ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ




Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, Μητέρες,


ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,


πικαλοῦμαι τὴν ἐνίσχυσι τῶν προσευχῶν σας, γιὰ νὰ ἀποτολμήσω νὰ ἀναφερθῶ σὲ θέματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν πνευματική μας οἰκοδομὴ καὶ πρωτίστως βεβαίως ἀφοροῦν τὴν ἀναξιότητά μου. Διότι, συνήθως, ὅ,τι λέγεται στὶς Ὁμιλίες εἶναι πρὸς οἰκοδομὴν πρωτίστως τοῦ ὁμιλοῦντος· καὶ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ δίδεται αὐτὴ ἡ εὐκαιρία, ὥστε νὰ ἐνθυμοῦμαι, κάθε φορὰ ποὺ ἐκφωνῶ κάποια πτωχὴ Ὁμιλία, τὴν ἁμαρτωλότητά μου καὶ τὴν πτωχεία μου τὴν πνευματικὴ καὶ νὰ ἔχω αὐτομεμψία.


Θὰ ἤθελα λοιπόν, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας μας, τῆς Ὁποίας σήμερα ἑορτάζουμε τὴν Σύναξι τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος «Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ», μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῶν Ἁγίων μας καὶ τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ τοῦ Ἀποστόλου, νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέσι μὲ τὴν ἀγομένη ἐπέτειο. Σήμερα ἔχουμε Ἀγρυπνία βεβαίως πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας μας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα αὐτή, πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια, συγκατέβη ὁ Κύριος καὶ ἡ ἀναξιότης μου ἔλαβε τὴν Ἐπισκοπικὴ Χειροτονία.


Γιὰ νὰ μᾶς δοθῆ αὐτὴ ἡ μεγάλη Διακονία, αὐτὸ τὸ μεγάλο Χάρισμα, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνταποκριθοῦμε, διότι ὅταν μᾶς δίδωνται τὰ Χαρίσματα, μετὰ ὁ Κύριος ἀναμένει νὰ Τοῦ ἀνταποδώσουμε αὐτὰ πολλαπλάσια. Σήμερα, θὰ ἤθελα νὰ ἐνθυμηθῶ τὴν μεγάλη δωρεὰ ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Κύριός μας, νὰ ἔχουμε ἕναν πνευματικὸ Πατέρα νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία του καὶ τὶς προσευχές του ἕναν Μητροπολίτη, Γέροντα καὶ Ὁδηγό μας: τὸν Ἀείμνηστο Μητροπολίτη Κυπριανὸ (+17.5.2013).


κεῖνος λοιπὸν πάντοτε μᾶς καλλιεργοῦσε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Ἡ μεγαλύτερη Παρακαταθήκη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἀφήση, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως σωτήριος, εἶναι νὰ καλλιεργοῦμε διαρκῶς τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα βεβαίως δὲν εἶναι ἁπλῶς δύο λέξεις, ἀλλὰ ὁλόκληρη ζωή, ὁλόκληρο βίωμα· εἶναι ἡ παράδοσις διὰ μέσου τῶν αἰώνων τῆς Παρακαταθήκης τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.


Χριστός μας παρέδωσε στοὺς Ἀποστόλους καὶ οἱ Ἀπόστολοι στοὺς μετέπειτα Ἀρχιερεῖς, Ἁγίους Πατέρας καὶ πνευματικοὺς Ὁδηγούς. Ὅ,τι μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε ἐμβαθύνει, γιὰ διαφόρους λόγους, ἀλλὰ κυρίως ἐξ αἰτίας ἡμῶν τῶν Ποιμένων, οἱ ὁποῖοι δὲν φροντίζουμε ἀπὸ πρωΐας μέχρι νυκτὸς νὰ καλλιεργοῦμε πρῶτα στὸν ἑαυτό μας καὶ μετὰ στὸ Ποίμνιό μας τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔχουμε πολλὰ προβλήματα μέσα στὴν Ἐκκλησία.


νέκαθεν δηλαδή, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ παρουσιάσθηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὠφείλοντο στὸ ὅτι ἀκριβῶς ἐδημιουργοῦντο διάφορα σκάνδαλα ἀπὸ Κληρικοὺς ἰδίως, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λαϊκοὺς ὁπωσδήποτε, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν φορεῖς τῆς Παραδόσεως, δὲν ἦσαν φορεῖς τοῦ γνησίου Ἐκκλησιαστικοῦ Φρονήματος, τοῦ γνησίου πνεύματος ποὺ πρέπει νὰ διέπη πρωτίστως βεβαίως τοὺς Ποιμένας καὶ κατόπιν καὶ τὸ Ποίμνιο, τὸ ὁποῖο εἶναι λογικὸ καὶ ὄχι ἄλογο, καὶ περιμένει λόγον, περιμένει τροφὴ πνευματική, περιμένει ὕδωρ ζωῆς, γιὰ νὰ ποτισθῆ ἡ ψυχή του καὶ νὰ μπορέση νὰ προχωρήση στὴν ἐν Χριστῷ Ζωὴ καὶ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Χριστό μας. 


Διότι βεβαίως, ὅπως ἔχουμε ἐπανειλημμένως διακηρύξει, ἡ ἐν Χριστῷ Ζωὴ ἔχει σκοπὸ νὰ ἑνωθῆ ὁ πιστὸς Χριστιανὸς μὲ τὸν Χριστό μας. Δὲν εἶναι δηλαδή, ὅπως στὶς ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες, μέσῳ κάποιων τελετῶν καὶ συνηθειῶν, ἐκφράζουν μία εὐλάβεια, μία εὐσέβεια. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶναι μία θρησκεία, ἡ ὁποία ἐξαντλεῖται σὲ τελετουργικὰ πράγματα, σὲ πράξεις ἐξωτερικές, ἀλλὰ εἶναι Ζωή, εἶναι φορέας τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι ὁ Χριστός μας παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Εἶναι Ζῶν ὁ Χριστός μας μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μετέχεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς διὰ μέσου τῆς ἐν Χριστῷ ἐν γένει Ζωῆς, εἰδικώτερα δὲ μὲ τὴν Προσευχή, μὲ τὰ Ἅγια Μυστήρια καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἐντολῶν ποὺ ἄφησε ὁ Χριστός μας.


Οἱ Ἐντολὲς ἔχουν χαρακτῆρα θεραπευτικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάνουμε τυπικά. Παραδείγματος χάριν, ὅταν νηστεύουμε, δὲν νηστεύουμε τυπικά. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ πρέπει νὰ νηστεύσουμε, θὰ νηστεύσουμε –καὶ ἐνίοτε ἂς ποῦμε ὅτι νηστεύσαμε– καὶ νομίζουμε ὅτι κάναμε ἕνα καθῆκον καὶ ὅτι αὐτὸ μᾶς καθιστᾶ καλοὺς Χριστιανούς. Πρέπει νὰ νηστεύσουμε· βεβαίως. Ἡ νηστεία εἶναι Ἐντολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας· ὁ Ἴδιος μάλιστα ἐνήστευσε στὸ Ὄρος τῶν Πειρασμῶν, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Βάπτισί Του, δίδοντάς μας ὑπόδειγμα. Καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι βεβαίως ἐνήστευαν. Ἀλλὰ γιατί ἐνήστευαν;


Πρῶτος σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ καθαρισθῆ ἡ ὕπαρξίς μας, τὰ πάθη νὰ κατασταλοῦν καὶ νὰ μὴν κυριαρχοῦν στὴν ζωὴ καὶ τὴν πορεία μας, οὕτως ὥστε, ἐφ᾿ ὅσον θὰ εἶναι καθαρὸ τὸ ἔδαφος, καθαρὴ ἡ καρδιά μας, νὰ κατοικήση μέσα μας ὁ Χριστός μας καὶ ἔτσι δὲν θὰ ζοῦμε πλέον ἐμεῖς, ἀλλὰ θὰ ζῆ ὁ Χριστός μας μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο. Ὅταν λοιπὸν κάνουμε αὐτοεξέτασι, γιατὶ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, ὅπως ἔχουμε πολλάκις ὑπογραμμίσει ἰδίως τὸν τελευταῖο καιρό, ἀπαιτεῖ νὰ κάνουμε συνεχῆ αὐτοκριτική, πρέπει νὰ ἐξετάζουμε ὄχι μόνο τὶ δὲν κάναμε, δηλαδὴ τὶ ἀποφύγαμε ὡς ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ διαπιστώνουμε ἂν μέσα μας ζῆ ὁ Χριστός. Ὅπως ἡ γυναίκα, ὅταν μείνη ἔγκυος – τὸ ἔλεγε καὶ αὐτὸ ὁ Ἀείμνηστος Πατέρας μας– πότε τὸ καταλαβαίνει;


ταν μέσα στὸ εἶναί της, στὴν γαστέρα της, αἰσθάνεται τὴν ζωὴ νὰ κινῆται, ἡ ὁποία ζωὴ σὲ λίγους μῆνες θὰ ἔλθη στὸ φῶς. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική. Εἴμεθα ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό μας; Ζῆ ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν; Σὲ αὐτὴ λοιπὸν τὴν προοπτική, ὡς βάσι τρόπον τινὰ αὐτῆς τῆς αὐτοκριτικῆς, τῆς αὐτοέρευνας, τῆς αὐτοεξετάσεώς μας, ὁ Κύριός μας ἐξεφώνησε τοὺς γνωστοὺς Μακαρισμούς. Στὸ Ε΄ Κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὅπου περιλαμβάνεται ἡ ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας (μέχρι καὶ τοῦ Ζ΄ Κεφαλαίου), ἐκτὸς τῶν ἄλλων θαυμασίων καὶ πνευματικὰ ὑψηλῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος ἐξέθεσε, μᾶς παρουσίασε τοὺς Μακαρισμούς, μία μεγάλη πρωτοτυπία.


Κύριός μας δηλαδή, δὲν εἶπε: «Πρέπει νὰ κάνετε ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο», ἀλλὰ τὰ ἐξέφρασε ἐν εἴδει Μακαρισμῶν. Μακάριος, δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνη ἐκεῖνο, ἐκεῖνο κτλ.. Τί σημαίνει μακάριος; Θὰ εἶναι εὐτυχισμένος καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη, ἐὰν θὰ βιώση τοὺς Μακαρισμούς. Ἡ βάσις λοιπὸν τῶν Μακαρισμῶν, τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, ἡ πρώτη βαθμίδα θὰ λέγαμε, σὲ αὐτὴ τὴν κλίμακα, εἶναι ὁ περίφημος Μακαρισμός: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 3). Εἶναι ἕνας Μακαρισμὸς συγκλονιστικός. Δὲν γνωρίζω πῶς ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντας καὶ τοὺς ἀπόντας ἔχει ἐμβαθύνει καὶ ἂν συγκλονίζεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Μακαρισμὸ καὶ ἂν ἡ ζωή του κατευθύνεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Μακαρισμό, διότι ὅλη ἡ κλίμακα στηρίζεται στὸν πρῶτο αὐτὸ Μακαρισμό.


ὰν ἀφαιρέσουμε αὐτὸν τὸν Μακαρισμό, τὸν ἀγνοήσουμε καὶ δὲν τὸν βιώσουμε, τότε ὅλη ἡ κλίμακα σωριάζεται κάτω καὶ δὲν κάνουμε τίποτε· δὲν ὑπάρχει περίπτωσις νὰ κάνουμε ὁ,τιδήποτε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀείμνηστος Πατέρας μας ἐπέμενε πάρα πολὺ στὸ θέμα τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι, δηλαδὴ τῶν ταπεινῶν. Πτωχὸς τῷ πνεύματι ποιός εἶναι; Εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπίγνωσι τῆς ἀνεπάρκειάς του, ἔχει ἐπίγνωσι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἔχει ἐπίγνωσι ὅτι εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἤθελε ὁ Κύριος νὰ εἴμεθα ὡς Χριστιανοί. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἐπίγνωσις τῶν ἐλλείψεων καὶ τῆς ἀνεπάρκειάς του τὸν στρέφει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ζητεῖ βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, διότι εἶναι πτωχὸς πνευματικά, ἔχει αἴσθησι τῆς πνευματικῆς του πτωχείας.


ποιος ἔχει αἴσθησι τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, ὄχι μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι, νοιώθει δηλαδὴ βαθειὰ μέσα του πόσο μακριὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πόσο εἶναι ἐλλιπὴς σὲ αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελε ὁ Θεός, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ στραφῆ καὶ νὰ ἐξαρτᾶ τὸν ἑαυτό του πλήρως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ αἴσθησις τῆς πνευματικῆς μας πτωχείας μᾶς ὁδηγεῖ στὴν καταφυγὴ πρὸς τὸν Χριστό μας, ὥστε ἀπὸ πτωχοὶ ποὺ εἴμεθα, πνευματικά, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος θὰ κατοικήση μέσα μας, νὰ γίνουμε πλούσιοι πνευματικά. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεσις αὐτή. Σὲ ἄλλο Μακαρισμὸ λέει ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8).


κεῖνος ποὺ αἰσθάνεται πτωχὸς πνευματικά, ταπεινώνεται, συντρίβεται, συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του, ἔχει κατάνυξι, δὲν κρίνει, δὲν κατακρίνει, δὲν στρέφεται ἐναντίον τῶν ἄλλων, εἶναι ὑπομονετικὸς στὶς δυσκολίες, στὶς δοκιμασίες λέει: «Δόξα Σοι, Θεέ μου! Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ τὰ ἐπιτρέπεις αὐτά, γιὰ νὰ συναισθάνωμαι τὴν πτωχεία μου, τὴν ἀδυναμία μου». Ἔτσι, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ πτωχὸς τῷ πνεύματι γίνεται πτωχούλης τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὁ πτωχούλης τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος πάντοτε σὰν ζητιάνος ζητεῖ τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ πραγματικὸς πλοῦτος γιὰ τὸν Χριστιανὸ εἶναι αὐτό: νὰ ἔχη διὰ τῆς ταπεινώσεως καθαρὰν καρδίαν, νὰ βλέπη τὸν Θεόν, νὰ ἔχη μέσα στὴν καρδιά του τὸν Χριστό μας, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.


Ἀείμνηστος Πατέρας μας ἐπέμενε πάρα πολὺ στὸ θέμα τῆς ταπεινώσεως καὶ μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Μοναχοὶ εἴμεθα ἐλλιπεῖς. Αὐτὸ βεβαίως ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς. Ἐμεῖς, ἔλεγε, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀσκήσεις, ὅπως οἱ παλαιοὶ Ἀσκητές, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε Ἀγρυπνίες καὶ ἄλλα φοβερὰ πράγματα, ὅπως διαβάζουμε γιὰ τοὺς Στυλίτες καὶ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μέσα τὸ κρύο καὶ τὴν ὑπερβολικὴ ζέστη καὶ ὑπέφεραν πολλὰ πράγματα. Ἐμεῖς σήμερα, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε αὐτά, διότι πλέον καὶ ἐκ τῆς φύσεώς μας εἴμεθα πολὺ ἀδύνατοι. Ἑπομένως πρέπει νὰ καλυφθῆ αὐτὸ τὸ κενὸ μὲ τὴν ταπείνωσι. Τὸ λένε καὶ οἱ Πατέρες αὐτό.


ταπείνωσίς μας, ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματός μας καλύπτει ὅλα τὰ κενά. Ἕνας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη μετάνοιες, ἀλλὰ ὅμως ἔχει ταπείνωσι καὶ ζητεῖ τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δακρύζει καὶ λέει: «Θεέ μου, θὰ ἤθελα νὰ κάνω πολλὰ γιὰ Σένα, ἀλλὰ βλέπεις δὲν μπορῶ», αὐτὸ καλύπτει ὅλα τὰ κενά, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ καλύψη λόγῳ τῆς ἀσθενοῦς προαιρέσεως καὶ φύσεώς του, εἴτε εἶναι Μοναχὸς εἴτε εἶναι λαϊκὸς εἴτε εἶναι Κληρικός. Συνήθιζε μάλιστα ὁ Ἀείμνηστος Πατέρας μας –τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε– νὰ μᾶς φέρνη ὡς παράδειγμα τὸν πατέρα Νικόλαο Πλανᾶ. Θὰ ἐνθυμῆσθε αὐτὸν τὸν ἅγιο Κληρικό, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγουμένου αἰῶνος καὶ ἐκοιμήθη στὶς 2 Μαρτίου 1932. Ὁ π. Νικόλαος ἦταν ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καὶ ἁπλότητος. Δὲν εἶχε πάει στὸ Πανεπιστήμιο, δὲν εἶχε γνώσεις, δὲν εἶχε εὐφράδεια. 


ταν ἕνα πτωχὸς παπᾶς. Καὶ μάλιστα ἦταν ἀρχικῶς ἔγγαμος καὶ ὅταν ἐκοιμήθη ἡ Πρεσβυτέρα του ἔγινε καὶ Μεγαλόσχημος Μοναχός. Γι᾿ αὐτὸν ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου τὰ ἑξῆς –αὐτὰ μᾶς τὰ θύμιζε ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἀείμνηστος: «ὅταν τὸν ἀδικοῦσαν (τὸν π. Πλανᾶ), τὸν κατέτρεχαν, τὸν παίδευαν, δὲν ἔλεγε λέξι, ἀλλὰ μονάχα ἔκλαιγε σὰν τὸ μικρὸ παιδί, δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἱκέτευε νὰ συγχωρήση τοὺς ἀδίκους διῶκτες του». Βαθειὰ ταπείνωσις! Οὔτε χρήματα εἶχε, οὔτε μόρφωσι, οὔτε εὐφράδεια. Εἶχε ὅμως ἄλλα, ποὺ τοῦ ἔδιδαν πλοῦτο ἄμετρο, ἀσύγκριτο καὶ ἄφθιτο, ἄφθορο δηλαδή, ὁ ὁποῖος θὰ διατηρηθῆ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ποιὸς ἦταν ὁ πλοῦτός του; 


ταν ὁ Χριστός μας, ὁ Ὁποῖος ἦταν μέσα στὴν καρδιά του. Διότι, διὰ μέσου τῆς ταπεινώσεως, ὁ ἅγιος αὐτὸς Κληρικὸς εἵλκυε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τὸν Θεόν. Ἦταν ὅμως ἐθελοντὴς πτωχὸς – θὰ ἐξηγήσω τὶ ἐννοῶ – καὶ συνεχιστὴς τῆς πορείας τοῦ Πρώτου καὶ Μεγάλου Πτωχοῦ, ποὺ ἦταν ὁ Κύριός μας. Ποιός ἐπτώχευσε ἀσυγκρίτως καὶ ἔφθασε μέχρις ἐσχάτης ταπεινώσεως καὶ ἐξευτελισμοῦ; Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Χριστός μας. Ἀπὸ ἀγάπη ταπεινώθηκε γιὰ ἐμᾶς καὶ «πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει (Ἐφεσ. β΄ 4), δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β΄ Κορινθ. η΄ 9), γιὰ νὰ μᾶς πλουτήση, νὰ μᾶς δώση τὴν Οὐράνιο Δόξα, τὸν Οὐράνιο Πλοῦτο.


Πτωχεία ἐδῶ δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἐξωτερική, τὸ νὰ μὴν ἔχουμε χρήματα καὶ νὰ ζοῦμε μία πτωχικὴ ζωή, ποὺ καὶ αὐτὴ βεβαίως εἶναι καλὴ καὶ εὐλογημένη, ὅταν τὴν σηκώνουμε μὲ ταπείνωσι καὶ δοξολογία, ἀλλὰ ἐννοοῦμε τὴν ἐθελούσια, τὴν ἑκούσια πτωχεία: ὅταν δηλαδὴ πτωχεύη κανεὶς ἀπὸ τὸν πλοῦτο του τὸν πνευματικὸ καὶ κατεβαίνει, καὶ ταπεινώνεται. Ὅταν ἕνας ἀγριεύη ἐναντίον μου, μὲ κατηγορῆ, μὲ ὑβρίζη ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, καὶ ἐγὼ ἐκείνη τὴν στιγμή, μιμούμενος τὸν πτωχεύσαντα δι᾿ ἡμᾶς Κύριο, πέφτω στὰ πόδια του καὶ ζητῶ συγγνώμην, ἤδη ἔχω πτωχεύσει. Καὶ ἔχω πτωχεύσει τόσο πολύ, ποὺ ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ κάνη ὁ ἄλλος, ἐγὼ βλέπω στὸ πρόσωπό του τὴν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν εὐλογῶ... Καὶ ἔτσι θὰ συγκινηθῆ καὶ θὰ βάλη ἀρχὴ μετανοίας, διότι θὰ τοῦ ἔχω δώσει ἕνα καλὸ παράδειγμα τοῦ τὶ σημαίνει νὰ εἶμαι ἐθελοντὴς πτωχός, νὰ εἶμαι διὰ Χριστὸν πτωχός, νὰ ἀκολουθῶ τὸν πρῶτο Πτωχό, τὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας.


Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς, γιατί δὲν εἶπε ὁ Κύριος, στὸν Μακαρισμὸ αὐτό: «Μακάριοι οἱ ταπεινοί», «Μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες», ἀλλὰ εἶπε: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἑρμηνεύουν καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν οἰκοδομή μας. Ὁ Κύριός μας δὲν λέει ἁπλῶς «πτωχοί», μὲ τὴν γενικώτερη σημασία, ἀλλὰ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους πτωχεία καὶ γύμνια. Καὶ ποιός ἆρά γε μπορεῖ νὰ πῆ, ὅτι δὲν εἶναι πνευματικὰ γυμνός; Κάνω μία παρένθεσι. Ὅταν σταθοῦμε σὲ προσευχή, καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ὁ πνευματικὸς καθρέπτης τῆς ψυχῆς μας, ὅταν εἴμεθα μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, καὶ στὸν Ναὸ καὶ στὸ σπίτι μας, ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἴμεθα γυμνοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος γνωρίζει τὶ ἔχουμε μέσα μας, τὶ φέρουμε μέσα μας, τὶ μᾶς πολεμεῖ, τὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἧττες καὶ πτώσεις.


Μόνο ὁ Χριστός μας γνωρίζει τὴν γύμνια μας. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε, νὰ καλύψουμε μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν πνευματική μας γυμνότητα καὶ νὰ νομίζουν οἱ ἄλλοι ὅτι εἴμεθα καὶ ἅγιοι. Ἀλλὰ βέβαια, ὅταν σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπουμε τὴν γύμνια μας τὴν πνευματικὴ καὶ αὐτὸ ὄχι ἁπλῶς μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωσι, ἀλλά, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μᾶς πηγαίνει ἀκόμη περαιτέρω. Τί ἐννοῶ; Ἡ ταπείνωσις ἔχει ἕνα ὅριο, θὰ λέγαμε, στὰ μάτια μας καὶ μέσα στὴν περιγραφὴ τὴν ἀνθρώπινη, τὴν διανοητική, τὴν λογικὴ κτλ...


λλὰ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι πτωχὸς τῷ πνεύματι, ποὺ αἰσθάνεται τὴν γυμνότητά του, ποὺ αὐτομέμφεται, ποὺ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, ποὺ συγχωρεῖ τοὺς ἄλλους, τηρεῖ ἀπὸ ἀγάπη ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς Ἐντολές, ὅταν φθάση μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, προχωρεῖ ἀκόμη καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ ξεχύνονται σὲ αὐτὸν ὅλα τὰ Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· παραμένει ἤρεμος, ἡσύχιος, ἀντιμετωπίζει τὰ πάντα μὲ πνεῦμα μεγαλοψυχίας, συγχωρητικότητος, δὲν ταράσσεται, δὲν ἀγχώνεται, δὲν δημιουργεῖ προβλήματα στοὺς ἄλλους, ὑποφέρει ὁ ἴδιος τὴν ταπείνωσι ποὺ τοῦ προξενοῦν ἴσως ἄλλοι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ αἴσθημα εἶναι γεμᾶτο εἰρήνη, σὰν τὴν θάλασσα ποὺ ρίχνεις μέσα ἕνα βότσαλο. Τί ἔγινε; Τίποτα!... Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ πτωχοῦ τῷ πνεύματι. Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς:


γὼ δὲν βλέπω τὸν ἑαυτό μου σὲ τόσο χαώδη πνευματικὴ κατάστασι, νὰ ἔχη τόσες ἐλλείψεις, ὥστε δὲν βλέπω καὶ τὸν λόγο νὰ ταπεινωθῶ τόσο πολύ, διότι ἡ ταπείνωσις κατὰ κόσμον θεωρεῖται ἀδυναμία. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἀδυναμία. Ἡ μεγαλύτερη δύναμις, ὅπως τὸ βεβαιώνει ὁ Κύριός μας, οἱ Ἅγιοι ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι διανοητές, εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἐκείνη ποὺ διαλύει τὰ πάντα, γι᾿ αὐτὸ δὲν εὑρίσκει ἐμπόδια πουθενά. Καὶ ἂν εὑρίσκη ἐμπόδια, εἶναι προσωρινὰ καὶ μετὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ξεχύνεται καὶ διαλύει ὅλα τὰ ἐμπόδια. Γι᾿ αὐτό, λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ φαίνεται στὴν ἀσθένειά μας. «Ἡ γὰρ δύναμίς Μου (τοῦ Θεοῦ) ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται (ἀποδεικνύεται)» (Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 9), λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶχε μία νόσο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τὸν βοηθήση. Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ ἔλεγε: Ὄχι!


Σοῦ ἀρκεῖ ποὺ εἶσαι ἔτσι ἀδύνατος, πτωχὸς τῷ πνεύματι, στηρίζεις πλέον τὰ πάντα ἐπάνω Μου καὶ δὲν ἔχεις τὴν ψευδαίσθησι, ὅτι ἐσὺ τὰ κατορθώνεις ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔβλεπε νὰ γίνωνται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθειὰ ταπείνωσις τοῦ πνεύματος. Ἂς κάνουμε ἐμεῖς λοιπὸν τώρα μία κριτική. Ἂς δοῦμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμεθα καὶ δὲν εἴμεθα, μέσα ἀπὸ ἕνα πολὺ ὡραῖο αὐτοκριτικὸ κείμενο τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, τὸ ὁποῖο θὰ σᾶς μεταφέρω βέβαια μὲ ἁπλᾶ καὶ συμπληρωματικὰ λόγια, διότι ἡ γραφή του ἦταν σὲ ἄλλο γλωσσικὸ ἐπίπεδο.


Λέει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ: Σὲ ξέχασαν; Δὲν πειράζει (θὰ πῆς μέσα σου). Σὲ ἀδίκησαν; Ξέχασέ το. Σὲ περιφρόνησαν; Νὰ χαίρεσαι. Σὲ κατηγοροῦν; Μὴν ἀντιλογῆς. Σοῦ ἀφαιροῦν τὸν λόγο; Μὴν λυπᾶσαι. (Ἔχω δεῖ ἀνθρώπους, ποὺ ὅταν τοὺς ἀφαιρῆται ὁ λόγος, τὸ τὶ γίνεται δὲν περιγράφεται.) Σὲ κοροϊδεύουν; Μὴν ἀπαντᾶς. Σὲ ὑβρίζουν; Σιώπα, προσευχόμενος. Θυμώνουν μαζί σου; Μεῖνε ἤρεμος. Σὲ κακολογοῦν; Μὴν ἀντιμάχεσαι. Σὲ συκοφαντοῦν καὶ σὲ εἰρωνεύονται; Νὰ μακροθυμῆς. Τὰ παιδιά σου δὲν ἀκοῦνε τὶς συμβουλές σου; Πέσε στὰ γόνατα. ( Ἐμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τὰ βάλουμε μὲ τὰ παιδιά, λέμε ὅτι φταίει τὸ σχολεῖο, φταίει ἡ Πολιτεία, φταῖνε οἱ ἀντίχριστοι τοῦ κόσμου καὶ τὰ παιδιά μας ἔχουν φθαρῆ. Ἐσὺ ἔπεσες στὰ γόνατα, ὅταν τὰ παιδιά σου δὲν ἀκοῦνε τὶς συμβουλές σου;) 


πάρχει ταραχὴ καὶ ἐκνευρισμὸς στὸ ἀνδρόγυνο; Δὲς ποῦ φταῖς ἐσύ, καὶ ὄχι ὁ ἄλλος. (Ἐμεῖς συνήθως προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε στὸν ἄλλον τὴν αἰτία τῆς δυσκολίας καὶ ὄχι σὲ ἐμᾶς.) Ἔφταιξες; Ζήτησε συγγνώμην. Ἔχεις ὑγεία; Δόξαζε τὸν Θεό. Ταλαιπωρεῖσαι ἀπὸ ἀρρώστειες; Καὶ πάλι δόξαζε τὸν Θεό. Γκρίνια, ἀνεργεία, φτώχεια καὶ ἀσυνεννοησία μέσα στὸ σπίτι; Μὴ στενοχωριέσαι. Μὴν χάνης τὴν ἡρεμία σου. Νήστευσε, ἀγρύπνησε, κάνε προσευχή, γονάτισε. Ἔπεσες στὴν ἁμαρτία; Σήκω μὲ τὴν μετάνοια καὶ δόξασε τὸν Θεὸ ποὺ δὲν ἐπέτρεψε νὰ πᾶς ἀκόμη παρακάτω. Ξανάπεσες στὴν ἁμαρτία; Πάλι σήκω καὶ πάλι συνέχισε μὲ ὑπομονή. Δόξασε τὸν Θεό. Ξανάπεσες γιὰ ἑκατοστὴ φορά; Ελεεινολόγησε τὸν ἑαυτό σου, φτῦσέ τον, καταπάτησέ τον, ἐφάρμοσε μία σκληρὴ αὐτοκριτικὴ στὸν ἑαυτό σου, ποὺ εἶσαι πλέον ἀδιόρθωτος καὶ ἀκατάστατος. Στέναξε βαθειά, κλαῦσε, κτύπησε τὸ στῆθός σου καὶ βόησε μαζὶ μὲ τὸν Τελώνη: ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».


Αὐτὴ ἡ Παρακαταθήκη, αὐτὸς ὁ πρῶτος Μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου μας εἶναι τόσο θεμελιῶδες θέμα καὶ σωτήριο γιὰ ἐμᾶς, ὥστε ἀπὸ τὴν βίωσί του νὰ ἐξαρτᾶται ἂν θὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Γιατί εἶναι αὐτῶν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Διότι ὅσο πτωχαίνει ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὑποβιβάζει τὸν ἑαυτό του, αὐτομέμφεται κτλ., τόσο ἀδειάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καὶ ὅσο ἀδειάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τόσο γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἀδελφό του καὶ τόσο περισσότερο γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό μας. Προϋπόθεσις εἶναι νὰ πτωχεύσουμε πνευματικά, προϋπόθεσις εἶναι νὰ ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἢ μᾶλλον ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἐν ἀναφορᾷ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε μέσα μας νὰ ἀποκτήσουμε τὸν πλοῦτο τῆς Χάριτος, τὴν Χάρι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂς πτωχεύουμε τῷ πνεύματι, Ἀδελφοί μου.


ς μὴ θεωρῆται αὐτὸ ὑποτιμητικό. Ἂς μὴ ἀγριεύουμε. Ἂς μὴ μᾶς διακρίνη αὐτὸ ποὺ νοθεύει καὶ ἀναιρεῖ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, δηλαδὴ ἡ αὐτοδικαίωσις. Ἂς μὴ προτιμοῦμε τὴν αὐτοδικαίωσι. Θὰ προσέξατε ἀπὸ τὰ λεγόμενα, ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ προβλήματός μας εἶναι ἡ αὐτοδικαίωσις, διότι ἐμεῖς πάντα ἔχουμε δίκαιο, ἐμεῖς εἴμεθα πλούσιοι, εἴμεθα ἱκανοὶ γιὰ τὰ πάντα καὶ ὁποιοσδήποτε μᾶς ἀμφισβητήσει ἢ μᾶς ἐκφράσει ἀντίθετη ἄποψι ἢ μᾶς ὑβρίσει ἢ μᾶς κατακρίνει ἢ μᾶς ἀδικήσει, ἢ δὲν ξέρω τὶ ἄλλο, εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦμε, αὐτοδικαιούμενοι ἐμεῖς, ὥστε νὰ ὑποτιμήσουμε ἐκεῖνον. Ἐμεῖς ὅμως, ὡς Χριστιανοί, πρέπει νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο: νὰ αὐτομεμφώμεθα. Τὸ φάρμακο γιὰ τὴν αὐτοδικαίωσι εἶναι ἡ αὐτομεμψία, ἡ ταπείνωσις, ἡ μετάνοια, ἡ πτωχεία δηλαδὴ ἐν Χριστῷ.


τσι, θὰ ὁμοιάσουμε στὸν πτωχεύσαντα δι᾿ ἡμᾶς Χριστό μας, τὸν Πρῶτο καὶ Μεγάλο Πτωχό, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας. Πάντοτε πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ ἱχνηλατοῦμε τὰ ἵχνη, στὰ ὁποῖα Ἐκεῖνος ἐβάδισε. Ὁ Κύριός μας ἔπαθε ὑπὲρ ἡμῶν, ταπεινώθηκε καὶ ἔφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ, καὶ ἐμεῖς καλούμεθα νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ ἵχνη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως λέει ὁ 11 Ἀπόστολος Πέτρος. Ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ ἵχνη Του, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σημαίνει ὅτι δὲν εἴμεθα Χριστιανοὶ καὶ δὲν υἱοθετοῦμε τοὺς Μακαρισμοὺς τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ μάλιστα τὸν πρῶτο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ βάσις, ὅπως εἴπαμε, τῆς κλίμακος ποὺ θὰ μᾶς ἀνεβάση σιγά-σιγὰ στὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας.


Εἴθε λοιπὸν οἱ εὐχὲς τοῦ Ἀειμνήστου Πατέρα μας, τοῦ ὁποίου σᾶς μεταβιβάζω τὴν Παρακαταθήκη, νὰ καλλιεργήσουμε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, καὶ μὲ ἄλλους τρόπους, στοὺς ὁποίους ἔχουμε ἀναφερθῆ κατὰ καιρούς, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτό: Βιώνοντας τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου μας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Ἔτσι, θὰ πλουτήσουμε πλοῦτον, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἄφθαρτος καὶ θὰ βιώνουμε ἀπὸ τώρα τὴν Δόξα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὃ γένοιτο, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Σᾶς εὐχαριστῶ!



† ὁ Ὠ. κ` Φ. Κ.



.  Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF