ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 14ον)

 



Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος



Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )



Θυμάμαι ακόμα, ότι α) το κομποσκοινάκι του ήτανε τριακοσάρι και μ' αυτό ακατάπαυστα έκαιγε τον αντίμαχον. β) Τα δάκρυά του πολύ συχνά, αβίαστα, άτυφα, εύγλωττα.


Αυτά συνώδευαν τα πύρινα λόγια του, τις διδαχές του, που τόσο γοήτευαν και συνέτριβαν τις ψυχές μας και στήριζαν, σαν ασάλευτη βακτηρία τη ζωή μας, σε χαρμόσυνα και θλιβερά περιστατικά, που του εκθέταμε ή υπέπιπταν στην αντίληψή του, ή ακόμη και εμάντευε πολλάκις, κατά τρόπον όντως θαυμαστόν και ανεξήγητον. 


Θυμάμαι κάποτε, προς μεγάλη μας έκπληξη, όταν κάποιος προσκυνητής-επισκέπτης, τελείως άγνωστός του, ζήτησε να τον ιδή, άκουσε να τον δέχεται με την προσφώνηση <<καλώς τον στρατηγόν>>. Και ήτανε μάλιστα πρώην στρατηγός! Περίεργα!


Και πάλιν τα δάκρυα, τα νοτισμένα του ωραία και ήρεμα μάτια, που ξεσκέπαζαν καρδιές και κονιορτοποιούσαν σκληρότητες και επιφυλακτικότητες και ανάγκαζαν τον συνομιλητή του ή εξομολογούμενο, να παραλύη.


Ένα τέτοιο, μ' ένα σφριγηλό νέο, έγινε μια χρονιά, γύρω στα 1973, που τ' ακούσαμε αποσβολωμένοι πολλοί (5-6). <<Το άλλο γιατί δεν το λες, γιατί το κρύβεις>>; Και το παλλικάρι βουβάθηκε και το είπε στ' αυτί του, ενώ εμείς παράμερα (1-2 μέτρα). 


Ερμηνεύτε τα σεις. Για τα δάκρυα και την δύναμή τους, μας θύμιζε τον ιερό Αυγουστίνο, που, όπως έλεγε <<ευκολώτερον στήσαις ρεύματα ποτάμια ή Αυγουστίνου δάκρυα>>. Μας συνιστούσε ζωηρά την κατάνυξη <<δάκρυα μοι δος ο Θεός>> τονίζοντας, ότι και ο Κύριος τας δεήσεις του προς τον Πατέρα προσήνεγκε <<μετά κραυγών ισχυρών και δακρύων>>.


Αν καλά θυμάμαι, και για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά νομίζω, που έμενε ψηλά-ψηλά, μόνος και έρημος, στο βουνό, επάνω απ' τη Λαύρα, ότι <<λουζότανε υπερφυώς σε παράδοξα ρεύματα δακρύων και φαινότανε θαυμαστός, καθ' ο ενεφάνιζε πρόσωπον φωτοειδές εις τους ορώντας αυτόν.


γ) Και για την προσευχή, μας επαναλάμβανε, να γίνεται στο ταμιείο μας, μακρυά από θορύβους και υπεράνω σαρκός, κόσμου και κοσμοκράτορος, οπότε ο νους μας συνάπτεται τη Τριαδική Μονάδι, με ηνωμένες από κάθε σκορπισμό, τις τρεις δυνάμεις της ψυχής μας.


Μας κέντριζε συχνά με το του Μ. Βασιλείου: <<Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω... και αυτής της ευτελούς φύσεώς μας λήθη λαμβάνει>> κ.λ.π. δ) Η πίστις του έδειχνε ατράνταχτη, κάτι το πολύ φυσικό, απαραίτητο και ασφαλέστατο, σαν ηνίοχος της ψυχής μας.


ε). Παράλληλα και ο παντοδύναμος Τίμιος Σταυρός ήτανε γι' αυτόν και για όλους μας, όπως έλεγε: <<φύλακας, φρουρός, κραταίωμα, διαβολοκτόνος>>. Γι' αυτό ακατάπαυστα σταύρωνε τα πάντα, πρόσωπα και πράγματα, αλλά και τις τροφές, κατά τρόπον σχολαστικόν, επίμονον!


Κάποτε λέγει στο σύνοδό μου (μιας χρονιάς) ευλαβή γέροντα Πόντιον κ. Λάζαρον (γνωστόν στο Όρος). -Λάζαρε πάρε το μύλο και κόψε μας λίγο φρέσκο καφέ>>. Αφού ο Λάζαρος τον ετοίμασε (του λέγει).


<<Βάλ' τον στα φρύγανα (πού' χε ο Γέροντας ανάψει) και φύσηξε>>. Και ο Λάζαρος: -Γέροντα ευλόγησον, αλλά σηκώνονται στάχτες. Απάντησις: -<<Ευλογημένα όλα' ου σταυρωμένες κι οι στάχτες; ησύχαζε>>.


Όπως όλα, τα πιο ευτελή και λιτά του, χαριτωμένα και γευστικώτατα. στ) Για το θεριό μας της σάρκας, ήτανε επιγραμματικός και αποκαλυπτικός προς καταστολήν και καθυπόταξιν αυτής δι' ασκήσεως και υποπιασμού.


Μας πρόβαλλε τον Μέγα Παύλο, τον Απόστολο,  που τη <<δάμαζε>> με την κακοπάθεια και την ταλαιπώρησή της: <<υποπιάζω μου το σώμα>>. Αλλιώς δεν τιθασεύεται, μας έλεγε, και δεν πειθαρχεί, και δεν αραιώνουν οι άτοποι λογισμοί.


<<Λευθερωθήτε απ' τις ραθυμότοκες>> κοσμικές μέριμνες, για να υψώνεσθε και ίσως καμμιά φορά πάρετε καμμιά αμυδρά ιδέα του <<ακτίστου φωτός>>, αφού κουρασθήτε να λέγετε διάπυρα, μαζί με την μονολόγιστη ευχή <<φώτισέ μας Κύριε τα σκοτάδια μας και από τα κρύφιά μας ρύσαί μας>>.


Όντως σ' όλα του πρώταρχος! Στήριξε πολύ την αδυναμία μας με ενθαρρύνσεις... Μη καταπέσης, μη απογνώς, εκρίζωνε τα άγρια βλαστήματα. Μη κάμπτεσαι' πάλι και πάλι και πολλάκις.


Κατάσκαψε την πονηρά σου φύση και οικοδομή' στηριχθήτε και θεμελιωθήτε στον ακρογωνιαίο! Ξανάρχισε απ' αρχής γιατί κάθε παράβαση, κάνει τον Κύριο ν' αποστρέφη από σου το πρόσωπό Του, γιατί η ψυχή σου ασχήμινε και εμάκρυνε τον Κύριο και θα πεθάνης από λιμό! Τρία ταύτα θα σε ζωντανέψουν: Μετάνοια, δάκρυα, εξομολόγησις! 


Υψωθήτε, φαντασθήτε <<το αμήχανο κάλλος>> και συνειδητοποιήστε ότι ο εμπαθής νους, με την βρύση των ακαθάρτων σκέψεών του, αδύνατον τω Θεώ συναφθήναι>>. Κυνηγήστε την πνευματική ηδονή,


έξω από κάθε πρόσυλο φάντασμα (όπως μπορώ τα συνδέω) και τότε θα γίνετε ελεύθεροι και θα νοιώθετε αηδία προς σωματικάς και υλικάς τέρψεις. Αλλά πρώρα σκληρά παλαίψατε και προμηθευθείτε Χρυσοστόμειους κρεμαστήρες!


Ανάστηθι, μετάγνωθι, ανανεώσου έως εμπνέεις, ήτανε η επωδός του! Πολέμα αδιάκοπα το κακό και για να το νικήσης, αφού δεν μπορούμε να το εξαφανίσουμε. Φθόνος διαβολικός το εισήγαγε κατ' οικονομίαν Θεού!


Μη πτοείσαι όμως' αντιμάχου τω εκνευρωθέντι διά του Σταυρού πονηρώ πνεύματι! Τέτοια μελωδήματα και τερψίθυμα συνθήματα συνέθετε διά τους προσερχομένους του, ο μακαριστός Γέροντας. (Πού να τα συγκράταγα όλα)!


Με το αποστεωμένο του προσωπάκι, το τόσο γλυκό και χαρωπό (στα νειάτα του) και τις ασκητικές του ρυτιδούλες, λεύτερος από πάθη, με συντριμένη πάντα καρδιά και την αδειάλειπτη ευχή, πού΄φθανε πολλάκις σε ύψη αρετής και ίσως αγιότητος, πάντα όμως απλός και προσιτός, χωρίς καν να υποπτεύεται την τόση ύψωσή του!


Ηρωική η γήϊνη πορεία του, προκαλούσε δέος και σεβασμό. Οι βράχοι, το σπήλαιό του, η ερημιά του, η τόσο καθαρά τω καθαρώ, μένουν άφωνοι μάρτυρες του αναιμάκτου μαρτυρίου της θεόφιλης ψυχούλας του, ην πολύ αγαπούσα!


Ιδιαίτερη εντύπωση ακόμα προκαλούσε η ευπρέπειά του, η σεμνότητα των κινήσεών του, η (σιωπηλή) επίγνωση ότι πρόκειται για φορέα δύναμης και ελπίδας. Αληθινός πρώταρχος, αυτοδίδακτος όμως, και πολύ άτυφος.


Στα νεανικά του βέβαια ασκητικά χρόνια, είχε ζωντάνια χαριτωμένη και σεμνή, ήτανε λεπτός πολύ, σπαγέτο, ευκίνητος, καψάλας, μελαψός από το ύπαιθρο ίσως' αργότερα, βάρυνε στο σώμα με τα χρόνια.


Η φωνίτσα του τότε, με το ιδίωμα του νησιού του, ήτανε λεπτή, ευχάριστη, πανηγυρική, γιορταστική για το τρανό μήνυμα που σκορπούσε με τόση παιδική αφέλεια γύρω του, που πρώτος το ζούσε <<μόνος μόνω>>, με περισσή συνέπεια.


Και μαζί με την κάποια μελωδία της φωνίτσας του, απ' αυτό το ηλιοψημένο και κακοποιημένο απ' την άσκηση και απάρνηση των πάντων, συμπαθητικό και μυρίπνοο κορμάκι, το μυροβόλο και σύσκηνο αϋλων νόων, σε πλημμύριζε, προσέχοντάς τον, και κάποια οσμή ξένου αρώματος απ' το χώμα και την ποιότητα των φθόγγων του.


Και κόλλαγες κοντά του' σε προβλημάτιζε έντεχνα με τις δικές του ανάερες βυθομετρήσεις του, σε εποχή και χώρο τότε που ασήκωτη, καταθλιπτική τυπικότητα λόγων, τρόπων, ακολουθιών των δοκούντων άρχειν και της ακολουθίας των, δεν σε βοηθούσαν να συγκινηθείς...


Ήτανε χάριτι τεχνίτης, μαέστρος στην έκθεση κάποιων μυριοπόθητων μυστικών. Και παρ' όλο το ζηλωτικόν του ένδυμα και βίωμα, ήτανε πάντα απρόκλητος, αφανάτιστος, σώφρων, υποληπτόμενος κάθε συνζητητή του με τις δοξασίες του,


ανεχόμενος τις παγωμένες, ανήλιες από το πνεύμα καρδιές που φώναζαν μυστικά για λίγη ζέστα, γιατί πίστευε ότι λίγο να βοηθούσε με το σεβασμό του να ανοίξουν πρώτες αυτές, θα βιάζονταν να απλώσουν σ' αυτόν το χέρι τους και να δεθούν μαζί του αδιάκοπα.


Τώρα, αφομοιώνεται με το κάλλος, την αρμονία, τη γνώση, εκεί πέρα στη μαργαρόχρυση Πόλη, όπου ούτε κλαυθμός, ούτε καύμα, ούτε στέρηση, ούτε παγίδες... Να διαταράξουμε τη γαλήνη του μακαρίως κοιμωμένου οσίου και δικαίου, στο δείπνο του με το Χριστό!


Παρηγοριά μας η ζωή του η αγωνιστική, ο πόθος του να στέκεται πάντα όρθιος και να φέγγει σαν τον αυγερινό, στους ζωντανούς, και τον αποσπερίτη, στους νεκρούς. Εγκωμίασέ τα όλα του,


τις τόσες χρυσάκτινες μαρμαρυγές, που μ' επιμέλεια έκρυβε εδώ κάτω, με την απερίγραπτη απλότητα και ανθρωπιά του, με την κρυστάλλινη καθαρότητά του!


Προστέθηκε στις φάλαγγες των ερημιτών - φιλοσόφων, ησυχαστών, Κολλυβάδων, που χρόνια σταθεροί αρνητές των γεηρών <<ήρθησαν εις τα όρη>> νεκρωθέντες εις το παντελές με καθημαγμένη - σταυρωμένη σάρκα και ζήσανε σαν πουλάκια πλανώμενα 


σε σπήλαια - οπές της γης, κεντούμενα απ' τον οίστρο καιομένης ιερής βάτου και μη φλεγομένης, μ' ασάλευτο το βλέμμα προς τα μη ορώμενα, πάντερπνα, με κατατριμμένα τα μυρίπνοα κόκκαλά των, αυτάρκεις, γαλήνιοι, θεοφόροι!


Είθε να πάρουμε και μεις εδώ κάτι απ' αυτές τις μάστιγες των θείων ερώτων, δι' ευχών σου πάτερ μου.



Α.Σ. 28/9/83


ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ




Τ Ε Λ Ο Σ



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 63-66,
Αθήναι 2002.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF