ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ

 




Βίος καὶ θαύματα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ τοῦ Αἰγυπτίου
Ἔκδοση Δ´ βελτιωμένη,
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Μηνᾶ, Λάρνακα, 1994, σελ. 3-14


Σημαντικὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνρείαν φήμη σὲ ὅλην τὴν Ὀρθοδοξία κατέχει ὁ ἔνδοξος Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς. Στὴν Αἴγυπτο, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο πολλοὶ ναοὶ καὶ μονὲς εἶναι ἀφιερωμένοι στ᾿ ὄνομά του. Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς κατήγετο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἀπὸ γονεῖς ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες. Καὶ ὅμως ἀπὸ τέτοιους γονεῖς, σὰν ῥόδο ἀπὸ ἀγκάθια ἀνέβαλε ὁ Ἅγιος, δοῦλος ἐκλεκτὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐγεννήθη περὶ τὸ 250 μ.Χ.


ταν μεγάλωσε, ἐδιάλεξεν ὡς ἐπάγγελμα τὴν στρατιωτικὴν σταδιοδρομία στὶς τάξεις τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ, ποὺ ἐθεωρεῖτο τιμητικὸ γιὰ τὴν τότε ἐποχή. Ὑπηρετοῦσε δὲ στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀτὸ Κοτυάϊο τῆς Φρυγίας, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ σημερινὴ Κιουτάχεια. Ἀνάμεσα στοὺς συναδέλφους του ἐξεχώριζε γιὰ τὸ ἀνάστημα, τὸ κάλλος, τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ φρόνηση. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἦταν γνωστὸς καὶ ἀγαπητὸς σὲ πολλούς.


Κάποτε ὁ ἡγέτης τῆς μονάδος του, ταξίαρχος Φιρμηλιανός, πῆρε ἐντολὴ νὰ μεταφέρῃ τὸ στράτευμα στὴν Βερβερία τὴ Βορείου Ἀφρικῆς. Κι αἰτία ὁ διωγμὸς ἐνάντια στοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἤγειρε ὁ αὐτοκράτωρ Μαξιμιανός, συνάρχοντας τοῦ Διοκλητιανοῦ, τὸ 296. Ὁ Μηνᾶς, μόλις πληροφορήθηκε τὸν σκοπὸ τῆς ἐκστρατείας, ἀγανάκτησε γιὰ τὸ ἀσεβὲς πρόσταγμα καὶ ἐμίσησε τὸ στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα. Ἀπέῤῥιψε ἀμέσως τὴν στρατιωτικὴ ζώνη καὶ λιποτάκτησε. Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα ὄρος πάνω ἀπὸ τὸ Κοτύαιο, ὅπου ἀσκήτευε μόνος, προτιμώντας νὰ ζῇ μὲ τὰ θεριά, παρὰ νὰ ὑπηρετῇ τοὺς εἰδωλολάτρες διώκοντας τοὺς Χριστιανούς.


Στὸ ὄρος ὁ Μηνᾶς παρέμεινε ἀρκετὸν καιρό, ὠσπου ἐξάγνισε τὸν ἑαυτό του μὲ προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ νηστεῖες. Καὶ ὅταν πιὰ ἐστερεώθη ὀτὴν πίστη καὶ ἐνδυναμώθη ἡ καρδιά του μὲ τὸν ἔνθεο ζῆλο τὸν Χριστοῦ, ἄναψε στὴν ψυχή του ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, ὁ πόθος νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸν Χριστό. Τότε ἀκριβῶς τοῦ ἀπεκαλύφθη, ὅτι ἦλθε πιὰ ὁ καιρὸς ν᾿ ἀγωνιστῇ γιὰ τὸ οὐράνιο βραβεῖο. Χωρὶς δισταγμὸ ὁ Μηνᾶς, μιὰ μέρα ποὺ πανηγύριζαν οἱ εἰδωλολάτρες, κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος. Ἀφοῦ πῆγε ἐκεῖ στὴ συγκέντρωσή τους, ἐστάθηκε στὸ μέσο κι ἐφώναξε δυνατά: - Μάθετε πιὰ πὼς ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅ,τι ἐσεῖς λατρεύετε, δὲν εἶναι παρὰ ξύλα ἄλαλα καὶ ἀναίσθητα.


Μόλις ἄκουσαν τὴ φωνή του οἱ εἰδωλολάτρες, ἄφησαν τοὺς χοροὺς καὶ τὰ παιγνίδια τους καὶ συγκεντρώθηκαν κοντά του, νὰ δοῦν ποιὸς ἦταν. Καὶ θαύμασαν πραγματικά, ποὺ τόλμησε νὰ παρουσιασθῇ μόνος αὐτὸς μέσα σὲ τόσο πλῆθος. Ὑπῆρχαν φυσικὰ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὸ καὶ Κρυπτοχριστιανοί, ποὺ χάρηκαν πολὺ καὶ θαύμασαν τὴν παῤῥησία του. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως λύσσαξαν. Ὅρμησαν εὐθὺς ἀπάνω του καὶ τὸν συνέλαβαν. Σύροντάς τον δὲ καὶ κτυπώντας τὸν τὸν ὡδήγησαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως Πύρρον, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καθόταν σ᾿ ἕνα θρόνο ὑψηλὸ καὶ κοίταζε τὸ θέατρο.


Πύρρος μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο, τὸν εὐλαβήθηκε γιὰ τὸ σχῆμα καὶ τὴν ἡλικία του. Ἦταν δὲ τότε ὁ Ἅγιος περίπου 50 ἐτῶν καὶ ἡ ὄψη του ἐνέπνεε σεβασμό. Μὲ ἤρεμο τρόπο ὁ ἡγεμόνας τὸν ρώτησε, ἀπὸ ποιὰν χώρα εἶχε τὴν καταγωγή του καὶ ποιὰν θρησκεία πρέσβευε. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε. - Ὀνομάζομαι Μηνᾶς καὶ κατάγομαι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κάποτε ἤμουν στρατιώτης. Βλέποντας ὅμως τὰ βάσανα τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐγκατέλειψα τὸ ἀξίωμά μου καὶ ἐζοῦσα κρυμμένος Χριστιανὸς εἰς τὸ ὄρος. Καὶ τώρα ἦρθα νὰ παρουσιαστῶ καὶ νὰ ὁμολογήσω μπροστά σε ὅλους πῶς ὁ Χριστός μου εἶναι Θεὸς ἀληθινός, γιὰ νὰ μὲ ὁμολογήσῃ κι Ἐκεῖνος ὡς δοῦλον Του στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον Του: «Πᾶς ὅστις μὲ ὁμολογήσει ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τὸν πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ιβ´ 8).


Μόλις ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἡγεμών, ἐλύσσαξε καὶ διέταξε νὰ φυλακίσουν τὸν Ἅγιο, ὥσπου νὰ σκεφθῆ μὲ τί μαρτύριον νὰ τὸν θανατώσῃ. Ὅταν ξημέρωσε καὶ διαλύθηκε ἡ πανήγυρις τῶν εἰδωλολατρῶν, ὁ Πύρρος διέταξε νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐμπρός του. Μόλις τὸν ἔφεραν, τοῦ ἐξέθεσε κατηγορίες: Πρῶτον, ὅτι ἐγκλημάτισε μιλώντας μὲ τέτοια λόγια μπροστὰ σὲ τόσο πλῆθος. Καὶ δεύτερον, ὅτι ἐγκατέλειψε τὴν ὑπηρεσία τοῦ Βασιλέως στὸ στράτευμα. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: - Ναί, ἡγεμών. Ἔτσι πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό, φανερὰ καὶ μὲ παῤῥησία, γιατὶ εἶναι φῶς ἀληθινὸ καὶ οὔτε πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐκείνους ποὺ ἀποκτείνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ βλάψουν τὴν ψυχή. Πρέπει δὲ ἀκόμη νὰ τὸν κηρύττουμε καὶ μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὴν καρδιά. «Καρδία γὰρ πιστεύετε εἰς δικαιοσύνην στόματι δὲ ὁμολογεῖτε εἰς σωτηρίαν» (Ῥωμ. ι´ 10).


κούοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἡγεμών, τοῦ εἶπε: - Μηνᾶ, δὲν εἶσαι νέος κι ἀνόητος ποὺ νὰ μὴ καταλαβαίνῃς τὸ συμφέρον σου. Νά, εἶσαι σχεδὸν γέρος. Μὴ φέρνεσαι λοιπὸν ἀνόητα, καταφρονώντας τὴ γλνχειὰ ζωὴ καὶ προτιμώντας τὸ θάνατο. Σκέψου σὰν φρόνιμος ἄνθρωπος κι ἔλα νὰ ἐπικοινωνήσῃς μαζί μας. Ἂν μᾶς ἀκούσῃς, θὰ ἔχης τὴν πρώτη σου θέση. Καὶ οἱ θεοί, ποὺ τοὺς ὕβρισες χθές, θὰ σὲ συγχωρήσουν. Ἐπίσης ὁ βασιλέας θὰ σὲ τιμήσῃ. Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἡγεμόνος ἐγέλασεν ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ εἶπε: - Δὲν ὑπάρχει, ὦ ἡγεμών, κανένα πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ κάμῃ ν᾿ ἀλλάξω γνώμη. Κανένα βασανιστήριο δὲ μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν θέλης νὰ τὸ δοκιμάσῃς στὴν πράξη, βάλε σ᾿ ἐνέργεια ὁποίαν παίδευσι θέλεις, ἐγὼ δέ, θὰ σοῦ χρωστῶ γι᾿ αὐτὸ εὐγνωμοσύνη!


Πύρρος, ἔξω φρενῶν γιὰ τὴν πρόκλησι, προστάζει τοὺς στρατιῶτες: - Συλλάβετε αὐτὸν τὸν μιαρὸ καὶ τανύστε τον στὴ γῆ στὰ τέσσερα. Καὶ πάρτε βούνευρα νωπὰ καὶ κτυπᾶτε τον ἀλύπητα, ὥσπου ν᾿ ἀπολαύσῃ ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶ. Οἱ στρατιῶτες ἔβαλαν εὐθὺς τὸ ἔργο μπροστά. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔδειξε τέτοιαν καρτερία καὶ ὑπομονή, ποὺ νόμιζε κανεὶς πὼς κάποιος ἄλλος ἐτιμωρεῖτο κι ὄχι ἐκεῖνος. Ἔδειχνε ὅτι μὲ τὴν παίδευσι μᾶλλον εὐφραινόταν. Κουρασμένοι οἱ στρατιῶτες μεταλλάχτηκαν δυὸ τρεῖς φορές, μὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Φανέρωσεν ὁ Ἅγιος τέτοιαν ἀνδρεία, ποὺ ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἐθαύμασαν.


Κάποιος στρατιώτης, φίλος του Ἁγίου, Πηγάσιος τὸ ὄνομά του, βλέποντας κάποια στιγμὴ πὼς τὸ σῶμα τοῦ Μηνᾶ ἐπρόκειτο νὰ διασκορπιστῇ ἀπὸ τὶς πληγές, πῆγε μὲ λύπη καὶ τὸν παρακάλεσε: - Δὲ βλέπεις, καημένε, πὼς ἔχεις σχεδὸν διαλυθῇ; Οἱ σάρκες σου κολλοῦνε στὰ λουριὰ καὶ σὲ λίγη ὥρα θὰ πεθάνης ἄδικα. Πὲς μόνο μὲ τὰ χείλη πὼς θυσιάζεις. Ὁ Θεός σου, ποὺ γνωρίζει τὴν καρδιά σου, δὲ θὰ σοῦ τὸ καταλογίση γιὰ πταῖσμα. Δὲ θὰ τὸ κάνης μὲ τὴ θέλησί σου, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὶς ἀφόρητες πληγές. Μόλις ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἅγιος, τὸν κοίταξε μὲ βλέμμα αὐστηρὸ καὶ εἶπε: - Ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν! (Ψαλμ. στ´ 9). Φῦγε ἀπὸ σιμά μου, ἐχθρὲ τῆς ἀληθείας καὶ ὄχι φίλε μου! Ἐγὼ στὸ Θεό μου μόνο θυσίασα καὶ σ᾿ Αὐτὸν μόνο θὰ θυσιάζω, ποὺ εἶναι βοηθός μου καὶ ρύστης μου. Ὅσο δὲ γιὰ τὶς πληγὲς ποὺ λαμβάνω, μὲ βοηθᾶ νὰ τὶς ὑπομένω μὲ χαρὰ καὶ τρυφή.


Βλέποντας ὅλα αὐτὰ ὁ Πύρρος, ἐπρόσταξε νὰ τὸν δέσουν ψηλά, τεντωμένον ὄρθιο σὲ ξύλο, καὶ μὲ σιδερένα νύχια νὰ ξύνουν τὸ σῶμα του, ὥσπου νὰ φανοῦν τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἀφοῦ ἐκτελέστηκε ἡ διαταγή του, ὁ θηριώνυμος ἡγεμὼν ἐμπαίζοντας τὸν Ἅγιο τοῦ εἶπε: - Ἐγνώρισες τώρα, Μηνᾶ, λίγην παίδευσι στὸ σῶμα σου γιὰ νὰ φρονιμεύῃς ἢ θέλεις ἀκόμη νὰ προσθέσουμε κι ἄλλην τιμωρία, γιὰ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασί σου; Ὁ Μάρτυς τότε τοῦ ἀπάντησε: - Ὦ ἀνόητε, ποὺ θαρρεῖς πὼς θὰ μοῦ μεταβάλῃς τὴν πίστι μὲ τέτοια παιγνίδια! Σοῦ ἐπαναλαμβάνω πῶς κανένα μαρτύριο δὲ μπορεῖ νὰ σαλεύσῃ τὴν ὁμολογία μου στὸ Χριστό.


Τότε ὁ Πύρρος διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τὸν ξένουν περισσότερο. Ταυτόχρονα ἔλεγε στὸν Ἅγιο: - Ἄφησε, Μηνᾶ, τὴν κακὴν ἐπιμονὴ καὶ ὑποτάξου στὴ διαταγὴ τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀποκρίθηκε: - Ἐπειδὴ ἀγνοεῖς ποιὸς εἶναι ὁ βασιλιὰς ποὺ πιστεύω, γι᾿ αὐτὸ μὲ παροτρύνεις νὰ Τὸν ἀπαρνηθῶ καὶ νὰ ὑποταχτῶ σὲ φθαρτὸν ἐγκόσμιον βασιλέα. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἀρνοῦμαι τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, ποὺ χαρίζει ζωὴν καὶ πνοὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς καὶ δίνει καὶ στοὺς βασιλεῖς τὴν ἐξουσία. Βλέποντας ὁ Πύρρος τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἁγίου, ἠθέλησε νὰ τὸν προσελκύσῃ στὸ μέρος του μὲ τέχνασμα. Προσποιούμενος ὅτι δὲν ἀντιλαμβανόταν τὰ λεγόμενα τοῦ Ἁγίου, εἶπε: - Καὶ ποιός, Μηνᾶ, εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει ἐξουσία στοὺς βασιλεῖς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος βασιλιᾶς ὅλης τῆς κτίσεως;


Σ᾿ αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: - Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸς εἶναι ἀθάνατος καὶ σ᾿ Αὐτὸν ὑποτάσσονται ὅ,τι ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Ὁ Πύρρος πρόσθεσε: Καὶ δὲν ξέρεις, Μηνᾶ, πὼς γιὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ ποὺ πρόφερες, θυμώνουν οἱ βασιλεῖς καὶ προστάζουν νὰ σᾶς τιμωροῦμε ἀλύπητα; Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε: - Δὲν μ ἐνδιαφέρει, οὔτε μὲ στενοχωρεῖ ἂν θυμώνουν οἱ βασιλεῖς. Ἐγὼ ἕνα σκοπὸν ἔχω: Νὰ πεθάνω σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμολογία. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε θλίψις, οὔτε διωγμός, οὔτε λύπη, οὔτε γυμνότης, οὔτε κίνδυνος, οὔτε μάχαιρα (Ῥωμ. η´ 38). Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου ἡ ἀγανάκτησι τοῦ τυράννου κορυφώθηκε. Ἔδωσε ἀμέσως προσταγὴ στοὺς βασανιστὲς στρατιῶτες νὰ πάρουν τρίχινους σάκκους καὶ νὰ τρίβουν μ᾿ αὐτοὺς δυνατὰ τὸ ἐξεσμένο κορμὶ τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖνος ὅμως ἄκαμπτος μολαταῦτα, τοὺς ἔλεγε: - Σήμερα ξεντύνομαι τὸν δερμάτινο χιτώνα τῆς ἁμαρτίας καὶ ντύνομαι τὸ φωτεινὸν ἔνδυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!


Βλέποντας ὁ δικαστὴς πὼς οὔτε μὲ τὸ βασανιστήριο ἐκεῖνο δὲ μπόρεσε νὰ λυγίσῃ τὸν Ἅγιο, ἐπρόσταξε ν᾿ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ καίουν μ᾿ αὐτὲς γύρω τὸ σῶμα του. Πάλι ὅμως δὲν κατώρθωσε τίποτε. Ὁ Ἅγιος ἐθεωροῦσε παιγνίδι καὶ τὸ βασανιστήριο αὐτὸ καὶ τοὺς ἐχλεύαζε: - Ἔχω τὸν Χριστό μου βοηθό, ποὺ μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ φοβούμεθα ἐκείνους ποὺ μᾶς κομματιάζουν τὸ σῶμα, μὰ τὴν ψυχή μας δὲ μποροῦν νὰ βλάψουν. Σὰν εἶδε ὁ Πύρρος πὼς μὲ κανένα μέσο δὲ μποροῦσε νὰ δαμάσῃ τὸν Ἅγιο, ἐπρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐμπρός του. Τότε τοῦ εἶπε: - Πές μου, Μηνᾶ, ποῦ ἀπέκτησες ὅλην αὐτὴ τὴν σοφία, ν᾿ ἀποκρίνεσαι στὸ κάθε τι μὲ τόσην ἑτοιμότητα, ἐσὺ ἕνας τραχὺς στρατιώτης, συνηθισμένος μόνο πολέμους καὶ φόνους;


Φωτιζόμενος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε: - Ὁ Θεός μου, ἡ μόνη ἀληθινὴ σοφία, μὲ φώτισεν, δικαστά, νὰ ἐλέγχω τὴν ἀθωότητά σας. Αὐτὸς μὲ δίδαξεν ἔτσι. «Ὅταν πηγαίνετε μπροστὰ σὲ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες ἐξαιτίας μου, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί θὰ μιλήσετε. Ἐκείνη τὴν ὥρα θὰ σᾶς δοθῇ σοφία, ποὺ δὲ θὰ μποροῦν ν᾿ ἀντιμιλήσουν ἢ ν᾿ ἀντισταθοῦν οἱ ἐνάντιοί σας» (Λουκ. κα´ 15). Ὁ ἡγεμόνας ρώτησε: - Ἤξερε ὁ Χριστός σας ὅτι ἐμέλλετε νὰ τιμωρηθῆτε ἀπὸ μᾶς; Ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου. - Βέβαια τὸ γνώριζε, γιατὶ εἶναι παντογνώστης. Γνωρίζει τὰ πάντα ποὺ μέλλουν νὰ συμβοῦν.


Μὴ μπορώντας ὁ δικαστὴς νὰ τὸν ἀποστομώσῃ μὲ κανένα τρόπο, τοῦ εἶπε: - Ἄσε, Μηνᾶ, τὶς μωρολογίες καὶ περιττολογίες, καὶ διάλεξε ἕνα ἀπ᾿ τὰ δυό. Τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ σου ἢ τὴ δική μας συναναστροφή. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε μεμιᾶς. - Μὲ τὸν Χριστό μου ἤμουν, εἶμαι καὶ πάντοτε θὰ εἶμαι. Ὁ Πύρρος τότε πρόσθεσε: - Λυποῦμαι, Μηνᾶ, νὰ σὲ θανατώσω, γιατὶ μοῦ φαίνεσαι καλὸς ἄνθρωπος, Σοῦ παραχωρῶ μιὰν ὥρα ἄδεια, νὰ σκεφτῇς καλύτερα τὸ συμφέρον σου. Ὁ Ἅγιος ὅμως τὸν ἀντίκοψε. - Καὶ δέκα χρόνια νὰ μοῦ ὁρίσῃς, δικαστά, δὲν πρόκειται ν᾿ ἀλλάξω γνώμη. Τοῦτο μόνον γνώριζε. Θὰ κηρύττω πάντα τὸν Χριστό μου Θεὸν ἀληθινό, τοὺς δὲ δικούς σας θεοὺς θὰ ὀνομάζω, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ξύλα κωφά, ἀναίσθητα καὶ δαίμονες ἀκαθάρτους!


Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου, ὁ Πύρρος ἐθύμωσε πολύ. Καὶ πρόσταξε, ἀφοῦ ρίψουν στὴ γῆ τριβύλια σιδερένια, νὰ σύρουν τὸν Ἅγιο ἐπάνω τους γυμνόν, ἐπὶ ἀρκετὴν ὥρα. Ὁ τρισόλβιος Μηνᾶς ἄνθεξε καὶ τὸ μαρτύριο ὑβρίζοντας τοὺς θεούς των. Ὁ ἡγεμών, θυμώνοντας ἀκόμη περισσότερο, διέταξε νὰ τὸν κτυποῦν μὲ βέργες ἀγκαθερὲς στὸν τράχηλο, ἄλλοι δὲ νὰ τὸν μπατσίζουν δυνατὰ στὸ πρόσωπο καὶ νὰ τοῦ λένε: - Τίμα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βασιλεῖς: Ὁ Ἅγιος ὡστόσο, παρόλα αὐτά, ἔχαιρε ψάλλοντας: - Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα (Ψαλμ. ριη´ 113).


Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ ἡγεμόνος, ὀνομαζόμενος Ἡλιόδωρος, θέλοντας νὰ φανῇ εὐάρεστος σ᾿ αὐτόν, τὸν συμβούλεψε: - Κύριέ μου, γνώριζε πὼς αὐτὸ τὸ μιαρὸν γένος τῶν Χριστιανῶν εἶναι πολὺ φιλόνικο καὶ ἰσχυρογνῶμον. Μὲ τίποτα δὲν καταπείθεται. Γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγῇς ἀπ᾿ αὐτόν, δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος, παρὰ νὰ διάταξης νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν κι ἔτσι νὰ λάβῃ τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἁρμόζει. Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ δικαστὴς καὶ πιστοποιώντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Ἁγίου, ἔγραψεν ἔτσι τὴν ἀπόφασι: Μηνᾶν τὸν Αἰγυπτιο, ποὺ ὕβρισε τοὺς μεγάλους θεούς, προστάσσω νὰ ἀποκεφαλιστῇ. Ὅταν κοινοποιήθηκε ἡ ἀπόφασι, πολλοὶ φίλοι τοῦ Μηνᾶ προσέτρεξαν μὲ λύπη καὶ τὸν παρακαλοῦσαν: - Μὴ μᾶς καταφρόνησῃς, Μηνᾶ! θυμήσου τοὺς φίλους, τοὺς δικούς σου καὶ τὸ ἀξίωμά σου. Μὴ περιφρόνησῃς τὴ γλυκειὰν αὐτὴ ζωή, προτιμώντας τὸν θάνατο. Μετανόησε, γιὰ νὰ σὲ ἔχουμε ξανὰ καύχημά μας.


Αὐτὰ καὶ περισσότερα ἔλεγαν στὸν Ἅγιο οἱ στρατιῶτες, παλιοὶ συνάδελφοι καὶ φίλοι του, προσπαθώντας νὰ μεταβάλουν κατὰ τὴν ὕστατη στιγμὴ τὴ γνώμη του. Ὁ Ἅγιος ὅμως, θεωρώντας τὶς προτροπὲς αὐτὲς δαιμονικὲς καὶ σὰ φιδιοῦ φαρμάκι, τοὺς κατακεραύνωσε αὐστηρὰ μὲ τέτοια λόγια: - Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου, θεομάχοι. Συνετισθῆτε μᾶλλον οἱ ἴδιοι καὶ ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἡ πρόσκαιρος ζωὴ σὲ λίγο παρέρχεται καὶ θὰ κληρονομήσετε αἰώνιον κόλαση ἐσεῖς, οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ ἄρχοντές σας.
Βλέποντας οἱ στρατιῶτες πὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸν μεταπείσουν, τὸν ὡδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Στὴν πορεία ὁ Ἅγιος πρόσεξε μερικοὺς φίλους του Κρυπτοχριστιανοὺς καὶ τοὺς ἐξέφρασε μυστικὰ τὴν ἐπιθυμία του. Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του, νὰ παραλάβουν τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν πατρίδα του τὴν Αἴγυπτο.


Μόλις ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὁ Ἅγιος ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε λέγοντας: - Δέσποτα Θεέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ καταξίωσες νὰ γίνω κοινωνὸς τῶν παθημάτων Σου. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν ἐπέτρεψες νὰ μὲ κερδίσουν οἱ ἀντίχριστοι, ἀλλὰ μὲ φύλαξες ὡς τὸ τέλος σταυρὸν στὴν ὁμολογία Σου. Τώρα, Σὲ παρακαλῶ, παράλαβε τὴν ψυχή μου καὶ καταξίωσέ με στὴν βασιλεία Σου τὴν ἐπουράνιο. Καὶ παραχώρησέ μου χάριν, νὰ βοηθῶ ἐξ ὀνόματός Σου ὅσους θὰ μὲ ἐπικαλοῦνται. Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος, ἐγονάτισε καὶ ὁ δήμιος τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή. Ἦταν ἡ 11η Νοεμβρίου.


Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου, οἱ εἰδωλολάτρες ἐπῆραν τὴν κεφαλὴ καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα καὶ τὰ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου μετέβη εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τύπους ἀναπαύσεως, εἰς χεῖρας τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Τὸ δὲ ἅγιον καὶ τίμιον σῶμα του, ἀφοῦ παρεδόθη στὴ φωτιά, ἄλλο μὲν κατεκάη ἄλλο δὲ ἀπέμεινε. Τὸ τελευταῖον αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του, τὸ παρέλαβαν φίλοι του Κρυπτοχριστιανοὶ καὶ ἀφοῦ τὸ τύλιξαν μὲ ὀθόνια καὶ μύρα, τὸ μετέφεραν στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Ἅγιος ἔλαβε χάριν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἐπιτελῇ ἐξαίσια θαύματα. Ἀπ᾿ αὐτὰ ἀναγράφουμε μερικὰ γιὰ ψυχικὴν ὠφέλεια τῶν ἀναγνωστῶν. Εκ του ιστολογίου «nektarios.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF