ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΙ




Συγχώρησις, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ θέμα τοῦ κηρύγματός μας. —Ὤχ, ἀδερφέ, θέμα ποὺ διάλεξες! θὰ πῇ κάποιος. Σήμερα, ποὺ τὰ πάντα φωνάζουν ἐκδίκησι, ἐσὺ ἔρχεσαι καὶ μὲ καλεῖς νὰ συγχωρήσω; Ποιόν, τὸν ἐχθρό μου; Ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν εἶνε ἄνθρωπος. Μὲ ἔκλεψε, μοῦ ξερρίζωσε τὰ δέντρα, μοῦ ἔκαψε τὸ σπίτι, μοῦ σκότωσε ἄνθρωπο, μὲ πέταξε στὸ δρόμο… Κ᾽ ἐσὺ μοῦ λὲς «συγχώρησι»; Πάψε νὰ τὸ λές.


Καὶ ὅμως, ἀδελφέ, παρὰ τὸν πόνο σου, κάνε ὑπομονὴ καὶ ἄκουσέ με. Ἡ συγχώρησις δὲν εἶνε δική μου ἐφεύρεσι· εἶνε δίδαγμα τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ καὶ δίδαξε καὶ ἐφήρμοσε ὅσο κανείς ἄλλος τὴ συγχώρησι, καὶ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ παρακάλεσε γιὰ τοὺς ἐχθρούς του· «Πάτερ,ἄ φες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34) .Στὸ ἐρώτημα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου «Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις;» ὁ Κύριος ἀπήντησε· «Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18,21-22), ποτέ δηλαδὴ μὴν παύσῃς νὰ συγχωρῇς. Λόγος ἰλιγγιώδης. Καὶὁ Κύριος, γιὰ νὰ δώσῃ μία ἑρμηνεία του, διηγεῖ ται τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσπλάχνου δούλου.Δὲν θὰ κάνουμε ἀνάλυσι τῆς παραβολῆς. Ἂς προσέξουμε μόνο τοὺς δύο ἀριθμούς της.


πρῶτος ἀριθμὸς εἶνε «μύρια» (Ματθ. 18,24), δηλαδὴ 10.000. Τί; 10.000 τάλαντα, 2.310.000 λίρες στερλῖνες δηλαδή. Ὑπολογίστε τώρα μὲ σημερινὴ ἀξία τῆς λίρας· ἕνα πόσο ἀστρονομικό. 10.000 τάλαντα! Γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ μέγεθος, σᾶς ὑπενθυμίζω, ὅτι ὁ Δαρεῖος προσέφερε 10.000 τάλαντα στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο ,γιὰ ν᾽ ἀποσύρῃ τὰ στρατεύματά του ἀπὸ τὴ χώρα του, ἐκεῖνος ὅμως δὲν δέχθηκε τὴν προσφορά· δὲν ἔκανε τὸν πόλεμο γιὰ χρυσὸ καὶ ἄργυρο, ἀλλὰ γιὰ κάτι βαθύτερο, γιὰ ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὴν Ἀσία ἀπὸ ἕνα τυραννικὸ καθεστώς, ποὺ δύο φορὲς ἀπείλησε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος. 10.000 τάλαντα!


Αὐτὸ τὸ μεγάλο ποσὸ ἐξέλεξε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ παραστήσῃ συμβολικὰ τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὸ Θεό . Ναί, τὸ δικό μας χρέος. Διότι στὸ πρόσωπο τοῦ ὀφειλέτου τῶν μυρίων ταλάντων εἰκονίζεται κάθε ἄνθρωπος, ποὺ καθὼς ἔρχεται στὴ ζωὴ εἶνε βεβαρημένος μὲ ἕνα χρέος, τὸ ὁποῖο συνεχῶς αὐξάνει.


λλὰ ποιό εἶνε τὸ χρέος μας; Ὦ Κύριε, πρὶν τὸ πῶ, δός μας συναίσθησι, κέντησε τὴν ἀναίσθητη καρδιά μας, δός μας δάκρυα, κίνησε τὴ γλῶσσα μας νὰ ποῦμε τὴν προσευχὴ τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας· «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆ θος τῶν οἰ κτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου…» (Ψαλμ. 50,3).


Τ᾿ ἀνομήματά μας, τ᾿ ἁμαρτήματά μας ·νά τὸ χρέος μας, νά τὰ 10.000 τάλαντα!Καὶ εἶνε τόσο πολλά; Ὑποθέτουν μερικοί, ὅτι ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων θά ᾽νε κάποιος μεγάλος ἐγκληματίας, κανένας Νέρων…Ἀλλ᾿ ὄχι. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέρων εἶνε κάθε ἁμαρτωλός . Κάθε ἁμαρτωλός! Καὶ ἄν,ἀγαπητέ, βλέποντας τὴ φωτογραφία του δὲν πῇς «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ὀφειλέτης τῶν μυρίων ταλάντων», τότε ὁ Κύριος ματαίως εἶπε γιὰ σένα τὴν παραβολὴ αὐτή. Δὲν κατάλαβες ἀκόμη πόσο μεγάλη συμφορὰ εἶνε ἡ ἁμαρτία. Μετρᾷς τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου καὶ τὰ φύλλα τῶν δέντρων; ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά σου. Ἁμαρτάνεις μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ μάτια, μὲ τ᾿ αὐτιά, μὲ τὰ χέρια, μὲ ὅλα τὰ μέλη· ἁμαρτάνεις μὲ τὴ σκέψι, μὲ τὴν κακὴ ἐπιθυμία· ἁμαρτάνεις ἡμέρα καὶ νύχτα· ἁμαρτάνεις στὴν πόλι, στὸ ὕπαιθρο, ἀκόμη καὶ μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ.


Τὰ πάντα μολύνει ἡ ἁμαρτία. Ὅπως ἡ λεπτὴ ἄμμος στὴν ἔρημο βρίσκει τρόπο νὰ εἰσχωρῇ ἀπὸ τὰτζάμια τοῦ τραίνου, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία εἰσχωρεῖ στὶς καρδιές. Κατὰ τὸν Ἰὼβ κανείς δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ τὸ ῥύπο της, ἔστω κι ἂν ζήσῃ μία ἡμέρα (Ἰὼβ14,4). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζοντας τὸν ἀριθμὸ μύρια τάλαντα τονίζει,ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐπάγγελμα, τάξις, ἡλικία, φῦλο, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ τ᾽ ἁμαρτήματά του. Ἀπαριθμεῖ ὅσα διέπρατταν οἱ σύγχρονοί του, στρατιωτικοί, τεχνῖτες, κτηματίες, ἔμποροι, τραπεζῖτες, ἐργάτες, γυναῖκες, ἄντρες, γέροι, νέοι, νέες, παιδιά, καὶ μένει ἔκπληκτος. Καὶ ἑνώνοντας τὴ φωνή του μὲ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου (βλ. Ἰερ. 2,12) λέει· «Ἔκστηθι,οὐρανέ, καὶ φρῖξον, γῆ· εἰς ὅσην θηριωδίαν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ἐξεβακχεύθη» (Migne58,592).


λοι εἴμαστε ὀφειλέτες. Πῶς, τώρα, θὰ ἐξοφληθῇ τὸ ὑπέρογκο χρέος μας; Ἡ ἐξάλειψις τῆς ἐνοχῆς, ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν, ξεπερνᾷ τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ὅλα τὰ διαμάντια τῆς γῆς δὲν μποροῦν νὰ ἐξοφλήσουν, ὄχι ἕνα φρικτὸ κακούργημα, ἀλλ᾽ οὔτε ἕνα ψέμα.


Καὶ ποιά διαμάντια; ἐδῶ καὶ οἱ ἀρετὲς τοῦ ἀνθρώπου, ἐν συγκρίσει μὲ τὴν ἄπειρη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, φαίνονται σὰν ἀκάθαρτα ῥάκη. Κι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος, ζώντας ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ τρώγοντας ῥίζες, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχῃ τὴ συγχώρησι οὔτε μιᾶς ἐλαχίστης ἁμαρτίας, ἂν δὲν μεσολαβοῦσε ὑπὲρ αὐτοῦ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔλεος ποὺ ἐξεχύθη ὡς ἀστείρευτος ποταμὸς ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ.


κεῖ, στὸν «κρανίου τόπον» (Ματθ. 27,33 κ.ἀ.), σχίστηκε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ ἐξωφλήθηκαν τὰ μύρια τάλαντα, ἐκεῖ ὁ ἁμαρτωλὸςλούστηκε καὶ ἔγινε πιὸ λευκὸς κι ἀπὸ τὸ χιόνι τοῦ Ὀλύμπου. Εἶνε δόγμα καὶ ἀξίωμα κάθεπιστῆς ψυχῆς· « τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7). Ἀλλὰ στὴν παραβολὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλος συμβολικὸς ἀριθμός, ὁ ἀριθμὸς «ἑκατόν» (Ματθ. 18,28). 100 δηνάρια, δηλαδὴ 75 χρυσὲς δραχμές. Ποσὸ σχετικὰ μικρό, ἀριθμὸς τὸν ὁποῖο ἐξέλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ὀφειλὴ τοῦ πλησίον σ᾽ ἐμᾶς . Ναί, ἀδελφέ, μὴ παραξενεύεσαι, τόσο εἶνε τὸ χρέος ἐκείνου ποὺ σὲ ἀδίκησε. Θὰ προβάλῃς βέβαια ἀντιρρήσεις. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅμως, ποὺ ζυγίζει ὅλα μὲ ἀκρίβεια, αὐτὸ τὸν ἀριθμὸ δίνει. Καὶ σὲ καλεῖ νὰ συγχωρήσῃς ἀπ᾽τὴν καρδιά σου, ὅταν μάλιστα ὁ ἄλλος ἀναγνωρίζει τὸ ἀδίκημα καὶ σοῦ λέει «Ἀδελφέ, συγχώρεσέ με». Κ᾽ ἐσύ; «Ὄχι», ἀπαντᾷς! Ἀλλ᾿ἐὰν αὐτὸ τὸ ὄχι τὸ ἐπαναλάβῃ καὶ σ᾽ἐσένα ὁ Θεὸς ὅταν τοῦ λὲς «Πάτερ ἡμῶν…,ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν» (Ματθ. 6,9-12), τότε τί θὰ γίνῃς;


Χωρὶς τὴν ἀγάπη του δὲν μπορεῖς νὰ ζήσῃς οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο πάνω στὴ γῆ. Ταλαίπωρε! ποὺ δὲν ἐννοεῖς νὰ γίνῃς μιμητὴς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ νὰ δώσῃς μιὰ σταγόνα ἐλέους στὸ διπλανό σου. Αὐτὴ τὴ σταγόνα τῆς ἀγάπης σου διψᾷ ἡ κατάξερη γῆ. Ἂς τὸ καταλάβουμε ἐπὶ τέλους· ἡ φωτιὰ δὲ σβήνει μὲ φωτιά, τὸ μῖσος δὲν τελειώνει μὲ μῖσος, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπεκτείνεται καὶ μέχρι τῶν ἐχθρῶν. Ναί, νὰ συγχωρήσω, θὰ μοῦ πῇς, ἀλλ᾿ ἔχωἀκόμη μία ἀντίρρησι. Μὲ τὰ χριστιανικὰ αὐτὰδιδάγματα ὑπάρχει φόβος τὸ κακὸ νὰ ἐνισχυθῇ · οἱ ἐγκληματίες, γνωρίζοντας ὅτι θὰ συγχωροῦνται, θ᾽ ἀποθρασυνθοῦν καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀκάκων ἀνθρώπων θὰ γίνῃ μαρτυρική…


παντοῦμε. Ἀδελφέ, παρεξηγεῖς. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶπε ὅτι τὸ ἔγκλημα πρέπει νὰ μένῃ ἀτιμώρητο. Διάβασε ἀπὸ τὴν πρὸς ῾Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τὴν περικοπὴ κεφ. 13,στίχ. 1-7.Ἐκεῖ θὰ δῇς ὅτι ἡ πολιτεία ἔχει ὑποχρέωσι νὰ κρατῇ ξίφος καὶ νὰ τιμωρῇ τοὺς κακοποιούς. Ἀλλὰ τὸ ξίφος τῆς ἐξουσίας δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸ ἁρπάζῃ ὁ κάθε πολίτης ποὺ ἀδικεῖται καὶ νὰ ἐκδικῆται ὁ ἴδιος.


τιμωρία εἶνε ἔργο τοῦ κράτους. Ἀδικεῖσαι λοιπόν; ἰδοὺ οἱ νόμοι καὶ τὰ δικαστήρια. Ἀλλὰ καὶ ἂν βρεθῇς στὴν ἀνάγκη νὰ πᾷς σὲ δικαστήριο, μὴ μισεῖς, μὴ τρέφεις ἐκδίκησι· ἀγωνιζόμενος νὰ λάμψῃ τὸ δίκαιο, νὰ εἶσαι πάντοτε φιλειρηνικός, ἕτοιμος νὰ δώσῃς τὸ χέρι καὶ στὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου, γιὰ τὸν ὁποῖο κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου πρέπει διαρκῶς νὰ προσεύχεσαι νὰ καταπραϋνθῇ ἡ καρδιά του καὶ νὰ παύσῃ νὰ ἀδικῇ.


Νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπητοί μου, σαλπίζει τὸ εὐαγγέλιο. Ὡς ἔθνος ἔχουμε ὑποστῆ πολλά, ἡ χώρα μας εἶνε σταυρωμένη.Ἀλλὰ παρ᾿ ὅλο τὸν πόνο της ἡ Ἑλλάς, στὰ βάθη της κρατεῖ τὴ συγγνώμη, τὴν ἀνεξικακία, τὸ ἔλεος. Δὲν εἶνε ἐκδικητική. Εἶνε γενναία καὶ εὐγενής. Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ μισεῖ τὴ βαρβαρότητα καὶ τὴν ἐκδίκησι· πλάστηκε νὰ ἀγαπᾷ καὶνὰ ἐλεῇ. Ὅταν κάποτε ἐπὶ τῆς ῾Ρωμαϊκῆς ἐποχῆς ἐπρόκειτο νὰ εἰσαχθοῦν στὴν Ἀθήνα βάρβαρα θεάματα, Ἕλληνας φιλόσοφος εἶπε,ὅτι προηγουμένως θὰ ἔπρεπε οἱ Ἕλληνες νὰ γκρεμίσουν τὸ βωμὸ τῆς εὐσπλαγχνίας. Δόξα τῷ Θεῷ ἡ ἀρετὴ τῆς εὐσπλαγχνίας ,τὴν ὁποία ἐξύψωσε σὲ ἄφθαστα ὕψη ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἐξακολουθεῖ νὰ ζῇστὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες μισοῦν τὸ κακὸ καὶ τὸ ἔγκλημα, καὶ συγχρόνως εἶνε εὔσπλαχνοι καὶ φιλειρηνικοί. Ὡς πρὸςτοὺς ἐχθρούς τους,, πιστεύουν στὸν θεῖο λόγο «Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. 12,19). Ὁ Τζὼν Μίλτων ἔλεγε· «Ἐκδικήσου, Κύριε, τοὺς ἁγίους σου ποὺ ἐσφάγησαν καὶ τὰ ὀστᾶ τους εἶνε σπαρμένα στὰ βουνὰ καὶ τὶς κοιλάδες τῆς μαρτυρικῆς μας γῆς».



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949.
Πηγή: << Αυγουστίνος Καντιώτης>>.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF