ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΥΨΙΣΤΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»



«Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,37)


ἄνθρωπος! Εἶνε θέμα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀπησχόλησε θεολόγους, φιλοσόφους ,ποιητάς, λογοτέχνας, ζωγράφους, ἰατρούς, βιολόγους, χημικούς. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δημιουργήθηκε πολιτισμός, ἀναπτύχθηκαν ἐπιστῆμες, κτίσθηκαν οἰκισμοί, ἱδρύθηκαν πόλεις· γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔγιναν πόλεμοι ποὺ συνετάραξαν τὴν ὑφήλιο. «Πολλὰ τὰ ἐκπληκτικὰκαὶ φοβερά, μὰ τίποτε φοβερώτερο ἀπὸ τὸνἄνθρωπο», ἔψαλλε ὁ Σοφοκλῆς (Ἀντιγ. 332-333).


Ποιά, λοιπόν, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου; Χαριτωμένο πλάσμα ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος) ,«ὅταν εἶνε ἄνθρωπος ». Αὐτὸς ὁ λόγος μαζὶ μ᾿ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰω. 5,7) , δικαιώνουν τὸν Διογένη, ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς τρελλὸς ὅταν, μέρα μεσημέρι καὶ μέσα σὲ πλῆθος κόσμου, μὲ τὸ φανάρι ἀναμμένο φώναζε· «Ἄνθρωπον ζητῶ». Δὲν ἔζησε ὁ δυστυχὴς Διογένης ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Πιλάτου, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ νὰ λέῃ «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5) καὶ νὰ δείχνῃ σὲ ὅλους τὸν Θεάνθρωπο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.Πολλοὶ ὅμως δὲν ἄκουσαν οὔτε τὸν Πιλᾶ-το· στράφηκαν ἀλλοῦ νὰ βροῦν τὸν ἄνθρωπο. Εἶπαν πὼς βρῆκαν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ ἄλογα κτήνη καὶ διεκήρυξαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐξευγενισμένο παιδὶ τοῦ πιθήκου. Ἀρνήθηκαν δηλαδὴ κάθε πνευματικὴ ἀξία καὶ ἀνωτερότητα στὸν ἑαυτό τους. Σ᾿ αὐτοὺς ὁ Σωκράτης θὰ ἔλεγε· «Γνῶθι σαυτόν», μάθε τὸν ἑαυτό σου. Ὁ Πασκὰλ εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε συγχρόνως «μεγαλεῖο καὶ ἀθλιότης».


Καρρὲλ ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος», κ᾿ ἕνας ἄλλος «Ὁ ἄνθρωπος,αὐτὸ τὸ κτῆνος». Ὁ μέγας ὅμως πατὴρ τῆςἘκκλησίας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἔλεγε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἡ σμικρογραφία τοῦ σύμπαντος, ἕνας μικρόκοσμος ποὺ περιέχει μέσα του τὸ σύμπαν ὁλόκληρο· καὶ τὴγνώμη αὐτὴ ἀσπάσθηκε καὶ ἀνέπτυξε ἀργότερα ἕνας μεγάλος παιδαγωγός.Γλύπτες, ζωγράφοι καὶ ἄλλοι καλλιτέχνες θέλησαν ν᾿ ἀντιγράψουν τὸν ἄνθρωπο στὰ δημιουργήματά τους· δὲν τὸ κατώρθωσαν. Τὸν ἄνθρωπο ἐρεύνησε καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς χημείας· ἀνέλυσε τὸ σῶμα του στὸ ἐργαστήριο καὶ βρῆκε, ὅτι ἀπὸ αὐτὸ μποροῦμε νὰ κατασκευάσουμε ἑπτὰ σαπούνια μὲ τὸ λίπος του, ἀρκετὰ μολύβια μὲ τὸν ἄνθρακά του, ἑπτὰ κουτάκια σπίρτα μὲ τὸν φωσφόρο του, ἕνα καρφὶ μὲ τὸ σίδερό του, καὶ νὰ γεμίσουμε ἕνα κουβᾶ ἀσβέστη μὲ τὸ ἀσβέστιό του. Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος ἀναλυόμενος στὸ χημικὸ ἐργαστήριο.Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· ὁ ἄνθρωποςεἶ νε μόνο ὕλη; εἶνε ἕνα ἐξευγενισμένο κτῆνος; Τότε λοιπὸν δὲν ἔχει ἀξία. Ποιός λογικὸς νοῦς μπορεῖ νὰ δεχθῇ κάτι τέτοιο; Αὐτὰ τὰ ὑλιστικὰ συμπεράσματα ὡδήγησαν στὴ δημιουργία τῶν στρατοπέδων τοῦ Ἄουσβιτς, ὅπου χιλιάδες ἄνθρωποι μεταβλήθηκαν σὲ σαπούνι.


λλὰ πάνω ἀπ᾿ τὶς ἀνθρώπινες γνῶμες, ἀδελφοί μου, ἀσάλευτη πυξίδα, στέκει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ κατευθύνει στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ σωτηρία. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε κτῆνος, μόνο ὀστᾶ καὶ σάρκες, εὐτελῆ χημικὰ στοιχεῖα. Γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα ὁ Θεὸς «εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν» (Ψαλμ. 148,5) · τὸν ἄνθρωπο ὅμως τὸν ἔπλασε ἰδιαιτέρως, «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. 1,26). Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα τουψυχὴ ἀθάνατη . Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο προνό-μιο ποὺ δόθηκε ἀποκλειστικὰ σ᾿ αὐτόν. –Πῶς νὰ δεχθῶ, ἔλεγε κάποτε ἕνας γιατρὸς στὸν ἱεροκήρυκα τῆς πόλεώς του, τὴν ὕπαρξι ψυχῆς; οὔτε τὴν εἶδα, οὔτε τὴν ἄκουσα, οὔτε τὴ γεύθηκα, οὔτε τὴν ὠσφράνθηκα, οὔτε τὴν ἔπιασα;


Καμμία ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις δὲν μὲ πληροφορεῖ γι᾿ αὐτήν . Οἱ ἀγῶνες σας γιὰ σωτηρία ψυχῶν εἶνε οὐτοπία, ἀπάτη… Ὁ ἱεροκήρυκας ἀπήντησε· –Γιατρέ μου, εἴδατε ποτὲ πόνο; ἀκούσατε, γευθήκατε, ὠσφρανθήκατε, πιάσατε ποτὲ πόνο; –Ὄχι, ἀπήντησε ὁ γιατρός. –Τότε ν᾿ ἀλλάξετε ἐπάγγελμα· ἡ ἐρ-γασία σας εἶνε μιὰ οὐτοπία, μιὰ ἀπάτη. Ὁ γιατρὸς θύμωσε· –Μὴ μὲ βρίζετε· μπορεῖ ὁ πόνος νὰ μὴ ὑποπίπτῃ σὲ μία ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις,πλὴν ὅμως τὸν αἰσθάνομαι καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς μὲ συντρίβει… Καὶ ὁ ἱεροκήρυκας προσέθεσε· –Ἔτσι κ᾿ ἐγώ, γιατρέ μου, αἰσθάνομαι τὴν ψυχή· καὶ πολλὲς φορὲς μὲ γεμίζει ἀγαλλίασι καὶ εὐφροσύνη…Οὐδείς λογικὸς ἄνθρωπος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς, ὅπως δὲν ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξι τοῦ πόνου. Ἐὰν τολμήσῃ, χιλιάδες πονεμένοι, μὲ ἕνα στόμα, θὰ διαμαρτυρηθοῦν.Τὸ ὑλικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλάζει συνεχῶς. Τὰ κύτταρα ποὺ συνθέτουν τὸ σῶμα,ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μέχρι τὰ νύχια, διαρκῶς μεταβάλλονται, λέει ἡ ἐπιστήμη. Ποιό ὅμως εἶνε ἐκεῖνο ποὺ μᾶς βεβαιώνει ὅτι εἴμαστε οἱ ἴδιοι, ἐκεῖνοι ἀκριβῶς ποὺ ἤμασταν πρὸ 5, 10, 15, 20 ἐτῶν; Ἡ ψυχή! Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀναλλοίωτο «ἐγὼ» τοῦ κάθε προσώπου.


χει λοιπὸν ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὴ τὸν κοσμεῖ, τὸν ἐμψυχώνει, τὸν ζωντανεύει. Στὴν ψυχὴ ἔγκειται ἡ ὑψίστη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτε πολυτιμότερο καὶ ἀκριβότερο ἀπὸ αὐτήν, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἂς φανταστοῦμε μία θεόρατη ζυγαριὰ κρεμασμένη ἀπὸ τὸ θόλο τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ζυγίζῃ ἀξίες. Δηλαδή, ἂν βάλουμε στὸ ἕνα μέρος λίγο χρυσὸ καὶ στὸ ἄλλο πολὺ σίδερο ἰσότιμο πρὸς τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ, ἡ ζυγαριὰ θὰ ἰσοσταθμίζῃ. Στὸ ἕνα μέρος λοιπὸν τῆς ζυγαριᾶς νὰ βάλουμε ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· τὰ χρυσᾶ νομίσματα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀγγλίας, τὰ πολύτιμα πετράδια, ῥουμπίνια καὶ μαργαριτάρια τῶν Ἰνδιῶν· ὅλους τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀστέρων. Νὰ ἔρθουν ἐν συνεχείᾳ ὅλοι οἱ στρατηλάτες καὶ αὐτοκράτορες καὶ νὰ καταθέσουν τὰ σκῆπτρα καὶ τὰ παράσημά τους· νὰ ἔρθουν οἱ σοφοὶ καὶ πανεπιστήμονες καὶ νὰ καταθέσουν τὰ συγγράμματα, τὰ διπλώματα καὶ τὰ βραβεῖα τους…


Καὶ στὸ ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς νὰ βάλουμε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀσήμου, φτωχοῦ καὶ περιφρονημένου ἀνθρώπου. Θὰ δοῦμε τότε τὸ καταπληκτικὸ φαινόμενο, ἡ ζυγαριὰ νὰ κλίνῃ ἀμέσως καὶ μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸ μέρος τῆς ψυχῆς! «Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,37) . Ἀνυπολόγιστη ὄντως ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς, ποὺ δίνει καὶ στὸν ἄνθρωποτὴν ὑψίστη ἀξία. Ἕνα μόνο ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς ἐμφανίστηκε στὴ σκηνὴ τοῦ κόσμου· τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου , ποὺ χύθηκε στὸ Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ ξεπλύνῃ ὅλους ἀπὸ τὸ ῥύποτῆς ἁμαρτίας, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴ σκλαβιά, καὶ νὰ τοὺς ἐξυψώσῃ στοὺς αἰθέρες ποὺ ἁρμόζουν στὴν ἀξία τους. Δικαίως ἕνας ἅγιος ἔλεγε· «Εἶμαι πρόθυμος νὰ βαδίσω μὲτὰ γόνατα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι ἕως τὸ Δυρράχιο (τὸ τέρμα τῆς ἀρχαίας Ἐγνατίας ὁδοῦ), ἀρκεῖ νὰ σώσω μία ψυχή». Γιὰ μία ψυχὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πῆγε περπατώντας στὴ Σαμάρεια σὲ ὥρα καύσωνος.


Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα σήμερα, δὲν σκέπτεται τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς του. Ἐνῷ ἀγωνίζεται μέρα - νύχτα γιὰ τὸ σῶμα του, γιὰ τὴν ψυχή του δείχνει ἐγκληματικὴ ἀδιαφορία. Φανταστῆτε ἕνα πατέρα νὰ περιποιῆται ἕνα ἄγαλμα ποὺ ἔστησε στὸ δωμάτιό του, νὰ φέρνῃ συχνὰ τὸ γλύπτη γιὰ νὰ τὸ συντηρῇ, καὶ ν᾿ἀδιαφορῆ γιὰ τὸ μονάκριβο γυιό του ποὺ εἶνε δίπλα ἐκεῖ κατάκοιτος καὶ πεινασμένος. Ἢ ἕναν ἄλλο νὰ δουλεύῃ, νὰ κουράζεται συνεχῶς, κ᾿ ἐκεῖνα ποὺ κερδίζει νὰ τὰ διαθέτῃ γιὰτὸν ἐξωραϊσμὸ καὶ τὸ σιδέρωμα τῆς στολῆςτου, καὶ νὰ μὴ δίνῃ οὔτε δεκάρα γιὰ τὴν τροφή του. Μ᾿ αὐτοὺς μοιάζουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας· πού, ἐνῷ δείχνουν τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σῶμα, ἀδιαφοροῦνγιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς τους. Δὲν εἶνε αὐτὸ παραφροσύνη;


Καιρὸς νὰ ξυπνήσουμε, νὰ συναισθανθοῦμε τὸ ἔγκλημα ποὺ διαπράττουμε, καὶ νὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ τὸν καταρτισμὸ τῆς ψυχῆς μας· διότι ἡ ἀξία της αὐξήθηκε περισσότερο ἕνεκα τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ χύθηκε χάριν αὐτῆς. Θὰ κλείσω μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ· «Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε» (ἡμέτ. ἔργ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σ. 193)



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος



Κείμενο ραδιοφωνικής ἐκπομπῆς τῆς 1-10-1955.

*Εκ του ιστολογίου <<augoustinos kandiotis. gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF