ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;



Γιατί γεννήθηκε ὁ Χριστός; Γιὰ μᾶς, ἀγαπητοί μου, γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τὴ δική μας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου», καὶ ἐνανθρώπησε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπάντησι τοῦ πιστοῦ στὸ ἐρώτημα, καὶ αὐτὸ βροντοφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως (ἄρθρ. 3).


Μέγα τὸ μυστήριο! Ποιός ποτὲ θὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τὸ ὑπερφυέστατο γεγονὸς ὅτι ἕνας Θεὸς σαρκώνεται, γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσῃ τὴν ἀνθρωπότητα; Ἐδῶ καὶ οἱ μεγαλύτερες διάνοιες, χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς πίστεως, συντρίβονται. Μικρὸς ἐμπρὸς στὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος, ἂς εἶνε κ᾽ ἕνας Σωκράτης. Θὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀδυναμία του ἐμπρὸς στὸ μυστήριο. Μικρὸς ὁ ἄνθρωπος, μεγάλος ὁ Θεός! Μόνο ἡ πίστι ῥίχνει φῶς στὸ μυστήριο. Ὁ πιστὸς τὸ αἰσθάνεται, τὸ βλέπει, τὸ ζῇ, καὶ δὲν βρίσκει λέξεις γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσῃ τὴν ὑπερκόσμια ἀγαλλίασι ποὺ δοκιμάζει ὅταν ἀκούῃ νὰ ψάλλεται τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…»(καταβ. Χριστουγ. ᾠδ. α΄). Νομίζει ὅτι δὲν πατάει στὴ γῆ, ἀλλὰ μεταφέρεται στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῶν ἀγγέλων, κι ἀκούει τὶς ὑμνῳδίες τους.


ἄπιστος ζῇ καὶ περιπλανᾶται στὸ σκοτάδι. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μόνος του τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βηθλεέμ, ἐκεῖ ποὺ λάμπει τὸ ἄστρο, τὸ φῶς τῆς αἰωνίου ἀληθείας. Ἄπιστοι, ἀποκαλυφθῆτε ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τῆς φάτνης, καταθέστε τὴν πανοπλία τοῦ ἐγωισμοῦ σας. Ἄλλα ἐφόδια χρειάζονται γιὰ νὰ νιώσετε τὸ μυστήριο. Πάρτε μαζί σας τὴν ταπείνωσι τῶν ἀγραυλούντων ποιμένων, τὴν πίστι τῶν μάγων, τὴν ἀθῳότητα τῶν σφαγιασθέντων νηπίων, καὶ τότε θὰ βρῆτε τὸ δρόμο, θὰ συναντήσετε τὸ Χριστό, καὶ θὰ ὁμολογήσετε ὅτι στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια ἔγινε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ κατέγραψε στὶς σελί- δες της ἡ ἱστορία ὡς τὸ σπουδαιότερο γεγονὸς ἀφ᾽ ὅπου ἔγινε ὁ κόσμος. Ποιό τὸ γεγονός; ὅτι «ἐγεννήθη Παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός» (κοντάκ.). Μέγα τὸ μυστήριο!


Τὸ σπασμένο ἄγαλμα συναρμολογεῖται. Ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἀμυδρὴ ἰδέα τοῦ μυστηρίου. Ὑποθέστε, ἀγαπητοί μου, ὅτι στὸ κέντρο μιᾶς πόλεως ἔχει στηθῆ ἕνα ἄγαλ- μα. Εἶνε θαυμάσιο καὶ ὡς σύλληψι καὶ ὡς ἐκτέλεσι. Ὅλα του συμμετρικά, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μιὰ ἀτέλεια. Ὅλοι τὸ θαυμάζουν, ἀλλὰ οἱ σοφώτεροι θαυμάζουν περισσότερο τὸν ἄγνωστο ἐκεῖνο γλύπτη, ποὺ εἶχε τέτοια δύναμι τέχνης, ὥστε ἀπὸ ἕνα ἄμορφο μαρμάρινο ὄγκο νὰ βγάλῃ ἕνα τέτοιο ἀριστούργημα. Κανείς δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ πῇ, ὅτι τὸ ἄγαλμα αὐτὸ βρέθηκε τυχαῖα, ὅτι ἔτσι μόνο του ξεφύτρωσε ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λατομείου τῆς Πεντέλης ἢ τῆς Πάρου κι ὅτι ἔτσι μόνο του στήθηκε ἐκεῖ. Τὸ ἄγαλμα, δημιούργημα ἄριστου τεχνίτη, λάμπει στὴ θέσι του. Πόσο ὡραῖο εἶνε! Τὸ βλέπεις καὶ νομίζεις πὼς θὰ σοῦ μιλήσῃ. Ἐκεῖνα τὰ χείλη, ἐκείνη ἡ ἔκφρασι, ἐκεῖνο τὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο· τί θαῦμα!


λλ᾿ ἀναπάντεχα –ὤ συμφορά!– μιὰ νύχτα κάποιος, ποὺ ζήλεψε φαίνεται τὴ δόξα τοῦ Ἡροστράτου, ἀποφάσισε νὰ τὸ καταστρέψῃ. Πλησιάζει λοιπόν, τοποθετεῖ στὴ βάσι του δυναμίτη, ἀνάβει τὸ φιτίλι, κι ὁ κακοῦργος ἀπομακρύνεται. Κρυμμένος σὲ μιὰ γωνία τοῦ σύμπαντος περιμένει τὸ ἀποτέλεσμα. Σὲ λίγο ἕνας δαιμονιώδης κρότος ἀκούγεται. Τὸ ἔδαφος σείεται. Οἱ κάτοικοι τῆς εὐτυχισμένης πόλεως ξυπνοῦν, ἀνάβουν φῶτα, καὶ τί νὰ δοῦν; Τὸ ἄγαλμα, τὸ καύχημα τῆς πόλεως ποὺ προσείλκυε περιηγητὰς ἀπ᾽ ὅλα τὰ μέρη, αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα, δὲν ὑπάρχει πιά. Τί λέω, δὲν ὑπάρχει; Ὑπάρχει, ἀλλ᾽ ὄχι ὡς ὀμορφιά· ὑπάρχει ὡς ἐρείπια. Ὁ δυναμίτης τό ᾽κανε χίλια συντρίμμια σκορπισμένα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ὅλοι κλαῖνε καὶ καταριῶνται τὸ δράστη τοῦ ἐγκλήματος.


Τὰ χρόνια παιρνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν. Ἀλλὰ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος δὲν ξεχνιέται. Οἱ γέροι διηγοῦνται στὰ παιδιὰ τὴ δόξα του. Ὁ πόθος ὅλων ἐκφράζεται μὲ μιὰ εὐχή, μιὰ κρυφὴ ἐλπίδα· Ὤ καὶ νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διορθωθῇ τὸ κακὸ καὶ νὰ στηθῇ πάλι στὴ μέση τῆς πλατείας τὸ ἄγαλμα, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή!… Καὶ νά ὁ κοινὸς μύχιος πόθος ἐκπληρώνεται! Ἔρχεται κάποιος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατεσκεύασε τὸ ἄγαλμα. Λυπήθηκε γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ καλύτερου ἔργου ποὺ βγῆκε ἀπ᾽ τὸ ἐργαστήριό του. Γιατὶ ποιός τεχνίτης δὲν πονάει τὸ ἔργο του; Τὸ πόνεσε λοιπὸν καὶ αὐτός. Εἶδε τὰ συντρίμματα. Τὰ μαζεύει ἕνα – ἕνα καὶ μέσα στὸ ἐργαστήριό του τὰ συναρμολογεῖ ὅλα. Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα εὐλογημένη, ἐνῷ θαυμάζουν ὅλοι, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, τὸ ἄγαλμα τοποθετεῖται καὶ πάλι στὴ μέση τῆς πόλεως, ὅπως ἦταν κι ἀκόμη ὡραιότερο. Τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα ἀναστηλώνεται. Παραβολικὸς μέχρι ἐδῶ εἶνε ὁ λόγος. Θέλετε τώρα τὴν ἑρμηνεία τοῦ παραδείγματος; Ἀκοῦστε.


Τὸ ἄγαλμα, τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὸ θεϊκὸ ἐργαστήριο ὡραῖος, «καλὸς λίαν», ἀγαθός, ἄκακος, ἀθῷος. Μιὰ ἁρμονία καὶ εἰρήνη βασίλευε στὴ φύσι καὶ τὴν καρδιά του. Ἀλλὰ ξαφνικὰ –τί συμφορά!– ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Σατανικὴ δύναμι συνέτριψε τὸ θεϊκὸ κάλλος. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ; Ἀπὸ τότε ἡ εἰρήνη φυγαδεύθηκε, πόλεμος ἀόρατος ἄρχισε. Μέσα στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μάχονται δυὸ ἀντίθετες δυνάμεις, «ἄγγελος καὶ σατανᾶς γρονθοκοποῦνται». Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ κακοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα ἠθικὸ ἐρείπιο, διασπᾶται ἡ ψυχική του ἑνότητα, γίνεται ἀγνώριστος. Ἰδέστε τον· κλέφτης, ψεύτης, πλαστογράφος, πλεονέκτης, μωροφιλόδοξος, μοιχός, πόρνος, βλάστημος, φονιᾶς, ἐμπρηστής, προδότης, θηρίο μᾶλλον παρὰ ἄνθρωπος. Θεέ μου, ποῦ κατήντησε τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα! πεσμένο σὲ συντρίμμια, σὲ ἐρείπια. Ποιός τώρα θὰ τὸν σώσῃ;


Καὶ ἐνῷ οἱ φιλόσοφοι σὰν ἁπλοῖ θεαταὶ παρακολουθοῦσαν τὸ δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κυλοῦσε στὴν κατηφόρα τοῦ ἠθικοῦ ὀλέθρου, ξαφνικὰ ἕνα πρωτοφανὲς ἄστρο φωτίζει τὸν κόσμο, σμήνη ἀγγέλων πετοῦν πάνω ἀπ᾽ τὴ Βηθλεέμ, θεία μουσικὴ ἀντηχεῖ, ἀκούγεται τὸ ἐμβατήριο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Τί συμβαίνει; Μέγα μυστήριο ἐκτυλίσσεται. Ὁ Θεὸς σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν του. Ἄκουσε τοὺς στεναγμούς, εἶδε τὰ ἠθικά του ἐρείπια καὶ συντρίμμια, καὶ ἀποφάσισε νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ὤ θαῦμα θαυμάτων! Κλίνει οὐρανοὺς καὶ κατεβαίνει. Σαρκώνεται ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς πανάγνου Κόρης.


Γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶνε Θεός, γιὰ νὰ κάνῃ θεὸ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν ὅλη ἔνσαρκη οἰκονομία ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος ἀνορθώνει τὸ πεσμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀναστηλώνει τὸ κατεστραμμένο ἔμψυχο ἄγαλμα, ἀποκαθιστᾷ τὸ πλάσμα του στὸ ἀρχικὸ κάλλος του κι ἀκόμη ἀνώτερα. Π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε ! Ἡ διδασκαλία, ποὺ θὰ κηρύξῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὰ θαύματα ποὺ θὰ κάνῃ, ἡ ἁγία ζωὴ ποὺ θὰ ζήσῃ, καὶ πρὸ παντὸς τὸ τίμιο αἷμά του μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βάψῃ τὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ μάλιστα ἡ ἔνδοξη ἀνάστασί του μὲ τὴν ὁποία θὰ νικήσῃ τὸ θάνατο, αὐτὰ θὰ σώσουν, θὰ λυτρώσουν, θὰ ὡραΐσουν, θὰ θεώσουν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μόνο ὅσοι θὰ μείνουν μακριά του, μόνο ὅσοι θὰ τὸν ἀρνηθοῦν καὶ θὰ τὸν σταυρώσουν, αὐτοὶ θὰ χαθοῦν.


ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁλόκληρο δρᾶμα. Μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ ἡ ζωή μας γίνεται ἢ τραγῳδία ἢ κωμῳδία. Μύρια σύγχρονα παραδείγματα πιστοποιοῦν τὴν ἀλήθεια αὐτή. Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπέρχεται ἡ λύσις τοῦ δράματός μας. Χριστιανοί! Μὴ περιπλανᾶσθε μακριά, μὴ ζητᾶτε ἄλλα φῶτα. Στραφῆτε μὲ πίστι πρὸς τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ. Τὸ ἄστρο αὐτὸ φέρνει εἰρήνη, ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἀλήθεια. Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὅλοι θὰ καταλάβουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐξευγενίζεται, ἐξωραΐζεται ἠθικά, γίνεται ἔμψυχο ἄγαλμα ἀρετῆς, ἠθικὴ προσωπικότης, γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Ὡς χαρίεν ἐ- στ᾽ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ» (= πόσο χαριτωμένο πλάσμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος). Μόνο διὰ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὴν θεία μακαριότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει ἐκπέσει, φτάνει στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. 1,26), γίνεται μικρὸς θεός, θ ε ὸ ς    κ α τ ὰ  χ ά ρ ι ν.


ς ψάλουμε λοιπὸν μὲ ἀγαλλίασι· «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».




(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης



Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ φυλλάδιο «Ἡ Ἀγάπη» Κοζάνης φ. 4/25Δεκεμβρίου 1943. 
Μεταγλώττισις καὶ ἐλάχιστη σύντμησις 23-11-2012.




Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF