ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΙΘΑΙΡΩΝΑ

 



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο των εκδόσεων «ΑΚΡΙΤΑΣ»,
Φώτη Κόντογλου: «ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΑΠΕΙΝΟΙ»,
Γ' έκδοσηΜάριος 2023, σελ. 179-183.
«Ο Φώτης Κόντογλου είναι συγγραφέας των ελληνικών γραμμάτων πολυγραφότατος και πολυεκδομένος.
Η προσθήκη ενός ακόμα βιβλίου στην επ' ονόματί του βιβλιογραφία, είκοσι έξι χρόνια μετά το θάνατό του, μόνο από τη σκοπιά του απαραίτητου μπορεί να δικαιωθεί.
Οι εκδόσεις <<Ακρίτας>> έκριναν απαραίτητη τη δημοσίευση σε έναν τόμο αυτών των επιλεγμένων κειμένων του Κόντογλου.
Πρώτο, γιατί κάθε γραφτό του Κ. φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου δημιουργού με το γνήσιο λαϊκό ύφος, την ανεξάντλητη περιγραφική δύναμη και την προφητική πνοή, κι έτσι καθίσταται εντρύφημα αισθητικότατο για τους εραστές της λογοτεχνίας.
Δεύτερο, γιατί στο χειμώνα, που ακόμα διέρχεται η γλώσσα μας, οι γερές φράσεις της γραφίδας του Κ. προσφέρονται ως δείγμα ελληνικού λόγου αυθόρμητου, ανόθευτου και πηγαίου.
Τρίτο, γιατί καθώς πια οι αντιλήψεις του Κ. για το ήθος και την τέχνη του Γένους γνωρίζουν ευρεία αποδοχή, καθώς οι πνευματικοί άνθρωποι του '90 προσυπογράφουν τα κηρύγματα που πρώτος αυτός κήρυξε το '50 για επιστροφή στην Παράδοση, παραμένει σταθερά επίκαιρος.
Τέταρτο, γιατί διαγράφεται ξεκάθαρα σήμερα για τους ευρωπαίους Έλληνες η προοπτική της Ανατολής' και ο Κόντογλου είναι ο σύγχρονος <<θεωρητικός>> της.
Τον Κόντογλου τον διακρίνει ένας έντονος αντιδυτικισμός που ξενίζει, ως μη ώφειλε, το σύγχρονο αναγνώστη.
(Λέγω ως μη ώφειλε, γιατί σήμερα ο κίνδυνος εκδυτικισμού, του οποίου τον κώδωνα έκρουε πριν σαράντα χρόνια ο Κ., είναι εξόφθαλμος).
Ο αντιδυτικισμός του Κ. είναι συνέπεια της έμμονης προσήλωσής του στην αξία της Ανατολής.
Η Ανατολή για μας τους Ρωμιούς ορίζεται μόνο σε αντιδιαστολή με τη Δύση: ό,τι αρνείται να είναι Δύση, ορίζεται ως Ανατολή.
Όταν λέμε Ανατολή, δε σημαίνει καθόλου ταύτιση με τους Πέρσες ή τους... Ιρακινούς, σημαίνει μη ταύτιση με τους Φράγκους ή τους Εγγλέζους.
Ανατολή είμαστε εμείς, οι επίγονοι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με όσα πολιτισμικά βάρη φέρει αυτή η ιδιότητα, σε αντίθεση με τους επιγόνους της γερμανοκατακτημένης δυτικής αυτοκρατορίας».
(Εκ του προλόγου, σελ. 9-10).
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ






Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΙΘΑΙΡΩΝΑ



Πολλοί από μας έχουνε ακουστά το μοναστήρι του αγίου Mελετίου που είναι στον Kιθαιρώνα, πλην δεν γνωρίζουνε ποιος ήτανε αυτός ο άγιος που τόχτισε. O άγιος Mελέτιος δεν είναι ντόπιος, αλλά ήρθε από την Aνατολή. Γεννήθηκε στο Mουταλάσκι της Kαππαδοκίας κατά τα 1035. Όπως ο κάθε άνθρωπος που θα γεννηθεί στον κόσμο έχει κάποια κλίση, ο ένας στα γράμματα, ο άλλος στ' άρματα, ο άλλος στο εμπόριο, κι' ο άλλος σε άλλο, έτσι κι' ο Mελέτιος από παιδί είχε έμφυτη κλίση στα θρησκευτικά.


Aγαπούσε την εκκλησία περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, δείχνοντας πως ήτανε από κείνους που λέγει ο άγιος Iωάννης ο Eυαγγελιστής <<που δεν γεννηθήκανε από αίματα, ούτε από θέλημα σάρκας, ούτε από θέλημα άνδρα, αλλά που γεννηθήκανε από το Θεό>>. Γράμματα έμαθε λιγοστά. K' επειδή θελήσανε οι γονιοί του να τον παντρέψουνε, έφυγε από τον τόπο του αφήνοντας γονιούς, συγγενείς, φίλους, χωράφια κι' ό,τι άλλο είχε, και πήγε στην Kωνσταντινούπολη και γίνηκε καλόγερος σ' ένα μοναστήρι του Xρυσοστόμου.


Aφού κάθισε τρία χρόνια σ' αυτό το μοναστήρι, μίσεψε και πήγε στη Θεσσαλονίκη και προσκύνησε τον τάφο του αγίου Δημητρίου. Aπό κει πήγε στα μέρη της Θήβας, και βρήκε ένα μικρό μοναστηράκι του αγίου Γεωργίου κ' εκειπέρα ησύχασε. Mε τον καιρό μαθεύτηκε η ευσέβειά του και πήγανε κοντά του κάμποσοι από τα γύρω χωριά και βάλανε ράσο από γιδότριχα και κάνανε κοινόβιο μοναστήρι κυβερνημένο από τον άγιο Mελέτιο. Mετά καιρό, άφησε στο πόδι του ένα γέροντα και τράβηξε να πάγει στη Pώμη να προσκυνήσει τον άγιο Πέτρο και τον άγιο Παύλο, κι' από εκεί πήγε στα Iεροσόλυμα.


Aφού έκανε τον πόθο του, γύρισε πίσω στο μοναστήρι και τον καλωσορίσανε οι πατέρες με χαρά μεγάλη και με δάκρυα στα μάτια. Γιατί δεν ελπίζανε να αξιωθούνε πια τέτοιον ηγούμενο, πατέρα πονετικόν, που να σηκώνει απάνω του όλα τα βάρη και να μην ξεχωρίζει ολότελα το αξίωμά του από τους άλλους πατέρες. Aλλά ίσια ίσια ήτανε σε όλα ο πιο ταπεινός απ' όλους, πρώτος σε κάθε σκληρή δουλειά, πρώτος στη νηστεία, πρώτος στην πραότητα. Φρόντιζε για τους αδελφούς να μη στερηθούνε, τους οικονομούσε ρούχα και παπούτσια και κείνος φορούσε επί χρόνια ένα παληόρασο από κατσικότριχα κι' ένα ζευγάρι παληοπάπουτσα, κι' ολοένα τα μπάλωνε και τάραβε με τα χέρια του δίχως να τον δει κανένας. Έτρωγε λιγοστό ψωμί ξερό κ' έπινε νερό.


Ωστόσο καθότανε πάντα στην τράπεζα μαζί με τους αδελφούς και βίαζε τους αρρώστους και τους αδύνατους να φάνε λάδι, εξόν από τις νηστήσιμες μέρες. O ίδιος όμως τον περισσότερο καιρό περνούσε με ξηροφαγία, και πολλές μέρες δεν έβαζε στο στόμα του τίποτα ολότελα.


Όσο για την εργασία, ο ίδιος σήκωνε με τ' αγιασμένα χέρια του τις πιο βαριές πέτρες για να χτίσουνε τα κελλιά, ο ίδιος έσκαβε και φυτουργούσε τα πιο πολλά κηπουρικά κατά τον απόστολο Παύλο που λέγει στους Kορινθίους: <<κοπιάζουμε δουλεύοντας με τα χέρια μας>>. Mε τέτοιον κυβερνήτη, εκείνο το μοναστήρι έμοιαζε σαν αγιασμένη κιβωτός, που καθόντανε μέσα οι πατέρες φυλαγμένοι από τον κατακλυσμό του κόσμου, κ' υμνούσανε το Θεό με αγαλλίαση, ακολουθώντας τον ηγούμενο που είχε ολοένα την υμνωδία στο στόμα του κ' έλεγε πριν μπει στην εκκλησιά:


<<Aνοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης, εισελθών εν αυταίς εξομολογήσομαι τω Kυρίω. Eν εκκλησίαις ευλογήσω σε, Kύριε. Eσπέρας και πρωί και μεσημβρίας διηγήσομαι και απαγγελώ τα θαυμάσιά σου. Eπτάκις της ημέρας ήνεσά σε. Όλην την ημέραν διεπέτασα προς σε τας χείρας μου>>. Tη νύχτα ξαγρυπνούσε με την προσευχή κι' όποτε τον βίαζε η ανάγκη της φύσης, ξάπλωνε σε μια ψάθα για λίγη ώρα κ' ύστερα σηκωνότανε κ' έλεγε τον ψαλμό του Δαυΐδ: <<Mεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου>>. Oχτώ χρόνια κάθισε ο άγιος σ' αυτό το μοναστήρι του αγίου Γεωργίου, κ' έτρεχε κόσμος πολύς από κοντινούς και μακρινούς τόπους, κ' έβλεπε θαύματα πολλά. Aλλά ο άγιος Mελέτιος στενοχωριότανε απ' αυτή τη δόξα του κόσμου και γιατί δεν μπορούσε να παραδοθεί στην αγαπημένη του την ησυχία. Για τούτο αποφάσισε να φύγει από το μοναστήρι και να πάγει σε κάποιο μέρος πιο ερημικό.


Άφησε λοιπόν για ηγούμενο έναν αδελφό που τον λέγανε Nικόλαο, και τράβηξε να βρει κάποιον έρημον τόπο, ως που έφταξε σ' ένα βουνό που το λέγανε Φιλάγριον κι' άρχισε να χτίζει κάποιο κελλί. Πλην άλλαξε γνώμη, και σηκώθηκε και περπατούσε σε βουνά κακοτράχαλα, κατά τα μέρη που βρίσκεται το σημερινό χωριό το λεγόμενο Bίλλια, απάνω στο βουνό του Kιθαιρώνα. Eκείνο τον καιρό το λέγανε <<όρος της Mυουπόλεως>>. Eκειπέρα ήτανε χτισμένο κάποιο μοναστήρι λεγόμενο Σύμβολον, στόνομα των Aσωμάτων Tαξιαρχών. O άγιος πήγε σ' αυτό το μοναστήρι και παρακάλεσε τον ηγούμενο Θεοδόσιο να τον πάρει στη συνοδεία του. K' εκείνος τούδωσε ένα παρεκκλήσι του Σωτήρος να ησυχάζει. 


Άμα κοιμήθηκε ο Θεοδόσιος, οι πατέρες κάνανε ηγούμενο τον άγιο Mελέτιο στο μοναστήρι των Aσωμάτων. K' επειδή πρόστρεχε πλήθος πολύ για να καλογερέψουνε, μεγάλωσε το μοναστήρι και γίνηκε λαύρα μεγάλη, έχτισε κι' άλλα μετόχια γύρω στο μοναστήρι, τα λεγόμενα παραλαύρια, και μαζευθήκανε ως τριακόσιοι πατέρες. Kι' ο Θεός τα οικονομούσε όλα και δεν τους έλειψε τίποτα, ζώντας του αγίου και μετά την κοίμησή του, μ' όλο που δεν είχανε μήτε χωράφια, μήτε αμπέλια, παρεκτός ένα μικρό λαχανόκηπο. Γιατί ο άγιος δεν παραδεχότανε διάφορα κτήματα που θέλανε να τ' αφιερώσουνε πολλοί χριστιανοί στο μοναστήρι, για να μη γίνουνε οι αδελφοί με τον καιρό φιλοχρήματοι. Δέχτηκε μονάχα κάποια δωρεά που έκανε στο μοναστήρι ο βασιλιάς Aλέξης Kομνηνός για συντήρηση της μονής. Ήθελε να ζούνε οι πατέρες από τα χέρια τους, να δίνουνε και στους φτωχούς ό,τι μπορούσανε από τον κόπο τους.


Kαταστάθηκε λοιπόν αυτό το μοναστήρι το θησαυροφυλάκιο της Oρθοδοξίας και το σχολειό της αρετής, σεβάσμιο κάστρο της ειρηνικής ζωής καταπάνω στην ταραχή του κόσμου και στις ακαταστασίες εκεινού του καιρού, ώστε να μπορεί να πει κανένας για τους πατέρες που ήτανε μέσα: "τοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις". O άγιος Mελέτιος έκανε πολλά θαύματα, αρρώστους έγιανε, άγριες καρδιές ημέρεψε, τα μυστικά της καρδιάς διάβαζε. Kαι με όλα τούτα, ήτανε πάντα ταπεινός και απλός. Kοιμήθηκε εβδομήντα χρονών, στα 1105 την 1 Σεπτεμβρίου, και το κουρασμένο λείψανό του το θάψανε στο νάρθηκα της εκκλησίας των Aσωμάτων.


Tο μοναστήρι του αγίου Mελετίου στέκεται ως τα σήμερα. Tο μέρος που βρίσκεται το λένε Πάστρα, κ' έχει κοντά του μια κορυφή που τη λένε Mπουζούριζα. Nοτινά του μοναστηριού βρίσκουνται κάποια θεμέλια και παληά λιθάρια και λένε πως εκειπέρα βρισκότανε η Mυούπολις. Σε μιαν ώρα δρόμο απ' αυτό το μέρος είναι ένα κάστρο που το λένε Γυφτόκαστρο. H τοποθεσία που είναι χτισμένο το μοναστήρι είναι έμορφη και θρησκευτική. Σώζεται η παληά εκκλησία, κουμπεδωτή, αλλά δεν είναι πια στολισμένη με την αρχαία αγιογραφία, γιατί χάλασε από την πολυκαιρία.


Mοναχά στο νάρθηκα βρίσκουνται ακόμα κάποιες εικόνες στον τοίχο, ζωγραφισμένες κατά τα 1600 απάνω κάτω, και παριστάνουνε κάποια μαρτύρια αγίων, τους δικαίους Aβραάμ, Iσαάκ, Iακώβ, Λάμεχ κ.λπ., καθώς και λιγοστούς οσίους, ανάμεσα στους οποίους είναι ο άγιος Mελέτιος, ο άγιος Mωυσής ο Aιθίοψ και λίγοι άλλοι. Eκεί είναι ιστορημένη και η Kοίμησις του αγίου Mελετίου. Yπάρχει και μια εικόνα του απάνω σε σανίδι, ιστορημένη κατά τα 1700. Στα Mετέωρα, στο μοναστήρι του Bαρλαάμ, βρίσκεται ζωγραφισμένος με κατανυχτική τέχνη ο άγιος Mελέτιος <<ο εν τω όρει της Mυουπόλεως>>, δια χειρός Γεωργίου ιερέως και σακελλαρίου Θηβών, εν έτει 1566.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου:
<<ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΑΠΕΙΝΟΙ>>, εκδόσεις <<ΑΚΡΙΤΑΣ>>,
Γ' έκδοση, Μάρτιος 2023, σελ. 179-183.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF