ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Η ΘΗΒΑΪΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ (8ο ΜΕΡΟΣ)

 




Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>> σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 200-205, Αθήνα 1988.
<<Ο μοναχισμός στη Ρωσία ξεκίνησε με τους οσίους Αντώνιο και Θεοδόσιο του Κιέβου. Εκείνοι έθεσαν τα θεμέλια της άσκησης και ήταν οι πρώτοι που έφεραν στην απέραντη αυτή χώρα το μήνυμα της ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο Θεό και του αγώνα για εσωτερική τελείωση. Εκείνος όμως που δημιούργησε μια μεγάλη άνθιση, που εξελίχτηκε σ' ένα τεράστιο ξέσπασμα του μοναχισμού και αγκάλιασε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ρωσία, που δίκαια αποκλήθηκε "Θηβαΐδα του Βορρά",
ήταν ο μεγάλος άγιος Σέργιος του Ραντονέζ.
Ο άγιος Σέργιος ήταν μια γιγαντιαία μορφή που δημιούργησε τη "χρυσή εποχή" για το μοναχισμό της Ρωσίας, εποχή που κράτησε τρεις αιώνες περίπου και χάρισε στην Ορθόδοξη Εκκλησία χιλιάδες αγίους. Ο ίδιος έφτιαξε πενήντα μοναστήρια και από εκείνα δημιουργήθηκαν άλλα σαράντα. Δίκαια του απονεμήθηκε ο τίτλος του "μεγάλου γέροντα της ρωσικής γης" και του "αββά της Θηβαΐδας του Βορρά". Ο συναρπαστικός βίος του, όπως και οι βίοι άλλων χαρακτηριστικών μορφών της Θηβαΐδας του Βορρά, σκιαγραφούνται στο βιβλίο αυτό που εκδίδεται για πρώτη φορά στην Ελληνική.
Οι βίοι των αγίων αυτών συγκεντρώθηκαν από διάφορες πηγές στη Ρωσική και εκδόθηκαν για πρώτη φορά συλλογικά στην Αγγλική από το μοναστήρι του αγίου Γερμανού της Αλάσκας, που είναι στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α. και που είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου αυτού στην Ελληνική. Στην εισαγωγή του καθηγητή Κόντζεβιτς (...) υπάρχει μια ιστορική αναδρομή στη Θηβαΐδα αυτή του Βορρά και στα διάφορα ρεύματα που συνετέλεσαν τόσο στην απαρχή της, κατά το 14ο αιώνα, όσο και στην αρχή της παρακμής της, κατά το 17ο αιώνα.
Στον επίλογο επίσης, που γράφτηκε από τους εκδότες της αγγλικής έκδοσης, αναφέρονται οι δεσμοί και η επίδραση της Θηβαΐδας του Βορρά στη μεγάλη μοναχική κίνηση του 18ου αιώνα, που εκφράστηκε από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και έδωσε στην Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία τους μεγάλους στάρετς που τη δόξασαν και την δοξάζουν μέχρι σήμερα με την άφθαστη πνευματικότητά τους>>.
Πέτρος Αθ. Μπότσης
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.






Όσιος Αντώνιος του Σίγια


Τα τέσσερα θαύματα που ακολουθούν υπήρχαν στα αρχεία του μοναστηριού του Σίγια και δημοσιεύτηκαν το 1913 στο περιοδικό <<Ο Ρώσος Μοναχός>>, τεύχος 9, μια έκδοση του μοναστηριού του Ποτσαέφ.


Είχε περάσει λίγος καιρός απ' την κοίμηση του οσίου Αντωνίου και στο μοναστήρι ζούσαν ακόμη λίγοι αξιόπιστοι μάρτυρες που τον θυμούνταν καλά. Εκείνο τον καιρό ο ένας από τους αδελφούς του μοναστηριού του οσίου Αντωνίου του Σίγια, άρχισε να ενδιαφέρεται πολύ για την αφιερωμένη ζωή των Αγίων του Θεού και, έχοντας μεγάλη ευλάβεια για τους αυστηρούς ασκητικούς αγώνες και τα θαυμαστά έργα της ζωής του οσίου Αντωνίου, λυπόταν πολύ που ο βίος του παράμενε άγνωστος, επειδή αμέλησαν να γραφεί.


Φόβος τον κατέλαβε όταν αναλογίστηκε ότι ο Θεός θα τιμωρούσε αυτόν, που είχε μια τέλεια ευκαιρία γιατί γνώριζε το βίο και τα έργα του Οσίου, εάν δεν τον έγραφε για ψυχική ωφέλεια των μελλοντικών γενεών. Συγκινημένος βαθύτατα από τέτοιους ευσεβείς στόχους ο φίλεργος αυτός μοναχός, επικαλέστηκε στην προσευχή του τη βοήθεια του οσίου Αντωνίου και άρχισε με ζήλο να συγγράφει το βίο του.


Η καλή του πρόθεση όμως σκόνταψε στη δυσαρέσκεια και τα μουρμουρητά των αδελφών του μοναστηριού. -Μέχρι τώρα κανένας δεν τόλμησε να γράψει και τώρα αυτός θ' αρχίσει να συνθέτει βίους Αγίων; έλεγαν μερικοί απ' αυτούς με δυσαρέσκεια. Άλλοι πάλι τόλμησαν να κάνουν ακόμη και προσβλητικά σχόλια για τον Όσιο.


Όλα αυτά κατέπληξαν και ενόχλησαν τον συγγραφέα του βίου του Οσίου και σκέφτηκε να εγκαταλείψει το εγχείρημά του. Πάνω όμως στην απελπισία και την αμηχανία του φωτίστηκε από ένα περίεργο όραμα. Ενώ βρισκόταν στο κελλί του και έγραφε τη βιογραφία του Οσίου, τον πήρε ένας ελαφρύς ύπνος και είδε τους Βίους των Αγίων σαν νά' ταν γραμμένοι σε εικόνες και ανάμεσα στο χορό του πλήθους των δοξασμένων αγίων και ψηλότερα απ' όλους βρισκόταν ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας.


Δίπλα του στεκόταν ένας άλλος, άγνωστος σ' αυτόν μοναχός, ο οποίος δείχνοντας με το δάχτυλό του το Μεγάλο Αντώνιο του είπε: -Γιατί αμφιβάλλεις και μικροψυχείς; Εκείνος του οποίου το βίο άρχισες να γράφεις, ήταν σαν κι αυτόν τον Άγιο. Έχει το ίδιο όνομα και ήταν μιμητής της ζωής του' γι' αυτό απομάκρυνε όλους τους ενδοιασμούς σου και άρχισε το έργο χωρίς ανησυχία και ολιγωρία.


Ενθαρρυμένος ο μοναχός απ' το όραμα αυτό, άρχισε χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό να γράφει το βίο του Οσίου. Πολλά χρόνια μετά το θάνατο του οσίου Αντωνίου, το ιερό μοναστήρι του πέρασε μια φοβερή δοκιμασία. Ένας μετά τον άλλο όλοι οι μεγάλοι ασκητές και μαθητές του Οσίου, εκτός απ' τον ιερομόναχο Τίτο, πέθαναν και ανάμεσα στους νέους μοναχούς λίγοι ήταν εκείνοι που ήταν διατεθειμένοι να διατηρήσουν το προηγούμενο ασκητικό πνεύμα της πίστης και της ευσέβειας.


Το μοναστήρι άρχιζε να παρακμάζει αισθητά. Η κατάσταση χειροτέρευσε κυρίως από τότε που αναζήτησαν ηγούμενο από άλλο μοναστήρι, επειδή δεν υπήρχε άξιος υποψήφιος στο δικό τους. Ο νέος ηγούμενος αποδείχτηκε ότι δεν είχε αγνή συμπεριφορά και είχε μεγάλη αδυναμία στην οινοποσία.


Μαζί με άλλους δυο μοναχούς που είχαν έρθει μαζί του ήταν διαρκώς μεθυσμένοι, παραβιάζοντας έτσι την κυριότερη εντολή του ιδρυτή του μοναστηριού. Οι νέοι μοναχοί, αδόκιμοι ακόμη στη μοναχική ζωή, σκανδαλίζονταν και έπαιρναν απ' αυτόν ένα πολύ κακό παράδειγμα. Ορισμένοι απ' τους μοναχούς που παράμεναν πιστοί στην εντολή του οσίου Αντωνίου θλίβονταν πολύ.


Γι' αυτό και συχνά έρχονταν προς τον ιερομόναχο Τίτο και του ζητούσαν καταπιεστικά, σαν πιστός και στενός μαθητής του μακαρίου Αββά που ήταν, να υπενθυμίσει στον ηγούμενο, που είχε ξεχάσει το καθήκον του, ότι ο άγιος ιδρυτής του μοναστηριού είχε απαγορεύσει αυστηρά να υπάρχει οτιδήποτε από οινοπνευματώδη ποτά στο μοναστήρι και πολύ περισσότερο είχε απαγορεύσει να μεθούν.


Για πολύ καιρό όμως ο Τίτος, από απλότητα και ταπεινοφροσύνη, αρνιόταν να εκπληρώσει την παράκληση των αδελφών, οπότε ανέλαβε ο ίδιος ο Όσιος να δώσει μια απειλητική προειδοποίηση. Αργά ένα βράδυ, μετά το συνηθισμένο κανόνα της προσευχής, ο Τίτος ξάπλωσε για να κοιμηθεί. Ξαφνικά είδε τον όσιο Αντώνιο να έρχεται προς αυτόν μέσα στο κελλί του, συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, που είχαν αναπαυτεί πριν λίγο καιρό.


Στο δεξί του χέρι ο Όσιος κρατούσε την ηγουμενική ράβδο και στα χέρια της συνοδείας του υπήρχαν τεράστια δέματα από βέργες. Ο Τίτος σηκώθηκε να περιποιηθεί τον Όσιο, εκείνος όμως άρχισε να τον επιτιμά αυστηρά: -Αφού βλέπεις την ανάρμοστη ζωή του ηγουμένου και γνωρίζεις την αυστηρή εντολή του ιδρυτή του μοναστηριού για τα οινοπνευματώδη ποτά, γιατί δεν του το υπενθυμίζεις και δεν τον απομακρύνεις απ' τον επονείδιστο τρόπο ζωής που κάνει και παρασύρει τους αδελφούς.


Και λέγοντας αυτά γύρισε προς τον ένα από κείνους που τον ακολουθούσαν, του είπε να πιάσει το κεφάλι του Τίτου, να το σκύψει και να το κρατάει σ' αυτή την θέση και τον άλλο ακόλουθό του τον διέταξε να τον χτυπάει με τη βέργα του ανελέητα μέχρι να ματώσει. Ο Τίτος άρχισε τότε να τον παρακαλεί με δάκρυα να του συγχωρέσει την αμαρτία του και υποσχέθηκε ότι στο μέλλον δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του να κρατήσει μια τέτοια ένοχη σιωπή.


Ομοίως και οι ακόλουθοι του Οσίου άρχισαν να τον παρακαλούν θερμά να συγχωρέσει τον Τίτο και έδωσαν ακόμη και το λόγο τους γι' αυτόν' μόνο τότε, υποχωρώντας στις επικλήσεις των μαθητών του, μετάβαλε ο όσιος Αντώνιος την οργή του σε οίκτο, διέταξε για μια ακόμη φορά τον Τίτο αυστηρότατα να μιλήσει στον ηγούμενο και εξαφανίστηκε.


Μετά το όραμα αυτό ο Τίτος δεν δίστασε άλλο, αλλά πήγε με τόλμη στον ηγούμενο, του διηγήθηκε το όραμα με κάθε λεπτομέρεια και τον ικέτευσε με δάκρυα να σταματήσει τον ανάρμοστο τρόπο της ζωής του. Ο ηγούμενος συγκινήθηκε βαθύτατα απ' όσα άκουσε, μετανόησε ειλικρινά και με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του οσίου Αντωνίου άλλαξε ριζικά τον τρόπο της ζωής του.


Όταν ηγούμενος στο μοναστήρι ήταν ο Γελάσιος, ο διάδοχος του οσίου Αντωνίου, εργαζόταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στους αγρούς του μοναστηριού ένας εργάτης που τον έλεγαν Συμεών. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος ανέντιμος και πονηρός.


Συχνά έκλεβε απ' τα γαλακτομικά προϊόντα του μοναστηριού χωρίς να παρατηρείται και να ελέγχεται και τα πουλούσε έξω για προσωπικό του κέρδος. Ξέροντας δε πώς να καλύπτει τα ίχνη της κλοπής του και χωρίς να φοβάται ότι θα λογοδοτήσει γι' αυτά στην Κρίση του Θεού, ο εργάτης αυτός όχι μόνο δε σκεφτόταν να σταματήσει το πονηρό έργο του, αλλά απεναντίας όσο περισσότερο έκλεβε, τόσο πιο αποφασιστικός και θρασύς γινόταν.


Έτσι η κλοπή της περιουσίας του μοναστηριού συνεχιζόταν για αρκετά χρόνια. Ο ιδρυτής όμως και ουράνιος προστάτης του μοναστηριού σταμάτησε την εγκληματική δραστηριότητα του αμαρτωλού αυτού και τον έφερε στο σωστό δρόμο, με τον ακόλουθο τρόπο:


Μια Κυριακή πρωϊ ο Συμεών μαζί με άλλους εργάτες του μοναστηριού πήγε στην ακολουθία του όρθρου. Ξαφνικά βλέπει να μπαίνει στην εκκλησία ο όσιος Αντώνιος και, ακουμπώντας στο ραβδί του, τον βλέπει να βαδίζει προς τον ηγουμενικό θρόνο και να στέκεται στα δεξιά του ηγουμένου Γελασίου, του μαθητή του.


Αφού κάθησε για λίγο εκεί, ακούμπησε το ραβδί του στον τοίχο, πήρε το θυμιατήρι και άρχισε να λιβανίζει την εκκλησία, τον ηγούμενο και τους αδελφούς. Μετά ξαναπήγε στη θέση του ηγουμένου, πήρε την ηγουμενική ράβδο και άρχισε να περιεργάζεται τους αδελφούς.


Πλησιάζοντας έναν απ' τους μοναχούς, που ονομαζόταν Βασσιανός, κι εκείνο τον καιρό ήταν κελλάρης του μοναστηριού, ο Όσιος άρχισε να τον χτυπάει με μανία και χωρίς έλεος στην πλάτη και να τον επιτιμά αυστηρά. Τον επέπληττε γιατί σαν κελλάρης είχε επιδείξει μεγάλη αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν επιτηρούσε τους υπηρέτες και τους εργάτες που αμελούσαν τη δουλειά τους και πρόσεχαν πώς να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη απ' την εργασία τους, όπως για παράδειγμα ο εργάτης Συμεών.


Λέγοντας τα τελευταία αυτά λόγια ο Όσιος έδειξε το Συμεών και, αφού άφησε τον κελλάρη, τον πλησίασε και του είπε οργισμένα: -Γιατί ήρθες εδώ και δεν σταματάς να κλέβεις την Παναγία Τριάδα και να κάνεις τόσο κακό, προκαλώντας γκρίνια μεταξύ των αδελφών;


Και λέγοντας τα απειλητικά αυτά λόγια ο Όσιος, άρπαξε το Συμεών, τον έσπρωξε με μεγάλη δύναμη και βιαιότητα προς το κιγκλίδωμα της εκκλησίας και εξαφανίστηκε. Κεραυνοχτυπημένος ο εργάτης Συμεών από ένα τέτοιο φοβερό όραμα, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και μετά έμεινε άλαλος και τελείως παράλυτος.


Επειδή όμως το όραμα το είδε μόνο ο τιμωρημένος, ο ηγούμενος και οι άλλοι αδελφοί βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία' μετά τον όρθρο μετάφεραν τον εργάτη στον τάφο του Οσίου κι εκεί κι εκεί έκαναν μια παράκληση για τη θεραπεία του αρρώστου. Τιμωρημένος απ' το Θεό και υποφέροντας τρομερές οδύνες, ο εργάτης Συμεών παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να συγχωρέσει τις αμαρτίες του και να τον θεραπεύσει' τελικά οι προσευχές του εισακούστηκαν.


Μετά από τρεις μέρες ο όσιος Αντώνιος εμφανίστηκε και πάλι στον ίδιο, τον συμβούλεψε σαν πατέρας να μην ξαναμαρτήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του και τον θεράπευσε τελείως. -Τώρα είσαι καλά, του είπε ο Όσιος' πρόσεξε να μην αμαρτήσεις ξανά για να μη σου συμβεί τίποτα χειρότερο. Και τώρα πήγαινε να διηγηθείς στον ηγούμενο και τους αδελφούς καταλεπτώς όλα όσα σου συνέβησαν.


Γεμάτος χαρά και πλημμυρισμένος με δάκρυα για τη θαυματουργική θεραπεία του, ο Συμεών πήγε στον ηγούμενο και τους αδελφούς, μετανόησε ειλικρινά και αφηγήθηκε όλα όσα αφορούσαν την τιμωρία του και τη θεραπεία που του χορήγησε ο Όσιος. Κι εκείνοι που τα άκουσαν δοξολόγησαν το Θεό που έδωσε τόσο μεγάλη χάρη στον Άγιό Του, τον όσιο Αντώνιο του Σίγια.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>>
σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 200-205, Αθήνα 1988.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF