ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: «ΜΕΛΙΣΣΑ Ή ΣΦΗΚΑ;




Μεγάλη ὅντως ἡ σοφία τῆς μέλισσας. Ὅ,τι ἀκάθαρτο αἰσθανθεῖ, τὸ προσπερνᾶ καὶ κάθεται μόνο στὰ εὐωδιαστὰ ἄνθη, συλλέγοντας καὶ ἀπὸ αὐτὰ ὅ,τι τῆς εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ νὰ δημιουργήσει τὸ ἁγνὸ μέλι καὶ νὰ χτίσει τὸ σπίτι της ἀπὸ καθαρὸ κερί.


πεναντίας, ἡ ὅμοιά της, σφῆκα, ἀναπαύεται καὶ στὰ καθαρὰ καὶ στὰ ἀκάθαρτα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ σὲ σπίτι λασπῶδες. Στὴ ζωή μας ἔχουμε τὸ ἐλεύθερο νὰ ἐπιλέξουμε: ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τῆς μέλισσας, ὅπως προτρέπει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἤ τῆς σφῆκας;


Εἶναι γεγονὸς ὅτι στὸν κόσμο ὑπάρχει ἔντονη ἀναστάτωση ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἐξελίξεις. Τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης ἐργάζονται ἐπιμελῶς γιὰ νὰ παρουσιάσουν τὴν εἰκόνα τοῦ κόσμου μὲ τὸν χειρότερο δυνατὸ τρόπο.


Στὸ ἔργο τους, δυστυχῶς, σπεύδουν νὰ συνδράμουν πολλοὶ χριστιανοί, ἐκούσια ἤ ἀκούσια. Πρόκειται γιὰ χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν πίσω ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις νὰ ἔρχεται τὸ τέλος τοῦ κόσμου, μὲ ἀποτέλεσμα μέσα ἀπὸ τὶς συζητήσεις τους νὰ ἐπιχειροῦν νὰ ξεσκεπάσουν τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ κακοῦ.


λήθεια, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγῶνας μας, ὁ ἀγῶνας τῶν Χριστιανῶν; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πράγματι, διδάσκει ὅτι ἑμεῖς παλεύουμε μὲ τὶς ἀρχὲς, τὶς ἐξουσίες καὶ τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους. Πώς ὅμως;


ς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Κάποια μέλη τῆς Ἐκκλησίας κηρύττουν ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅτι βρισκόμαστε σὲ ἀποκαλυπτικὲς μέρες. Σημάδι ποὺ μᾶς βοηθᾶ νὰ διαπιστώσουμε ὑγειῆ ἤ ἀσθενὴ κατάσταση, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει κάποιος τὴν ἔλευση τῶν ἐσχάτων.


Ἀπόστολος Πέτρος ὅταν πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ἔλεγε «πάντων τὸ τέλος ἔχει φτάσει», τὸ ἔλεγε γιὰ νὰ ὠθήσει τοὺς Χριστιανοὺς σὲ σωφροσύνη καὶ νήψη μέσῳ τῆς προσευχῆς. Ἄλλωστε, πράγματι, τὸ τέλος ὅλων μας εἶναι πολὺ κοντά, εἶναι τώρα. Κάθε στιγμὴ ποὺ περνάει εἶναι ἕνα τέλος.


ς Χριστιανοί, πρέπει νὰ εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «τέλους» καὶ πρέπει πάντοτε νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ αὐτό, διότι ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ θάνατος παραμονεύει. Καλῶς νὰ ἔλθει τὸ τέλος, διότι εἴμαστε Χριστιανοί!


Πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση! Τὸ σωματικὸ τέλος εἶναι γιὰ ἑμᾶς ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας καὶ χαρμόσυνης ζωῆς. Γιὰ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως πρόσθεσαν «Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».


Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε, ὅμως, αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς, πρέπει νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μόνο Φῶς, Ζωή, Χαρά, Ἀνάσταση καὶ Ἀγάπη σκορποῦν.


Οἱ σημερινοὶ κήρυκες τοῦ «τέλους», μέσα ἀπὸ τὸ κήρυγμά τους, εἴτε ἀπὸ ἄμβωνος, εἴτε μέσω ἔντυπων καὶ ἠλεκτρονικῶν κειμένων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, δυστυχῶς, δὲν σκορποῦν Φῶς, ἀλλὰ φόβο καὶ τρόμο, συνώνυμα τοῦ σκότους. Γιατί τὸ κάνουν;


σως διότι ἀποδεδειγμένα, εἶναι ἕνας ἰδανικὸς τρόπος νὰ δημιουργήσει κάποιος ὀπαδούς, νὰ χειραγωγεῖ ἀνθρώπους, νὰ βιοπορίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ νὰ καλύπτει τὰ κενά του μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι ὁ σωτήρας.


δική του τρομολαγνεία προκαλεῖ τὴν γεροντολαγνεία τῶν ἀνθρώπων, μὲ ἀποτέλεσμα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀληθινοὶ ὀπαδοί, ἐν ὀνόματι τοῦ «γέροντα» νὰ φέρονται ἀντίθετα πρὸς τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ.


«γέροντας» ἔχει μυήσει τοὺς ὀπαδούς του στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν κάνει ὑπακοὴ οὔτε στὸν Ἐπίσκοπο, οὔτε στὴν Σύνοδο, νομίζοντας ὅτι εἶναι ὑπεράνω, καθώς, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο, οἱ Ἀρχιερεῖς ἔχουν χάσει τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία.


μολογία… μία περεξηγημένη ἔννοια. Τὴν χρησιμοποιοῦν συχνὰ οἱ ὡς ἄνω «γεροντάδες», ὠθῶντας πρὸς αὐτὴν ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μέχρι χθὲς βρίσκονταν στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μὴν πῶ στὸν ὑπόκοσμο.


τσι, ἀντὶ νὰ μερινοῦμε νύχτα καὶ μέρα πὼς θὰ ἔλθουμε σὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, πὼς θὰ πετύχουμε τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμὸ καὶ τὴν Θέωση τῆς ψυχῆς μας, κοιτᾶμε νὰ βροῦμε ἀφορμὲς γιὰ νὰ παραστήσουμε τοὺς «ὁμολογητές», δίχως νὰ γνωρίζουμε τὶ σημαίνει ὁμολογία, δίχως κὰν νὰ λέμε «καλημέρα» ὄχι στὸν ἐχθρό μας, ἀλλὰ στὸν ἀδερφό μας, δίχως νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς στὸν πνευματικὰ προϊστάμενό μας.


Καὶ ἄν ρωτήσει κανεῖς: «γιατί νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς σὲ κάποιον ποὺ ἔχει χάσει τὴν ὁμολογία του;», ἡ ἀπάντηση εἶναι: «καὶ ἄν ἀκόμη τὴν ἔχει χάσει τὴν ὁμολογία, ὡς Χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε καθῆκον νὰ τοῦ μιλήσουμε μὲ παρρησία, ἀγάπη καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον;». Δυστυχῶς κάτι τέτοιο σὲ πολλὲς περιπτώσεις δὲν γίνεται.


δῆθεν αὐτὴ ὁμολογιακὴ ἔξαρση τῶν τρομολάγνων ὄζει ἀσθενείας καὶ δὲν προσφέρει τὴν ποθητὴ θεραπεία στὴν ψυχή. Ἴσα ἴσα, τῆς ἀφαιρεῖ τὸ βάρος τῆς συνειδήσεως νομίζοντας ὅτι βαδίζει ὀρθῶς.


ποτιμοῦμε τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἄν πιστεύουμε ὅτι μὲ ὅλα τὰ πάθη ποὺ κουβαλᾶμε καὶ μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἄρρωστη κατάσταση ποὺ ἔχουμε δημιουργήσει θὰ σώσουμε τὴν Ὀρθοδοξία… Ὁ ἀληθινὸς Ὁμολογητής, ἀφενὸς δὲν κάνει ἐκπτώσεις στὴν πίστη του, ἀφετέρου τὸ βίωμά του εἶναι ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη ποὺ πρεσβεύει, εἶναι Φῶς, παράδειγμα καὶ ἐκπέμπει ἀγάπη.


Φτάσαμε στὸ σημεῖο, γιὰ κάθε τὶ ποὺ γίνεται, νὰ λένε μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε. Δὲν μιλᾶνε οἱ Ἀρχιερεῖς». Τὸ «Ζῆστε Χριστιανικά» ποὺ βροντοφωνάζουμε ἑμεῖς ὡς Ἀρχιερεῖς, δὲν εἶναι ἑλκυστικό, οὔτε ἀρεστό. «Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε». Πράγματι.


Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε πρωτίστως στὸν κακό μας ἑαυτό, στὰ πάθη μας, στὴν ζήλεια, στὴν εἰρωνεία, στὴν κακολογία, στὴν κατάκριση, στὴν αἰσχροκέρδεια, στὸ μίσος, στὶς σωματικὲς ἠδονές. Καὶ ὄχι κουβαλῶντας ὅλα αὐτὰ νὰ λέμε ὅτι ἀντιστεκόμαστε στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς ἐξουσίες τοῦ σκότους.


ν οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς κατάφεραν νὰ διατηρήσουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες κατάφεραν νὰ ὑπομείνουν τὰ σκληρότατα μαρτύρια, αὐτὸ συνέβη διότι ἦταν πάνω ἀπὸ ὅλα ἁγνοὶ στὴν καρδιά. Ἀγάπησαν τὸν Θεὸ καρδιακά, καί, ὡς ἐκ τούτου, καὶ τοὺς συνανθρώπους τους, ἀκόμη καὶ τοὺς φονεῖς τους.


ναστάτωση πάντοτε ὑπῆρχε. Πάντοτε οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἀσκοῦσαν τὸν ρόλο τους, πάντοτε ὑπῆρχαν πόλεμοι, δυστυχία καὶ συνωμοσίες, ὅπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα. Μέσα σὲ ὅλες τὶς ταλαιπωρίες ποὺ βίωσε ἡ ἀνθρωπότητα, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἄλλαξε τὸ κεντρικὸ μήνυμά του, τὴν Ἀνάσταση μέσῳ τῆς Σταύρωσης.


Νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε ἄν δὲν περάσουμε ἀπὸ τὴν Σταύρωσή μας. Ὅλες τὶς δοκιμασίες ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ βιώσουμε, πρέπει νὰ τὶς θεωροῦμε ὡς σκαλοπάτια πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Σίγουρα, θὰ ἀντισταθοῦμε ὅταν δοῦμε τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἑμᾶς, τὴν ἐλευθερία, νὰ καταργεῖται, ἤ ὅταν δοῦμε τὴν πίστη μας, τὸ «τζιβαέρι» μας νὰ δέχεται πόλεμο.


Σίγουρα, πρέπει νὰ ἐνημερωνόμαστε. Ὄχι ὅμως νὰ κάνουμε τὸ σκοτάδι ἐπίκεντρο τῶν ἀσχολιῶν μας. Τί σχέση ἔχουμε ἑμεῖς μὲ τὸ σκοτάδι; Βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐνδυθήκαμε «χιτῶνα φωτεινό».


ς καταφέρουμε νὰ ζοῦμε στὴν προσωπική μας ζωὴ ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἄς κάνουμε τὴν ψυχή μας φάτνη γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, καὶ τότε οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις θὰ φοβοῦνται ἑμᾶς.


Γιατί νὰ ζοῦμε μὲ τὸ σκοτάδι ὅταν μποροῦμε νὰ ζοῦμε μόνο μὲ τὸ Φῶς τοῦ ἄστρου ποὺ ὁδήγησε στὸ Θεῖο Βρέφος τοὺς μάγους ἐκ Περσίδος, μόνο μὲ τὴν μυστηριακὴ ζωή, μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, μόνο μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μελέτη τῆς Ἀγίας Γραφῆς καὶ τῶν πολυάριθμων ἱερῶν συγγραμμάτων ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ Μεγάλοι Ἅγιοι Πατέρες;


Γιατί νὰ ζοῦμε σὰν σφῆκες ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ζοῦμε σὰν μέλισσες, τρυγῶντας τὸ νέκταρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὅπου Φῶς, ὅπου Χαρά, ὅπου Ἐλπίδα καὶ Ζωή, ὅπου οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὄχι τοῦ μισόκαλου τῆς ψυχῆς. Ἀμήν.



† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος



Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF