ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: «ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ»





Το φως του Χριστού, που λάμπει στον κόσμο και φωτίζει τους ανθρώπους, αποκαλύπτεται στα μάτια μας στην πραγματική του λαμπρότητα μόνο όταν το βλέπουμε απέναντι στο σκοτάδι του ανθρώπου. Όσα ακολούθησαν τη θαυματουργική θεραπεία του τυφλού φανερώνουν, στην πραγματική τους διάσταση, το παγωμένο σκοτάδι που κυριαρχεί στην καρδιά και το νου του ανθρώπου. Ένα σκοτάδι που, στο σημερινό ευαγγέλιο, απλώνεται σαν μιά βαριά σκιά κάτω από το αστραφτερό φως του νοητού Ηλίου, του Χριστού. Αυτό είναι το φοβερό σκοτάδι που καλύπτει την τυφλή καρδιά και τον τυφλό νου του Φαρισαίου. 


Εκείνοι (οι Φαρισαίοι) όχι μόνο δε χάρηκαν που ο τυφλός επαίτης που έστεκε μπροστά στο ναό τώρα έβλεπε, αλλά και πικράθηκαν, ένιωσαν προσβολή. Ο δικός τους ναός είχε ήδη μεταβληθεί σ’ ένα κήπο του Σαββάτου, με τον ίδιο τρόπο που όλη τους η πίστη είχε μετατραπεί σε λατρεία του Σαββάτου, σα να ήταν η μέρα εκείνη κάποια θεά. Δε ρώτησαν με συμπάθεια τον τυφλό πως ζούσε τόσα χρόνια δίχως όραση, αλλά του επιτέθηκαν με το σκόπιμο ερώτημα: Πώς τόλμησε να δεχτείς την όρασή σου ημέρα Σάββατο; «Ούτος ο άνθρωπος, έλεγαν, ούκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ού τηρεί» (Ιωάν. θ΄16).


Γι’ αυτους άνθρωπος «τού Θεού» ήταν όποιος κοιμόταν το Σάββατο, όποιος δεν έβγαινε από το σπίτι του να περπατήσει, για να μη χαλάσει την αργία του Σαββάτου. Δεν μπορούσε να ήταν «τού Θεού» ο άνθρωπος αυτός που, ενώ είναι Σάββατο, δίνει την όραση σε τυφλό άνθρωπο! Σύμφωνα με τη διεφθαρμένη λογική τους οι πρώτοι τηρούσαν το Σάββατο, ο δεύτερος όχι!


Όταν όμως άνοιξε η συζήτηση ανάμεσα στους Φαρισαίους και τον τυφλό για το Χριστό, εκείνοι τον ρώτησαν τι γνώμη είχε γι’ Αυτόν. «Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν» (Ιωάν. θ΄17). Είναι φανερό πως δεν τον ρώτησαν για να μάθουν απ’ αυτόν την αλήθεια, αλλά μάλλον να τον ακούσουν να τον καταδικάζει επειδή δεν τήρησε το Σάββατο. Ο τυφλός όμως ομολόγησε με παρρησία το Χριστό, με όρους που ο ίδιος αντιλαμβανόταν πως ήταν οι καλλίτεροι και πιο δυνατοί στον κόσμο. Οι πιο καλοί και πιο δυνατοί άνθρωποι ήταν οι προφήτες, για τους οποίους θα είχε ακούσει και θα είχε μάθει. Γι’ αυτό σκέφτηκε έτσι και απάντησε ότι προφήτης εστίν.


Όταν έλαβαν αυτήν την αναπάντεχη και ανέλπιστη απάντηση, οι Ιουδαίοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά ν’ αρνηθούν το θαύμα και να υποστηρίξουν πως δεν πίστευαν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν κάποτε τυφλός και τώρα βρήκε το φώς του. «Ούκ επίστεψαν ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ήν και ανέβλεψεν»(Ιωάν. θ΄18). Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούσαν να πιστέψουν ένα γεγονός που έγινε δημόσια, έκαναν πως δε το αναγνώριζαν, ήθελαν να το υποβαθμίσουν και να περιορίσουν τη διάδοση της φήμης του Χριστού ως θαυματουργού. Το ότι ενεργούσαν υποκριτικά όταν έκαναν πως δε το πίστευαν, φαίνεται από το γεγονός ότι κάλεσαν τους γονείς του, για να τους ρωτήσουν.


Κι αυτό όμως δεν το έκαναν για να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση και να μάθουν την πραγματική αλήθεια, αλλά με την ελπίδα πως οι γονείς του θ’ αρνούνταν το θαύμα ή θα το αμφισβητουσαν ή κατά κάποιο τρόπο θα το αποδυνάμωναν. Οι γονείς όμως, που ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί επειδή φοβούνταν τους πρεσβυτέρους, διαβεβαίωσαν πως αυτός ήταν ο γιός τους κι ότι είχε γεννηθεί τυφλός, «πώς δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ούκ οίδαμεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει» (Ιωάν. θ΄21).


Αυτή ήταν μια ακόμα απογοήτευση για τους θεομάχους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων! Τι μπορούσαν να κάνουν τώρα; Όταν ο άνθρωπος επιμένει να βαδίζει στο υποχθόνιοι σκοτάδι, χωρίς να θέλει να βγει στο φως της ημέρας, τι άλλο μπορεί να κάνει; παρά να περνάει από το ένα ζοφερό μονοπάτι στο άλλο. Οι πανούργοι Φαρισαίοι έλαβαν κι από τους γονείς του τυφλού μια ολότελα απρόσμενη, ανεπιθύμητη και δυσάρεστη απάντηση. Τώρα δεν τους έμεινε τίποτ’ άλλο να κάνουν παρά να πάρουν εκδίκηση με τον πιο απάνθρωπο και ταπεινό τρόπο: τον εκμαυλισμό της ανθρώπινης συνείδησης. Κάλεσαν πάλι τον τυφλό και του έκαναν μια πανούργα και συνάμα άτιμη πρόταση: «Δος δόξαν τω Θεώ· ημείς οίδαμε ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός έστιν» (Ιωαν. θ΄24).


Δηλαδή ήταν σα να του λέγανε ότι «εμείς έχουμε ερευνήσει σε βάθος τα πράγματα και βεβαιωθήκαμε πως όλοι έχουμε δίκιο, τόσο εσύ όσο κι εμείς. Είπες την αλήθεια όταν είπες πως ήσουν τυφλός κι έπειτα βρήκες την όρασή σου. Έχουμε κι εμείς δίκιο όμως που αμφιβάλλουμε πως ο άνθρωπος αυτός ο αμαρτωλός άνοιξε τα μάτια σου. Είμαστε σίγουροι πως είναι αμαρτωλός κι ότι δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Όσο για το πώς έγιναν τα πράγματα, έχουμε την πεποίθηση πως μόνο ο Θεός μπορεί να το κάνει αυτό. Γι’ αυτό δος δόξαν τω Θεώ και αποκήρυξε αυτόν τον αμαρτωλό κι από τώρα και πέρα να μην έχεις καμιά επαφή μαζί του.


Τι ανόητοι που ήταν οι Ιουδαίοι! Με το πάθος που τους τύφλωνε δεν μπορούσαν να δουν ότι, με το ν’ αρνηθούν το Χριστό, στην πραγματικότητα τον ομολογούσαν ως Θεό. Δος δόξαν τω Θεώ! Μόνο ο Θεός μπορεί να το κάνει αυτό. Μα ο Κύριος Ιησούς το έκανε, κι αυτό σημαίνει πως ο Κύριος Ιησούς είναι Θεός! «Πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί….»(Ψαλμ. ρμ΄10). Ο τυφλός τότε έδωσε μιά πολύ σοφή απάντηση στους υποκριτές Φαρισαίους: «Εί αμαρτωλός εστί ούκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ώ άρτι βλέπω» (Ιωάν. θ΄25).


Εγώ είμαι απλός άνθρωπος, ήταν σα να τους έλεγε, απαίδευτος, ενώ εσείς είστε σπουδασμένοι, επιτηδευμένοι στις συζητήσεις για αμαρτωλούς και αναμάρτητους. Εσείς κρίνετε το Θεραπευτή μου από το Σάββατο, εγώ από το θαύμα.


Αν είναι αμαρτωλός και σε ποια έκταση, σύμφωνα με το όριο του σαββατισμού σας, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως έγινε ένα θαύμα από Εκείνον σε μένα κι αυτό πιστεύω πως ισοδυναμεί με την δημιουργία του κόσμου. Μέχρι να μου ανοίξει τα μάτια, ο κόσμος για μένα ήταν σα να μην υπήρχε. Οι Φαρισαίοι είχαν διαβεί πιά όλους τους σκοτεινούς και καταχθόνιους δρόμους. Τώρα δεν τους έμεινε τίποτ’ άλλο. Στάθηκαν πεισματικά όμως στα ίδια πράγματα και επέμειναν να ρωτούν τον τυφλό: «Τι εποιήσέ σοι;


Πώς ήνοιξε σου τους οφθαλμούς;» (Ιωάν. θ΄26). Έκαναν κι αυτήν την ερώτηση με πανούργα διάθεση, μήπως ακούσουν κάτι που θα μπορούσε να υποβαθμίσει το θαύμα ή να λειτουργήσει σε βάρος του Χριστού. Ο άνθρωπος αυτός όμως ήταν απλός και τίμιος στην κρίση του κι είχε φτάσει στα άκρα, έτοιμος ν’ αγανακτήσει με τους ταπεινούς χειρισμούς των πρεσβυτέρων του λαού, εκείνους που ώς τότε είχε μάθει να τους σέβεται κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να τους γνωρίζει καλά. Γι’ αυτό κι απάντησε απότομα: «Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; Μή και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι;» (Ιωάν θ΄27). Δε θα μπορούσε να τους δώσει πιο ίσια και κατάλληλη απάντηση.


Μετά απ’ αυτήν οι πρεσβύτεροι έλαβαν αμυντική στάση: «ελοιδόρησαν αυτόν και είπον· συ ει μαθητής εκείνου, ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμε ότι Μωυσεί λελάληκεν ο Θεός· τουτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν» (Ιωάν. θ΄28-29). Οι παμπόνηροι χρησιμοποίησαν το Μωυσή για να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Εναβρύνονταν να λένε πως ήταν δάσκαλός τους, πως εκείνοι ήταν μαθητές του. Ο Κύριος όμως είχε ήδη ξεκαθαρίσει τις απόψεις του πάνω σ’ αυτό το θέμα: «Επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι… φιλούσι δε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς…. ουαί δε υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι» (Ματθ. κγ΄2, 6, 13).


Τί σοι μαθητές του Μωυσή ήταν αυτοί; Τους είπε επίσης ο Κύριος: «Ου Μωυσής δέδωκεν υμίν τον νόμον; Και ουδείς εξ υμών ποιεί τόν νόμον» (Ιωάν. ζ΄17). Δεν τηρούσαν το νόμο του Μωυσή, τον παραβίαζαν με την υποκρισία και την απληστία τους και ισχυρίζονταν πως ήταν μαθητές του, μ’ όλο που ήταν παράνομοι και προδότες του ίδιου του Μωυσή. Ο Μωυσής δεν ήταν πιά δάσκαλός τους, είχε γίνει κατήγορός τους ενώπιον του Θεού. «Μη δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών προς τον πατέρα· έστιν ο κατηγορών Μωυσής, εις όν υμείς ηλπίκατε» (Ιωάν. ε΄45).


Η εμπιστοσύνη σας στο Μωυσή είναι μάταιη, γιατί το νόμο του τον κόβετε από τη ρίζα. Η εμπιστοσύνη σας στο Μωυσή είναι πλαστή, κίβδηλη, γιατί το μόνο που εμπιστεύεστε είναι η εξουσία κι ο πλούτος σας, τίποτ’ άλλο. «Ει γαρ επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί. Περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ιωάν. ε΄46· βλ. Δευτ. Ιη΄15-19). Οι δεμένες στη γη ψυχές των Φαρισαίων δεν μπορούσαν πια να πιστέψουν στο Μωυσή. Πολύ λιγότερο μπορούσαν να πιστέψουν στον Κύριο Ιησού. Βλέπετε πώς χρησιμοποιούσαν τα ψέματα οι Φαρισαίοι, οι αυτοκαλούμενοι μαθητές του Μωυσή; Σ’ έναν απλοϊκό επαίτη λένε για τον Κύριο: «..τούτον δε (τον άνθρωπον) ούκ οίδαμεν πόθεν εστίν.»


Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ έλεγαν: «αλλά τουτον (τόν άνδρα) οίδαμε πόθεν εστίν · ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν εστίν» (Ιωάν. ζ΄27). Είτε γνώριζαν οι Φαρισαίοι από πού ερχόταν ο Κύριος, είτε όχι. Αν γνώριζαν, όπως και οι άλλοι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τότε ψεύδονται όταν έλεγαν στον τυφλό άνθρωπο πως ουδείς γιγνώσκει πόθεν εστίν.


Αν δε γνώριζαν μετά από τόση κατασκοπεία, τόσους διωγμούς και φασαρίες εναντίον Του, τόση έρευνα για την καταγωγή, τους λόγους και τις πράξεις Του, αυτό σημαίνει πως ήταν πραγματικά ο Χριστός. Γιατί υπήρχε η κοινή πεποίθηση πως ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν εστίν.


Προσέξτε πως αυτό επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τα λόγια του προφήτη και βασιλιά: «Πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί….» (Ψαλμ. ρμ΄10). Όλ’ αυτά λειτούργησαν τελικά για να φανερώσουν στον επαίτη την απογοητευτική ηθική κατάπτωση των άθλιων αυτών πρεσβυτέρων του λαού. Και γι’ αυτό εκείνος τους κατηγορούσε όλο και περισσότερο, όπως επίσης ομολογούσε τον Κύριο όλο και με περισσότερη παρρησία. Στα τελευταία λόγια τους ο τυφλός απάντησε με τον τρόπο του: «εν γαρ τούτω θαυμαστόν έστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς» (Ιωάν. θ΄30). Ήταν δηλαδή σα να τους έλεγε: «Τι σόι εθνικοί ηγέτες και πρεσβύτεροι είστε σεις, που γνωρίζετε τις παραμικρότερες λεπτομέρειες του τελετουργικού και δεν ξέρετε για τον άνθρωπο εκείνον που έκανε σε μένα ένα τόσο μεγάλο θαύμα;


Ποιός μπορεί να ξέρει αν όχι εσείς, που κάθεστε στην καθέδρα του Μωυσή; Ποιός μπορεί να εξηγήσει στο λαό γι’ αυτόν τον άνθρωπο αν όχι εσείς, που κάθε Σάββατο ερμηνεύετε τον ιερό Μωυσή και τους προφήτες;» και ο απλός αυτός άνθρωπος συνέχισε τη διδασκαλία του προς τους ψευδοδιδασκάλους του λαού: «Οίδαμε δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ούκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει» (Ιωάν. θ΄31). Με τα λόγια του αυτά ο απλοϊκός τυφλός απάντησε στα λόγια των Φαρισαίων, ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός έστιν. Κι ο άνθρωπος τώρα τους απαντά: «…ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς».


Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα στην Αγία Γραφή που να λέει ότι ο Θεός ακούει τον αμαρτωλό και γι’ αυτό το λόγο κάνει θαύμα. «Όταν εκτείνητε τας χείρας υμών προς με, λέει ο Θεός μέσω του προφήτη Του, αποστρέψω τους οφθαλμούς μου αφ’ υμών, και εάν πληθύνητε την δέησιν, ούκ εισακούσομαι υμών· αι γαρ χείρες υμών αίματος πλήρεις» (Ησ. α΄15). Η προσευχή του Σαούλ τον καιρό που αμάρτανε, ήταν μάταιη. Ο Θεός δεν τον άκουγε. Ο Θεός δεν ακούει τον αμαρτωλό και πολύ λιγότερο θαυματουργεί με αυτόν, εκτός αν μετανοήσει ο αμαρτωλός, ξεπλύνει τις αμαρτίες με τα δάκρυά του, μισήσει την ανομία, αποδεχτεί το θέλημα του Θεού και πέσει μετανοημένος κι αποφασισμένος μπροστά στα πόδια Του, μ’ όλη του την καρδιά και με προσευχή.


Ο Θεός τον συγχωρεί, όπως συγχώρεσε και την αμαρτωλή γυναίκα, όπως τον Ζακχαίο τον τελώνη και το ληστή πάνω στο σταυρό. Και τότε δε θα είναι πιά αμαρτωλοί. Τότε ο Θεός δε θα τους ακούει επειδή είναι αμαρτωλοί, αλλ’ επειδή είναι μετανιωμένοι. Ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς που προσεύχονται στο Θεό αλλ’ εμμένουν στην αμαρτία. «Μακράν απέχει ο Θεός από ασεβών, ευχαίς δε δικαίων επακούειν» (Παρ. ιε΄ 29). Ο απλός άνθρωπος δίδαξε τους ψευδοδιδασκάλους ποιόν ακούει ο Θεός και ποιόν όχι κι έπειτα ξεχώρισε το Χριστό ως το μεγαλύτερο θαυματουργό στην ιστορία του κόσμου.


«Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου, ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν» (Ιωάν. θ΄32-33). Ο άνθρωπος τώρα έπλεξε ένα πλήρες εγκώμιο στο Θεραπευτή και Ευεργέτη του. Το ξεκαθάρισε τώρα πως ήταν κι αυτός οπαδός Του. Κι αφήνει τους Φαρισαίους να καταλάβουν πως ήταν μάταιες όλες οι πανούργες ενέργειές τους ν’ αρνηθούν το ελάχιστο θαύμα ή να το διαστρέψουν, με το επιχείρημα πως ο Κύριος είναι αμαρτωλός.


Μόλις άκουσαν τα τελευταία λόγια του φτωχού ανθρώπου που είχε θεραπευτεί, οι Φαρισαίοι του είπαν: «Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω» (Ιωάν. θ΄34). Όταν οι υποκριτές κι οι ψεύτες φτάνουν στην άκρα απόγνωση, δεν έχουν που αλλού να καταφύγουν παρά μόνο στη βία. Οι Φαρισαίοι είδαν πως είχαν μεθοδεύσει τα πάντα, αλλ’ όλες οι πανουργίες τους αποδείχτηκαν μάταιες. Και τότε, ντροπιασμένοι και μαινόμενοι, κατηγόρησαν τον απλοϊκό και τίμιο άντρα, τον αποκάλεσαν αμαρτωλό και τον έδιωξαν.


Ως το σημείον αυτό ο ευαγγελιστής περιγράφει το πυκνό και σκοτεινό σύννεφο που ήταν ολοφάνερο στα πρόσωπα των Φαρισαίων, σε αντίθεση με το υπέρλαμπρο φως του Σωτήρα Χριστού και του θείου Του θαύματος. Το φως είναι αλήθεια· το σκοτάδι είναι ψέμμα. Το φως είναι αγάπη· το σκοτάδι είναι μίσος. Το φως είναι δύναμη· το σκοτάδι είναι απουσία δύναμης. Το σημερινό ευαγγέλιο αρχίζει με φως κι ο ευαγγελιστής το τελειώνει με φως. Φως, όχι σκοτάδι. Ο Κύριος Ιησούς μετά το θαύμα αποχώρησε και άφησε τον τυφλό που θεράπευσε μόνο του για λίγο, ν’ αντιμετωπίσει μόνος του τις επιθέσεις των Φαρισαίων και να υπερασπιστεί την αλήθεια ενάντια στο ψέμμα. Μετά εμφανίστηκε πάλι και πήγε να βρει τον άνθρωπο που ήθελε να σώσει.


«Ήκουσεν Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού;» (Ιωάν. θ΄35). Ο θεραπευμένος τυφλός είχε ήδη περάσει την πρώτη δοκιμασία. Απέδειξε πως ήταν ταπεινός και υπάκουος, όταν ο Κύριος τον έστειλε με τα μάτια αλειμμένα με πηλό για να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αυτή ήταν η δοκιμασία της υπακοής. Μετά πέρασε στη δεύτερη δοκιμασία: άφησε τον εαυτό του να εκτεθεί και ν’ αντέξει στον πειρασμό, δεν πρόδωσε τον Κύριος μπροστά στα ψέμματα των Φαρισαίων. Αυτή ήταν η δοκιμασία του πειρασμού. Μετά ο Κύρος τον πέρασε από την τρίτη και τελευταία δοκιμασία. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη. Ήταν η δοκιμασία της ορθής πίστης. Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού;


«Απεκρύθη εκείνος και είπε· και τις εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;» (Ιωάν. θ΄36). Το Χριστό τον είχε γνωρίσει ως θαυματουργό. Στους Φαρισαίους τον ονόμασε προφήτη, επειδή δεν ήξερε κάποιο μεγαλύτερο όνομα για να τον ονομάσει. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να τον ονομάσει Υιό του Θεού. Ήταν σε όλα υπάκουος στον Κύριο, τον λογάριαζε το μεγαλύτερο ευεργέτη του στην γη. Έτσι ήθελε απ’ Αυτόν ν’ ακούσει ποιός ήταν ο Υιός του Θεού, ώστε να πιστέψει σ’ Αυτόν. «Είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακες αυτόν και ο λαλών μετά σου, εκείνος εστιν» (Ιωάν. θ΄37). Ο πρώην τυφλός απάντησε: «Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησε αυτώ» (Ιωάν. θ΄38). Ο Κύριος μιλάει ταπεινά κι ευγενικά σ’ εκείνους που σώζει, όπως κάνει κι ο καλός γιατρός σ’ εκείνους που θεραπεύει. Δεν είπε στον πρώην τυφλό: «Πίστεψέ Με!», ούτε τον πιέζει με τα λόγια:


«Εγώ είμαι ο Υιός του Θεού». του είπε με πραότητα και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σού, εκείνος εστιν. Στον ελεύθερο και σκεπτόμενο άνθρωπο ο Κύριος δίνει χρόνο να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει. Μόλις ο θεραπευμένος άνθρωπος έμαθε πόσο μεγάλος ήταν ο θεραπευτής Του, πολύ σπουδαιότερος κι απτό προφήτη, έκραξε αμέσως με χαρά: Πιστεύω, Κύριε! Και δεν το είπε μόνο με λόγια, αλλά έπεσε και τον προσκύνησε, για ν’ αποδείξει έμπρακτα την πίστη του. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Μ’ αυτόν τόν τρόπο (ο πρώην τυφλός) ομολόγησε τη θεϊκή Του δύναμη. Και για να μη θεωρηθεί ότι η πίστη του έφτανε ως τα χείλη του, την επιβεβαίωσε και με την πράξη».


Όπως νωρίτερα είχαν ανοιχτεί τα σωματικά του μάτια, έτσι και τώρα άνοιξαν τα πνευματικά. Τώρα έβλεπε και με τα σωματικά και με τα πνευματικά του μάτια και είδε μπροστά του το Θεάνθρωπο, το Θεό με ανθρώπινη σάρκα. Ο Θεός είναι πραγματικά μεγάλος. Μέγας ο Κύριος ημών και ποιών θαυμάσια! Πιστεύουμε πως είσαι ο Υιός του Θεού, το Φως του κόσμου. Μαζί με τους χορούς των αγγέλων και των αγίων στον ουρανό, μαζί με ολόκληρη τη στρατευόμενη Εκκλησία στη γη. Σε προσκυνούμε, Πανάγιε Κύριε, Εσένα και τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


* Από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: <<Ομιλίες γ΄, Αναστάσεως Ημέρα. Από την Κυριακή του Πάσχα, ως την Πεντηκοστή>> απόσπασμα. Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη. Εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξη Πορεία>>. Επιμέλεια ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF