ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΛΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ

 



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση
«Πατερικό της Όπτινα»,
β' έκδοση, Αθήνα 2006, σελ. 108-113.
<<Στο βιβλίο αυτό, το <<Πατερικό της Όπτινα>>, καταχωρήσαμε όσα στοιχεία διασώθηκαν, εκείνα που εμείς μπορέσαμε να βρούμε από τους βίους και τα κατορθώματα των οσίων εκείνων πατέρων. Η ύλη κατανεμήθηκε σε τέσσερα κεφάλαια ως εξής:
Στο Α' κεφάλαιο αναφερόμαστε στην ιστορία της Όπτινα και το θεσμό των γερόντων, όπως εγκαθιδρύθηκε στο μοναστήρι και τη σκήτη. Στο Β' κεφάλαιο παραθέτουμε τις βιογραφίες των δεκατεσσάρων στάρετς που έχουν ήδη ανακηρυχτεί άγιοι. Μολονότι, όπως προαναφέραμε, οι βιογραφίες των έξι από τους οσίους αυτούς έχουν κυκλοφορήσει ήδη στην ελληνική, τους συμπεριλάβαμε κι εκείνους με σύντομες περιλήψεις των βίων τους, γιατί φρονούμε πως χωρίς αυτούς δε θά' ταν ολοκληρωμένο το <<Πατερικό>>.
Η σειρά με την οποία κατατάσσονται στο βιβλίο όλοι οι όσιοι, είναι χρονολογική κι όχι αξιολογική, αναφέρονται δηλαδή με τη σειρά προσέλευσης και διαμονής τους στο μοναστήρι. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως, εκτός από τα βιβλία των έξι στάρετς που ήδη κυκλοφορούν στην ελληνική, για τους περισσότερους υπάρχουν πλήρεις και λεπτομερείς βιογραφίες (στη ρωσική ή στην αγγλική γλώσσα). Οι ανάγκες όμως κι ο σκοπός του βιβλίου αυτού μας περιορίζει στη σύντομη παρουσίασή τους. Στο ίδιο κεφάλαιο, σε παράρτημα, έχουμε παραθέσει τις σύντομες βιογραφίες πέντε άλλων οσίων στάρετς, των οποίων η αγιότητα δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί από την Εκκλησία. Στο Γ' κεφάλαιο υπάρχουν οι βιογραφίες 19 οσίων και γερόντων που σχετίζονταν άμεσα με το μοναστήρι και τους γέροντες της Όπτινα.
Οι γέροντες αυτοί είτε προέρχονταν άμεσα από την Όπτινα κι αναγκάστηκαν για διάφορους λόγους ν' απομακρυνθούν απ' αυτήν, είτε ζούσαν σε κοντινά μοναστήρια κάτω από την απόλυτη καθοδήγηση των γερόντων. Αν και μερικές από τις βιογραφίες αυτές είναι πολύ σύντομες, θα συναντήσει κανείς περιστατικά θαυμαστά, γεμάτα δύναμη σημαντική. Στο Δ' Κεφάλαιο τέλος θεωρήσαμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε έξι από τους σπουδαιότερους συγγραφείς που επηρεάστηκαν άμεσα από τους γέροντες της Όπτινα (Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκυ, Τολστόϊ κλπ.). Αναφερόμαστε με συντομία στα βιογραφικά τους στοιχεία και δώσαμε περισσότερο χώρο και έμφαση στην παρουσίαση των περιστατικών εκείνων που φανερώνουν την καταλυτική σε πολλές περιπτώσεις επίδραση που είχε πάνω τους η συνάντηση κι η συναναστροφή τους με τους γέροντες.
Σε πολλούς από τους βίους των στάρετς ίσως να μη συναντήσει κανείς τη σοφία του κόσμου τούτου. Θα συναντήσει όμως, ακόμα και στην πιο σύντομη βιογραφία, την αύρα του Αγίου Πνεύματος, μια σοφία θεϊκή. Η χάρη του Θεού είναι ολοφάνερη και στους απλοϊκότερους των μοναχών, σ' αυτούς ίσως περισσότερο, γιατί <<τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη>>. Το μοναστήρι της Όπτινα για έναν αιώνα, από το 1821 που επανιδρύθηκε ως το 1923 που το έκλεισαν οι μπολσεβίκοι, αναδείχτηκε σε ορμητήριο αναβάσεων πνευματικών. Με την επιρροή των μεγάλων μορφών των στάρετς, αυτών των ανυπέρβλητων καθοδηγητών των ψυχών, η Όπτινα έγινε φυτώριο αγίων, τόπος παραμυθίας, προσευχής και αγιότητας. Και όπως λέει ο Γκόγκολ, επίδρασή της δεν περιορίστηκε μόνο στους μοναχούς κι όσους εργάζονταν στο μοναστήρι και τη σκήτη.
Όλη η γύρω περιοχή είχε υποστεί την αγαθή επιρροή του σπουδαίου αυτού μοναστηριού. Είναι ευχάριστο και πολύ παρήγορο το γεγονός ότι στις μέρες μας, μετά από μερικές δεκαετίες σκληρής δοκιμασίας και ερήμωσης, στην Όπτινα άρχισαν πάλι να καλλιεργούνται τα θαυμαστά άνθη της ερήμου. Οι μοναχοί που ζουν σήμερα εκεί και που αγγίζουν ήδη τους εκατό, επιθυμούν κι ελπίζουν, όπως και όλοι μας, ν' αποκτήσει ξανά το άγιο αυτό μοναστήρι την παλιά της πνευματική δόξα και λαμπρότητα. Ν' αναστηθούν ξανά αναστήματα του μεγέθους των οσίων αυτών πατέρων, για να οικοδομήσουν τώρα την πίστη και την ευλάβεια στο δοκιμασμένο και βασανισμένο λαό>>.
Πέτρος Μπότσης - Ιανουάριος 2002.
(Απόσπασμα εκ του προλόγου).
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».






ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ: ΠΑΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ



(Μέρος 5ον)



ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ




6. Όσιος στάρετς Ιλαρίων



Ο στάρετς Ιλαρίων, προιστάμενος της σκήτης, ήρθε στην Όπτινα σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών, όταν ήταν ήδη ώριμος άντρας. Ήταν μαθητής του στάρετς Μακαρίου. Στα προηγούμενα χρόνια του είχε εμπνευστεί, επηρεαστεί και καθοδηγηθεί από ένα λαικό γέροντα, το Συμεών Κλίμιχ (+ 15 Απριλίου 1837), που φημιζόταν ως άγιος άνθρωπος.


Ο Ιλαρίων γεννήθηκε 8 Απριλίου 1805, ανήμερα το Πάσχα, στο Κλουτς. Οι γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς άνθρωποι. Ο πατέρας του ήταν ράφτης και συχνά ταξίδευε σε άλλες πόλεις, έτσι την ανατροφή του την ανέλαβε η μητέρα του.


Ο Ροδίων, όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα, ήταν ένα ήρεμο παιδί, πράο και ταπεινό. Από τότε που ήταν επτά ετών, η μητέρα του του είχε πει πως ο προορισμός του ήταν να πάει σε μοναστήρι, κάτι που ο μικρός Ροδίων  φαίνεται πως είχε αποδεχθεί και του άρεσε πολύ. 


Η δουλειά του πατέρα του τους ανάγκασε πολλές φορές να μετακομίσουν σε διάφορες πόλεις. Έτσι έμεινε κατά καιρούς στο Βορονέζ, στη Μόσχα, στο Σαράτωφ κλπ. Έτσι στον Ροδίωνα δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί όλα σχεδόν τα μοναστήρια των περιοχών αυτών και να έρθει σε άμεση επαφή με το μοναχισμό.


Μετά από ένα διάστημα ιεραποστολικής δράσης στον κόσμο, ο Ροδίων αποφάσισε ν' ασπαστεί το μοναχικό βίο, όπως είχε προβλέψει από τότε που ήταν παιδί η μητέρα του. Στην αρχή, κατά τα έτη 1837 και 1838, έκανε διάφορα προσκυνηματικά ταξίδια.


Επισκέφθηκε όλα σχεδόν τα μεγάλα μοναστήρια της εποχής και κατέληξε στο μοναστήρι του Σάρωφ. Εκεί γνωρίστηκε με το γέροντα Ιλαρίωνα, πρώην μαθητή του αββά Ναζαρίου και Βαλαάμ.


Εκείνος διέγνωσε αμέσως το ζήλο και τον πνευματικό προσανατολισμό του και τον κατεύθυνε στην Όπτινα. Μόλις ο Ιλαρίων έφτασε στην Όπτινα, ο στάρετς Μακάριος τον πρόσεξε αμέσως.


Τον τοποθέτησε σ' ένα κελλί δίπλα σ' έναν άλλο Βαλααμίτη μοναχό, τον π. Βαρλαάμ. Ο π. Βαρλαάμ έγινε ο πρώτος καθοδηγητής του Ιλαρίωνα στην Όπτινα κι αργότερα ο πρώτος που του δίδαξε τη νοερά προσευχή.


Ο ίδιος ο π. Βαρλαάμ ήταν μεγάλος εργάτης της προσευχής του Ιησού. Έλεγε αργότερα γι' αυτόν ο π. Ιλαρίων πως ήταν πολύ νηπτικός. Μια φορά τον επισκέφτηκε κάποιος κι άρχισε να του λέει:


-Μπάτιουσκα, άκουσα κάτι, είδα αυτό κι αυτό... – Είναι κάτι ωφέλιμο απ' όλ’ αυτά; τον διέκοψε ό γέρο­ντας. Θά' ταν καλύτερα να μη βλέπεις και να μην ακούς τίποτα. Προσπάθησε να εξετάζεις και να καθαρίζεις τους λογισμούς σου και την καρδιά σου συχνότερα.


Ο στάρετς Μακάριος έκανε τον Ιλαρίωνα συγκελλιώτη και γραμματέα του, τον επιφόρτισε με το καθήκον της πνευ­ματικής καθοδήγησης σε πολλά γυναικεία μοναστήρια και τελικά τον προώθησε να γίνει προιστάμενος της σκήτης.


Ο π. Ιλαρίων έζησε κοντά στο στάρετς Μακάριο μέχρι την ευλογημένη του κοίμηση, είκοσι ένα συνολικά χρόνια. Εξομολογούνταν σ' αυτόν κι όσο ζούσε ο στάρετς Λεωνίδας πήγαινε καθημερινά κοντά του κι εξαγορευόταν τους λογι­σμούς του.


Έτσι διδάχτηκε από το στάρετς Λεωνίδα τις αρετές της ταπείνωσης, της αγάπης και της πραότητος. 'Οταν ο στάρετς Μακάριος κοιμήθηκε, ένα πλήθος μοναζουσών, που ήταν πνευματικές θυγατέρες του, ζήτησαν την πνευματική προστασία και καθοδήγηση του γέροντα Ιλαρίωνα.


Όντας στο νεκροκρέβατο ο στάρετς Μακάριος ευλό­γησε τον Ιλαρίωνα και τού' δωσε το μανδύα του, που κάπο­τε ανήκε στο μεγάλο άγιο Παίσιο Βελιτσκόφσκυ. Ο στάρετς Μακάριος είχε παρατηρήσει την πνευματική πρόοδο του π. Ιλαρίωνα, γι' αυτό και τον είχε ορίσει μαζί με τον άλλον ιερομόναχο, το στάρετς Αμβρόσιο, να τον διαδε­χτούν μετά την κοίμησή του στην ευθύνη του πνευματικού καθοδηγητή.


Και το διακόνημα αυτό ο π. Ιλαρίων το κρά­τησε πιστά ως τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Μετά την κοίμηση του στάρετς Μακαρίου ανέλαβε προιστάμενος της σκήτης και πνευματικός του μοναστηριού.


Ο στάρετς Ιλαρίων αναλωνόταν στην εξομολόγηση και την πνευματική καθοδήγηση τόσο των μοναχών όσο και των πολυάριθμων επισκεπτών, που πολλές φορές κατέφθαναν κατά εκατοντάδες στην 'Οπτινα.


Ο λόγος του ήταν σύντο­μος, σαφής, απλός και πειστικός, γιατί ό,τι κι αν συμβού­λευε, τό' χε πρώτος δοκιμάσει στην πράξη. Δεχόταν το ίδιο τους επίσημους και τους απλούς ανθρώπους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, τους μοναχούς και τους λαικούς.


Τους άντρες και τους μοναχούς τους δεχόταν στο δωμάτιο υποδο­χής, τις γυναίκες σ' ένα μικρό κελλί που είχε είσοδο έξω από τη σκήτη, δίπλα στην πύλη. Στην εξομολόγηση απαιτούσε μετάνοια,


γι’ αυτό κι όταν ήταν δυνατό άφηνε τους επισκέπτες να περιμένουν πριν από την εξομολόγηση τρεις μέρες, ώστε νά' χουν το χρόνο να ερευνήσουν τον εαυτό τους, να θυμηθούν όλη την προηγού­μενη ζωή τους και τις αμαρτίες πού διέπραξαν, για να κάνουν καλή και καθαρή εξομολόγηση.


Αν αυτό δεν ήταν δυνατό, τους εξομολογούσε αμέσως και προσπαθούσε ο ίδιος με διάφορες επιδέξιες ερωτήσεις να τους οδηγήσει σε καθαρή εξομολόγηση με μετάνοια. Κι όσοι εξομολογούνταν στο στάρετς Ιλαρίωνα ομολογούσαν πως κοντά του βρήκαν παρηγοριά μα και θεραπεία τόσο από τις ψυχικές όσο κι από τις σωματικές τους παθήσεις. 


Πολλοί ήταν εκείνοι που οδη­γήθηκαν κοντά του με διάφορες νευρικές ή ψυχικές παθήσεις κι έφυγαν τελείως θεραπευμένοι.


'Οταν έφτασε ο καιρός ν' αναπαυτεί ο στάρετς Ιλαρίων, ο ήδη μακαριστός όσιος Μακάριος εμφανίστηκε πολλές φορές στον ύπνο του.


Οι εμφανίσεις αυτές γίνονταν πιο συχνές όσο αυξάνονταν τα βάσανά του και πλησίαζε προς το θάνατο. Σέ μια τέτοια εμφάνιση, ένα μήνα προτού πεθάνει, ο στάρετς Μακάριος του είπε: -Σ' επισκέπτομαι καθ' οδόν, βιάζομαι. Δεν έχω καιρό τώρα, έχω πολλά να κάνω. Θα σε ξαναεπισκεφτώ. Στο μεταξύ όμως συγχώρεσέ με.


Αυτό σήμαινε πως ο θάνατός του αναβλήθηκε. Την ίδια μέρα ένας αδελφός είδε το στάρετς Μακάριο να τρέχει προς τη σκήτη τριγυρισμένος από πολλούς ανθρώπους, μοναχούς και λαικούς. Ο αδελφός του ζήτησε ευλογία κι ο στάρετς του είπε, ενώ τον ευλογούσε:


Κάνε γρήγορα, έχε την ευχή μου. Πρέπει να τρέξω στη σκήτη. Θα μείνω εκεί. Την ίδια ώρα στη σκήτη ο στάρετς Ιλαρίων αργοπέθαινε μισοπαράλυτος, καθισμένος μπροστά σ’ ένα μεγάλο πορτραί­το του στάρετς Μακαρίου, που τού' χε δωρήσει μια από τις πνευματικές του θυγατέρες.


Ζήτησε πολλές φορές να του δώσουν το πορτραίτο για να το ασπαστεί. 'Ελεγε πως έπρε­πε να υπομείνει τα βάσανά του και πως ο στάρετς Μακάριος θα τον έπαιρνε, μα φαίνεται πως δεν ήταν έτοιμος ακόμα.


Ο Ιλαρίων είδε και πάλι σε όραμα το στάρετς Μακάριο, του οποίου όμως το μήνυμα παραμένει μυστήριο. Μετά άπ' αυτά όλοι οι πόνοι σταμάτησαν. Ο γέροντας ηρέμησε, ήταν ειρηνικός και τραβούσε ήσυχα το κομποσκοίνι του, δείγμα της αδιάλειπτης προσευχής του. 


Αναπαύτηκε σ' αυτή τη θέση, κρατώντας γερά το κομποσχοίνι του, στις 18 Σεπτεμβρίου 1873. Τον έθαψαν δίπλα ακριβώς από τον τάφο του στάρετς Μακαρίου.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Πατερικό της Όπτινα>>, β' έκδοση,
Αθήνα 2006, σελ. 108-113.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF