ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΕΡΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ




(Λουκ. ιβ΄ 16 - 21)


Καὶ πρῶτα πλούσιος, καὶ τώρα πλουσιώτερος, καὶ ἀκόμη διαλογίζεται ὁ ἄνθρωπος οὗτος; Εὐφόρησεν ἡ χώρα του μυριοπλάσιον ἀφθονίαν παντοίων καρπῶν καὶ ἀκόμη στενοχωρεῖται ἡ καρδία του;


Ηὔξησαν ὑπέρμετρα τὰ γενήματά του, ἐπλήθυναν ἐπ’ ἄπειρον τὰ ἀγαθά του καὶ ηὔξησαν καὶ ἐπλήθυναν ἀκόμη αἱ φροντίδες του; Ἔγινεν ὑπέρπλουτος, καὶ ἀκόμη ἀδημονεῖ ὡσὰν πτωχός! Τί ποιήσω;


Καὶ ἄν δὲν ἡσυχάσῃ τώρα, ὁποῦ τοῦ ἔπεμψεν ὁ Θεός, ὡσὰν ἄφθονον βροχήν, τὴν θείαν του εὐλογίαν, πότε θέλει παύσει ἀπὸ τῆς φιλοπλουτίας τὴν πολυτάραχον μέριμναν; Πότε, πότε; Ὅσον πλέον μαζώνει, τόσον πλέον ἐπιθυμεῖ. Τί δυστυχισμένη καὶ βασανισμένη ζωή! Καὶ τί μωρὴ καὶ ματαία ἐλπίδα!


«νθρώπου τινός πλουσίου»- λέγει ἡ σημερινὴ παραβολή- «εὐφόρησεν ἡ χώρα»· ἐπλήθυναν ἄμετρα εἰς τὰ χωράφια τὰ γενήματα, εἰς τοὺς ἀμπελῶ­νας καὶ ἐλαιῶνας οἱ καρποὶ καὶ εἰς τὰ κοπάδια τὰ ζῶα,


εἰς τρόπον ὅτι δὲν χωροῦσιν οὔτε τὰ σιτοδοχεῖα τὴν εὐθηνίαν τῶν σιταριῶν, οὔτε τὰ κελλάρια τὴν ποσότητα τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, οὔτε αἱ μάνδραι τὸ πλῆθος τῶν προβάτων καὶ τῶν βοῶν.


Καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· «τί ποιήσω; Ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρποὺς μου»; ἐσυλλογίζετο μὲ τὸν ἑαυτόν του, λέγοντας, τί νὰ κάμω; Ὅτι δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνάξω τοὺς καρπούς μου, ὁποῦ τόσον ἐπλήθυναν. Τί ποιήσω;


Πλεονέκτα, ἐγὼ νὰ σὲ εἰπῶ τί νὰ κάμης· γέμισε τὰς παλαιάς σου ἀποθήκας, κράτησε τὸ ἀρκετόν σου καὶ τὸ χρειαζόμενον, χόρτασε ὅλην σου τὴν ἐπιθυμίαν, καὶ ἐκεῖνο ὁποῦ περισσεύει, διαμοίρασε εἰς πένητας καὶ πτωχούς! Τί ποιήσω;


νθρωπε, αὐτὸ ὁποῦ ἀπέκτησες, δὲν εἶναι καρποὶ τῶν κόπων σου, εἶναι χαρίσματα τῆς ἀγαθοεργοῦ δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου καί, λοιπόν, μιμήσου τὸ ἔλεος τοῦ εὐεργέτου Θεοῦ· ὁ Θεὸς ἐφάνη τόσον ἐλεήμων πρὸς ἐσέ, φανοῦ καὶ σὺ ἐλεήμων πρὸς τὸν πλησίον.


Τί ποιήσω; λέγεις ἐσὺ ὁ πλούσιος, συλλογιζόμενος ποῦ νὰ φυλάξῃς τόσα καλά. Τί ποιήσω; λέγει καὶ ἐκεῖνος ὁ πτωχὸς συλλογιζόμενος πῶς νὰ κυβερνήσῃ τὰ ὀρφανά του «ἐσὲ στενοχωρεῖ τὸ περισσόν, τοῦτον “στενοχωρεῖ τὸ ἀναγκαῖον” κάμε, λοιπόν, μίαν δικαίαν οἰκονομίαν ἀπὸ τὸ πολύ, ὁποῦ περισσεύει, κυβέρνησε τὴν ἀνάγκην ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ, ὁποῦ τοῦ λείπει.


χι! Ἐσὺ θέλεις τὸ ἀναγκαῖον, καὶ θέλεις καὶ τὸ περισσόν· θέλεις μοναχὸς ὅλα, καὶ διὰ νὰ τὰ φυλάξῃς, «καθελῶ μου, λέγεις, τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Θέλω χαλάσει τὰς παλαιάς, ὁποῦ εἶναι μικραί, καὶ θέλω οἰκοδομήσει ἄλλας μεγαλυτέρας· πλανεμένε, καὶ ἄν πληθύνουσι πάλιν οἱ καρποί σου, πάλιν θέλεις νὰ χαλᾶς, καὶ νὰ οἰκοδομῇς;


Μὰ τὶ χρεία εἶναι νὰ κάμῃς φθαρτὰς ἀποθήκας ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἄν ἔχης ἀκαταλύτους ἀποθήκας εἰς τὸν οὐρανόν, τῶν πενήτων τὰς χεῖρας; Ἐδῶ φύλαξε τοὺς καρπούς σου καὶ θέλεις τοὺς ἔχεις αἰώνια.


χι, «ἐκεῖ συνάξω πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου», ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σκορπίσω εἰς ἄλλους ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς διὰ λόγου μου· καὶ τότε θέλω νὰ εἰπῶ τῆς ψυχῆς μου: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»· ψυχή, ἀναπαύου τώρα ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ φαγητά, μὲ πιοτά, χόρτασε τὴν ὄρεξιν· ἔχεις καλὰ πολλά, διὰ χρόνους πολλούς.


Εκατάλαβα αὐτὴ εἶναι ἡ μωρὴ καὶ ματαία ἐλπίδα τοῦ πλεονέκτου, διατὶ ἀπόκτησε πολλά, ἐλπίζει νὰ ζήσῃ πολύ· διατὶ ηὔξησαν τὰ ὑπάρχοντά του, λογιάζει νὰ ηὔξησαν καὶ αἱ ἡμέραι του καὶ διατὶ εἶναι πλούσιος, φαντάζεται νὰ εἶναι ἀθάνατος· «ἐγὼ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου, οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα».


Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα ἐπλάνεσεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου τὸν πρῶτον πλεονέκτην, τὸν μέγαν καὶ πλούσιον ἄρχοντα πάντων τῶν ἐπιγείων, τὸν προπάτορα Ἀδάμ. Ὁ Θεὸς παρήγγειλε τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, νὰ μὴ φάγωμεν ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ἀλλέως -εἶπε- τὴν αὐτὴν ἡμέραν, ὁποῦ φάγετε, θέλετε ἀποθάνει·


«ποθανεῖ­σθε» καὶ ὁ διάβολος, ὅπου τοὺς παρεκίνησε νὰ παραβῶσι τὴν θείαν ἐντολὴν καὶ νὰ φάγωσι, τοὺς εἶπε πὼς δὲν θέλουσιν ἀποθάνει», «οὐκ ἀποθανεῖσθε»· ἐπίστευσεν ὁ Ἀδὰμ τοῦ διαβόλου, καὶ δὲν ἐπίστευσε τοῦ Θεοῦ, μὰ ἐπλανήθη. Αὐτὸς ὁ ἴδιος διάβολος εἶναι, ὁποῦ ψιθυρίζει εἰς τὰ ὦτα τῶν ἀρχόντων, τῶν πλουσίων, τῶν πλεονεκτῶν καὶ τοὺς λέγει πὼς δὲν ἀποθνήσκουσιν·


«οὐκ ἀποθανεῖσθε»· ὁποῦ τοὺς κάνει νὰ ἐλπίζωσι πολλοὺς χρόνους ζωῆς· ὁποῦ τοὺς παρακινεῖ νὰ λέγωσι· «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά», καὶ τὸ «οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα».


Μά, τί φωνὴ εἶναι ἐτούτη, ὁποῦ ἀκούω, ὡσὰν βροντὴν τοῦ οὐρανοῦ; Εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός»· καὶ τί τοῦ εἶπεν; «ἄφρον! ἄφρον! ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Ἄρχον πλούσιε, ἐσὺ ὁποῦ στέκεις καὶ διαλογίζεσαι διὰ τὰ πολλά σου καλά· τί ποιήσω; ἐσύ, ὁποῦ φαντάζεσαι πολλοὺς χρόνους ζωῆς καὶ δὲν ἐνθυμᾶσαι ὁλότελα θάνατον.


φρον! μωρέ! ἀνόητε! Ὄχι τοῦτον τὸν χρόνον, ὄχι τοῦτον τὸν μῆνα, ὄχι ταύτην τὴν ἑβδομάδα, μὰ ταύτην τὴν νύκτα «ταύτῃ τῇ νυκτί», γυρεύουσι νὰ ἁρπάξωσι τὴν ψυχήν σου· «τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»· εἰς ὀλίγας ὥρας ἀποθνήσκεις.


Εἶναι δυνατὸν τοῦτο, χριστιανοί; Καὶ λοιπόν, τί ἐλπίδες ἦτον ἐκεῖναι ὅπου εἶχεν ὁ σημερινὸς πλούσιος; μωραὶ καὶ μάταιαι. Καὶ λοιπόν, δὲν ἤξευρε τί ἔλεγεν, ὅταν ἐφαντάζετο εἰς τὰ πολλὰ καλὰ καὶ πολλὰ ἔτη; βέβαια. Λοιπόν, ἀποθνήσκουσι καὶ οἱ πλούσιοι, καθὼς ἀποθνήσκουσι καὶ οἱ πτωχοί; τὶς ἀμφιβάλλει;


«πὶ τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ πένης». Λοιπόν, εἶναι μωρὸς καὶ ἀληθινὰ ἄφρων ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ὁποῦ, διὰ νὰ ἔχῃ πολλά, ἐλπίζει νὰ ζήσῃ πολύ, ἀνίσως καὶ ἴσια δύναται νὰ ἀποθάνῃ, ὡσὰν ὁ πτωχός, καὶ ὁ πλούσιος. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ἔτη πολλὰ φαντάζεσαι, ἄθλιε;


Καὶ δὲν εἶσαι βέβαιος νὰ ζήσῃς μίαν ἡμέραν· δὲν εἶναι δι’ ἐσὲ ἀρρωστίαι; Δὲν εἶναι φόνοι; Δὲν εἶναι πνιγμοί; Δὲν εἶναι θάνατος αἰφνίδιος; Καὶ μύρια γένη θανάτων; Ἔρχεται μία πληγὴ ἀπὸ χέρι ὁποῦ δὲν βλέπεις, ἀοράτως (καὶ δὲν ἠξεύρεις ἄν εἶναι ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ἐπιβουλὴ ἀνθρώπου, καταστροφὴ τύχης) καὶ συντρίβει καὶ καταβάλλει τὸν μέγαν ἐκεῖνον ἄρχοντα, τὸν πλούσιον καὶ θαυμαστόν·


τῶν πλεονεκτῶν αἱ φροντίδες ἄνεμος, ἄνεμος οἱ κόποι, ἄνεμος τὰ ὑπάρχοντα· ἐδιασκεδάσθησαν, ἐσκορπίσθησαν, ἀφανίσθησαν ὡς ἄνεμος ὅλα, καὶ τὸ περισσότερον, «Καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ», ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῆ:


πέθανεν ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη ὁλότελα ἡ ἐνθύμησίς του· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ’ ἤχου· καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ», εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο εἶναι, ἄφρον, πλεονέκτα, τὸ τέλος σου· «οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». 


Καὶ ἐγώ, ὅταν ἀκούσω τὸν θάνατόν σου, καὶ τοῦτο ἐνδέχεται νὰ εἶναι «ταύτῃ τῇ νυκτί», θέλω νὰ ἔλθω νὰ χαράξω ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν, ὁποῦ σκεπάζει τὸ μνῆμα σου, ταύτην τὴν ἐπιγραφήν, διὰ νὰ βλέπωσι οἱ διαβάται καὶ νὰ γελῶσι τὴν μωρίαν σου: «ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὅς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ· ἀλλ’ ἐπήλπισεν ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ».



*<<Διδαχαί καὶ Λόγοι>>, Εκδόσεις Ρηγόπουλος. Ἀπόσπασμα. *Εκ του ιστοτόπου <<orthodoxostypos.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF