ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ: Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ




ταν Πέμπτη, γράφει ὁ Μοτοβίλωφ (ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ). Ἡμέρα συννεφιασμένη. Τό χιόνι στή γῆ εἶχε ἀνεβῆ στούς 25 πόντους, ἐνῶ ἀπό τόν οὐρανό ἐξακολουθοῦσαν νά πέφτουν πυκνές νιφάδες, ὅταν ὁ πατήρ Σεραφείμ ἄρχισε νά συζητᾶ μαζί μου. Μέ ἔβαλε νά καθήσω στόν κορμό ἑνός δένδρου πού μόλις εἶχε κόψει, καί ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν μέσα στό δάσος, κοντά στό ἐρημητήριό του, πάνω στόν λόφο πού κατέληγε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.


Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπό τά παιδικά σας χρόνια ἐπιθυμούσατε πολύ νά μάθετε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καί εἴχατε ρωτήσει πολλές φορές μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες. — Πράγματι, ἀπάντησα, ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν μέ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτός ὁ λογισμός καί εἶχα ἀπευθυνθῆ σέ πολλούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν μέ ἱκανοποιοῦσαν. — Μάλιστα, συνέχισε ὁ πατήρ Σεραφείμ. Κανείς σέν σᾶς εἶχε δώσει ὁριστική ἀπάντησι. Νά ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἔλεγαν: Νά πηγαίνεις στήν ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι στόν Θεό, νά τηρῆς τίς ἐντολές Του, νά κάνεις τό καλό. Ὡρισμένοι δυσανασχετοῦσαν μαζί σας καί σᾶς ἔλεγαν ὅτι ἀσχολεῖσθε μέ μία περιέργεια πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. «Μή ζητᾶς πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου», συμπλήρωναν. Κανείς ὅμως δέν σᾶς ἔδωσε τή σωστή ἀπάντησι. Ὁρίστε λοιπόν, ἐγώ ὁ πτωχός Σεραφείμ θά σᾶς ἐξηγήσω τώρα ποιός εἶναι πράγματι αὐτός ὁ σκοπός:


προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί κάθε χριστιανικό ἔργο, ὅσο κι ἄν εἶναι καλό καθ᾽ ἑαυτό, δέν ἀποτελεῖ τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ἀλλά χρησιμεύει σάν μέσο γιά τήν ἐπιτυχία του. Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Πρέπει νά γνωρίζετε, ἀγαπητέ, πώς μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ἕνα καλό ἔργο φέρνει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό καλό βέβαια, κι ἄν ἀκόμη δέν ἔχει γίνει γιά τόν Χριστό, δέν παύει νά εἶναι καλό. Ἡ Γραφή λέει: «Ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι» (Πράξ. ι´ 35). Πόσο εὐάρεστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐργάζεται τή δικαιοσύνη, φαίνεται στήν περίπτωσι τοῦ ἑκατοντάρχου Κορνηλίου στήν εὐαγγελική ἱστορία. Ὁ Κορνήλιος ἦταν θεοφοβούμενος καί πολύ ἐλεήμων. Σ᾽ αὐτόν λοιπόν, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Πέμψον εἰς Ἰόππην καί μετακάλεσαι Σίμωνα ὅς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως… ὅς παραγενόμενος λαλήσει σοι» (Πράξ. ι´ 32). Ὁ Πέτρος μίλησε στόν Κορνήλιο γιά τήν αἰώνια ζωή καί πίστεψε κι αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του.


Κύριος χρησιμοποιεῖ ὅλα τά θεϊκά Του μέσα, γιά νά δώση τήν εὐκαιρία σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, σάν ἀμοιβή γιά τά καλά του ἔργα, νά μή στερηθῆ τήν αἰώνια μακαριότητα. Ἀπό τήν εὐαγγελική αὐτή διήγησι συμπεραίνουμε πώς ὁ Κύριος, ὅσον ἀφορᾶ τά καλά ἔργα πού δέν γίνονται γι᾽ Αὐτόν, περιορίζεται στό νά μᾶς δώση τά μέσα γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε. Καί ἀπό ἐμᾶς πλέον ἐξαρτᾶται, ἄν θά τά ἀξιοποιήσουμε ἤ ὄχι. Νά γιατί εἶπε ὁ Κύριος στούς Ἑβραίους: «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. θ´ 41).


ταν λοιπόν κάποιος ἀγαθοεργῆ σάν τόν Κορνήλιο ὄχι γιά τόν Χριστό, ἀλλά κατόπιν πιστέψη σ᾽ Αὐτόν, τότε τά καλά του ἔργα εἶναι σάν νά ἔγιναν γιά τόν Χριστό. Ἄν ὅμως δέν πιστέψη στόν Χριστό, δέν ἔχει δικαίωμα νά παραπονεθῆ ὅτι τά καλά του ἔργα δέν καρποφόρησαν. Γιατί τό καλό ἔργο ἀποβαίνει ὠφέλιμο μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ὁπότε καί στή μέλλουσα ζωή μᾶς ἐξασφαλίζει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά καί στήν παροῦσα μᾶς γεμίζει μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί καθώς ἔχει γραφῆ:«Οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα» (Ἰωάν. γ´ 34).


τσι εἶναι φιλόθεε. Ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἡ ἐλεημοσύνη καί τά ἄλλα καλά ἔργα, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μόνο μέσα γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. — Τί σημαίνει ἀπόκτησις; ρώτησα τόν στάρετς. Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω. — Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Γνωρίζω τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζεις τή σημασία τῆς λέξεως «ἀποκτῶ» μέ τή κοσμική ἔννοια; Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἀπόκτησις χρημάτων, ἐνῶ τῶν εὐγενῶν — ἐκτός ἀπό τά χρήματα — καί ἡ ἀπόκτησις τιμῶν, διακρίσεων, καί ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιά τίς ὑπηρεσίες τους στό κράτος. Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάτι παρόμοιο, μόνο πού εἶναι εὐλογημένο καί αἰώνιο. Ἀποκτᾶται μέ τούς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τό χρηματικό κεφάλαιο ἤ τά διάφορα ἀξιώματα.


Θεός Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, παρωμοίασε τή ζωή μας μέ ἀγορά καί τά ἔργα μας μέ ἐμπορευόμενα πράγματα καί μᾶς λέει: «Πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι»(Λουκ. ιθ´ 13), «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. ε´16). Δηλαδή, ἐκμεταλλευθῆτε τό χρόνο σας, ὥστε μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά νά ἀποκτήσετε τά οὐράνια. Ἐπίγεια ἐμπορεύματα εἶναι τά καλά ἔργα πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί μᾶς ἐξασφαλίζουν τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς Αὐτό δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐγκαθίσταται μόνο Του στίς ψυχές μας. Γιά νά κατοικήση ὅμως καί νά συμπαραμείνη μέ τό δικό μας πνεῦμα, πρέπει προηγουμένως νά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά τό ἀποκτήσουμε. Τότε ἐκεῖνο θά προετοιμάση στήν ψυχή καί στό σῶμα μας τήν κατοικία Του, σύμφωνα μέ τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐνοικήσω ἐν ὑμῖν καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (πρβλ. Λευϊτ. κστ´ 12).


Κάθε ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό μᾶς δίνει τή χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Περισσότερο ὅμως ἀπ̉ ὅλες μᾶς τή δίνει ἡ προσευχή, γιατί αὐτή τήν ἔχουμε πάντοτε στά χέρια μας σάν ἕνα εὔχρηστο πνευματικό ὅπλο. Θά θέλατε π.χ. νά πᾶτε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ ἡ ἀκολουθία νά ἔχη τελειώσει. Θά θέλατε νά δώσετε κάτι στόν ἐπαίτη, ἀλλά ἐπαίτης δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ νά μήν ἔχετε νά τοῦ δώσετε. Θά θέλατε ἴσως νά φυλάξετε παρθενία, ἀλλά εἴτε ἡ ἰδιοσυγκρασία σας εἴτε ἡ πίεσις τῶν τεχνασμάτων τοῦ ἐχθροῦ ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ἀδυναμία σας δέν σᾶς ἀφήνουν νά ἀντισταθῆτε καί νά ἐκπληρώσετε αὐτή τήν ἐπιθυμία σας. Θά θέλατε ἀκόμη νά κάνετε καί κάποια ἄλλη ἀρετή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ἔχετε δυνάμεις ἤ δέν δίδεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία.


Μέ τήν προσευχή ὅμως δέν συμβαίνει τό ἵδιο. Γι᾿ αὐτή ὑπάρχει πάντοτε καί γιά τόν καθένα ἡ δυνατότης: γιά τόν πλούσιο καί τόν πτωχό, τόν ἰσχυρό καί τόν ἀδύνατο, τόν διάσημο καί τόν ἄσημο, τόν ὑγιῆ καί τόν ἀσθενῆ, τόν δίκαιο καί τόν ἁμαρτωλό. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς. Αὐτή περισσότερο ἀπ̉ ὅλα μᾶς παρέχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτήν εὐκολώτερα ἀπ̉ ὅλα μπορεῖ καθένας νά τήν ἐπιτελέση. Μέ τήν προσευχή ἀξιωνόμαστε νά συζητᾶμε μέ τόν Πανάγαθο Θεό καί Σωτῆρα μας. Πρέπει ὅμως νά προσευχώμαστε μόνο μέχρις ὅτου ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς ἐπισκεφθῆ μέ τή χάρι Του στό μέτρο πού Αὐτός γνωρίζει. Καί ὅταν Αὐτός εὐδοκήση νά μᾶς ἐπισκεφθῆ, τότε πρέπει νά σταματήσουμε τήν προσευχή. Γιατί νά τοῦ λέμε «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν», ἀφοῦ ἤδη βρίσκεται μέσα στίς ψυχές μας;


Μέχρι τώρα, μπάτουσκα, μιλήσατε μόνο γιά τήν προσευχή. Τί θά λέγατε γιά τίς ἄλλες ἀρετές πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; — Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖτε νά τήν ἀποκτήσετε καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπορευθῆτε ἀπό τίς ἀρετές ἐκεῖνες ποῦ σᾶς δίνουν περισσότερο κέρδος. Συγκεντρῶστε κεφάλαιο ἀπό τά εὐλογημένα κέρδη τῆς θείας χάριτος καί νά τά καταθέσετε στό αἰώνιο ταμιευτήριο, πού θά σᾶς ἀποφέρη τόκο σέ κάθε πνευματικό ρούβλι ὄχι 4 ἤ 6%, ἀλλά 100%, καί ἀναρίθμητες φορές περισσότερο.


ν π.χ. σᾶς δίνη περισσότερη χάρι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Ἄν σᾶς δίνη περισσότερη ἡ νηστεία, νηστεύετε. Ἄν σᾶς δίνη ἡ ἐλεημοσύνη, δῶστε ἐλεημοσύνη. Παρόμοια σκεφθῆτε καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό. Ἔτσι νά ἐμπορεύεσθε πνευματικά μέ τίς ἀρετές. Κι ἀφοῦ ἀποκτήσετε μ̉ αὐτόν τόν τρόπο τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά τή μοιράσετε σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, παίρνοντας παράδειγμα ἀπό τό ἀναμμένο κέρι. Αὐτό, ἄν καί εἶναι ἀναμμένο μέ γήϊνο φῶς, ἀνάβει καί ἄλλα κεριά, φωτίζει καί ἄλλα μέρη, χωρίς νά λιγοστεύη τό δικό του φῶς. Ἄν γίνεται ἔτσι μέ τό γήϊνό φῶς, τί νά ποῦμε τότε γιά τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ;


Mπάτουσκα, μιλᾶτε διαρκῶς γιά τήν ἀπόκτησι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Πῶς ὅμως καί ποῦ μπορῶ νά τό δῶ; Τά καλά ἔργα φαίνονται. Θά μποροῦσα ἄραγε νά δῶ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα; Πῶς μπορῶ νά γνωρίζω, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μαζί μου ἤ ὄχι; — Στίς ἡμέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενική ψυχρότης πρός τήν ἁγία πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἀδιαφορία πρός ὅσα ἐνεργεῖ ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μᾶς φέρη κοντά Του. Ἡ ψυχρότης καί ἡ ἀδιαφορία αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μᾶς ἀπεμάκρυναν σχεδόν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή.


Μᾶς φαίνονται τώρα κάπως παράξενα τά λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως π.χ. ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ προφήτης Μωϋσῆς γιά τούς πρωτοπλάστους: «Ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ…» (Γεν. γ´ 8), ἤ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Κωλυθέντες ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τόν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς » (Πράξ. ιστ´ 7-10).


Συχνά ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί ὑποστηρίζουν καί λένε: «Τά χωρία αὐτά εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἴδια τους τά μάτια νά δοῦν τόν Θεό;» Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δέν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπό τό ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς πρωταρχικῆς χριστιανικῆς γνώσεως, καί μέ τήν πρόφασι τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως μπήκαμε σέ τέτοιο σκοτάδι ἀγνοίας, ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ἐκεῖνα πού γιά τούς παλαιούς ἦσαν τόσο κατανοητά. Καί στίς καθημερινές ἀκόμη συζητήσεις τους ἡ ἔννοια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν γι̉ αὐτούς κάτι παράξενο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ἔβλεπαν τόν Θεό καί τή χάρι τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος στόν ὕπνο καί στούς ρεμβασμούς τους οὔτε σέ μία φανταστική καί ἀρρωστημένη ἔκστασι, ἀλλά φανερά καί ἀληθινά.


Σήμερα δυστυχῶς γίναμε πολύ ἀδιάφοροι γιά τή σωτηρία μας, μέ ἀποτέλεσμα νά δίνουμε λανθασμένη ἑρμηνεία σέ πολλά ἁγιογραφικά χωρία. Αὐτό συμβαίνει γιατί δέν ζητᾶμε τή χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν τῆς ἐπιτρέπουμε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ νά κατοικήση στήν ψυχή μας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἔχουμε τόν πραγματικό φωτισμό. Ὁ Κύριος στέλνει τόν φωτισμό Του μόνο στίς καρδιές πού μέ ὅλη τους τή δύναμι καρτεροῦν καί διψοῦν τήν ἀλήθεια.


Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος, ὅταν σφραγίζωνται στά κυριώτερα μέλη τοῦ σώματος, καθώς ὁρίζει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάριτος. Στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος ἀναφέρεται: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐμεῖς οἱ χοϊκοί, φιλόθεε, βάζουμε τή σφραγῖδα μας σέ σκεύη πού κρύβουν κάτι πολύτιμο. Τί πολυτιμότερο ὅμως ὑπάρχει ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μᾶς δίνονται ἄνωθεν κατά τό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος;


ν δέν ἁμαρτάναμε ποτέ μετά τή βάπτισί μας, θά παραμέναμε αἰωνίως ἅγιοι, ἄσπιλοι, ἀπηλλαγμένοι ἀπό κάθε σωματικό καί ψυχικό μολυσμό καί εὐάρεστοι στόν Θεό. Δυστυχῶς ὅμως αὐξανόμενοι στήν ἡλικία δέν αὐξανόμεθα καί στή σοφία ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντιθέτως σιγά‑σιγά διαφθειρόμεθα, χάνουμε τή θεία χάρι καί ἁμαρτάνουμε μέ ποικίλες καί βαρειές ἁμαρτίες. Ἄν παρακινηθῆ κάποιος ἀπό τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀποφασίση νά ἀφιερώση τή ζωή του σ̉ Αὐτόν, πρέπει νά μετανοήση εἰλικρινά γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί νά ἐπιδοθῆ στίς ἀντίθετες ἀρετές. Μέ τήν ἐξάσκησι τῶν ἀρετῶν αὐτῶν θά ἀποκτήση τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα μας καί θεμελιώνει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δίδεται κατά τό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάμπει στήν καρδιά μας σάν ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Λάμπει παρ̉ ὅλες τίς ἁμαρτωλές μας πτώσεις, παρ̉ ὅλο τό σκοτάδι πού περιβάλλει τήν ψυχή μας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν ὁ ἁμαρτωλός ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς μετανοίας, ἐξαλείφει ἐντελῶς καί τά ἴχνη ἀκόμη τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἐνδύει τόν πρώην ἔνοχο πάλι μέ τήν ἄφθαρτη στολή, τήν ὑφασμένη μέ τή χάρι Του, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὁποίας—σάν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς—σοῦ μιλῶ τόση ὥρα.


πως εἴπαμε προηγουμένως, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φῶς πού φωτίζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος συχνά φανέρωνε ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ̉ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶχε ἁγιάσει καί φωτίσει. Θυμήσου τόν Μωϋσῆ μετά τή συζήτησι πού εἶχε στό Σινᾶ μέ τό Θεό. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν, γιατί ἀκτινοβολοῦσε μέ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς πού τόν περιέβαλλε. Ἀναγκαζόταν λοιπόν νά ἐμφανίζεται στούς Ἰσραηλῖτες μέ τό πρόσωπο καλυμμένο. Θυμήσου ἀκόμη τή θεία Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος στό ὄρος Θαβώρ. «Καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών» (Μαρκ. θ´ 3), καί «ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ´ 6). Ὅταν ἐμφανίσθηκαν κοντά στόν Κύριο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, «ἐπεσκίασεν αὐτούς νεφέλη φωτεινή». Ἡ χάρις λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερώνεται μέ ἕνα ἀνέκφραστο φῶς.


Πῶς εἶναι δυνατόν, ρώτησα τόν μπάτουσκα, νά καταλάβω ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; — Εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, μοῦ ἀπήντησε. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλᾶ σ̉ ἐκείνους πού ἀποκτοῦν τή γνῶσι. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν αὐτή τή γνῶσι, γι᾿ αὐτό πάντοτε καταλάβαιναν ἄν βρισκόταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μαζί τους ἤ ὄχι. Ποτισμένοι λοιπόν μέ τή γνώσι καί βλέποντας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους, ἔλεγαν μέ βεβαιότητα ὅτι τό ἔργο τους εἶναι ἅγιο καί κατά πάντα εὐάρεστο στόν Θεό. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἔγραφαν στίς ἐπιστολές τους: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ιε´ 28), καί μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις συνιστοῦσαν τίς ἐπιστολές τους σάν ἀδιάψευστη ἀλήθεια γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔνοιωθαν αἰσθητά μέσα τους τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Βλέπεις λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλό;


Παρ̉ ὅλα ταῦτα δέν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νά εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς μπορῶ νά ἀντιλαμβάνωμαι τήν πραγματική Του ἐπιφοίτησι; — Σᾶς εἶπα ἤδη, φιλόθεε, ὅτι εἶναι κάτι πολύ ἁπλό καί σᾶς διηγήθηκα λεπτομερῶς πῶς οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πῶς πρέπει νά καταλαβαίνουμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τί ἄλλο θέλεις λοιπόν; — Θέλω νά τό κατανοήσω αὐτό πολύ καλά, ἀπήντησα. Τότε ὁ πατήρ Σεραφείμ μέ ἔπιασε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί μοῦ εἶπε: — Τώρα βρισκόμαστε καί οἱ δύο μέσα στό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί δέν μέ κοιτᾶς; — Δέν μπορῶ νά κοιτάξω, γιατί ἀπό τά μάτια σας βγαίνουν λάμψεις. Τό πρόσωπό σας ἔγινε λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο καί τά μάτια μου πονοῦν. — Μήν ταράζεσαι. Εἶσαι τώρα κι ἐσύ φωτεινός σάν κι ἐμένα. Βρίσκεσαι κι ἐσύ στήν πληρότητα τοῦ θείου Πνεύματος, διαφορετικά δέν θά μποροῦσες νά μέ δῆς σ̉ αὐτή τήν κατάστασι.


Καί σκύβοντας ἀργά μοῦ εἶπε στό αὐτί: — Εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τό ἀνέκφραστο σ̉̉ ἐσένα ἔλεός Του. Θά πρόσεξες ὅτι οὔτε κἄν σταυροκοπήθηκα, παρά μόνο προσευχήθηκα νοερά μέ τήν καρδιά μου καί εἶπα: «Κύριε, ἀξίωσέ τον νά δῆ φανερά καί μέ τά σωματικά του μάτια τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Πνεύματος Σου, μέ τήν ὁποία ἀξιώνεις τούς δούλους Σου, ὅταν εὐδοκήσης νά τούς φανερωθῆς μέ τό φῶς τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης Σου».Καί νά, ἀγαπητέ ὁ Κύριος ἱκανοποίησε ἀμέσως τήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νά μήν τόν εὐγνωμονοῦμε καί οἱ δύο γιά τήν ἀνέκφραστη δωρεά Του! Μέ τή μορφή αὐτή σπανίως φανερώνει ὁ Κύριος τό ἔλεος Του καί στούς μεγάλους ἀκόμη ἐρημῖτες. Αὐτή ἡ θεία χάρις σάν φιλόστοργη μητέρα εὐδόκησε νά παρηγορήση τή συντετριμμένη καρδιά σου ὕστερα ἀπό τή μεσιτεία τῆς ἴδιας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως, ἀγαπητέ μου, δέν μέ κοιτᾶς στά μάτια; Κοίταξέ με χωρίς νά φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας!


στερα ἀπό τά λόγια αὐτά ἔρριξα μία ματιά στό πρόσωπό του καί μέ κατέλαβε ἀκόμη μεγαλύτερο δέος. Φαντάσου πώς συζητᾶς μέ κάποιον τό μεσημέρι, ἐκτεθειμένος στίς πιό καυτερές ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καί τόν κοιτάζεις στό πρόσωπο. Βλέπεις τά χείλη του νά κινοῦνται, βλέπεις τήν ἀλλοιωμένη ἔκφρασι τῶν ματιῶν του, ἀκοῦς τή φωνή του, αἰσθάνεσαι ὅτι κάποιος σέ κρατᾶ ἀπό τούς ὤμους, ἀλλά δέν βλέπεις οὔτε τά χέρια οὔτε τό σχῆμα του, μά οὔτε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Βλέπεις μόνο ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς, ποῦ ξεχύνεται μερικά βήματα τριγύρω καί χαρίζει τή λάμψι του στό πέπλο τοῦ χιονιοῦ πού καλύπτει τό ξέφωτο, καί στίς νιφάδες πού πέφτουν πάνω σ̉ ἐμένα καί στόν μεγάλο στάρετς. Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ κανείς ἐκείνη τήν κατάστασι, στήν ὁποία βρισκόμουν τότε!


Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μέ ρώτησε ὁ πατήρ Σεραφείμ. — Πολύ εὐχάριστα! — Πές μου συγκεκριμένα τί νοιώθεις. — Nοιώθω τέτοια γαλήνη καί εἰρήνη στήν ψυχή μου πού μέ κανένα λόγο δέν μπορῶ νά τήν ἐκφράσω. — Αὐτό, φιλόθεε, εἶναι ἐκείνη ἡ εἰρήνη γιά τήν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος στούς μαθητάς Του: «Εἰρήνη τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν∙ οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ´ 27). «Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ̉ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰωάν. ιε´ 19). «Ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ´ 33). Σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μισητοί στόν κόσμο, ἀλλά ἐκλεκτοί ἀπό τόν Χριστό, δίνει ὁ Κύριος αὐτή τήν εἰρήνη πού νοιώθεις τώρα ἐσύ μέσα σου. Αὐτή εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ´ 7) σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τί ἄλλο ασθάνεσαι; — Ἀσυνήθιστη χαρά σ᾿ ὅλη τήν καρδιά μου.


ταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, συνέχισε ὁ μπάτουσκα, κατέρχεται στόν ἄνθρωπο καί τόν περιβάλλη μέ τήν πληρότητα τῆς ἐνεργείας Του, τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μέ μία ἀνέκφραστη χαρά, γιατί τό Ἅγιον Πνεῦμα κάνει τά πάντα χαροποιά, ὅπου κι ἄν ἐγγίση. Αὐτή εἶναι ἡ χαρά, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος λέει στό Εὐαγγέλιο: «Ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε· πάλιν δέ ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ´ 21- 22). Μά ὅσο καί ἄν εἶναι παρήγορη ἡ χαρά αὐτή, πού τώρα νοιώθεις στήν καρδιά σου, δέν εἶναι τίποτε συγκριτικά μ᾿ ἐκείνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Κύριος «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α´ Κορινθ. β´ 9).


Τώρα σ᾿ ἐμᾶς δίδεται ἡ πρόγευσις αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Κι ἄν τώρα νοιώθουμε τόση γλυκύτητα καί εὐφροσύνη στήν καρδιά μας, τί θά ποῦμε τότε γιά τή χαρά ἐκείνη, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ στόν οὐρανό γι᾿ αὐτούς πού κοπιάζουν ἐδῶ στή γῆ; Ἀλλά κι ἐσύ, ἀγαπητέ μου, ἀρκετά ὑπέφερες στή ζωή σου. Κοίταξε ὅμως τώρα μέ ποιά χαρά σέ παρηγορεῖ ὁ Κύριος στήν παροῦσα ἀκόμη ζωή! Τί ἄλλο νοιώθεις; — Ἀσυνήθιστη θερμότητα, ἀπήντησα. — Μά πῶς ἀγαπητέ μου; Εἴμαστε καθισμένοι χειμῶνα καιρό στήν αὐλή τοῦ κελλιοῦ μέσα στό δάσος, πατᾶμε στό χιόνι, ἀπό τόν οὐρανό συνεχίζουν νά πέφτουν νιφάδες καί μᾶς ἔχουν σκεπάσει πάνω ἀπό ἕνα βερσόκ. [Ἕνα βερσόκ=4,4 ἑκατοστά.] Τί θερμότητα μπορεῖ νά αἰσθάνεσαι; — Αἰσθάνομαι τέτοια θερμότητα, σάν κι ἐκείνη πού δημιουργεῖται μέσα σ᾿ ἕνα λουτρό, ὅταν ρίξουν νερό στήν πέτσκα κι ἀρχίση νά βγαίνη σάν στῦλος ὁ ἀτμός. — Μήπως αἰσθάνεσαι καί τή μυρωδιά του; ρώτησε ὁ στάρετς. — Ὄχι, ἀπήντησα. Ἐπάνω στή γῆ δέν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ μητέρα μου, ἐπειδή μοῦ ἄρεσε ὁ χορός καί πήγαινα στίς χοροεσπερίδες, μέ ράντιζε μέ ἀρώματα, τά ὁποῖα ἀγόραζε ἀπό τά καλύτερα καταστήματα μόδας τῆς πόλεως Καζάν. Ἀλλά κι ἐκεῖνα δέν ἀνέδιδαν τέτοια εὐωδία.


Τό γνωρίζω. Εἶναι ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς τό λές. Σέ ρώτησα ὅμως ἐπίτηδες γιά νά δῶ ἄν αἰσθάνεσαι κι ἐσύ τό ἴδιο. Πράγματι. Ἡ πιό εὐχάριστη εὐωδία πάνω στή γῆ δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή πού νοιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ποιά ἐπίγεια εὐωδία μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή; Μοῦ εἶπες ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότης ὅπως καί στό λουτρό. Κοίταξε ὅμως! Τό χιόνι ἐπάνω μας δέν ἔχει λειώσει, ἐνῶ ἀπό τό οὐρανό ἐξακολουθεῖ νά πέφτη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θερμότης δέν βρίσκεται στόν ἀέρα, ἀλλά μέσα μας. Εἶναι ἐκείνη ἡ θερμότης, γιά τήν ὁποία μᾶς προτρέπει τό Ἅγιον Πνεῦμα νά ἀναφωνοῦμε πρός τόν Κύριο: «Μέ τή θερμότητα τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου θέρμανέ με»! Μ᾿ αὐτή θερμαίνονταν οἱ ἐρημῖτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί ἀψηφοῦσαν τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος. Ἔνοιωθαν σάν νά ἦσαν ντυμένοι μέ ζεστές γοῦνες. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί σ᾿ ἐμᾶς, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρις, καθώς εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21). Λέγοντας ἐδῶ βασιλεία, ὑπονοεῖ ὁ Κύριος τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Νά λοιπόν! Αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας καί μᾶς φωτίζει ἐξωτερικά, μᾶς θερμαίνει καί γεμίζει μέ κάθε εἴδους εὐωδία τόν ἀέρα πού μᾶς περιβάλλει. Ἐπίσης εὐφραίνει τίς αἰσθήσεις μας μέ τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί γεμίζει τήν καρδιά μας μέ ἀνέκφραστη χαρά. Γιά τήν κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε τώρα, ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐ γάρ ἐστιν βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ´ 17). Ἡ πίστις μας συνίσταται «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως» (Α´ Κορινθ. β´ 4). Σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάστασι βρισκόμαστε τώρα κι ἐμεῖς. Γι᾿ αὐτή κυρίως ὁ Χριστός εἶπε:« Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μαρκ. θ´ 1).


Νά λοιπόν, ἀγαπητέ μου, κοίταξε τί ἀνέκφραστη χαρά μᾶς ἀξίωσε νά δοκιμάσουμε τώρα ὁ Κύριος! Νά τί σημαίνει νά βρισκώμαστε στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει κάπου τό ἑξῆς: «Βρισκόμουν ὁ ἴδιος στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μέ αὐτή τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερπλήρωσε τώρα ὁ Κύριος κι ἐμᾶς τούς πτωχούς. Νομίζω λοιπόν πώς δέν ὑπάρχει πλέον λόγος νά ρωτᾶς περισσότερα γιά τό πῶς βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Θά θυμᾶσαι ἄραγε τό ἀνέκφραστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε σήμερα σ᾿ ἐμᾶς; — Δέν γνωρίζω, μπάτουσκα, ἄν θά μέ ἀξιώση ὁ Θεός νά τό θυμᾶμαι τόσο ζωντανά καί καθαρά, ὅπως τό αἰσθάνομαι τώρα. — Ἐγώ νομίζω, παρετήρησε ὁ στάρετς, ὅτι ὁ Κύριος θά σέ βοηθήση νά συγκρατήσης γιά πάντα αὐτή τή φανέρωσι στή μνήμη σου.


Διαφορετικά, δέν θά ἀπαντοῦσε ἡ ἀγαθότης Του τόσο ἀστραπιαῖα στήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πολύ περισσότερο, γιατί ἡ γνῶσις αὐτή δέν δόθηκε σ᾿ ἐσένα μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ὥστε κι ἐσύ νά στερεωθῆς στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί τούς ἄλλους νά ὠφελήσης. Ὅσον ἀφορᾶ τό γεγονός ὅτι ἐγώ εἶμαι μοναχός, ἐνῶ ἐσύ λαϊκός, αὐτό δέν πρέπει νά τό σκέπτεσαι. Ὁ Θεός ζητᾶ ὀρθή πίστι σ᾿ Αὐτόν καί στόν μονογενῆ Του Υἱό. Καί τότε προσφέρει ἀπό τόν οὐρανό πλούσια τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.


«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του. «Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18). Ὁ Κύριος εἰσακούει ἐξ ἴσου τόν μοναχό καί τόν λαϊκό, ἀρκεῖ νά εἶναι καί οἱ δύο ὀρθόδοξοι, νά ἀγαποῦν τόν Θεό ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους καί νά ἔχουν πίστι σ᾿ Αὐτόν, ἔστω σάν τόν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ. Ἄν συμβαίνουν αὐτά, τότε καί οἱ δύο θά μετακινήσουν ὄρη. «Διώξεται εἷς χιλίους καί δύο μετακινήσουσι μυριάδας» (Δευτερ. λβ´ 30). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ´ 23), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ´ 12). Ὁ Κύριος λέει γιά ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. ιδ´ 12). Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Ἰωάν. ιστ´ 24).


σα λοιπόν, φιλόθεε, ζητήσης ἀπό τόν Κύριο, ὅλα θά τά λάβης, ἀρκεῖ μόνο αὐτό πού θά ζητήσης νά εἶναι γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον, γιατί καί τήν ὠφέλεια πρός τόν πλησίον ὁ Θεός πρός δόξαν Του τή δέχεται. Γι᾿ αὐτό καί λέει: «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40). Μήν ἀμφιβάλλης καθόλου γιά τό ἄν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τά αἰτήματά σου, ἀρκεῖ, ὅπως εἴπαμε, νά γίνωνται πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλεια τοῦ πλησίον.


λλά καί ἄν ἀκόμη ζητήσης κάτι γιά προσωπική σου ἀνάγκη ἤ ὠφέλεια, πολύ σύντομα καί πρόθυμα θά σοῦ τό στείλη ὁ Κύριος, ἀρκεῖ νά σοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ὅσους τόν ἀγαποῦν καί εἶναι ἀγαθός σέ ὅλους. «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ´ 19). Από τό βιβλίο, «Οσιος Σεραφείμ του Σάρωφ», έκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου. *Εκ του ιστολογίου «immorfou.org.cy». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF