ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 10ον)

 



Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος





Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )



ΙΓ'. Ο π. Αββακούμ και οι προσκυνηταί


Όσοι από τους προσκυνητάς της Μ. Λαύρας επεσκέπτεντο τον π. Αββακούμ στο Κελλάκι του, ή στο ησυχαστήριό του στην μακρυνή Βίγλα, οι περισσότεροι ζητούσαν ν' ακούσουν λόγο παρακλήσεως, λόγον που θα τους ανεκούφιζε ψυχικά και θα έρριχνε φως παρηγοριάς και ενισχύσεως στα ποικίλα προβλήματά τους.


Και μόνο η παρουσία του και η γεμάτη αγάπη και πνευματική ιλαρότητα φωνή του ήσαν ικανά να γεμίσουν με θυμηδίαν και πνευματικήν ειρήνην τον συνομιλητή του.


Ένας κληρικός που εγεύθη ικανώς την χάριν αυτήν, γράφει: <<Εις το πρόσωπόν του είδον ένα γέροντα με καρδιά μικρού παιδιού. Η καλωσύνη του και η πραότης του, η απλότης του


και η ταπεινοφροσύνη του, η εγκάρδιος αγάπη του και το μέγιστον ενδιαφέρον του διά την βοήθειαν και σωτηρίαν και άλλων ανθρώπων, ως και πολλά άλλα πνευματικά προσόντα με τα οποία εκοσμείτο, δεν περιγράφονται.


Από τον απλούν αυτόν μοναχόν πολύ ενισχύθην και ωφελήθην πνευματικώς... Ο π. Αββακούμ ήτο άνθρωπος χωρίς δόλον εις την καρδίαν του. Εις αυτόν φαρμόζεται απολύτως ο λόγος του Κυρίου:


<<Ίδε αληθώς ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι>>. Μεταξύ των επισκεπτών του υπήρχαν και οι άνθρωποι των γραμμάτων, Καθηγηταί Πανεπιστημίων, Επίσκοποι, στρατηγοί, φοιτηταί κ.λ.π., οι οποίοι είχαν άλλες απαιτήσεις και άλλου είδους ερωτήσεις να υποβάλλουν στον ασκητή μας.


Ένας εξ αυτών ήτο και ο γνωστός καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις, ο οποίος τον επεσκέφθη περί το 1955 μαζί μ' ένα συνάδελφό του γερμανό. Αφού ο γέροντας έλυσε την απορίαν του γερμανού, αναφορικώς προς το ποία είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, εστράφη προς τον έλληνα καθηγητή και με το πνευματικό εκείνο χαμόγελο εις τα χείλη, τον ερώτησε:


-Τί θέλεις εσύ κ. Νικόλαε; -Να μου πης π. Αββακούμ, πού αναφέρει περί Ορθοδοξίας η Π. Διαθήκη, διότι με ερώτησαν μερικοί φοιτηταί και δεν είχα να τους απαντήσω, καίτοι έψαξα πολύ στον Ιερεμία και Ησαϊα.


-Όχι, όχι, δεν είναι τόσο ψηλά, του απεκρίθη αμέσως ο γέροντας. Είναι γύρω στο τρίτο με τέταρτο κεφάλαιο της Γενέσεως, λοιπόν άκουσον: <<Αδάμ δε έγνω την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Κάϊν και είπεν'


εκτησάμην άνθρωπον διά του Θεού, και προσέθηκε τεκείν τον αδελφόν αυτού, τον Άβελ. και εγένετο Άβελ ποιμήν προβάτων, Κάϊν δε ην εργαζόμενος την γην. Και εγένετο μεθ' ημέρας ήνεγκε Κάϊν από των καρπών της γης θυσίαν τω Κυρίω, και Άβελ ήνεγκε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού και από των στεάτων αυτών.


και επείδεν ο Θεός επί Άβελ και επί τοις δώροις αυτού, επί δε Κάϊν και επί ταις θυσίαις αυτού ου προσέσχε. και ελυπήθη Κάϊν λίαν, και συνέπεσε τω προσώπω αυτού. Και είπε Κύριος ο Θεός τω Κάϊν' ίνα τί περίλυπος εγένου, και ίνα τί συνέπεσε το πρόσωπόν σου;


ουκ εάν ορθώς προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες; ησύχασον'>> (Γεν. Α'. 1-7). Μόλις σταμάτησε ο γέροντας την από στήθους απαγγελίαν της ανωτέρω αγιογραφικής περικοπής, τον αγκάλιασε σεμνώς ο Λούβαρις και τον εφίλησε γεμάτος χαρά, διότι ένοιωσε διάχυτη την χαράν του Αγίου Πνεύματος στον ανυπόδητον συνομιλητήν του.


Ο γερο-Αββακούμ του ανέφερε εν συνεχεία δύο ακόμη Γραφικά χωρία που ομιλούν διά το θέμα του και τα οποία ευρίσκονται στις Παροιμίες του Σολωμόντος' το ένα έλεγε: <<Καρδία ορθή ζητεί αίσθησιν...>> (15, 14) και το δεύτερον: <<Ο ζητών τον Κύριον ευρήσει γνώσιν μετά δικαιοσύνης, οι δε ορθώς ζητούντες αυτόν ευρήσουσιν ειρήνην>> (16, 8).


Στο τέλος της συναντήσεως αυτής ο Λούβαρις αναγκάσθηκε να ομολογήση: <<Αυτός γνωρίζει πράγματα, τα οποία γνωρίζουν συνήθως μόνο Καθηγηταί Πανεπιστημίου. Αυτός μπορεί να κάνει κάθε σοφό να ντρέπεται.


Είναι πτωχός αλλά κατέχει περισσότερα απ΄ό,τι όλοι οι σοφοί και διανοούμενοι του κόσμου. Αυτός είναι πραγματικά φωτισμένος>>. Είναι περιττόν να τονισθή μετά πόσου θαυμασμού έκτοτε ο Λούβαρις περιέβαλλε τον γέροντα, συνεχώς στέλλοντάς του χαιρετισμούς με τους γνωστούς του, που ήρχοντο εις τον Άθωνα.


Το 1958 τον επεσκέφθη ο άρχων διδάσκαλος του Γένους, ο επίτιμος Διευθυντής του Λυκείου Κοραής της Κρήτης Ε. Πετράκης, ο οποίος του πήρε την κατωτέρω συνέντευξιν.


-Πάτερ Αββακούμ είπατε ότι για να γίνη κανείς μοναχός πρέπει να έχη κλήσιν από τον Θεόν, πρέπει να έχη φυσικήν προδιάθεσιν προς τούτο. Ποία είναι η ουσία της μοναχικής αυτής κλήσεως;


Απ: Η αγάπη του Χριστού εκδηλουμένη διά ταπεινώσεως και υπακοής.


Ερ: Αφού δεν έρχονται τώρα αρκετοί να αφιερωθούν στην αγάπη του Χριστού, δεν θα έπρεπε να προσαρμοσθούν οι Κανονισμοί προς τας σημερινάς συνθήκας;


Απ: Αν για να προσελκύσωμεν ανθρώπους που δεν έχουν κλήσιν από τον Θεόν κάναμε αβαρίας και αλλάζαμε τους κανόνας, θα κάναμε ό,τι και οι Φαρισαίοι που περιήγον την θάλασσαν και την ξηράν του ποιήσαι ένα προσήλυτον, και όταν το πετύχαιναν τον έκαναν <<υιόν γεέννης διπλότερον αυτών>>, δηλαδή θα καταστρέφαμε τους ανθρώπους αυτούς.


Δεν γίνεται κανείς μοναχός αν δεν τό' χει εκ φύσεως στην ψυχή του.


Ερ: Τί θα απογίνουν, πώς θα σωθούν, οι πολλοί εκείνοι που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να έλθουν εδώ;


Απ: Όσοι δεν έχουν έμφυτον την κλίσιν προς τον μοναχικόν βίον, δηλαδή ο πολύς κόσμος, δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν θα δοκιμάσουν την χαράν του Χριστού.


Έκαστος άνθρωπος έχει το τάλαντόν του από τον Θεόν και θα κριθή σύντομα με την χρήσιν που θα του κάνη. Εις το ζήτημα δε αυτό ουσιώδης παράγων είναι η συναίσθησις της αμαρτίας, η μετάνοια.


Το 1975 σε δύο φοιτητάς θα ομολογήση: <<Εγώ έχω όλη μου την ζωή με τον Χριστόν! Δεν θέλει ο Χριστός γηροκομεία>>. Η συζήτησις ήτο για την αφιέρωσι και τους αφιερωμένους στον Μοναχισμόν, και με όλη την απλότητα ο γέρων είπε τους μεγάλους αυτούς λόγους, που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να επαναλάβη άλλος Αγιορείτης.


Λέγοντας αυτά ήθελε να τονίση, ότι ο μοναχός πρέπει να αφιερούται σχετικά νέος, διότι όταν γηράση δεν είναι εύκολον ούτε για τον ίδιον, ούτε για την Μονήν που θα τον δεχθή, χωρίς βεβαίως να αποκλείωνται αι εξαιρέσεις.


Ιούνιον του 1952 ειδοποιήθη η Μονή Μ. Λαύρας ότι θα την επισκεφθούν οι τελειόφοιτοι της Θεολ. Σχολής Αθηνών με επικεφαλής τον καθηγητήν Ι. Καρμίρην.


Η γεροντία διέταξε τον π. Αββακούμ να έχη καθ' όλα έτοιμη την τράπεζαν διά την υποδοχήν, διότι από το 1948 σχεδόν είχε αναλάβει το διακόνημα αυτό, αφού σταμάτησε την συνεχή παραμονή του στην Βίγλαν.


Ήταν Τετάρτη και και ο γέροντας δούλευε στο κελλί του στον Άγιον Φανούριον, βγάζοντας πέτρες με το λοστάρι του και ξεχωρίζοντας το κοκκινόχωμα το κατάλληλο για χτίσιμο.


Θα ήταν περίπου δέκα το πρωί, όταν άκουσε καθώς δούλευε μια φωνή να του λέη εντός του προστακτικά: <<Να πας στο Μοναστήρι>>. Σύμφωνα με το πρόγραμμα οι φοιτηταί θα ήρχοντο το Σάββατον και ήταν ακόμη Τετάρτη. 


Απόρησε ο γέροντας και στάθηκε διστακτικός, αλλά η φωνή συνέχιζε να τον προσκαλή: <<Να πας στο Μοναστήρι>>. <<Αμέσως πλύθηκα>>, λέει ο π. Αββακούμ <<και μπήκα στο κελλί μου για να ετοιμασθώ.


Τότε βλέπω ότι η εικόνα του Χριστού που ήταν στον τοίχο έλαμπε και ακτινοβολούσε. Τί θαύμα! Χριστέ μου, βοήθησέ με>>, ψιθύρισαν τα χείλη του. Λίγο πριν το μεσημέρι είχε φθάσει στο Μοναστήρι, όταν δέχθηκε αμέσως τον έλεγχο ενός εκ των προϊσταμένων, διότι πριν λίγη ώρα είχαν έλθει εκτάκτως οι φοιτηταί, λόγω αλλαγής προγράμματος.


Δεν πρόλαβε να δικαιολογηθή ο γέροντας, όταν άλλος προϊστάμενος της Μονής του είπε να πάη να φορέση <<τα καλά του>>, διότι θα ωμιλούσε στην τράπεζα προς τους φοιτητάς.


Έτσι σε λίγη ώρα στην μεγάλη τράπεζα της Λαύρας αντί αναγνώσεως κατά την ώρα του γεύματος, άρχισε ο π. Αββακούμ το κήρυγμά του. Μίλησε περίπου 2 ώρες! Το θέμα του ήτο περί παρθενίας κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων, πλαισιωμένα από ολόκληρα κεφάλαια εκ της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης. 


<<Οι φοιτηταί είχαν σταματήσει το φαγητό και έγραφαν>>, λέει χαμογελώντας ο γέροντας. Τότε, μετά το φαί, ο Καρμίρης είπε. <<Να βάλετε όλοι μετάνοια στον Γέροντα>>.


Αφού τον εχαιρέτησαν κληρικοί και λαικοί σπουδασταί, ο Καρμίρης πρόσθεσε: <<Θεία Χάρις! μνήμη απέραντος, ούτε άκουσα, ούτε θα ξανακούσω>>. Ημέρες ευλογημένες, όπου το Όρος δεν είχε πτυχιούχους και μορφωμένους μοναχούς στα μέλη του, αλλά χαριτωμένους Αββακούμ, πλήρεις πίστεως και έργων αρετής.


Όλοι οι σημερινοί λόγιοι του Όρους να μαζευθούν, ένα Αββακούμ δεν κάνουν! Το θλιβερώτερον είναι ότι απουσιάζει και η συναίσθησις της πτωχείας μας' νομίζουμε ότι το Όρος ανθεί, ενώ στην ουσία μαραίνεται και φθίνει από όλες τις απόψεις...



Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 48-54, 
Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF