνων!


Μακάριαι ψυχαί, ρακοφορούσαι και πένητες, πολλάκις όμως πλουτίζουσαι και εκ των ρακίων της αμαρτίας απαλλάττουσαι... Μετά από δοκιμή ενός χρόνου, μέσα στον οποίον έδειξε απόλυτη υπακοή και καρτερία, η Σύναξις της Μονής αποφασίζει να καρή μοναχός.


Το όνομα που του δίδουν κατά την κουρά του είναι Αββακούμ, το οποίον στην Εβραϊκή σημαίνει: αγκαλιά, αγκαλιάζω, και μ' αυτό πλέον θα γίνη γνωστός εντός και εκτός του Αγίου Όρους.


Και όντως ο π. Αββακούμ μετ' ολίγον θα εγίνετο δι' όλην την αδελφότητα μια αγκαλιά παρηγορίας, διότι είχε το χάρισμα της παρακλήσεως άφθονον. Πολύ σύντομα νεαροί και παλαιοί μοναχοί θα βρίσκουν


κοντά του λόγον αληθείας και παρακλήσεως, έκφρασι ζώσης αγάπης και χριστιανικού ενδιαφέροντος, από μια καρδιά γεμάτη συμπάθεια και απλότητα.


Αυτό θα γίνη αργότερον και για τους πολυπληθείς θαυμαστά του, οι οποίοι κατά δεκάδες θα τον επισκέπτονται καθημερινώς για να βρουν στα λόγια του βάλσαμο παρηγορίας και ενίσχυσι στον αγώνα της αρετής.


Η αγάπη του αγκάλιαζε αβίαστα τους πάντας, διότι είχε προηγουμένως ο ίδιος αγκαλιάσει τον Θεόν, την πηγήν πάσης δυνάμεως και παρακλήσεως.



Η'. Αγωνιστής της αληθείας


Τα χρόνια κυλούσαν γοργά και ο δούλος του Θεού Αββακούμ, όλος χαρά και ενεργητικότητα, σκορπούσε τριγύρω του αισιοδοξία και αγάπη, πνεύμα αυταπαρνήσεως και εγκρατείας.


Ώσπου έφθασε η ώρα να δοκιμασθή σκληρά, όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και ολόκληρο το περιβόλι της Παναγίας, όπως πριν διακόσια περίπου χρόνια με τα Κολλυβαδικά.


Αυτή τη φορά η δοκιμασία ήτο μεγαλυτέρα και συνετάραξε σε λίγους μήνες ολόκληρο το ιερό βουνό, από την Λαύρα του Αγίου Αθανασίου μέχρι το μικρότερο καλύβι της Αθωνικής ερήμου. Τί είχε συμβή;


Το Οικουμενικόν Πατριαρχείο εν συνεργασία μετά της Ελλαδικής Εκκλησίας απεφάσισαν τον Μάρτιον του 1924 να εφαρμόσουν το νέον παπικόν ημερολόγιον, παρά τις έγγραφες αντιδράσεις των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και τα αντιθέτως εντελλόμενα υπό της Εκκλησίας.


Η αγιορειτική συνείδησις αντέδρασε τότε ακαριαίως. Με μια φωνή, όλοι οι πατέρες Μοναστηρίων, Σκητών και Κελλίων είπαν το όχι στην αντικανονικήν αυτήν καινοτομίαν και ηρνήθησαν να υπακούσουν στην προσταγή του Πατριαρχείου.


Αυτή ήτο η πρώτη φάσις της αντιδράσεως, η οποία καθημερινώς ελάμβανε και διαφορετικάς διαστάσεις, λόγω της ρευστότητας των γεγονότων και διαφόρων διαδόσεων περί συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου προς επίλυσιν του θέματος κ.λ.π.


Η δευτέρα φάσις προεκλήθη διά τον εξής λόγον: Ικανοί εκ των πατέρων του Όρους, μετά την εφαρμογήν της καινοτομίας, απεφάσισαν να διακόψουν το μνημόσυνον του επισκόπου των, δηλαδή του πατριάρχου,


και να μη κοινωνούν πλέον μετά του Πατριαρχείου και με όσες Εκκλησίες εδέχθησαν την καινοτομίαν, ή συνέχισαν την κοινωνίαν των μετά των καινοτόμων.


Οι περισσότεροι εκ των Μοναχών δεν συνεφώνησαν με αυτό το μέτρον, και έτσι προήλθεν η διαίρεσις, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα και μάλιστα πλέον έντονος.


Από την Μονήν της Μ. Λαύρας αντέδρασαν κατ' αρχάς 24 ιερομόναχοι και μοναχοί, μεταξύ των οποίων ήτο και ο ησύχιος π. Αββακούμ. Η αντίδρασις υπήρξε ζωηρά, με φωνάς και διαμαρτυρίας εις την αυλήν της Μονής.


Ο τόπος της γαλήνης και ηρεμίας είχε αρχίσει να δοκιμάζεται σκληρά. Ο π. Αββακούμ εκλείσθη ειε το κελλίον του και με το κομβοσχοίνι του προσηύχετο συνεχώς, ώστε ο Θεός να δώση και πάλι την ειρήνη Του εις το δοκιμαζόμενον Όρος.


Οι διαμαρτυρηθέντες πατέρες, μη δεχόμενοι το μνημόσυνον του πατριάρχου, ενώ παρέμειναν εργαζόμενοι ως και πρώτα εις την Μονήν, εκκλησιάζοντο ιδιαιτέρως εις παραχωρηθέν μεγάλο παρεκκλήσιον, μη συμπροσευχόμενοι μετά των λοιπών πατέρων.


Ο π. Αββακούμ εξωρίσθη δι' ολίγον εις το σπήλαιον του Αγίου Αθανασίου στην Βίγλαν, διά να κληθή και πάλιν εις την Μονήν, καθότι η αντίδρασίς του υπήρξε ευγενής, ο ίδιος δε ήτο πολύ αγαπητός στους πατέρας.


Τότε του ανετέθη και το διακόνημα του νοσοκόμου, δεδομένου ότι η Μονή διέθετε ευρύχωρον νοσοκομείον διά τους οπωσδήποτε πολυπληθείς γηραιούς και ασθενείς μοναχούς της.


Με ζήλον πολύ ανέλαβε και πάλι το νέο του διακόνημα, υπηρετών τους ασθενείς του ακούραστα και νυχθημερόν. Το δε σπουδαιότερον είναι, ότι δεν παρέλειπε μαζί με τις υπηρεσίες του να τους προσφέρη και τον λόγον του Θεού διά καταλλήλων αναγνώσεων προς παρηγορίαν και όντως ψυχαγωγίας των.


Επί επτάμησι έτη υπηρέτησε στο νοσοκομείον, επιδείξας απαράμιλλον ζήλον και ενεργητικότητα . Και εδώ όμως ο πειρασμός τον παραμόνευε, με αποτέλεσμα, λόγω ακριβώς των παραδοσιακών του φρονημάτων περί ημερολογίου να οδηγηθή και πάλιν εις την εξορίαν, εις το σπήλαιον του Αγίου Αθανασίου.


Πολύ σύντομα όμως ηγέρθησαν διαμαρτυρίαι εκ μέρους των ασθενών, διότι ο αντικαταστάτης του δεν μπορούσε να τον μιμηθή εις το πολύμοχθον έργον της διακονίας των ασθενών, αφού, ως γνωστόν, ο π. Αββακούμ ήτο συν τοις άλλοις και πολύ δυνατός σωματικός, ουδέποτε αισθανόμενος κούρασιν.



( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 23-30, Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF