ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΜΑΡΤΙΑ»



«Μνήσθητι, ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁ­­μοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι…» (Λουκ. 16,25)


ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἴτε πλούσι­ος εἴτε φτωχός, εἶνε ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κολυμπάει στὴν ἁμαρτία· ἁμαρτάνει ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ὅ­ποιος πῇ, Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτία, εἶνε ψεύτης· δὲν γνώ­­ρισε τὸν ἑ­αυτό του (βλ. ῾Ρωμ. 3,4=Ψαλμ. 115,2· πρβλ. Α΄ Ἰω. 1,8,10). Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτί­ες του!


Τὴ Μεγάλη Τρίτη στὸ τροπάριο τῆς Κασσια­νῆς ἀκοῦμε· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυ­χοσῶ­στα Σωτήρ μου;»· ποιός θὰ μπορέσῃ, λέει, νὰ με­τρήσῃ τὶς ἁμαρτίες μου;


Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν κη­δεία μας θὰ ποῦν ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ δυσ­τυ­χῶς δὲν τὰ προσέχουμε, ὅτι «…οὐκ ἔστιν ἄν­θρω­πος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει», δὲν ὑ­πάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲν θ᾽ ἁ­μαρτή­σῃ (Εὐχολόγιον, Γ΄ Ἐξοδιαστικόν, ἔκδ. ἱ. μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἁγ. Ὄρος 2002, σ. 4).


Διαπράττει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πλῆθος ἁ­μαρτίες, μικρὲς καὶ μεγάλες. Ἐὰν τώρα ῥωτή­σετε, ποιά ἁμαρτία εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη; θὰ σᾶς πῶ· Καὶ ἡ κλοπή, καὶ ὁ φόνος, καὶ ἡ μοιχεία, καὶ ἡ πορνεία, καὶ τὸ διαζύγιο, καὶ ἡ ψευ­δορκία, καὶ ἡ βλασφημία, ὅλα εἶνε μεγάλα ἁμαρτή­ματα, καὶ ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον τὰ διαπράττει καὶ δὲν μετανοεῖ. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἁ­μαρτία ποὺ συχνὰ μᾶς διαφεύγει· καὶ γι᾽ αὐ­­τὴν μᾶς μιλάει τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο (βλ. Λουκ. 16,19-31).


Τί λέει; Μᾶς παρουσιάζει δύο ἀνθρώπους, ἕνα φτωχό, τὸ Λάζαρο, καὶ ἕνα πλούσιο, ποὺ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται· μᾶς λέει πῶς ἔ­ζησαν καὶ πῶς τελείωσαν τὴ ζωή τους. Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν οἱ ἄγ­γελοι, τὸν πῆ­ραν στὰ φτερά τους, τὸν ἀνέβα­­σαν στὸν οὐ­­ρα­νὸ καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸν πα­ρά­δεισο. –Μὰ τί ἀξι­ό­λογο ἔ­­κανε αὐτὸς ὁ φτω­χός; βγαίνει μήπως ἀπ᾽ ἐ­δῶ συμ­πέρασμα, ὅτι κάθε φτω­­χὸς πηγαίνει στὸν παρά­δεισο;…


χι, λάθος κάνε­­τε· γιατὶ ὑπάρχουν καὶ φτω­χοὶ κακεντρεχεῖς, δόλιοι, ψεῦ­τες, ἀπατεῶ­νες, πλα­στογράφοι, γογγυσταί, βλάστημοι. Αὐτοὶ δὲν θὰ πᾶνε στὸν παράδεισο, κι ἂς εἶνε φτωχοί. Ὁ φτω­χὸς τῆς ση­μερινῆς παραβο­λῆς ἦ­ταν ἅγιος. Γιατί;


Διότι ἐκτὸς ἀπὸ φτωχὸς ἦ­ταν καὶ ἄρρωστος, ἀνίκανος νὰ δουλέ­ψῃ. Κ᾽ ἐσὺ εἶσαι φτω­χός, ἀλ­λὰ ἔ­χεις τὴν ὑ­γειά σου· κι ὅ­ταν ἔχῃς ὑ­γεία, εἶσαι πλού­σιος. Ἕνας ἑκατομ­μυριοῦχος στὸ Σικάγο ἀρρώστη­σε (εἶχε καρκίνο στὸ λάρυγγα), καὶ στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε εἶπε· Γιατρέ, κάνε με καλὰ καὶ σοῦ δίνω ὅλη τὴν περι­­ουσία μου!… Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτὰ ὅταν εἶσαι ἄρ­ρωστος μὲ πάθησι ἀνίατη;


Λάζα­ρος ὅμως, ἐ­κτὸς ἀπὸ φτω­χὸς καὶ ἄρρωστος, ἦταν καὶ ὁ­λομό­ναχος, ἔρημος κ᾽ ἐγκαταλελειμμένος. Καν­είς δὲν τὸν κοίταζε. Μόνο κάτι σκυλιὰ εἶ­χε συν­τρο­φιά· πήγαιναν κοντά του κ᾽ ἔ­γλειφαν τὶς πληγές του· αὐτὰ ἦταν οἱ νοσοκόμοι του.


Σὲ ὅ­λα αὐτὰ προσθέστε καὶ τοῦτο· ζοῦσε ὄχι σὲ ἐρημιά, μακριὰ ἀπὸ κόσμο, ἀλλὰ μέσα στὴν κοινωνία, σὲ πόλι ποὺ μποροῦσε νὰ θρέ­ψῃ ὄ­χι ἕναν ἀλλὰ πολλοὺς φτωχούς· κι αὐτὸ τοῦ κόστιζε. Τὸ νά ᾽σαι στὴν ἐ­ρημιὰ καὶ νὰ πεθά­νῃς ἀπὸ δίψα τὸ καταλαβαίνω, νὰ εἶσαι ὅμως κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ καὶ νὰ μὴ σ᾽ ἀφήνουν νὰ πιῇς ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε ἀνυπόφορο.


Φτώχεια, ἀρρώστια, ἐρημιά, στέρησι, ὑπομο­­­νή· νά ὁ βαρὺς σταυρός του. Ἦταν ὁ πιὸ δυσ­τυχισμένος. Καὶ ὅ­μως, ἐπὶ χρόνια, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ πῇ λόγο κακό, νὰ καταρα­στῇ τὴ μέρα ποὺ ἦρ­θε στὴ ζωὴ ἢ τὴ μάνα ποὺ τὸν γέννησε, νὰ γογγύσῃ στὸ Θεὸ ἢ νὰ βλαστη­μή­σῃ. Τίποτα ἀπ᾽ αὐτά· στὸ στόμα εἶχε πάντα τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Νά γιατί πῆγε στὸν παράδεισο.


Μᾶς λές, λοιπὸν μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ἔ­τσι, βασανισμένοι στὸν κόσμο αὐτόν, ἐνῷ οἱ ἄλ­λοι θὰ τρῶνε, θὰ πίνουν, θὰ γλεντᾶνε; δὲν εἶ­νε αὐτὸ ἄδικο, παράλογο, ἄσκοπο;… Πῆγε, εἴπαμε, στὸν παράδεισο. Μὰ αὐτὸ δὲν εἶ­­νε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας; Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη! ἀπορεῖς, διότι δὲν πιστεύεις. Πόσο ἄλ­λα­­ξαν οἱ ἄνθρωποι! Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια εὔ­­­χον­ταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «Καλὸν παράδεισο!».


Τ᾽ ἀ­κοῦτε αὐτὸ τώρα; Ὄχι. Γι᾽ αὐτὸ ἔρχε­ται ἡ καταστροφή. Δὲν πιστεύεις σὲ κόλασι; θὰ γί­νῃ λοιπὸν ἐδῶ ἡ ζωή μας κόλασι, γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος. –Καὶ ποιός εἶδε τὸν παράδεισο;… Δὲν ντρέπεσαι νὰ ῥωτᾷς; Τὸν εἶδε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ ἄγγελοι· τὸν εἶδε ὁ λῃ­στὴς στὸ Γολγο­θᾶ.


–«Μνήσθητί μου, Κύριε», εἶπε, «ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήν­τησε· –«Ἀ­μὴν λέγω σοι, σήμε­ρον μετ᾽ ἐ­μοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδεί­­σῳ» (Λουκ. 23, 42-43). Ὁ πρῶ­τος ποὺ πῆγε στὸν παράδεισο εἶνε ὁ λῃ­στής. Λέγε­σαι Χριστιανός, καὶ ἀμφιβάλλεις; Δὲν πι­στεύεις στὸν ἄλλο κόσμο, καὶ γε­λᾷς· θὰ κλάψῃς ὅ­μως, θὰ κλάψῃς πολύ, μὰ θά ᾽νε ἀργά.


Πῆγε λοιπὸν ὁ Λάζαρος στὸν παράδεισο. Ἀ­πὸ ᾽κεῖ βλέπει μακριὰ τὸν πλούσιο στὴν κόλασι. –Τί κακὸ ἔκανε ὁ πλούσιος καὶ πῆγε ἐκεῖ; ἔ­κλεψε; σκότωσε; μαχαίρωσε; ἐγκλημάτησε;…Ἔκανε τὴν πιὸ μεγάλη ἁμαρτία· γλεντοῦ­σε. –Καὶ εἶνε κακὸ νὰ γλεντάῃ κανείς;…


ταν ἔρχεται ἑ­ορ­τή, θὰ χαρῇς σεμνά, θὰ πιῇς ἕνα ποτήρι κρασί, θὰ φᾷς ἕνα καλὸ φαγη­τὸ μὲ τὴ γυναῖ­κα καὶ τὰ παιδιά σου, θὰ τραγου­δήσῃς καὶ θὰ χορέψῃς μὲ μέτρο. Μὰ ἐκεῖ­νος εἶ­χε κάθε μέρα γλέντι, μὲ ὄργανα, γυναῖ­κες, μέθη· ξώδευε γιὰ φαῒ καὶ πιοτό, ντυνό­ταν στὸ μετάξι, μὲ κάθε πολυτέ­λεια.


Καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ μέγαρό του καθόταν πεινασμένο τὸ φτω­χαδάκι ὁ Λάζαρος. Ποτέ ὁ ἄσπλαχνος δὲν τοῦ ᾽δωσε ἕνα πιάτο φαΐ. Μόνο ὅταν οἱ ὑπηρέτες τίναζαν τὰ τρα­πεζομάντηλα, περίμενε νὰ πέσουν ψίχουλα καὶ μ᾽ αὐτὰ νὰ χορτάσῃ!


Αὐτὸ ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο, τὸ εἶδα ἀδέρφια μὲ τὰ μάτια μου τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς στὴν Κοζάνη. Μικρὰ παιδάκια, πρωὶ – πρωὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑ­στία συσσιτίου, σάλιωναν τὸ δάχτυλο καὶ σκύβον­­τας μάζευαν ἀπὸ κάτω ψίχουλα. Τὰ κοίταζα ἐπὶ ὥ­ρα· ποὺ νά ᾽χα μιὰ μηχανὴ νὰ τὰ φω­τογραφίσω!


ταν σὰν τὰ σπουργιτάκια ποὺ ἔρχονται ἔξω ἀπ᾽ τὸ τζάμι καὶ τσιμ­πᾶνε. Ἀκοῦτε, παιδιά, ποὺ πετᾶ­τε ψωμιά; Θὰ πεινάσε­τε, γιατὶ τρῶτε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ σταυ­ρὸ δὲν κάνετε, «Δόξα σοι, ὁ Θεός» δὲν λέτε. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πῆτε τὸ ψωμὶ – ψωμάκι.


πλούσιος ἦταν ἄσπλαχνος· ἀντὶ καρδιὰ εἶ­χε μέσα του μιὰ πέτρα. Καὶ πῆγε στὴν κόλασι. –Στὴν κόλασι; Μὰ ὑπάρχει κόλασι; καὶ τί εἶνε ἡ κόλασι; φίδια, φωτιές, τηγάνια;… Ἀσφαλῶς ὑπάρχει, καὶ μακάρι νὰ ἦταν τέτοια πράγματα· μὰ εἶνε κάτι χειρότερο. Φωτιὰ εἶνε, μὰ φωτιὰ ποὺ δὲν σβή­νει!


Δίκαζαν στὴν Ἀ­­θήνα ἕναν ποὺ σκότωσε τὴ γυναῖκα του, τὴν ἔ­κανε κιμᾶ. Ἡ συνεί­δησι τοῦ φώναζε «Φονιᾶ, κα­κοῦργε!». Ἀ­πολογού­μενος στὸν εἰσ­αγγελέα εἶπε· Τί τιμωρία νὰ μοῦ βάλετε τώρα ἐ­μένα; ἐγὼ μόνος μου καίγο­μαι! φωτιὰ ἔχω μέσα μου…


Αὐτὰ λέει τὸ εὐαγγέλιο· ὁ φτωχὸς πῆγε στὸν παράδεισο κι ὁ πλούσιος στὴν κόλασι. –Ὅλοι οἱ πλούσιοι πηγαίνουν στὴν κόλασι;… Ὄχι. Νά κι ὁ Ἀβραάμ· πλούσιος ἦταν, ἀλλὰ πῆ­γε στὸν παράδεισο. Γιατί; Διότι εἶχε εὐ­σπλα­­χνία. Πλούσιοι, ποὺ τοὺς ἐλέγχω, μοῦ εἶπαν· –Συνεχῶς τὰ βάζεις μ᾽ ἐμᾶς. Γιατί ὅ­μως; μή­πως δὲν κοπιάσαμε; δικά μας δὲν εἶ­ν᾽ τὰ πλού­τη; δὲν τὰ κάνουμε ἐμεῖς ὅ,τι θέλουμε;…


χι, δὲν εἶνε δικά σας. Τὰ λεφτὰ ποὺ μαζέ­­ψα­­τε τὰ κάνατε ζώντας μέσα σὲ κοινωνία· κάποιο ὄρ­γανο τάξεως φύλαγε τὰ μαγαζιά σας, κάποιοι στρα­τιῶτες φύλαγαν τὰ σύνορα τοῦ κράτους, κάποιοι δάσκαλοι δίδαξαν τὰ παιδιά σας… Ἂν δὲν ὑ­πῆρχε κοινωνία, δὲν μποροῦ­σες νὰ πλουτήσῃς ἐ­σύ. Τὰ λεφτὰ λοιπὸν ποὺ ἀπέκτησες δὲν ἀ­νήκουν μόνο σ᾽ ἐσένα· ὀφείλεις, ἀπ᾽ αὐτὰ νὰ δίνῃς καὶ στὸ φτωχὸ τὸ δυστυχισμένο.


Δὲν ὑπάρχουν φτωχοὶ σήμερα, θὰ μοῦ πῇς. Ἄλλο παραμύθι αὐτό. Θέλετε νὰ σᾶς πῶ περιπτώσεις; Σ᾽ ἕνα χωριό, ποὺ ἔλεγαν πὼς δὲν ὑ­πάρ­χουν φτωχοί, βρήκαμε σὲ ἀχυρῶνα ἕνα γέρο ξεχασμένο, μέσα σὲ βρώμα καὶ δυσ­ω­δία, καὶ τὸν πήραμε στὸ γηροκομεῖο. Ἀλλοῦ ἕ­ναν ἄλλο, ποὺ τὸν ἔδιωξαν οἱ γυιοί του γιατὶ οἱ νυφάδες δὲν τὸν ἤ­θελαν, τὸν βρήκαμε ἑτοι­μοθάνατο· τὸν πήραμε κι αὐ­τόν.


ν σᾶς πῶ ὅ­τι μέσ᾽ στὴν πόλι κάποιος φωτί­ζεται τὴ νύχτα μὲ δᾳδιά, θὰ τὸ πιστέψετε; Γλέντα λοιπὸν ἐσὺ ὁ κύριος καὶ λέγε ὡραῖα παραμύθια. Δὲν δυσ­τυχοῦμε βέβαια ὅπως κάποτε· ὑπάρχει ὅμως φτώχεια καὶ δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ἄσπλαχνοι. Ἅμα δὲν δίνῃς, ὁ Χριστὸς θὰ σὲ τιμωρήσῃ.


Παρατηρῆστε στὸν κόσμο τὰ κράτη – δὲν ἀ­νήκω σὲ κανένα, εἶμαι Ἕλληνας καὶ πρὸ παν­τὸς Χριστιανός. Ὅποιο κράτος σκορπάει τ᾽ ἀ­γαθά του καὶ ἐλεεῖ, ὁ Θεὸς τὸ εὐλογεῖ· ὅποιο δὲν ἐλεεῖ, δυσ­τυχεῖ καὶ πεινάει ὅσους κάμ­πους κι ἂν διαθέτῃ. Χρειαζόμαστε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐλογία, ἕνας σβῶ­λος γῆς φτάνει νὰ θρέψῃ ἕνα χωριό· ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία, κάμπος ὁλόκληρος δὲν μπο­ρεῖ νὰ θρέψῃ οὔτε ἕναν ἄνθρωπο.


Πιστέψτε, ἀδέρφια μου Ἔχουμε θρησκεία μεγά­λη, ἀληθινή. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας στὴν ἀπιστία. Κον­τὰ στὸ Θεό, κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, κοντὰ στὴν πατρίδα· μόνο ἔτσι θὰ προχωρήσουμε.


σεῖς δὲν εἶστε πλούσιοι καὶ Ὠνάσηδες, εἶ­στε φτωχαδάκια εὐλογημένα. Μιμηθῆτε τὸ Λά­ζαρο. Ξέρετε τί σημαίνει «Λάζαρος»; Εἶνε ὄνομα ἑβραίϊκο. «Λάζαρος» σημαίνει «ἔχει ὁ Θεός». Καὶ τελειώνω μὲ κάποιο παράδειγμα.


Γύρω στὸ 1942 περπατοῦσα στὴ Θεσσαλονίκη, σὲ χρόνια δυστυχισμένα, ποὺ στὰ καλντερίμια ἀ­κούγονταν οἱ μπότες οἱ γερμανικές. Καθὼς κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἑπταπύργιο, βλέ­πω ἕνα μανάβη. Τραβοῦσε ἕνα καρροτσάκι φορτωμένο καρῶτα, πατάτες, λαχανικά, καὶ πάνω στὸ καρροτσάκι ἦ­ταν γραμμένο «Ἔχει ὁ Θεός»!


Μοῦ ᾽κανε ἐντύπω­­σι. Τὸν σταμάτησα, κάτι νὰ πάρω καὶ νὰ πιάσω κου­βέντα. –Τί εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ ἔχεις γράψει ἐδῶ; –Ἐγὼ πιστεύω, μοῦ εἶπε· εἶδα τὸ Θεὸ ἐγώ!



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος



*Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Τροπαιούχου – Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 5-11-1972 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-8-2022. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<π. Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF