ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ

 



Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω ἐδῶ στὴ μνήμη τοῦ προ­φήτου Ἠλιού. Λίγοι ἅγιοι τιμῶνται στὴν πατρί­δα μας ὅσο αὐτός. Ἀλλὰ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπό του ἐπιβάλλει νὰ γνωρίσουμε ποιός ἦταν καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω μία σκια­γραφία του.


προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, εἶ­νε ἅγι­ος τῆς παλαιᾶς διαθήκης, μεγά­λη προσωπικό­τητα, «ψυχὴ οὐ­ρανομήκης», ὅ­πως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἕνα πνευματικὸ φῶς (βλ. Ματθ. 5,14), ἕνας φάρος ποὺ ἄναψε ὁ Θεὸς νὰ φωτίζῃ τοὺς ἀν­θρώπους μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.


Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ παρουσιάσουμε ἐδῶ ὅλη τὴ ζωή του. Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιά Δι­αθήκη στὰ βιβλία Τρίτο (Γ΄, κεφ. 17ο-20ό) καὶ Τέταρτο (Δ΄, κεφ. 2ο) Βα­σιλειῶν, ποὺ ἱστοροῦν τὸν βίο του, καὶ θὰ θαυ­μάσετε· πράγματι εἶνε ἀξιοθαύμαστος.


(Τὸν θαυμάζει κανεὶς πρῶτα – πρῶτα γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή. Ὁ προφήτης Ἠλίας δὲν εἶ­χε περιουσία, ἦταν φτωχός. Δὲν εἶχε ἰδιοκτησία, γῆ· γιά σκέψου το, ἐσὺ ποὺ μαλώνεις μὲ τὸν ἀδερφό σου καὶ φτάνεις μέχρι Ἄρειο Πάγο γιὰ μιὰ λου­ρίδα γῆς.


Δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία, σπίτι νὰ μεί­νῃ· ἦ­ταν μετανάστης, πρόσ­φυγας, σὰν τὰ που­λιὰ ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρί· ἄλλοτε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἄλ­λο­τε στὴν ὕπαιθρο, ἄλ­λοτε κοντὰ στὸν Ἰ­ορ­δά­νη, ἄλλοτε στὴν ἔρημο, ἄλ­λοτε στὶς κορυ­φὲς τῶν βουνῶν, ἄλλοτε μέσ᾽ στὰ σπήλαια καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς, μόνος – κατά­μονος, καταδι­ω­κόμενος ἀπὸ βασιλιᾶ­δες. 


Μό­νη περιουσία του ἡ μηλωτή, μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες γίδας ἢ καμή­λας, μὰ ποὺ κάθε τρίχα της ἄ­ξιζε περισσότερο ἀπὸ μεταξωτὰ κι ἀραχνοΰ­φαν­τα καὶ πορφύρες βασιλικές· ὅπου ἄγγιζε αὐτὴ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– ἔκανε θαύματα· ἔ­σχισε τὸν Ἰ­ορδάνη, καὶ νεκρὸ ἀκόμη ἀνέστησε!


Ο προφήτης Ἠλίας ἔμεινε ξακουστὸς ἀκόμη γιὰ τὰ θαύματά του. Ποῦ νὰ τὰ διηγηθῇ κανείς! Στὴν ἐποχή του, λόγῳ τῆς ἀσεβείας τοῦ βα­σιλιᾶ Ἀχαάβ, ὁ προφήτης Ἠλίας εἶπε· Ὁ Κύρι­­ος ποὺ ὑπηρετῶ δὲν θὰ ξαναστείλῃ βροχὴ πα­­­ρὰ μόνο ἂν τὸ ζητήσω ἐγώ.


Κ᾽ ἔπεσε ἀν­ομβρία· σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὴ γῆ ἐπὶ 3,5 χρό­νια. Τὸ θεωρεῖτε μικρό; Ἂν γί­νῃ ἀνομβρία, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πολιτεῖες· θὰ γυρίζῃς τὴ στρόφιγγα στὸ σπίτι καὶ νερὸ δὲν θά ᾽ρ­χεται.


Γιατὶ ἐνῷ ἡ κόττα πίνει μιὰ στα­λιὰ νερὸ καὶ σηκώνει τὸ κεφαλάκι της ἐπάνω σὰ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ», ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι· καὶ ὄχι εὐχαριστῶ δὲ λέμε, ἀλλὰ καὶ βλαστημᾶμε.


Στὶς Ἰνδίες ἡ Βομβάη, μὲ 4,5 ἑκατομμύρια πληθυσμό, λόγῳ ἀν­ομβρί­ας ἦταν ἕτοιμη ν᾽ ἀδειάσῃ, κι ὅταν ἔπεσε βροχὴ βγῆκαν ὅλοι ἔξω καὶ χόρευαν ἀπ᾽ τὴ χα­ρά τους. Ἄντε, ἄνθρωπε, νὰ κάνῃς ἐσὺ ἐπι­στημονικὴ βροχὴ ποὺ λές.


Μὰ ἂν τὴν κάνῃς, ἕ­να ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ μιὰ λίρα, ἐνῷ ὁ Θεὸς τὸ δίνει δωρεάν· ἐκεῖ καταντήσαμε, τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως. Μὲ μιὰ προσευχή, λοιπόν, τοῦ Ἠλία ὁ οὐ­ρα­νὸς ἔκλεισε κ᾽ ἡ γῆ ξεράθηκε.


ἴδιος κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὸ χείμαρρο Χορράθ. Ἔ­πινε νερὸ μὲ τὶς φοῦχτες καὶ γιὰ φαῒ φρόν­­τιζε Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει τὰ πουλιὰ τ᾽ οὐρανοῦ. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, τὸ λέει ἡ Βίβλος· κοράκια τοῦ ἔφερναν ψωμὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ κρέας.


κου μυστήριο· ὁ κόρακας, ποὺ ὅλο ἁρ­πάζει, ἐδῶ νὰ δίνῃ! Συμβολικὸ αὐτό· ἡ δύνα­μι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καὶ μερικὰ γαμψώνυχα «κοράκια» τῆς κοινωνί­ας νὰ τὰ κάνῃ νὰ δίνουν. Στέρεψε ὅμως κάποτε τὸ ποτάμι καὶ ὁ Κύ­ριος διέταξε τὸν Ἠλία νὰ μετακινηθῇ ἀπὸ ᾽κεῖ. Πῆγε στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας.


Πεινοῦσε, ὅ­­πως πεινοῦσαν ὅλοι· γιατὶ πεινοῦν καὶ οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐκεῖ βρῆκε μιὰ γυναῖκα χήρα μ᾽ ἕνα παιδὶ μονάκριβο καὶ τῆς λέει· –Πε­θαίνω, δός μου κάτι νὰ φάω. –Ἄν­θρω­πε τοῦ Θε­οῦ, λέει αὐτή, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο· δυὸ φοῦ­χτες ἀλεύρι μοῦ ᾽μειναν καὶ λίγο λάδι· ἀλλ᾽ ἀφοῦ χτύπησες τὴν πόρτα μου, θὰ σοῦ κάνω μιὰ πίττα. 


Μεγάλη ἡ πίστι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη της. Ὅταν ὁ προφήτης ἔφαγε, εὐλόγη­σε· κι ἀπ᾽ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λάδι δὲν ἔλειψαν ἀπ᾽ τὸ σπίτι της μέχρι ποὺ σταμάτησε ἡ ἀνομβρία, γιὰ νὰ ἐπαληθεύουν πάν­τοτε τὰ λόγια «Πλούσι­οι ἐπτώχευσαν καὶ ἐ­πείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦν­τες τὸν Κύριον οὐκ ἐ­λαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). 


Μεγάλο πρᾶγμα ἡ εὐλογία. Ἅ­μα εὐλογή­σῃ ὁ Θεός, μιὰ γλάστρα τρέ­φει μιὰ οἰκογένεια· διαφορετικά, κι ὁ κάμ­πος τῆς Θεσ­σαλίας ἕναν ἄνθρωπο δὲν τὸν τρέφει. Ἐνῷ ὅμως ὁ Ἠλίας φιλοξενεῖτο στὸ σπίτι τῆς χήρας, τὸ μονάκριβο παιδί της ἀρρώστησε καὶ πέθανε, καὶ ἡ χήρα ἔκλαιγε. Τότε αὐτὸς προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδί!


Τέλος ἔλυσε ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Ποιό; Ἡ πίστι τοῦ λαοῦ εἶχε κλονιστῆ· ἄ­­φησαν τὸν ἀ­ληθινὸ Θεὸ καὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸ βασιλιᾶ Ἀ­χα­ὰβ καὶ τὴ βασί­λισ­σα Ἰεζάβελ λάτρευαν ἕνα εἴδωλο, τὸ Βάαλ· γιατὶ «τὸ ψάρι βρω­μάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι».


Τότε ὁ προφήτης Ἠλίας εἶ­πε· –Ἐλᾶ­­τε βασιλιᾶ καὶ βασίλισσα, ἱερεῖς τοῦ εἰδώλου κ᾽ ἐσεῖς ὁ λαὸς ποὺ τὸ προσ­κυ­νᾶ­τε· ἐλᾶτε στὴν κορυφὴ τοῦ Καρμήλου. Θὰ χτίσουμε δύο θυσι­αστήρια, ἕνα ἐσεῖς γιὰ τὸ Βάαλ καὶ ἕνα ἐγὼ γιὰ τὸν Κύριο.


Θὰ βάλουμε πάνω τὰ ξύλα καὶ τὸ μο­σχάρι, ἀλλὰ φωτιὰ δὲν θ᾽ ἀνάψουμε. Θὰ προσ­ευχηθοῦμε ν᾽ ἀνάψῃ ἡ φωτιὰ μόνη της. Κι ὅ­που ἀνάψῃ, ἐκεῖ θὰ εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Συμφώ­νησαν.


Κι ἄρχισαν πρῶτοι οἱ 450 ἱερεῖς τῆς αἰ­σχύνης νὰ παρακαλοῦν ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. –Κοιμᾶται ὁ θεός σας, τοὺς λέει ὁ Ἠλίας, δὲν ἀκούει, φωνάξτε πιὸ δυνατά. Ἀποτέλεσμα; Τίπο­τα. «Οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀ­κρόασις» (Γ΄ Βασ. 18,26)· ποιός θεὸς ν᾽ ἀκούσῃ καὶ ν᾽ ἀπαν­τή­σῃ; Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του, ὁ Ἠλίας τοὺς λέει· –῾Ρίξτε ἄ­φθονο νερό, μουσκέψτε τα ὅ­λα· πέτρες, μοσχά­ρι, ξύλα.


Καὶ μόλις προσευχήθηκε, φωτιὰ ἔπεσε ἀ­π᾽ τὸν οὐρανὸ κ᾽ ἔκαψε τὰ πάντα. Τότε ὅ­λος ὁ λαὸς ἔπεσε προσ­κύνησε καὶ εἶπε· Ὁ μό­νος ἀ­ληθινὸς Θεὸς εἶνε ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία (βλ. ἔ.ἀ. 18,39). Θαυμάζω τὸν Ἠλία γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματά του, τὸν θαυμάζω ὅμως καὶ γιὰ μία ἀρετὴ ποὺ σπανίζει· γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρ­ρησία του.


ταν ψυχὴ ἀτρόμητη, στόμα ἐλεύ­θερο ποὺ δὲν κάνει διακρίσεις. Στὰ χρόνια ἐκεῖ­να ὁ βασιλιᾶς Ἀχαὰβ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔκανε τὸ ἑξῆς. Κοντὰ στὰ κτήματά του ἦταν τὸ ἀμ­πέλι ἑνὸς φτωχοῦ, τοῦ Ναβουθαί, καὶ ζήτησε νὰ τὸ ἐξαγοράσῃ. Ὁ φτωχὸς ἀρνήθηκε. –Ὄχι, λέει, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά, δὲν τὸ δίνω.


Ἰε­ζάβελ ὅμως σκηνοθέτησε συκοφαντία, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ λιθοβολήθηκε, καὶ ὁ βασιλιᾶς ἅρπαξε τὸ κτῆμα. Ποιός νὰ μιλήσῃ, ποιός νὰ ἐλέγξῃ; Οἱ πληρωμένοι ἱερεῖς; Σιωποῦσαν.


ἀκτήμων, ὁ ἀπένταρος, ποὺ εἶχε μό­νο μιὰ μηλωτή, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· –Βασιλιᾶ, ἀδίκησες καὶ θὰ τιμωρη­θῇς· δὲν θά ᾽χῃ καλὸ τέλος ἡ βασιλεία σου, θὰ σκοτω­θῇς, σκυλιὰ θὰ φᾶνε ἐσένα καὶ τὴν Ἰεζάβελ καὶ θὰ γλείψουν τὸ αἷμα σας… Ἔτσι καὶ ἔγινε.


Τὸν θαυμάζω γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸν προφήτη Ἠ­λία, τὸν θαυμάζω καὶ γιὰ τὸ τέλος του. Δὲν πέ­θανε ὅπως ἐμεῖς ποὺ πᾶμε μέσ᾽ στὴ γῆ. Εἶνε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς δι­αθήκης ποὺ δὲν εἶχαν φυσικὸ θάνατο.


κεῖ ποὺ περπατοῦσε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ κουβέν­τιαζε μὲ τὸ μαθητή του τὸν Ἐλισσαῖο, ἕνα ἅρμα πύρινο τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὸν οὐρανό. Κ᾽ εἶνε ἐκεῖ. Παρουσιάστηκε πάλι, ὅπως θὰ τὸν δοῦμε στὴν ἑ­ορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, κοντὰ στὸ Χριστὸ νὰ κουβεντιάζῃ μαζί του.


Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Ἀλλὰ θέλω νὰ ξέρετε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῆς Γρα­φῆς καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σίας, ὁ προφήτης Ἠλίας θὰ ξα­νάρθῃ στὴ γῆ. Δὲν τρέμετε; Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ τρέμω.


Θὰ ξανάρθῃ καὶ θὰ βρῇ τὴ γῆ χίλιες φορὲς χειρότερη ἀπ᾽ ὅ,τι ἦταν στὴν ἐποχή του. Θὰ δῇ ὅ­λα τὰ κακά. Καὶ ὁ Ἠλίας δὲν εἶνε σὰν ἐμᾶς· κρα­τάει ἀστροπελέκι καὶ μαχαίρι καὶ τσεκούρι. Θὰ ξανάρθῃ. Θὰ ἐ­λέγξῃ τοὺς βασιλιᾶδες, τοὺς πλουτοκράτες, τὸν κόσμο ὅλο. Πρὸ παν­τὸς θὰ τιμωρήσῃ τοὺς θρησκευτικοὺς ἡγέτες.


Γιατὶ δὲν σᾶς εἶ­πα τί ἔκανε τότε στὸν Κάρμηλο. Ἔκανε κάτι φο­βερό. Μόλις ἀποδείχθηκε ποιός εἶνε ὁ ἀληθι­νὸς Θεός, ὁ Ἠλίας ἅρπαξε ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰ­σχύνης τοὺς «ἐσθίοντας τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄ Βασ. 18,19), τοὺς κατέβασε στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφαξε ὅ­λους ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ κοκκίνισε τὸ ποτάμι.


χ, Χριστὲ καὶ Παναγιά! Ὅταν ἔλθῃ ὁ Ἠλίας, δὲν θὰ χαριστῇ σὲ κανένα· οὔ­τε σ᾽ ἐμᾶς τοὺς παπᾶδες οὔτε σ᾽ ἐσᾶς τὸ λαό. Θὰ κατέβῃ. Πῶς θὰ κατεβῇ μὴ μὲ ρωτᾶτε, εἶ­νε μεγάλο θέμα. Θὰ κατεβῇ κατὰ διάφορα σχήματα.


Θὰ ξανάρθῃ ἐν πυρὶ καὶ ἀστραπαῖς καὶ βρονταῖς· θὰ πέσῃ ἠλεκτρικὴ σκούπα σ᾽ αὐτὴ τὴ βρωμερὴ κοινωνία τῆς πορνείας καὶ τῶν διαζυγίων, τὴ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλό, ποὺ οὔτε Θεὸ οὔτε Παναγιά, κανένα δὲν σέβεται.


λλ᾽ ἕως ὅτου ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἂς πέ­σουμε, ἀγαπητοί μου, στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρω­μένου νὰ δείξουμε μετάνοια εἰλικρινῆ. Κι ὅ­ταν ὁ Θεὸς δῇ μετάνοια, τότε θὰ μᾶς ἐλεήσῃ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιού. Εἴθε νὰ κάνῃ τὸ ἔλεός του σὲ ὅλους μας.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία,
ἡ ὁποία ἔγινε στόν ἱ. ναό Προφήτου Ἠλιού Ἁγ. Παρασκευῆς [Τσακοῦ] – Ἀθηνῶν
τήν Κυριακή 17-7-1966.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF