ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΩΝ ΕΝ ΤΩ ΔΕΙΠΝΩ




«Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Ἔκαμε κάποιος ἄνθρωπος μεγάλο δεῖπνο κι ἐκάλεσε πολλούς. Τὴν ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ πῆ στοῦς καλεσμένους· Ἐλᾶτε, εἴναι ὅλα ἔτοιμα. Κι ἄρχισαν ὅλοι μὲ μιὰ γνώμη νὰ παρακαλοῦν νὰ μὴν παρευρεθοῦν.


πρῶτος τοῦ εἶπε ἀγόρασα χωράφι καὶ ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο. Κι ὁ δεύτερος εἶπε ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καί πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ, θεωρησὲ με δικαιολογημένο. Κι ὁ τρίτος εἶπε. Ἔκαμα τὸ γάμο μου καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νἀρθῶ». Κι ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν μαζί στὸ τραπέζι εἶπε· μακάριος εἶναι ὅποιος πάρη τὸ γεῦμα του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος τοῦ ἐξηγεῖ πλατύτερα, πῶς πρέπει νὰ φανταζώμαστε τὰ δεῖπνα τοῦ Θεοῦ.


Καὶ λέει τὴν παραβολὴ αὐτή, ὀνομάζοντας ἄνθρωπο καὶ τὸν φιλάνθρωπο πατέρα του. Γιατὶ ὅταν ὁ Θεὸς κάνη ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν τιμωρητική του δύναμη ὀνομάζεται στὴν Γραφὴ πάνθηρας καὶ πάρδαλη καὶ ἄρκτος. Ὅταν ὅμως εἶναι νὰ ὑποδηλώση κάποια φιλανθρωπία παρουσιάζεται, ὅπως τώρα, σὰν ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ ἡ παραβολὴ μιλᾶ γιὰ τὴν πιὸ μεγάλη φιλανθρωπία ποὺ ἔκαμε σ’ ἐμᾶς κάνοντας νὰ κοινωνήσουμε ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ Γιοῦ του, τὸν ἀποκάλεσε «ἄνθρωπο».


Καὶ τὴ φιλανθρωπία του αὐτὴ τὴν ἐκάλεσε δεῖπνο μεγάλο, δεῖπνο, γιατὶ στοὺς τελευταίους καιρούς, καὶ ὅπως στὴ δύση τοῦ κόσμου, ἦρθε ὁ Κύριος. Κι εἶναι μεγάλο τὸ δεῖπνο αὐτό, γιατὶ ὀλοφάνερα εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸ δοῦλο του. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δοῦλος; Ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποῦ πῆρε δούλου μορφή, κι ἔγινε ἄνθρωπος στάλθηκε στὴ γῆ.


Πρόσεξε ἀκόμα πὼς δὲν εἶπε δοῦλο, ἀλλὰ τὸ δοῦλο, αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του εὐαρέστησε καὶ στάθηκε δοῦλος πιστός. Δὲν ἦταν ἀρεστὸς στὸ Θεὸ μόνο, ἐπειδὴ ἦταν Γιὸς καὶ Θεός ἀλλὰ κι ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ αὐτὸς μόνο ἀναμάρτητα ὑπηρέτησε τὰ θελήματα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ ἐκπλήρωσε ὅλες τὶς ὑποχρεώσεις, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη, λέγεται γι’ αὐτὸν ὅτι ἔγινε δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, μόνο αὐτὸς κατ’ ἐξοχὴν μπορεῖ νὰ λέγεται δοῦλος τοῦ Θεοῦ.


Κι ὅτι στάλθηκε τὴν ὥρα τοῦ δείπνου σημαίνει τὴν ὡρισμένη καὶ κατάλληλη στιγμή. Κι οὔτε ὑπῆρχε ἄλλη πιὸ κατάλληλη εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Αὐγούστου, ὅταν ἔπρεπε νὰ καταλυθῆ ἡ κακία ποὺ εἶχε κορυφωθεῖ. Ὅπως οἱ γιατροὶ ἀφήνουν τὴν ὕπουλη καὶ κακοήθη ἀρρώστια νὰ ἐκδηλώση ὅλη τὴ δύναμή της καὶ τότε χρησιμοποιοῦν τὰ φάρμακά τους, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία ἔπρεπε νὰ παρουσιάση ὅλη τὴ ποικιλία της κι ἔπειτα ὁ μεγάλος γιατρὸς νὰ χρησιμοποιήση τὸ φάρμακο.


Γι’ αὐτὸ περίμενε ὁ Κύριος νὰ συμπληρώση ὁ διάβολος τὸ μέτρο τῆς κακίας καὶ τότε, ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα, μὲ τὴν ἁγία του ζωὴ ἐθεράπευσε κάθε εἶδος κακίας. Στάλθηκε λοιπόν στήν ὥρα, στήν ἐπίκαιρη καὶ κατάλληλη δηλαδὴ στιγμή. Ἔτσι λέει καὶ ὁ Δαβίδ· «Ζώσου τὸ σπαθὶ σου, δυνατὲ, στὸ μηρό σου στὴν ὥρα τῆς ἀκμῆς σου». Σπαθὶ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ μηρὸς σημαίνει τὴ γέννησή του μέσα στὴ σάρκα, ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα τῆς ἀκμῆς, δηλαδὴ τὴν κατάλληλη στιγμή. Καὶ στάλθηκε, γιὰ νὰ μιλήση στοὺς καλεσμένους. Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ καλεσμένοι;


σως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ὅλους ἐκάλεσε ὁ Θεός νὰ τὸν γνωρίσουν μὲ τὴν τάξη καὶ τὴν ἁρμονία τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ μιά, καὶ μὲ τὸ φυσικὸ νόμο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἴσως καὶ πιὸ ἰδιαίτερα οἱ Ἰσραηλῖτες, ποὺ τοὺς ἐκάλεσε μὲ τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Σ’ αὐτοὺς ἐστάλθηκε πρῶτα ὁ Κύριος, στὰ πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸς λοιπὸν ἔλεγε· Ἐλᾶτε, γιατὶ εἶναι πιὰ ἕτοιμα ὅλα. Σ’ ὅλους εὐαγγελιζόταν ὁ Κύριος ὅτι εἶναι κοντά μας καὶ μέσα μας ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι αὐτοὶ ἄρχισαν μὲ μιὰ γνώμη ν’ ἀρνοῦνται νὰ παρευρεθοῦν, σὰ νὰ τοὺς δόθηκε σύνθημα.


λοι οἰ ἄρχοντες τῶν Ἰδουδαίων, ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ ἔχουν βασιλιά τους τὸν Ἰησοῦ, δὲν ἀξιώθηκαν καὶ τὸ δεῖπνο. Ἄλλος ἀπὸ ἀγάπη τοῦ πλούτου, κι ἄλλος τῶν ἡδονῶν. Αὐτὸς ποὺ ἀγόρασε τὸ χωράφι κι ὁ ἄλλος τὰ ζευγάρια τῶν βοδιῶν, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν σὰν φίλοι τοῦ πλούτου καὶ φιλήδονος αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸ γάμο του. Κι ἄν θέλης, χωράφι ἀγοράζει αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ κόσμου δὲν παραδέχεται τὸ μυστήριο. Χωράφι ὁ κόσμος καὶ γενικὰ ἡ φύση κι αὐτὸς ποὺ τὴ φύση βλέπει δὲν παραδέχεται τὸ ὑπερφυσικό.


ποβλέποντας λοιπὸν ὁ Φαρισαῖος στὸ χωράφι, δηλαδὴ ἔχοντας τὸ νοῦ του στοὺς νόμους τῆς φύσεως δὲν παραδέχτηκε ὅτι ἡ Παρθένος ἐγέννησε τὸ Θεό, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερφυσικό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ὅλοι καυχιοῦνται γιὰ κοσμικὴ σοφία, γιὰ τὸ χωράφι τοῦτο, δηλαδή, τὴ φύση, ἁγνόησαν τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἀνανέωσε τὴ φύση. Μ’ αὐτὸν τέλος ποὺ ἀγόρασε τὰ πέντε ζευγάρια βόδια καὶ τὰ δοκιμάζει, μπορεῖ νὰ ἐννοήσης καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ὕλη, ποὺ ἔδεσε τὶς πέντε αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος κι ἔκαμε σάρκα τὴν ψυχή.


Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀφοῦ εἶναι ἀπασχολημένος μὲ τὴ γῆ, δὲ θέλει νὰ πάρη μέρος στὸ πνευματικὸ δεῖπνο. Ρωτᾶ καὶ ὁ σοφός· «τί νὰ καταλάβη αὐτὸς ποὺ κρατάει τὸ ἀλέτρι»; Κι αὐτὸς ποὺ χάνει τὴ θέση του στὸ δεῖπνο γιὰ τὴ γυναῖκα, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ φιλήδονος, ποὺ τὴ σάρκα, τὴ σύντροφο τῆς ψυχῆς, ποθῶντας περισσότερο καὶ μένοντας μέσα σ’ αὐτή, δὲν μπορεῖ ν’ ἀρέση στὸ Θεό. Μπορεῖς ὅμως νὰ τὰ ἐξηγήσης καὶ κυριολεκτικά· χάνομε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ χωράφια καὶ γιά ζευγάρια βοδιῶν καὶ γιὰ γάμους, μένοντας κολλημένοι σ’ αὐτὰ καὶ ξοδεύοντας σ’ αὐτὰ ὅλη τὴ ζωή μας καὶ κάποτε φτάνοντας νὰ χύνωμε καὶ αἷμα. Καὶ δὲν ἔχομε στὸ νοῦ μας οὔτε ἐκτελοῦμε καμμιὰ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ κανένα λόγο.


«ρθε ὁ δοῦλος καὶ τὰ ἀνάφερε αὐτὰ στὸν Κύριό του. Τότε θύμωσε ὁ οἰκοδεσπότης κι εἶπε στὸν δοῦλο του. Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε στὸ σπίτι τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀναπήρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς. Κι ὁ δοῦλος εἶπε. Κύριε, ἔγινε ὅπως εἶπες κι ἀκόμα ὑπάρχει τόπος.


Κι εἶπε ὁ Κύριος στὸ δοῦλο· Ἔβγα στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν χωραφιῶν καὶ πίεσέ τους νἀρθοῦν γιὰ νὰ γεμίση τὸ σπίτι. Σᾶς βεβαιώνων ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς καλεσμένους μου ἐκείνους δὲ θὰ δοκιμάση τὸ φαγητό μου». Ἐκδιώχθηκαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐπίστεψε στὸ Χριστό, ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι μὲ κακία καυχιόνταν· «Μήπως ἐπίστεψε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες σ’ αὐτόν»;


Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Νομου καὶ οἱ Γραμματεῖς, ὅπως λέει ὁ προφήτης ἀπὸ ἀνοησία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ χάρη. Δέχτηκαν ὅμως πρόσκληση οἱ ἁπλοῖ Ἰουδαῖοι ποὺ παρομοιάζονται μὲ κουτσοὺς, τυφλοὺς καὶ ἀνάπηρους, οἱ κουτοὶ τοῦ κόσμου κι οἱ ἀσήμαντοι. Γιατὶ ὁ κόσμος ἐθαύμαζε τοὺς λόγους, ποὺ ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὴ χάρη, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ χαιρόταν μὲ τὴ διδασκαλία του.


στερ’ ἀπ’ αὐτὸ μπῆκαν κι αὐτοὶ ποὺ πορέρχονται ἀπὸ τους Ἰουδαίους, οἱ διαλεχτοί, αὐτοὶ ποὺ τοὺς προώρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ δόξα του, ὁ Πέτρος καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, μπῆκαν κι οἱ μυριάδες ἐκείνων ποὺ πίστεψαν –ξεχύνεται καὶ στοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες πρέπει νὰ ἐννοήσωμε τοὺς ἐθνικούς. Οἱ Ἰσραηλῖτες ἦταν βέβαια μέσα στὴν πόλη, ἀφοῦ καὶ τὸ νόμο εἶχαν δεχθῆ καὶ μὲ περισσότερη λεπτότητα συμπεριφέρονταν. 


Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως, ἐπειδὴ ἦσαν ξένοι πρὸς τὶς διαθῆκες καὶ ἄσχετοι ἀπὸ τὴ νομοθεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἦσαν συμπολῖτες τῶν ἁγίων, δὲν ἐπλανιόνταν σ’ ἕνα μονάχα ἀλλὰ σὲ πολλοὺς δρόμους, τῆς ἀνομίας καὶ τὴς στενοκεφαλιᾶς καὶ στοὺς φραγμούς, ἐννοῶ τὶς ἁμαρτίες. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μεγάλος φραγμὸς καὶ μεσότοιχο ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό. Τὴ διαγωγὴ λοιπὸν τῶν ἐθνῶν, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τῶν ζώων κι ἦταν χωρισμένη σὲ πολλὲς γνῶμες, ὑπονοεῖ μὲ τοὺς δρόμους καὶ μὲ τοὺς φραγμοὺς, τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ τους.


Καὶ δὲν προστάζει νὰ τοὺς καλέσουν ἁπλῶς ἀλλὰ νὰ τοὺς πιέσουν, μολονότι ἡ πίστη εἶναι προαιρετικὴ σ’ ὅλους. Εἶπε ὅμως «ἀνάγκασέ τους» γιὰ νὰ καταλάβωμε ὅτι εἶναι σημάδι τῆς μεγάλης δυνάμεως τοῦ Θεοῦ νὰ πιστέψουν οἱ εἰδωλολάτρες, ἄν κι ἔχουν τόσο μεγάλη ἄγνοια. Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν μεγάλη ἡ δύναμη τοῦ κηρύγματος καὶ φανερὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου, πῶς θὰ γινόταν ἄνθρωποι, ποὺ ἦσαν τρελλοὶ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ ἀσχημονοῦσαν μὲ τὸ σακκί, νὰ καταλάβουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν πνευματικὴ ζωή; Θέλοντας λοιπὸν νὰ δηλώση τὴν παράδοξη μεταβολὴ στὴν κατάστασή τους τὴν ὠνόμασε ἀνάγκη.


Θὰ ἔλεγε κανένας ὅτι καὶ μόλο ποὺ δὲν ἤθελαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλα καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ἀναγκάστηκαν ὡστόσο νὰ τ’ ἀποφύγουν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων δημιουργοῦσε μεγάλη ἀνάγκη νὰ περάσουν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ καθημερινὰ στρώνεται αὐτὸ τὸ τραπέζι καὶ προσκαλούμαστε ὅλοι στὴ βασιλεία, ποὺ ὁ Κύριος καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ ἀκόμα τοῦ κόσμου ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὡστόσο ἄλλοι ἀπὸ τὶς σοφιστικὲς μικρολογίες, κι ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους στὴν ὕλη κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημά τους δὲ γινόμαστε ἄξιοι γι’ αὐτήν.


Καὶ τὴ χαρίζει ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ σὲ ἄλλους ἁμαρτωλούς, ποὺ εἶναι τυφλὰ τὰ μάτια τοῦ νοῦ τους καὶ δὲν κατανοοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ ποὺ τὸ κατανοοῦν ἀλλὰ εἶναι κουτσοὶ κι ἀδρανοῦν νὰ τὸ πράξουν. Καὶ γενικὰ σὲ φτωχοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα, καὶ σὲ ἀνάπηρους ποὺ ἡ ζωὴ τους δὲν παρουσιάζεται ἄψογη. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ εἶναι στὶς πλατείες, καὶ τριγυρίζουν στοὺς φαρδιοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας στέλνει ὁ Πατέρας τὸ δειπνοκαλεστὴ Γιὸ του, ποὺ καὶ δοῦλος ἀκόμα ἔγινε κατὰ τὴ σάρκα, ποὺ δὲν ἦρθε νά καλέσῃ τοὺς δικαίους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς. Καὶ παραθέτει τραπέζι πλούσιο σ’ αὐτοὺς ἀντὶ στοὺς ἄλλους, ποὺ ἔχουν τὴ σοφία καὶ τὸν πλοῦτο καὶ χαρίζονται στὴν σάρκα.


Σὲ πολλοὺς στέλνοντας ἀρρώστιες καὶ κινδύνους τοὺς κάνει ὅλους ν’ ἀρνηθοῦν αὐτὴ τὴν ζωή, γιά λόγους ποὺ ἐκεῖνος γνωρίζει, καὶ τοὺς φέρνει στὸ τραπέζι του, σὰν ἀνάγκη στέλνοντας τους τὴ ἀπειλὴ τῶν κινδύνων. Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα γι’ αὐτὸ. Μᾶς δίνει κι ἕνα πιὸ πρόχειρο νόημα ἡ παραβολή· νά κάνωμε χάρη περισσότερο στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀνάπηρους παρὰ στοὺς πλούσιους.


Σ’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο παρακινοῦσε, γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο φάνηκε ὅτι εἴπε τὴν παραβολή, ἐπιβεβαιώνοντας μ’ αὐτή, ὅτι πρέπει νὰ τρέφωμε τοὺς φτωχούς. Καὶ κάτι ἄλλο μαθαίνομε, ὅτι ὀφείλομε νὰ εἴμαστε ἔτσι πρόθυμοι καὶ φιλότιμοι στὴν ὑποδοχὴ τῶν ἀδελφῶν μας, ὥστε, καὶ χωρὶς νὰ θέλουν, νὰ τοὺς ἀναγκάζωμε νὰ παίρνουν μέρος στὰ ἀγαθά μας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ γιὰ τοὺς δασκάλους τῆς πίστεως μεγάλο δίδαγμα, ὥστε νὰ διδάσκουν τοὺς μαθητάς τους τὸ ὀρθὸ καὶ χωρὶς νὰ θέλουν.



Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου:

<<Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον>>,

Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969.



Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF