ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 1 Απριλίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (2023)





«Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε, καὶ πάντες αἴροντες, τὸν Σταυρόν σου λέγομεν·


Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις»



Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,


Πραγματικά, ὅπως ἄλλοτε τὴ λαμπρὴ αὐτὴ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγκέντρωνε στὰ Μοναστήρια τοὺς μοναχοὺς μετὰ ἀπὸ τὴν τεσσαρακονθήμερη ἄσκησή τους στὴν ἔρημο, κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ ἑμᾶς σήμερα. Ἀφήσαμε καὶ ἑμεῖς τὴν ἔρημο, ὄχι τῆς ἄσκησης, ἀλλὰ τὴν ἔρημο τῶν παθῶν τῆς ἀκοινώνητης σύγχρονης κοινωνίας. Συγκεντρωθήκαμε στὶς Ἐκκλησίες γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε ὅλοι μαζί, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σῶματος, τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ ὁποία σήμερα λαμβάνει πέρας καὶ δίνει τὴ σκυτάλη στὴν τρίτη περίοδο τοῦ Τριωδίου, τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως.


σοι ἀγωνισθήκαμε τὴν περίοδο τῆς νηστείας, φέρουμε σήμερα ἀνὰ χείρας, μαζὶ μὲ τὰ βάια τῶν φοινίκων, τοὺς βλαστοὺς τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγώνα, ἐτοιμάζοντας λαμπρὴ ὑποδοχὴ στὸν Βασιλέα τῆς Δόξης, τὸν Ἄρχοντα τὸν ἀληθινό, ὁ ὁποῖος θυσιάζεται ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, τὸν ἐρχόμενο νὰ δοξασθεῖ ὄχι μὲ τὰ ἐπίγεια στερεότυπα, ἀλλὰ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του.


ξίζει νὰ στρέψουμε τὴ σκέψη μας στὴν Ἁγία Γῆ καὶ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι στὰ ἱερὰ γεγονότα. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ θὰ γίνουμε μάρτυρες μεγάλων ἀνατροπῶν τῶν ἀνθρώπινων ἀντιλήψεων.


Λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, ὁ Χριστὸς πληροφορήθηκε ὅτι ὁ φίλος του, Λάζαρος, ἀσθένησε. Ὅταν ὁ Κύριος ἔφτασε στὴ Βηθανία, ἐκεῖνος ἦταν ἤδη τέσσερεις ἡμέρες νεκρός. Τὸ κλίμα ἦταν πολὺ βαρύ. Οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου πικραμένες ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ θανάτου, μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεξαν νὰ βροῦν παρηγοριὰ στὸν Διδάσκαλό τους. Ἤξεραν ὅτι εἶχε θεραπεύσει ἀρρώστους καὶ ἀναστήσει νεκρούς, γιὰ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ἂν ἦταν ἐκεῖ νωρίτερα, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός τους.


Τώρα, ὅμως, ἦταν πολὺ ἀργά. Τουλάχιστον, ἔτσι νόμιζαν. Γύρευαν, λοιπόν, τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ βρῆκαν στὸ κατάλληλο πρόσωπο, σὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση. Τί μεγάλο πράγμα ποὺ εἶναι αὐτὴ ἡ παρηγοριά! Ἀναλογικά, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀνώτερο ἀπ΄ τὴν αἱμοδοσία. Μὲ τὴν αἱμοδοσία, δίνουμε τὸ αἵμα σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸ στεροῦνται, γιὰ νὰ ζωντανέψει τὸ σῶμα. Μὲ τὴν παρηγοριά, δίνουμε ὅλη μας τὴν καρδιὰ στὸν πονεμένο γιὰ νὰ ζωντανέψει ἡ ψυχὴ βρίσκοντας τὴ χαρά.


Συγκινημένος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὁ Χριστὸς δάκρυσε συμμετέχοντας στὸ πένθος. Δὲν ἤθελε, ὅμως, νὰ κυριαρχεῖ γιὰ πολὺ ἡ λύπη καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ὑποδείξουν πού εἶναι θαμμένος ὁ νεκρός. Τί σκεφτόταν νὰ κάνει; Μέχρι τώρα εἶχε ἀναστήσει νεκροὺς αὐθημερόν. Τώρα ὁ Λάζαρος ἦταν τετραήμερος. Ἤδη ἀνέδιδε μυρωδιά, ἤδη εἶχε ἀρχίσει ἡ ἀποσύνθεση τοῦ σώματος.


πῆρχε περίπτωση νὰ τὸν ἀναστήσει; Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε στὸν Λάζαρο μιὰ φορὰ ζωή, μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ δεύτερη. Καὶ τὸ ἔκανε. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», τὸν διέταξε. Τὰ ἔχασε ὁ Ἅδης. Κατάλαβε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ προοίμιο τῆς ἧττας του, ἡ ὁποία, πράγματι, δὲν θὰ ἀργοῦσε. Τελείως ἀδύναμος, ἄφησε ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά του τὴν ψυχὴ τοῦ Λαζάρου ὥσπου ξανὰ ἑνώθηκε μὲ τὸ σῶμα καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸν τάφο.


Χαρᾶς εὐαγγέλια πλημμύρισαν τὴ Βηθανία. Ἡ εἴδηση μαθεύτηκε ἀστραπιαῖα καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται πολλοὶ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Λάζαρο, θαυμάζοντας τὸ μέγα θαῦμα. Αὐτὴ ἡ κινητικότητα πρὸς τὸν Λάζαρο καὶ ἡ κατοπινὴ πίστη στὸν Χριστὸ συντάραξε τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἀρχιερεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκεφτοῦν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Λάζαρο μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Τόσο τυφλοὶ ἦταν.


Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Φαρισαίους, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, Μαρία, γνωστὴ γιὰ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Χριστό, σὲ δεῖπνο ποὺ παρετέθη στὸν Κύριο λίγες μέρες ἀργότερα, ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Διδασκάλου μὲ πανάκριβο μύρο, στεγνώνοντάς τα μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ κάπως ἔτσι ἡ Μαρία ἔγινε διδάσκαλος τῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους μας. 


λαβε τὴν εὐεργεσία τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀδερφοῦ της καὶ γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Κύριο ἔκανε αὐτὴ τὴν εὐγνώμονα πράξη. Δυσεύρετο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη. Οἱ περισσότεροι γνωρίζουν μόνο νὰ παίρνουν καὶ ἀδυνατοῦν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ στοιχειῶδες «εὐχαριστῶ», τὸ τόσο ἀποτελεσματικό, νὰ ἐκφράσουν. Αὐτό, ὅμως, πρέπει νὰ ἀλλάξει ἄν θέλουμε νὰ λεγόμαστε χριστιανοί.


Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Ἰησοῦς, γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, θὰ ἐρχόταν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴ βαμμένη μὲ τὰ αἵματα τῶν προφητῶν. Σὲ αὐτὴν εἰσέρχεται μὲ θάρρος ὁ Λυτρωτής.


ν καὶ γνωρίζει τὸ τέλος ποὺ ἡ ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων αὐτῆς τῆς πόλης ἐπιφυλάσσει στοὺς δικαίους, δὲν διστάζει, οὔτε κάνει πίσω, ἀλλὰ προχωρᾶ μπροστά, δίνοντας τὸ παράδειγμα σὲ ὅσους θέλουν νὰ βγαίνουν πάντα νικητές. Πλῆθος κόσμου συγκεντρωμένο. Ἄλλοι βαστάζουν βάια τῶν φοινίκων, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἐρχόμενο ὡς νικητὴ τοῦ θανάτου.


λλοι στρώνουν τὰ ροῦχα τους στὴν ὁδὸ γιὰ νὰ διαβεῖ ὁ Βασιλέας. Ἄλλοι φωνάζουν μὲ λαχτάρα: «Ὡσαννά», δηλαδή, «σῶσε μας», «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Πράγματι, περίλαμπρη ὑποδοχή! Μέσα σὲ αὐτὴν τὴ λαμπρότητα καὶ τὴ δόξα, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἔνδοξου Βασιλιᾶ. Ἁπλὰ ροῦχα φοράει, σκήπτρο δὲν κρατάει, οὔτε ὅπλα. Πάνω σὲ ταπεινὸ γαϊδουράκι κάθεται, ἀλλὰ ὁ κόσμος τὸν δοξάζει. Δίπλα του δὲν ἔχει φρουρά, ἀλλὰ τὴν χορεία τῶν ἁπλοϊκῶν μαθητῶν.


Δὲν σηκώνει τὸ χέρι νὰ χαιρετήσει τὸ πλῆθος, ἀλλὰ προχωρᾶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς του. Ἄλλωστε, εἴτε τὸν ἐπευφημοῦσε τὸ πλῆθος, εἴτε ὄχι, ἐκεῖνος θὰ προχωροῦσε τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας. Δὲν κολακεύεται, δὲν τὸν θαμπώνουν τὰ μεγάλα λόγια διότι γνωρίζει ὅτι μετὰ τὸ «Ὠσαννὰ» ἀκολουθεῖ τὸ «σταυρωθήτω». Πορεύεται νὰ νικήσει καὶ θὰ νικήσει ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν τὴ νικᾶ οὔτε ὁ φόβος, οὔτε τὰ βασανιστήρια, οὔτε ὁ σταυρικὸς θάνατος.


Τὸ θέμα εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἑμεῖς τί κάνουμε; Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἕνα τμῆμα τοῦ πλήθους ποὺ σήμερα φωνάζει «Ὡσαννά», σὲ λίγες μέρες θὰ κράζει «σταυρωθήτω». Καὶ αὐτὸ διότι εἶχαν ἄλλες ἀξιώσεις ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἤξεραν ποιός πραγματικὰ ἦταν. Νόμιζαν ὅτι ἦρθε γιὰ νὰ τοὺς κάνει τὴ ζωὴ πιὸ ἄνετη, ἱδρύοντας μία ἐπίγεια βασιλεία, καὶ ἔτσι, γιὰ νὰ εἶναι εὐνοούμενοί του, φώναζαν «ὡσαννά».


ταν, ὅμως, κατάλαβαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ προτείνει θυσία, ἐγκράτεια, ταπείνωση, ὑπακοὴ καὶ ψυχικὴ ἐλευθερία, ὡς ἄβουλη μάζα ἄρχισαν νὰ φωνάζουν τὸ «σταυρῶστε τον». Ἑμεῖς γνωρίζουμε ποιόν ὑποδεχόμαστε σήμερα; Ὑποδεχόμαστε ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ πάθει, νὰ ὑβρισθεῖ, νὰ χλευασθεῖ, νὰ καταδικασθεῖ, νὰ μαστιγωθεῖ καὶ νὰ σταυρωθεῖ. Καὶ ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ἀντιμιλήσει, χωρὶς νὰ ἀνταποδώσει ὕβρη, χωρὶς νὰ σηκώσει χέρι, ἀλλὰ καὶ χωρὶς καθόλου νὰ προσπαθήσει νὰ ἀποφύγει τὸ μαρτύριό του.


Λέμε «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἔχοντας αὐτή, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὴ σκέψη μας; Ἤ ἔχουμε τὴν εἰκόνα ἑνὸς Χριστοῦ κομμένου καὶ ραμμένου στὰ μέτρα μας, ὁ ὁποῖος νὰ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ μαλώνουμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, νὰ κρατᾶμε κακία καὶ νὰ κυνηγοῦμε τὴ βόλεψή μας εἰς βάρος τῶν ἄλλων; Ἂν λέμε «ὡσαννὰ» μὲ τὴν πρώτη εἰκόνα στὸ μυαλό, εἴμαστε σὲ καλὸ δρόμο. Ἂν λέμε μὲ τὴ δεύτερη, τότε γρήγορα θὰ ἀπογοητευθοῦμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κράξουμε καὶ ἑμεῖς μὲ τὸν ὄχλο αὐτὸ τὸ τραγικό: «σταυρῶστε τον».


ς προσέξουμε, ἀγαπητοί. Μὴν ὁμοιάσουμε στοὺς σταυρωτές, ἀλλὰ νὰ συμπορευθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, νὰ συμπάθουμε μὲ αὐτόν, ὥστε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ αὐτὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!



Καλὸ Πάσχα!



ὁ Ἐπίσκοπός σας,



† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος




Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF