ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΑ-Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ 1886-1974 (ΜΕΡΟΣ 8ον)

 




Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α':
<<Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα - Η Ασκήτρια της Κλεισούρας 1886-1974>>,
έκδοση <<Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής>>,
Φυλή Αττικής 1998.
Ανάρτηση 8η, σελ. 90-97.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.




<<Μικρά Είσοδος στον θαυμαστό κόσμο μιας σύγχρονης Αγίας>>


Ευρίσκομαι στην σκιά της Αγιονορείτικης Εικόνας <<Άξιον έστιν>> πολλούς μήνες τώρα... Το καντηλάκι Της ανάβει ακοίμητο... Ζήτησα την Χάρι Της και δεν με παρέβλεψε... Εργάζομαι τόσο καιρό και δεν απόκαμα... Ουράνια χαρά με πλημμύριζε συνεχώς και λαχτάρα να ολοκληρώσω την προσπάθεια... Ήμουν μέσα σ' έναν <<Κήπο Χαρίτων>>... Η ευωδία των αρετών της Αγίας Γεροντίσσης μ' έκανε να λησμονήσω την κόπωσι και τις δυσκολίες... Μπροστά μου είχα μικρά τεμάχια των Λειψάνων της'  λίγα από τα μαλλάκια της'  χώμα από το μνήμα της'  ένα μέρος από το τσεμπέρι της'  και μία κάρτα με την Εικόνα και το Μοναστήρι της Παναγίας Κλεισουργιωτίσσης... Η γνωριμία μου μαζί της ήταν ένας σταθμός στην πνευματική μου πορεία. Μετά την κοίμησί της, το 1974, επιθυμούσα διακαώς να γράψω ό,τι γνώριζα για τον θαυμαστό κόσμο αυτής της σύγχρονης Αγίας. Θα ήταν ίσως οικονομία Θεού που τώρα, είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά την είσοδό της στην αιώνια κατάπαυσι, αξιώνομαι τελικά να προσφέρω στις φιλόθεες ψυχές αυτήν την εργασία. Η καθυστέρησις έγινε αιτία να συγκεντρώσω νέο υλικό που φωτίζει από κάθε πλευρά την αγιασμένη προσωπικότητα της δούλης του Θεού Μυρτιδιωτίσσης Μοναχής. Στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας μετά την ενανθρώπισι του Σωτήρος μας, ο κοσμικός περίγυρος απειλεί να μας συνθλίψη μέσα στις συμπληγάδες της αλαζονείας και της σαρκικότητος. Η οδηγητική μορφή της γενναίας Ασκήτριας ας μας φωτίζη στο σταυροαναστάσιμο μονοπάτι της εσωτερικής συντριβής, της χαρμολύπης, της υπομονής, της ελπίδος, της ευσπλαχνίας... Προσπάθησα να εισδύσω στα άδυτα ενός θαυμαστού κόσμου, να προσεγγίσω ό,τι κρυβόταν κάτω από την εξωτερική ασημότητα μιας καταφρονεμένης γυναίκας. <<Τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια>>... Ένας θησαυρός κρυμμένος στα ράκη, την ατημελησιά, την τραχύτητα... Συνεχής αφάνεια, για να φανερωθή ο Θεός'  τόπος θεοφανείας για τους ταπεινούς... Έντιμη ενώπιον του Θεού και πολύτιμο σκεύος των θαυμασίων Του... Ζούσε από τώρα μυστικά την δόξα της Βασιλείας... Ανήκε στον γνώριμο χορό που μας συνεπαίρνει με την φωτεινή ομορφιά του και μας δίνει κουράγιο με τις <<παραδοξότητες>> και <<αντινομίες>> του... <<Γίγαντες ταπεινοί>>'  συναρπαστικοί στην δόξα και την απλότητά τους'  κατανυκτικοί στην αγιότητα και την μετάνοια'  γενναίοι στην άσκησι και την ευγένεια'  αθώοι στον πόνο και στην συγχωρητικότητα'  ελεύθεροι στην υπακοή και την αγνότητα'  αστραπηβόλοι στο βλέμμα και το δάκρυ τους'  αρχοντικοί στον λόγο και την πράξι... Η κοινωνία μας μαζί τους, κοινωνία με τον Κύριό μας, με την Ελπίδα μας... Όσο θα υπάρχουν Άγιοι ανάμεσά μας, έστω και άγνωστοι στους πολλούς, θα υπάρχη ελπίδα... Και εφ' όσον πάντοτε θα υπάρχουν Άγιοι ως την <<Αποκάλυψιν>> Εκείνου, πάντοτε θα υπάρχη ελπίδα... Και έχουμε τόσο ανάγκη από ελπίδα... Και η <<ελπίς ου καταισχύνει>>... Αυτή ας είναι η παρηγοριά μας στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας...



+ Ο  Ω. & Φ. Κ.


27.1.1998 εκ. ημ.


Ανακομιδή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου





ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )


Όταν ανέβαιναν στον επάνω όροφο στα παρεκκλήσια, τα ίδια πάλι: ακολουθούσαν τα <<πουλία του Θεού>> τιττυβίζοντας, για να συμπροσευχηθούν με την ευλογημένη δούλη του Θεού... Τί στιγμές πράγματι παραδείσιας μακαριότητος!...

Φιλιωμένος ο άνθρωπος με τον Πλάστη του, την φύσι, τα ζώα... Και η Αγία ζούσε μέσα στην χαρά της Κυρίας Θεοτόκου: -Η Παναγία μέ' φερε εδώ και μέ' κανε και χαίρομαι με τη χαρά τη δική Της!... Η Παναϊα ένγκεμε αδά και χαίρουμαι με τα χαράντασατς!...

Μίαν ημέρα τον Σεπτέμβριο του 1949, πήγε στο εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, κοντά στο Μοναστήρι, για να καθαρίση και να ανάψη τα καντήλια. Πέρασε κάμποση ώρα... Ξαφνικά ακούει φωνές...

Ήσαν στρατιώτες περαστικοί, πρόσεχαν το Μοναστήρι από τους αντάρτες. Μόλις βγαίνει η Ασκήτρια να δη τί συμβαίνει, βλέπει εκεί μπροστά της μίαν αρκούδα!... Δεν τρόμαξε' μόνο άρχισε να της γλυκομιλάη:

-Έλα, γιαβρούμ... Έλα, γλυκειά μου νυφούλα... Δίω σε ψωμόπον και νερόπον... Θα σου δώσω ψωμί και νερό... Έλα, νυφούλα μου... Η αρκούδα ανασηκώθηκε, μετά έσκυψε κάτω, έγλυψε τα πόδια της Γεροντίσσης και ύστερα έφυγε τρέχοντας για το δάσος!...

Οι στρατιώτες έμειναν άναυδοι και ακίνητοι μπροστά στο καταπληκτικό αυτό γεγονός... Ο Λοχαγός έτρεξε κοτά, έκανε τρεις μετάνοιες στα πόδια της Γεροντίσσης, λέγοντας: - Για το θαύμα που είδα σήμερα δεν θα ξαναβρίσω τον Χριστό και την Παναγία... Η Αγία τον απέτρεπε: - Φύγε από μένα, γιαβρούμ...

Εμένα το σύχαμα θα προσκυνήσης, την νεραξίαν;... Την παλαβή;... Την Παναγία και τον Θεό να προσκυνάς... Στις αρχές της αφιερώσεώς της, εκεί στο ιδιότυπο ασκητήριό της, το τζάκι, συνέβαινε κάτι πολύ θαυμαστό, που δεν ήταν γνωστό στους πολλούς.

Για αρκετά χρόνια της έκαναν συντροφιά δύο φιδάκια!... Κοιμόταν μαζί τους... Αυτά κουλουριάζονταν δίπλα της... Ήσαν ψιλά. Το μήκος τους περίπου ενάμισυ μέτρο... Όταν οι έκπληκτοι προσκυνητές αντιλαμβάνονταν τους δύο συντρόφους της, έλεγε:

-Μη φοβάσθε... Είναι της Παναγίας... Δεν θα την πειράξετε... Αυτά δεν πειράζουν... Αυτά είναι της Παναϊας τα φίδια...


8. Απεσταλμένη του Θεού


Η Ασκήτρια της Κλεισούρας ήταν αυστηρή και αδυσώπητη στον εαυτό της. Στους άλλους όμως ήταν όλο αγάπη και επιείκεια... Δείγμα και αυτό πνευματικής ωριμότητος... Ο απλός κόσμος της υπαίθρου είχε καταλάβει, ότι η Γερόντισσα ήταν ένα λιμάνι παρηγορίας.


Σιγά - σιγά η γενναία Σοφία αναδείχθηκε πνευματική μητέρα και οδηγός των πονεμένων και αναγκεμένων. Πόση ανακούφισι εύρισκαν κοντά της!... <<Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός>>...


Ήταν και αυτή μία διακονία που της ανέθεσε απ' ευθείας η Θεοτόκος' ακόμη και εδώ δεν ξεκίνησε μόνη της, δεν εμπιστεύθηκε τις δυνάμεις της. Καλλιεργούσε την ταπείνωσι, εχθρευόταν την αυτοπεποίθησι...


Της είπε η Παναγία: - Να πάρης μια βέργα και να μιλάς... Να λες για τα κοντά φουστάνια... Να λες για την αποστασία... Να κηρύττης μετάνοια!... - Δεν μπορώ, Παναϊα μου... Δεν ακούνε..., απάντησε η Ασκήτρια.


Την επετίμησε η Μητέρα του Θεού: - Εσύ να μιλάς... Μη παύης να ορμηνεύης... Μελλόνυμφοι, άρρωστοι, φτωχοί, πληγωμένοι από την ζωή, αποθαρρυμένοι και τρομαγμένοι έτρεχαν κοντά της, την αγαπούσαν, την εκτιμούσαν και ζητούσαν τις προσευχές της για να ενισχυθούν και προχωρήσουν στην ζωή.


Στους απλούς ανθρώπους η απλυσιά και η ατημελησιά της δεν προκαλούσε αποστροφή και απώθησι. Σε αυτούς η Γερόντισσα μοσχομύριζε, γι' αυτό και την αγκάλιαζαν αυθόρμητα και ειλικρινά και την φιλούσαν με χαρά...


-Καλώς τα πουλία μου!... Καλώς τα πουλία μου!..., τους υποδέχονταν ανοιχτόκαρδα εκείνη. Και τους έδινε ελεημοσύνη, υλική και πνευματική... Το ευλογημένο στόμα της, σαν δροσερή πηγή, ανέβλυζε συνεχώς συμβουλές με έναν τρόπο θερμό, απλό, προσιτό στον λαό του Θεού...


Ταυτόχρονα όμως και με το κύρος και την επιβλητικότητα που άρμοζε πάντοτε στους γνήσιους δούλους του Θεού, στους απεσταλμένους, στους προφήτες του λαού. Οι καλοπροαίρετοι και κατά βάθος αδιάφθοροι την άκουγαν αχόρταγα, την χαίρονταν, την πίστευαν...


-Η Παναϊα... Τα πόδια Της είναι ματωμένα να παρακαλή για μας... Μετανοήστε!... Νά' στε καλοί άνθρωποι... Να νηστεύετε... - Να προσέχετε καλά!... Εδώ είμαστε προσωρινοί... Να μην λέτε ψέματα... Να κάνετε προσευχή...


Να νηστεύετε... Να ορμηνεύετε τα παιδία σας να παίρνουν καλόν δρόμον... Να παίρνουν καλόν στράταν... Τας Εντολάς... Τας Δέκα Εντολάς να τηράτε... - Ν' ανάβετε το καντήλι σας πριν σας βρη ο πόλεμος...


Ν'αγαπάτε ο ένας τον άλλον... Νά' στε καλοί άνθρωποι... Όταν κάνουμε καλές πράξεις ακούει η Παναϊα τις προσευχές' κι όταν είμαστε κακοί άνθρωποι δεν μας ακούει την προσευχή...


Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του λόγου της ήταν η διαβεβαίωσις, ότι ωμιλούσε εξ ονόματος της Παναγίας: - Είπε η Παναϊα: <<να πης στον κόσμο να κρατάη τις Σαρακοστές... Να κρατάτε τη νηστεία Τετράδος και Παρασκευής...


Να μη τρώνε... Να πηγαίνουν τακτικά στην Εκκλησία... Να μην φορούν άσεμνα φορέματα στην Εκκλησία... Νά' χουν ταπεινό ντύσιμο>>... Όπως ήταν φυσικό, είχε μεγαλύτερη οικειότητα με τις γυναίκες, γι' αυτό και σε αυτές ήταν πιο διδασκαλική και μάλιστα αυστηρή.


-Να τιμάτε τον πεθερό και την πεθερά... Νά' στε προσεκτικές, να μην ξεμυαλίζετε τους άντρες... Όχι κοντά μανίκια, όχι κοντά φορέματα, όχι κοντά μαλλιά: η Παναγία θυμώνει... Η Παναϊα χωλιάσκεται...


Συμβούλευε την καλοκάγαθη ανεψιά της για ανεξικακία και ελεημοσύνη: -Ευθυμία, κορίτσι μου, συγχώρα τον, σχώρα τον, μην κρατάς κακία... Νά΄χετε αγάπη... Όταν μαγειρεύης, πάρε πιάτο και δώσε στη γειτονιά...


Νά΄χετε αγάπη, Νά' σιετε ευσπλαχνία... Ήταν αυστηρή και για την αργία της Κυριακής: -Κυριακή ποτέ δεν θα ταξιδεύης... Ούτε θα ψωνίζης... Είναι αμαρτία... Οι Χριστιανοί δεν κάνει ούτε να σκουπίζουν, ούτε να ψωνίζουν...


Να τακτοποιήτε το Σάββατο τις δουλειές σας... Την Κυριακή ούτε να μαγειρεύετε... Μόνο να πάτε σ' έναν φυλακισμένο, έναν άρρωστο, ένα γείτονα αναγκεμένο για παρηγόρια...


Μια ελεημοσύνη, ένα καλό να το κάνετε την Κυριακή... Η δουλειά της Κυριακής είναι αμαρτία, είναι φωτιά στο σπίτι... Έξω απ' το καλό για ένα ορφανό, μια φτωχειά οικογένεια... Εκείνο δεν είναι αμαρτία...


Όταν πήγαιναν από το χωριό στολισμένες με κολλιέ, αγανακτούσε: -Γινήκατε σαν της Δημαρχίας τ' άλογα με χάντρες!... Τί είναι αυτά που κρεμάσατε στο λαιμό σας;!... Βγάλτε τα αυτά από κει!...


Θα κάη μας ο Θεός, αν δεν μετανοήσουμε... Να μετανοήτε... Μετανοείτε... Έρχεται η οργή του Θεού... Έρται η οργήν του Θεού...



Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α':
<<Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα Η Ασκήτρια της Κλεισούρας 1886-1974>>,
έκδοση <<Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής>>,
Φυλή Αττικής 1998, σελ. 90-97.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF