ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΑΚΑΡΠΙΑ»




Ωραῖο, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ θέαμα τῆς ὑπαίθρου τὶς μέρες αὐτὲς τοῦ φθινοπώρου. Ἀρχίζει μάχη γιὰ τὴ σπορά. Χαρὰ Θεοῦ! Οἱ γεωργοὶ κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ πιάνουν δουλειά, γιὰ νὰ πέσῃ ὁ σπόρος στὴ γῆ. Ἐμπιστεύονται τὶς ἐλπίδες τους στὸν Κύριο.


λλ᾿ ἂν εἶνε ὡραῖο στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὸ θέαμα τῆς σπορᾶς στοὺς ἀγρούς, ἀσυγκρίτως ὡραιότερο στὰ μάτια τῶν ἀγγέλων εἶνε τὸ θέαμα μιᾶς ἄλλης σπορᾶς, σπορᾶς πνευματικῆς, ποὺ γίνεται στὶς ψυχές. Σπέρνει συνεχῶς ὁ Κύριος· σπόρος ἡ ἀλήθεια του, γῆ οἱ καρδιές μας.


κατομμύρια ἀντίτυπα τῆς ἁγίας Γραφῆς τυπώνονται καὶ κυκλοφοροῦν. Χιλιάδες κήρυκες κηρύττουν. Καὶ τώρα, ποὺ τελειοποιήθηκαν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας καὶ ἐνημερώσεως, καὶ διὰ τῶν αἰθέρων μεταδίδεται ἡ φωνὴ τοῦ κηρύγματος παντοῦ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι λυπηρό.


πὸ τὰ ἑκατομμύρια, ποὺ ἀκοῦνε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἐλάχιστοι εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πιστεύουν καὶ τὸ ἐφαρμόζουν. Οἱ ἄλλοι; Εἶνε ἄκαρποι, ὅπως λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῆς ἀκαρπίας αὐτῶν τῶν ψυχῶν; Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ· οἱ ἴδιοι!


π᾽ αὐτοὺς ἄλλοι μὲν μοιάζουν μὲ πατημένο δρόμο, ἄλλοι μὲ πετρῶδες ἔδαφος, καὶ ἄλλοι μὲ ἀκανθοφόρο γῆ. Ἂς δοῦμε ὅμως κάπως λεπτομερέστερα τὴν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς. Ἡ πρώτη αἰτία, ἀγαπητοί μου, ποὺ δὲν καρποφορεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἀνευλάβεια ποὺ ἔχουν πολλοί.


Καὶ τὴν ἀνευλάβεια τὴ δημιουργεῖ κυρίως ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἑωσφορικὴ ἰδέα ὅτι αὐτοί, ὡς ἀνώτερα πνεύματα, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ ἁπλᾶ λόγια τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας. Περιφρονοῦν τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Τοὺς φαίνεται μωρία. Ἂν βρεθοῦν σὲ θρησκευτικὴ ὁμιλία, εἰρωνεύονται· «Αὐτὰ ποὺ λέει ὁ κήρυκας εἶνε γιὰ νήπια…». Αὐτοὶ εἶνε σοφοί, βλέπετε, καὶ θέλουν ν᾿ ἀκοῦνε ῥητορεία Δημοσθένους καὶ διαλεκτικὴ Σωκράτους!…


Δὲν προσέχουν τὴν οὐσία τῶν λόγων, ποὺ εἶνε πνεῦμα καὶ ζωή, ἀλλὰ τὴ μορφή, τὶς λέξεις. Στέκονται κάτω ἀπ᾽ τὸν ἄμβωνα ὄχι σὰν ἀκροαταὶ ποὺ διψοῦν ν᾿ ἀκούσουν τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ σὰν κριταί. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἱεροκήρυκας πέσῃ σὲ κανένα συντακτικὸ λάθος· εἶνε ἕτοιμοι νὰ τὸν διαπομπεύσουν.


λλὰ ὁ λόγος αὐτός , ποὺ αὐτοὶ ἐπικρίνουν, θὰ κρίνῃ καὶ αὐτοὺς καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Διότι τὸ κήρυγμα δὲν εἶνε κοσμικὴ λογοτεχνία. Ὁ γιατρὸς ὅταν συνιστᾷ ἕνα φάρμακο δὲν ῥητορεύει, καὶ ὁ γνήσιος κήρυκας δὲν ἀνεβαίνει στὸ βῆμα γιὰ νὰ παρατάξῃ φανταχτερὲς λέξεις καὶ εἰκόνες καὶ νὰ ἱκανοποιήσῃ αἰσθητικὲς ἰδιοτροπίες· ἐμφανίζεται ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἐπιταγὴ ὡς πρέσβυς τοῦ Κυρίου γιὰ ν᾽ ἀναγγείλῃ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ νὰ ἑρμηνεύσῃ μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ διάγγελμα τοῦ ἐσταυρωμένου Βασιλέως·


«Μετανοεῖτε­ καὶ­ πιστεύετε ­ἐν ­τῷ ­εὐαγγελίῳ» (Μᾶρκ. 1,15). Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ θέματα περὶ μετανοίας καὶ πίστεως, ποὺ εἶνε τὰ βαθύτερα καὶ ὑψηλότερα ἀπ᾽ ὅλα, δὲν συγκινοῦν αὐτοὺς ποὺ ἀρέσκονται σὲ λεκτικὰ καρυκεύματα. Ἀκοῦνε ἀδιάφορα ἢ γελοῦν , ὅπως οἱ σύγχρονοι τοῦ Νῶεὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ κόσμος θὰ καταστραφῇ, ἢ ὅπως οἱ ἐπικούρειοι ἀκροαταὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἔλεγε ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν. Γελοῦν. Ἂς γελοῦν· θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ κλάψουν πικρά.


Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀκροαταὶ μοιάζουν κ τὰ τὴν παραβολὴ μὲ τὸν πατημένο δρόμο. Εἴδατε νὰ φυτρώνουν ἄνθη στὸ δημόσιο δρόμο,ποὺ τὸν πατοῦν διαρκῶς ἄνθρωποι καὶ ἁμάξια; Ἔτσι καὶ στὶς ψυχὲς τῶν ὑπερηφάνων δὲν ἀνθεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια σκλήρυνε τὴ συνείδησί τους.


καρδιά τους ἔγινεπέρασμα τῶν ἐναερίων πνευμάτων, τὰ ὁποῖαδὲν ἀφήνουν οὔτε σπυρὶ ἀληθείας στὴν ἐπιφάνειά της. Ὦ ὑπερήφανες καρδιές! ἂν δὲν ταπεινωθῆτε «ὡς­τὰ­ παιδία» (Ματθ. 18,3), ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν ἐξαγγέλλεται ἀπὸ ἕνα Χρυσόστομο ἢ Μέγα Βασίλειο, δὲν πρόκειταινὰ ῥιζώσῃ καὶ νὰ καρπίσῃ μέσα σας. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη καρδιὰ ὑπάρχει καὶ ἡ δειλή.


σοι εἶνε δειλοὶ ἀκοῦνε στὴν ἀρχὴ μὲ εὐλάβεια καὶ χαρὰ τὸ κήρυγμα. Συγκινοῦνται, ἀναστενάζουν, δακρύζουν. Κι ὁ ἱεροκήρυκας σχηματίζει τὴν ἰδέα, ὅτι αὐτοὶθὰ ἐξελιχθοῦν σὲ σπουδαίους Χριστιανούς. Πόσο ὅμως πλανᾶται! Ἔρχονται περιστάσειςκαὶ ἀποδεικνύεται, ὅτι οἱ ἀκροαταὶ αὐτοὶ δὲνἔχουν ῥίζα καὶ βάθος.


Διώκονται γιὰ τὴν πίστι; κινδυνεύει ἡ ζωήτους; ἢ ἐξ αἰτίας τηρήσεως τοῦ θείου νόμουἀπειλοῦνται τὰ ὑλικά τους συμφέροντα; θὰ κάνουν ὑποχώρησι, θὰ ποῦν ψέμα, θὰ κατα-πατήσουν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, θ᾽ ἀγνοήσουν φιλίες καὶ ὑποχρεώσεις, θὰ κολάσουν τὴν ψυχή τους γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν μιὰ ὑλικὴ ζημιά.


Καλὴ ἡ Θρησκεία, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ζητάει θυσίες! μόλις στὸν ὁρίζοντα προβάλῃ ὁ σταυρός, ὁ διωγμὸς δηλαδή, τότε τὰ ὡσαννὰ σταματοῦν, ὁ ἐνθουσιασμὸς πέφτει, ὁ ζῆλος μαραίνεται, καὶ ὁ δειλὸς χριστιανὸς ἐγκαταλείπει τὴ μάχη.Καὶ ὄχι μόνο ἐν καιρῷ διωγμοῦ ἀλλὰ καὶ ἐν καιρῷ θλίψεως . Παρατηρῆστε. Συμβαίνει δυστύχημα στὴν οἰκογένεια; ἔρχεται ὁ θάνατος; 


δειλὸς ταράζεται, γογγύζει κατὰ τῆς θείας προνοίας· παύει νὰ ἐκκλησιάζεται, νὰ μελετᾷ καὶ νὰ προσεύχεται. «Ἀφοῦ ἤμουν τόσο καλός», λέει, «γιατί νὰ μοῦ ἔρθῃ τὸ δυστύχημα;». Βλέπει δηλαδὴ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Κύριο ἐμπορικά. «Σὲ ἀγαπῶ, Κύριε! πρέπει νὰ μοῦ δώσῃς ὅλα τ᾽ ἀγαθά.


τσι θὰ σ᾽ ἀγαπῶ περισσότερο». Αὐτὸς εἶνε ὁ συμφεροντολόγος θρῆσκος. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ Κύριος ἀφαιρέσῃ κάτι ἀπὸ τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύει, τότε πικραίνεταικαὶ φεύγει ἀπὸ κοντά του. Δὲν εἶχε ῥίζα ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ἂν ἀγαποῦσε τὸ Θεὸ ἀνιδιοτελῶς, θὰ ἔμενε πιστὸς μέχρι τέλους.


λόγος τοῦ Θεοῦ δὲ μένει στὸν ὑπερήφανο καὶ δὲν καρποφορεῖ σὲ ψυχὲς δειλῶν. Αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὴν πετρώδη γῆ , στὴν ὁποία ἔπεσε μὲν ὁ σπόρος καὶ βλάστησε, ἀλλὰ μὲ τὶς πρῶτες καυστικὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου «ἐξηράνθη ­διὰ­τὸ μὴ­ ἔχειν ­ἰκμάδα» (Λουκ. 8,6).


καρποι οἱ ὑπερήφανοι, ἄκαρποι οἱ δειλοί,ἀλλ᾿ ἄκαρποι καὶ ὅσοι κυριεύονται ἀπὸ μέριμνες τοῦ βίου, ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ ἡδονές. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ ὁ κόσμος κινεῖται πυρετωδῶς σὰν μηχανὴ μέσα σ᾽ ἕνα κύκλο μυρίων μεριμνῶν. Δὲν εἶνε μόνο οἱ φροντίδες γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ ροῦχο· σ᾽ αὐτὲς προσθέτει καὶ νέες περιττὲς φροντίδες, ποὺ καταντοῦν κωμικές.


γυναίκα γιὰ καλλυντικά, βαφὲς καὶ ἀρώματα ξοδεύει χρήματα ἀλλὰ καὶ ὧρες πολύτιμες. Ὁ ἄντρας πάλι δὲ μπορεῖ χωρὶς τσιγάρο, χαρτοπαίγνιο, τυχερὰ παιχνίδια, ἀπολαύσεις Βάκχου καὶ Ἀφροδίτης. Ψυχὴ ποὺ κυλιέται μέσα στὶς φροντίδες αὐτὲς μοιάζει κατὰ τὴν παραβολὴ μὲ χωράφι, ποὺδέχτηκε μὲν τὸν καλὸ σπόρο, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ σπόρο φύτρωσαν καὶ ἀγκάθια , ποὺ μεγάλωσαν, ἀπορρόφησαν τοὺς χυμοὺς τῆς γῆς κ᾽ ἔπνιξαν τὰ τρυφερὰ στάχυα.


φαιρέστε ἀπ᾽ τὸ χωράφι τ᾽ ἀγκάθια, γιὰ ν᾽ ἀναπτυχθοῦν καὶ καρποφορήσουν τὰ στάχυα. Ἀφαιρέστε ἀπ᾽ τὶς ψυχὲς τὶς μέριμνες γιὰ τὰ μάταια, τὴ μανία τοῦ πλούτου καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, καὶ θὰ δῆτεν᾽ ἀναπτύσσωνται οἱ ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλὲς φορὲς ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου. Κάνατε ἆραγε κάτι γενναῖο, ἀρχίσατε ζωὴ χριστιανική, παρουσιάσατε καρπούς;


ὰν ναί, οἱ καρδιές σας εἶνε καλὴ γῆ·συνεχίστε. Ἐὰν ὅμως ὄχι, τότε κλάψτε γιὰτὴν ἀκαρπία καὶ ἀναζητῆστε τὴν αἰτία. Λίγες λέξεις ἄκουσαν οἱ Νινευῗτες ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶ κ᾽ ἔδειξαν μετάνοια. Λίγα εἶδε κι ἄκουσε ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ κι ἄλλαξε ζωή. Καὶ σύ, φίλη ψυχή, ποὺχρόνια ἀκοῦς τὶς σάλπιγγες τῶν οὐρανῶν, γιατί δὲν ἀλλάζεις;


Τί ἆραγε συμβαίνει στὴν καρδιά σου; Μήπως ἡ ὑπερηφάνεια σ᾽ ἔχει σκληρύνει; Μήπως ἡ δειλία καὶ τὸ συμφέρονδὲ σ᾽ ἀφήνουν νὰ σηκώσῃς τὸ σταυρό; Ἢ μήπως ἡ ζάλη κοσμικῶν φροντίδων, ἡ δίψα τοῦ χρήματος καὶ ἡ λύσσα τῶν ἡδονῶν σὲ κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ θείου λόγου; Καλλιέργησε τὴν καρδιά. Ζήτησε μὲ πίστιτὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου. Σύντριψε μὲ τὸ σφυρὶ τῆς ταπεινώσεως τὴν πέτρα τῆς ὑπερηφανείας.


Κάψε μὲ τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς τ᾽ ἀγκάθια τῶν μεριμνῶν. Ὄργωσε βαθειὰ μὲ τὸ ἀλέτρι τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ πέταξε τὰ μικρὰ ἢ μεγάλα ἐλαττώματα. Ὕψωσε στὸ κέντρο τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ, νὰ τὴ βλέπουν ν᾿ ἀνεμίζῃ καὶ νὰ φεύγουν τὰ ἐναέρια πνεύματα καὶ νὰ μὴν ἁρπάζουν τὸ σπόρο. Φράξε μὲ τὸ φράχτη τῆς ἀδιαλείπτου προσοχῆς τὸ χωράφι.


Πότιζε μὲ δάκρυα συνεχοῦς μετανοίας τὸ ἔδαφος τῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ γίνῃ καὶ σ᾽ ἐσένα ἐκεῖνο ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία γιὰ ὅσους καλλιέργησαν τὴν ψυχήτους καὶ τὴν ἔκαναν κῆπο τοῦ Χριστοῦ· «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας­ καὶ ­τοῖς ­ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας»



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος




Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. *Εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF