ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ




(Μάρκ. ιε΄ 43 - ιστ΄8) 


ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνανέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ ξαναζωντάνεμα καὶ τὸ ξαναπλάσιμο τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ ἡ ἁμαρτία τὸν ὡδήγησε στὸ θάνατο κι ὁ θάνατος πάλι τὸν ἔκαμε νὰ παλινδρομήση στὴ γῆ ἀπ’ ὅπου πλάστηκε. Εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀθάνατη ζωή. Ἐκεῖνον κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ὅταν τὸν ἔπλαθε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ζωοποιοῦσε –τὴν ὥρα ἐκείνη κανένας ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα.


Κι ὅταν μὲ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ ἔλαβε πνοὴ ζωῆς, πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε ἡ γυναίκα· ὕστερ’ ἀπ’ αὐτόν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα. Ἔτσι καὶ τὸ δεύτερο Ἀδάμ, δηλ. τὸν Κύριο, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε ν’ ἀναστήνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Γιατὶ μήτε κανένας δικός του ἦταν κοντὰ κι οἱ φρουροὶ στρατιῶτες συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ φόβο ἔγιναν σὰ νεκροί.


Καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση γυναῖκα πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε, ὅπως ἀκούσαμε τὸ Μᾶρκο νὰ εὐαγγελίζεται σήμερα. «Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς παρουσιάστηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνή».


Πιστεύουν ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς δήλωσε καθαρὰ καὶ τὴν ὥρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου· ὅτι ἦταν πρωΐ, καὶ φάνηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ κι ὅτι φάνηκε τὴν ἴδια ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δὲν εἶπε ὅμως ἔτσι, ὅπως θὰ φανῆ, ἄν προσέξωμε κάπως.


Λίγο πιὸ πάνω κι αὐτὸς σὲ συμφωνία καὶ μὲ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὰς λέει ὅτι ἡ Μαρία αὐτὴ ἦρθε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες στὸν τάφο κι ὅτι τὸν εἶδαν ἄδειο κι ἔφυγαν. Ὥστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ πρωΐ, ὁπότε αὐτὴ τὸν εἶδε. Ἀλλὰ θέλοντας νὰ προσδιορίση καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν λέει ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλὰ πολὺ πρωί.


Γι’ αὐτό καὶ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τὸ λιγοστὸ φέγγος ποὺ προτρέχει στὸν ὀρίζοντα ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Αὑτὸ θέλει νὰ φανερώση κι ὁ Ἱωάννης καὶ λέγει ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦρθε πρωί στὸ μνημεῖο, ἐνῶ κρατοῦσε ἀκόμη τὸ σκοτάδι, κι εἶδε τὴ πέτρα τραβηγμένη ἀπὸ αὐτό.


Καὶ δὲ ἦρθε μονάχα αὐτὴ στὸ μνῆμα, κατὰ τὸν Ἰωάννη, ἀλλὰ κι ἔφυγε ἀπ’ τὸ μνῆμα χωρὶς νὰ δῆ ἀκόμα τὸν Κύριο. Γιατὶ ἔτρεξε κι ἐπῆγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ δὲν τοὺς ἀναγγέλει ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος ἀλλὰ ὅτι τὸν πῆραν ἀπὸ τὸν τάφο· ἄρα δὲν ἤξερε ἀκόμα τὴν ἀνάσταση. Διεκδίκηση λοιπὸν τῆς Μαρίας ἀπομένει ὄχι μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς φάνηκε σ’ αὐτὴν πρώτη ἀλλὰ ὅτι φάνηκε μετὰ τὴν πραγματικὴ ὥρα τῆς ἡμέρας.


Εἶναι βέβαια σκεπασμένο μὲ κάποια σκιὰ ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὰς αὐτὸ ποὺ θὰ ξεσκεπάσω μπροστὰ στὴν ἀγάπη σας. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ δέχτηκε ἀπὸ τὴν Κύριο ἡ Παναγία. Κι ἔτσι ἦταν τὸ σωστὸ καὶ τὸ δίκαιο. Αὐτὴ πρώτη τὸν εἶδε μετὰ τὴν ἀνάστασή του, κι εἶχε τὴ χαρὰ ν’ ἀκούση τὸ μίλημά του.


Καὶ δὲν τὸν εἶδε μόνο μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τ’ αὐτιὰ της ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια της πρώτη καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἀκόμα κι ἄν οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν ὁμιλοῦν γιὰ ὅλ’ αὐτὰ φανερά. Δὲ θέλουν νὰ προβάλλουν τὴ μαρτυρία τῆς μητέρας, γιὰ νὰ μὴ δώσουν στοὺς ἄπιστους ἀφορμὴ ὑποψίας.


φοῦ ὅμως τώρα ὁ δικός μου λόγος μὲ τὴ χάρη τοῦ ἀναστάντος ἁπευθύνεται σὲ πιστοὺς, ἡ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς μᾶς παρακινεῖ νὰ διευκρινήσωμε τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες· τὴ δικαιολογία τὴ δίνει αὐτὸς ποὺ εἶπε «Δὲν ὑπάρχει κρυφὸ ποὺ δὲ θὰ γίνη φανερό». Κι αὐτὸ λοιπὸν θὰ φανερωθῆ.


Μυροφόρες εἶναι ὅσες ἀκολούθησαν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ἔμειναν μαζί της τὶς ὥρες τοῦ σωτηρίου πάθους καὶ μὲ πόθο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀρωμάτισαν. Κι ὅταν ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ τυλιγμένο σὲ σεντόνι μὲ δυνατὰ ἀρώματα τὸ ἀπόθεσαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο κι ἔκλεισαν μὲ μεγάλη πέτρα τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἦσαν κοντὰ καὶ κοίταζαν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθισμένες ἀπέναντι στὸ τάφο.


Μὲ τὴν ἔκφραση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ὑπονοεῖ ὁπωσδήποτε τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ αὐτὴ τὴν ἔλεγαν καὶ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, ποὺ ἦσαν παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος. Δὲν ἦσαν αὐτὲς μόνο, ποὺ κοίταζαν τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Χριστοῦ μὰ κι ἄλλες γυναῖκες, καθὼς διηγήθηκε κι ὁ Λουκᾶς.


Κι ἀφοῦ τὸν συνόδεψαν γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔλθει γιὰ χάρη του ἀπὸ τὴ Γαλιλαία εἶδαν τὸ μνῆμα καὶ ὅτι εἶχε ἀποτεθῆ ἐκεῖ τὸ σῶμα του κι αὐτὲς ἦσαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ἄλλες ποὺ ἦσαν μαζί». Καὶ γράφει ὅτι πῆγαν κι ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα.


Γιατὶ δὲν ἤξεραν ἀκόμα ἀκριβῶς ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ τὸ ἄρωμα τῆς ζωῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν μὲ πίστη, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν ἄπιστοι ὡς τὸ τέλος. Καὶ τῶν ρούχων του ἡ ὀσμὴ, ἡ ὀσμὴ τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του, εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀρώματα.


Καὶ τὄνομά του εἶναι σὰν χυμένο μύρο, ποὺ πλημμύρισε τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ θεία του εὐωδία. Δὲν ἤξεραν κι ἑτοιμάζουν μυρωδικὰ καὶ ἀρώματα πρὸς τιμὴ τοῦ νεκροῦ κι ἐπινοοῦν γιὰ ὅσους ἤθελαν νὰ μείνουν κοντὰ ἀντιφάρμακο τῆς κακοσμίας ἀπὸ τὸ ἀποσυνθεμένο σῶμα ἀλείβοντάς το μ’ αὐτά.


τοίμασαν λοιπὸν τὰ μύρα καὶ τ’ ἀρώματα καὶ τὸ Σάββατο ἡσύχαζαν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν. Γιατὶ δὲν εἶχαν ζήσει ἀληθινὰ Σάββατα, οὔτε ἕνιωσαν ἐκεῖνο τὸ ὑπερευλογημένο Σάββατο, ποὺ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἅδη σ’ ὅλο τὸ λαμπρὸ καὶ θεῖο ὕφος τοῦ οὐρανοῦ. Τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ὅπως λέει ὁ Λουκᾶς, ἐνῶ ἦταν νύχτα ἀκόμα ἦρθαν στὸ μνῆμα μὲ τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει.


Κι ὁ Ματθαῖος λέει· «ἀργὰ τὸ Σάββατο πρὸς τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς» κι ὅτι ἦσαν δύο αὐτὲς ποὺ ἦρθαν. Κι ὁ Ἰωάννης συμπληρώνει· «πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ ἀκόμη». Καὶ ὅτι αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἦταν μόνο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ὅλοι οἱ εὐαγγελισταὶ ἐννοοῦν τὴν Κυριακή.


Μὲ τὶς ἐκφράσεις ἀργὰ τὸ Σάββατο, καὶ βαθειὰ αὐγή, καὶ πολὺ πρωί καὶ πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἐννοῦν τὴν αὐγινὴ ὥρα ποὺ τὸ σκοτάδι παλεύει μὲ τὸ φῶς, κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἀρχίζει νὰ φωτίζεται τὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντα προμηνῶντας τὴν ἡμέρα. 


Παρατηρῶντας ἀπὸ μακριὰ βλέπει κανένας τὸ φῶς ν’ ἀλλάζη τὰ χρώματα στὴν ἀνατολὴ τὴν ἐνάτη περίπου ὥρα τῆς νύχτας καὶ μένουν ὡς τὴν τέλειαν ἡμέρα τρεῖς ὧρες ἀκόμα. Μοιάζει νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταὶ καὶ στὴν ὥρα αὐτὴ καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι, ὅπως εἶπαν, οἱ Μυροφόρες καὶ πολλὲς ἦσαν καὶ δὲν ἦρθαν μιὰ φορὰ στὸν τάφο ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, ὄχι πάντα οἱ ἴδιες· καὶ τὴν αὐγὴ ὅλες, μὰ ὄχι τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκριβῶς.


Μαγδαληνὴ ἦρθε καὶ μόνη της χωρὶς τὶς ἄλλες, κι ἔμεινε περισσότερο. Καθένας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς ἕνα ἐρχομὸ μερικῶν ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρει καὶ ἀφήνει τὶς ἄλλες. Κι ὅπως ἐγὼ συμπεραίνω συγκρίνοντας ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὰς- τὸ προεῖπα κι αὐτό- πρώτη ἀπ’ ὅλες ἦρθε στὸν τάφο τοῦ Γιοῦ καὶ Θεοῦ της ἡ Θεοτόκος, μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή. Αὑτὸ κυρίως μᾶς τὸ πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος.


«ρθε, λέει, ἡ Μαρία Μαγδαληνή καὶ ἡ ἄλλη Μαρία –ποὺ ἦταν πάντως ἡ Παναγία- νὰ κοιτάξουν τὸν τάφο. Καὶ τὸτε ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμός. Ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἦρθε καὶ κύλισε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου καὶ κάθισε πάνω σ’ αὐτή. Τὸ προσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ροῦχο του σὰν χιόνι λευκό. Ταράχτηκαν οἱ φύλακες ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ τοὺς προξένησε κι ἔγιναν σὰ νεκροί.


λες οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μετὰ τὸ σεισμὸ καὶ τὴ φυγὴ τῶν φρουρῶν καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιχτό καὶ κυλισμένη τὴν πέτρα. Ἡ Παρθένος ὅμως ἦταν ἐκεῖ, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς κι εἶχε κυλίσει ἡ πέτρα κι ὁ τάφος ἄνοιξε κι οἱ φύλακες ἦσαν ἐκεῖ, ἄν καὶ καταταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο.


Γι’ αὐτὸ κι ὅταν συνῆλθαν ἀπὸ τὸ σεισμὸ εὐθὺς σκέφτηκαν τὴ φυγή, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως χωρὶς φόβο χαιρόταν μ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Ἐγὼ νομίζω πὼς καὶ γι’ αὐτὴν πρώτη ἄνοιξε ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος.


Γι’ αὐτὴν πρῶτα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν καὶ γιὰ μᾶς ὅλους ἄνοιξαν τὰ πάντα, ὅσα εἶναι πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα στὴ γῆ κάτω, καὶ γιὰ χάρη της ἀστράφτει ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε μόλο ποὺ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι, μὲ τὸ λαμπρὸ ἀγγελικὸ φῶς εἶδε ὄχι μόνο ἀνοικτὸ τὸν τάφο ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια μὲ σειρὰ καὶ τάξη νὰ μαρτυροῦν μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν ἀνάσταση τοῦ ἐνταφιασμένου.


ταν ἔπειτα καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ἄγγελος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ Γαβριήλ· τὴν εἶδε νὰ προχωρῆ βιαστικὰ πρὸς τὸν τάφο, αὐτὸς ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς εἶχε πεῖ: «Μὴ φοβᾶσαι Μαρία· ὁ Θεὸς σοῦ δίνει τὴ χάρη του». Κι ἀμέσως κατεβαίνει καὶ τώρα τὴν ἴδια πάλι προτροπὴ ν’ ἀπευθύνη στὴν ἀειπάρθενο.


ρθε νὰ εὐαγγελιστῆ τὴν ἀνάσταση ἐκείνου ποὺ μὲ ἄσπορη σύλληψη ἐγέννησε καὶ τὴν πέτρα νὰ σηκώση καὶ νὰ δείξη ἄδειο τὸν τάφο καὶ τὰ ἐντάφια καὶ νὰ βεβαιώση σ’ αὐτὴ τὸ χαρούμενο μήνυμα. Γράφει «Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος κι εἶπε στὶς γυναῖκες· Μὴ φοβᾶστε· ζητᾶτε τὸ Χριστὸ ποὺ σταύρωσαν;


ναστήθηκε. Νὰ, ὁ τόπος ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Κι ἄν βλέπετε τοὺς φύλακες καταταραγμένους ἀπὸ τὸ φόβο σεῖς μὴ φοβᾶστε. Ξέρω πὼς ζητᾶτε τὸ Χριστό ποὺ σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ».


Γιατὶ αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκράτητος ἀπ’ τὰ κλειδιὰ καὶ τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου ἀλλὰ εἶναι καὶ Κύριος δικός μας, τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτὸς εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου ὁ μόνος Κύριος. «Δῆτε τὸν τόπο ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα καὶ πέστε στοὺς μαθητὰς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς». Καὶ βγῆκαν. Λέγει, μὲ φόβο καὶ χαρὰ μαζὶ μεγάλη.


Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχω τὴ γνώμη ὅτι φοβισμένη ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς τότε. Γιατὶ δὲν κατάλαβαν τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νὰ βαστάξουν ὡς τὸ τέλος τὴ δύναμη τοῦ φωτὸς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ἀκρίβεια.


μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως νομίζω ἔκαμε κτῆμα της τὴ μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ κατανόησε τοὺς λόγους τοῦ ἀγγέλου καὶ ἔλαμψε ὁλόκληρη ἀπὸ τὸ φῶς σὰν ὁλοκάθαρη ποὺ ἦταν καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀκόμα τὰ σημεῖα καὶ τὴν ἀλήθεια ἔκαμε σταθερὸ κτῆμα της καὶ στὸν ἀρχάγγελο πίστεψε, ἀφοῦ μάλιστα αὐτὸς ἀπὸ παλιὰ εἶχε ἀποδειχτῆ γι’ αὐτὴ μέσα στὰ πράγματα ἄξιος ἐμπιστοσύνης.


λλὰ καὶ πῶς νὰ μὴ καταλάβη ἡ Παρθένος μὲ τὴ θεϊκὴ σοφία, ὅ,τι εἶχε συντελεστῆ, ἀφοῦ παρακολούθησε τὰ γεγονότα ἀπὸ κοντά· εἶδε τὸ σεισμὸ τὸ μεγάλο, τὸν ἄγγελο νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀστραποβολῶντας. Εἶδε τὴν νέκρωση τῶν φρουρῶν, τὸ μετατόπισμα τῆς πέτρας, τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου, τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, ποὺ ἦσαν ἀσκόρπιστα, συγκρατημένα ἀπὸ τὴ σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη, χωρὶς ὅμως νὰ περιβάλλουν τὸ σῶμα.


Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ εἶδε τὸ χαρμόσυνο θέαμα τοῦ ἀγγέλου, κι ἄκουσε τὸ χαρούμενο μήνυμα. Ἀλλὰ βγαίνοντας ἀπὸ τὸν εὐαγγελισμὸν, αὐτό, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία σὰ νὰ μὴν ἄκουσε κἄν τὸν ἄγγελο -ἐξ ἄλλου σ’ ἐκείνη δὲν εἶχε μιλήσει- διαπιστώνει μονάχα τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου καὶ γιὰ τὰ ἐντάφια δὲν κάνει κανένα λόγο καὶ τρέχει εὐθὺς στὸν Πέτρο καὶ τὸν ἄλλον μαθητή, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης. Ἡ μητέρα πάλι τοῦ Θεοῦ, ὅταν συνάντησε ἄλλες γυναῖκες ξαναγύρισε πίσω καὶ νὰ, ὅπως λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε καὶ τοὺς εἶπε «Χαίρετε».


Βλέπετε ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία ἡ Παναγία εἶδε αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔπαθε καὶ ἐνταφιάστηκε κι ἀναστήθηκε. «Σ’ αὐτὲς πλησίασαν», γράφει, ἔπιασαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν. Κι ὅπως ἡ Παναγία κατάλαβε μόνη τὴ δύναμη τῶν ἀγγελικῶν λόγων, ἄν κι ἄκουσε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή, ἔτσι καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συναντοῦσε τὸ γιό της καὶ Θεό, πρώτη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ εἶδε καὶ γνώρισε τὸν ἀναστημένο.


Προσπέφτοντας τοῦ ἔπιασε τὰ πόδια κι ἔγινε ἀπόστολός του πρὸς τοὺς ἀποστόλους του. Ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξαναγυρίζοντας ἀπὸ τὸν τάφο τὴν συνάντησε ὁ Κύριος, τὸ μαθαίνομε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. «Τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ», γράφει, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς λέει·


Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρομε ποὺ τὸν ἔβαλαν. Πῶς, ἄν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τὸν ἄκουσε νὰ μιλᾶ, θὰ μποροῦσε νὰ λέη τέτοια λόγια, ὅτι τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν ἀλλοῦ καὶ δὲν ξέρομε σὲ ποιὸ μέρος; Ἀλλὰ μετὰ τὸ τρέξιμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη στὸν τάφο, ὅταν εἶδαν τὰ ἐντάφια καὶ γύρισαν, ἡ Μαρία, λέει, στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε.


Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε δεῖ ἀκόμα ἀλλὰ οὔτε εἶχε ἀκούσει. Κι ὅταν τὴ ρώτησαν ἄγγελοι ποὺ παρουσιάστηκαν «Γιατὶ κλαῖς, γυναῖκα;» ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σὰ νὰ ἦταν νεκρός. Κι ὅταν γυρίζοντας εἶδε τὸν Ἰησοῦ καὶ πάλι δὲν κατάλαβε καὶ στοῦ ἴδιου τὴν ἐρώτηση «γιατὶ κλαίει», παραπλήσια ἀπαντᾶ.


σπου τὴν κάλεσε μὲ τὄνομά της, καὶ τῆς ἔδειξε πὼς ἦταν ὁ ἴδιος. Τότε ἀφοῦ ἔπεσε κι αὐτὴ μπροστὰ του θέλοντας ν’ ἀσπαστῆ τὰ πόδια του, τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέη «μὴ μ’ ἀγγίζης». Ἀπὸ τοῦτο καταλαβαίνομε ὅτι κατὰ τὴν προηγούμενη ἐμφάνισή του στὴν Μητέρα του καὶ στὶς γυναῖκες, ποὺ τὴ συντρόφευαν αὐτὴν μονάχα ἄφησε νὰ τοῦ ἀγγίξη τὰ πόδια, ἄν καὶ ὁ Ματθαῖος τὸ θέλει κοινὴ παραχώρηση σ’ ὅλες.


Δὲν ἤθελε, γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, νὰ προβάλη ἔντονα τὴ Μητέρα στὸ ζήτημα αὐτό. Κι ἀφοῦ πρώτη ἦρθε στὸν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καὶ πρώτη δέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως, μαζεύτηκαν πολλὲς καὶ εἶδαν καὶ κεῖνες τραβηγμένη τὴν πέτρα καὶ ἄκουσαν τὸν ἄγγελο. Στὴν ἐπιστροφὴ χωρίστηκαν. Καὶ ἄλλες καθὼς λέει ὁ Μᾶρκος ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο ἔμφοβες καὶ ἐκσταστικὲς χωρὶς νὰ ποῦν τίποτα σὲ κανένα, ἐπειδὴ φοβοῦνταν.


λλες ἀκολούθησαν τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου κι αὐτὲς ἐπέτυχαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὸν Κύριο. Ἡ Μαγδαληνὴ ἔφυγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ μαζὶ τους ἔρχεται πίσω στὸν τάφο. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔφυγαν αὐτὴ ἔμεινε νὰ ἀξιώνεται κι αὐτὴ νὰ δῆ τὸν Κύριο καὶ νὰ τὴ στείλει κι αὐτὴν στοὺς ἀποστόλους καὶ ξαναέρχεται σ’ αὐτοὺς φωνάζοντας σ’ ὅλους, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης, «ὅτι εἶχε δεῖ τὸν Κύριο καὶ τῆς εἶχε πεῖ αὐτά».


Καὶ ὁ Μᾶρκος λέει ὅτι αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση ἔγινε τὸ πρωΐ, τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἀρχὴ, τῆς ἡμέρας, ὅταν εἶχε περάσει ἡ αὐγή. Δὲν ἰσχυρίζεται ὅμως ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οὔτε ἡ πρώτη ἐμφάνισή του. Ἔχομε λοιπὸν σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες σὲ μιὰ ἀκριβῆ ἔκθεση καὶ τὴ σχετικὴ συμφωνία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν σὰν ἀνώτερη ἐπιβεβαίωση.


Οἱ μαθηταὶ ὅμως τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ποὺ ἄκουσαν κι ἀπὸ τὶς Μυροφόρες καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρο, κι ἀκόμα ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζῆ κι ὅτι τὸν εἶδαν, ἔδειξαν ἀπιστία. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγορεῖ, ὅταν παρουσιάστηκε σ’ ὅλους μαζὶ συγκεντρωμένους. Κι ἀφοῦ πιὰ μὲ τὰ μάτια πολλῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔδειξε ὅτι ἦταν ζωντανός, ὄχι μονάχα πίστεψαν ὅλοι ἀλλὰ καὶ τὰ κήρυξαν παντοῦ.


φωνὴ τους ξεχύθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὰ λόγια τους σκορπίστηκαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης». Καὶ μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου ποὺ ἔκαμε μὲ τὰ σημεῖα ποὺ ἐπακολούθησαν. Γιατὶ τὰ σημεῖα ὥσπου νὰ κηρυχθῆ ἡ διδασκαλία σὲ ὅλη τὴ γῆ ἦσαν ἀπαραίτητα. Καὶ χρειάζονται σημεῖα ὑπερβολικὰ γιὰ νὰ παρασταθῆ καὶ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ἀλήθεια του κηρύγματος.


Δὲν χρειάζονται ὅμως σημεῖα ὑπερβολικὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχτηκαν τὸ λόγο, ἄν πίστεψαν σταθερά. Ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς μαρτυροῦν τὰ ἔργα τους «Δεῖξε μου, λέει τὴν πίστη σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» καὶ «ποιὸς εἶναι πιστός;» Ἄς τὸ δείξη μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς ζωῆς του. Γιατί ποιὸς θὰ πιστέψη ὅτι ἔχει ἀντίληψη ἀληθινὰ ὑψηλὴ καὶ μεγάλη, οὐράνια, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀκριβῶς ἡ εὐσέβεια; Αὐτὸς ποὺ πράττει φαῦλα ἔργα εἶναι προσηλωμένος στὴ γῆ καὶ τὰ γήϊνα;


Κανένα ὄφελος ἀδέλφια, ἄν λέγη κανένας ὅτι ἔχει θεϊκὴ πίστη, δὲν ἔχη ὅμως ἔργα ἀνάλογα μὲ τὴ πίστη. Τί ὠφέλησαν τὶς ἀνόητες κόρες οἱ λαμπάδες, ἀφοῦ δὲν εἶχαν λάδι, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας;


Τί ὠφέλησε τὸν πλούσιο ἐκεῖνο, ποὺ ψηνόταν στὴν ἄσβεστη φλόγα ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸν Λάζαρο, ἡ ἐπίκληση τοῦ πατέρα Ἀβραάμ; Τί ὠφελεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει τὸ ροῦχο τῶν καλῶν ἔργων, τὸ κατάλληλο γιὰ τὸ θεῖο γάμο καὶ τὸν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυφικὸ θάλαμο, ἡ ἀποδοχὴ τάχα τῆς πρόσκλησης;


λαβε πρόσκληση βέβαια καὶ ἦρθε, ἀφοῦ πίστεψε ὁπωσδήποτε καὶ κάθιστε ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους ἐκείνους συμποσιαστάς. Δέχτηκε ὅμως τὸν ἔλεγχο καὶ ντροπιάστηκε, ἐπειδὴ ἦταν ντυμένος τὴ φαυλότητα τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν πράξεων κι ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν σκληρὰ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὸν ρίχνουν στὴ γέενα, ἐκεῖ ποὺ ἀντηχεῖ τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν.


Αὐτὴ κανένας ποὺ ἔχει τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ μὴν τὴ δοκιμάση. Μόνο ὅλοι νὰ δείξουν βίο ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη καὶ νὰ μποῦν στὸ νυφικὸ θάλαμο τῆς ἀκηλίδωτης χαρᾶς καὶ νὰ ζήσουν στὸν αἰῶνα μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους, ὅπου εἶναι τὸ κατοικητήριο ὅλων, ποὺ νιώθουν τὴν ἀληθινὴ εὐφροσύνη. Ἀμήν.



*Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον” Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ.27-36. *Πηγή ηλεκτρονικού κειμένου <<kirigmata.blogspot.com>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF