ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ» ΜΑΪΟΣ 1891 (ΜΕΡΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ)

 




Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 28-36.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»





ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ



ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:



«ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ»



(1921)




-Κορίτσια! επανελάμβανεν η γραία εγγύτερον ελθούσα, αύριον θα θειαφίσωμε. Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά. -Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης! Εάν δεν είχεν άλλο τι να πράξη, το προχειρότερον ήτο να περισυλλέξη «ξηράδια» από των ελαιών και μηλεών και απιδεών, ξηρούς κλώνους, δι' ων το βράδυ θα συνεπλήρου το φορτίον της, θέτουσα ταύτα ως επικάλυμμα εις το καλάθιόν της, ίνα έχη εύκολα προσανάμματα την πρωίαν, αλλά κυρίως, ίνα μη καθ' οδόν ιταμοί διαβάται ανιχνεύωσιν εν τω πεπληρωμένω πάντοτε εκ των ωραίων προϊόντων της καλαθίω «και μαλάξωσι την ευωδιάζουσαν δροσερότητα αυτών».


Φιλάργυρος δεν ήτο, αλλ' είχε συνηθίσει ότε επέστρεφεν εις την οικίαν να τοποθετή μόνη της τα προϊόντα του περιβολιού της εντός απλωτού ταψίου μετά προσοχής, εδώ τα κουκκιά, εκεί τα μάραθα, αλλού τα κρόμμυα, εκεί τας αγγινάρας. Και αφού επί ώραν τα εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τα έργα των χειρών της, εξηπλωμένη εις τας γυμνάς σανίδας του πατώματος έως ου ξεκουρασθή, εμοίραζεν είτα εις τους συγγενείς και φίλους της λίαν αφιλαργύρως.


Αλλά καθ' οδόν δεν ήθελε να τα εγγίση τις. -Σωρό πάλι τα πλατοκούκκια η θειά-Ζωίτσα, παρετήρουν αι γειτόνισσαι, όταν την έβλεπον επιστρέφουσαν φορτωμένην την γραίαν. -Να, δυο ξλάκια πλειο για πρόσαναμμα! απήντα η θειά-Ζωίτσα η μυστική και εχάνετο απ' εμπρός των. Αι δύο αδελφαί εκάθησαν εις άκραν τινά και εθεώρουν την άρτι ελθούσαν πολυάριθμον φαιδράν συντροφίαν, προσπαθούσαι ήδη να γνωρίσωσι τίνες ήσαν. Αλλά φωναί της μητρός και βλασφημίαι τώρα τας εξήγειραν. Συνήντησεν η γραία είς τινα γωνίαν πυκνήν και αυθάδη αγριάδαν, απειλούσαν να καταστρέψη ικανά κλήματα και ήρχισε να φωνάζη κατά των σκαφέων, οίτινες την εξηπάτησαν. Δεν ηδύνατο να χωνεύση το ελάττωμα τούτο, τον δόλον. -Σ' ακούνε οι λοχεμένοι! Να! τάπνιξε τα κλήματα, ταφάνισε η αγριάδα. Τρεχάτε κορίτσια! Και ήρχισε πάραυτα οχληράν και αγωνιώδη εργασίαν εκριζώσεως διά των χειρών της απεσκληραμμένης πλέον αγριάδας, «όπως δώση αέρα εις τα καϋμένα τα κλήματα, τα οποία είχαν ανάψει».


Αι δύο αδελφαί αισθανθείσαι τον πόνον της γραίας ήλθον πάραυτα και έλαβον μέρος και αυταί εις την επίπονον εργασίαν. -Μας ηύρε δλειά πάλι! είπεν η Σοφούλα. -Καλά έλεγα εγώ να μη ρθω, προσέθηκε και η Δεσποινιώ γελώσα. Ο ήλιος έκαιεν. -Να δγης, Μα, έλεγε κατά την εργασίαν η μικροτέρα. Ήρθαν κ' ήρθαν 'ς το χωράφι κάτω. Ο κυρ Γεώργης, ο καπετάν Μαθιός, ο Γιάννς τς Μαχώς. -Έχνι σφαχτά, προσέθηκε και η Δεσποινιώ. Έχνι ψτά, γάλατα, τυριά χλωρά και μιζίθρες. -Πήρανε κι' τ' νύφ'; ηρώτησεν και η γραία. -Τν' έχνι. Η εργασία εξηκολούθει. Είχεν ήδη εξαχθή μέγας σωρός του αναιδούς αργοφυτού. Δύο-τρεις φορές εθεάθησαν παιδία και κορασίδες κατευθυνόμενα προς το ζηλευτόν άδυτον «το περιβολάκι» της γραίας, πλην επειδή είδον τας γυναίκας δεν επροχώρησαν. Εκαμάρωνον μόνον μακρόθεν τα ωραία κεράσια, τα οποία τώρα μόλις ήρχισαν να λάμπουν κοκκινίζοντα κρυμμένα από τα μεγάλα φύλλα ως να εντρέποντο με το παρθενικόν εκείνο χρώμα των, και υπέστρεψαν.


Παρήλθεν η μεσημβρία. Τότε είχε καθαρισθή πλέον και η αγριάδα και αι τρεις γυναίκες κατάκοποι εκάθησαν υπό την καρυδέαν, εις τον δροσερόν ίσκιον της να ξεκουρασθώσι και να φάγωσι το λιτόν γεύμα των, άρτον, τυρόν και μοσχοβολούντα πλατοκούκκια αρτιδρεπή στάζοντα δρόσον ακόμη. Εις το αντικρυνόν χωράφιον εβούιζεν η χαρά και η φαιδρότης των ευθυμούντων. Φωναί παιδίων, άσματα νεανίδων, καγχασμοί γυναικών, διαταγαί ανδρών, προπόσεις πυκναί και γελαστικαί, κάκου κάπου κλαυθμός οξύς κανενός νηπίου απετέλουν πολύφωνον συναυλίαν συμποτικού γεύματος, όπερ είχε στρωθή υπό πυκνόφυλλον υψηλήν δρυν, εν μέσω του χωραφίου κειμένην. Αυτά είνε της εξοχής τα ηδέα και απλά. Ο άνθρωπος εκεί αφίνει το αίσθημά του ελεύθερον να πετά, να πηδά, να χορεύη, να τραγουδή, ως πετώσι και πηδώσι και χορεύουσι και τραγουδούσι τα ελεύθερα πουλιά κυνηγούμενα μεταξύ των μίαν ωραίαν πρωίαν από κλάδου εις κλάδον.


Ο θόρυβος των συνευθυμούντων ως βοή, βοή του χειμάρρου του Πετραλώνου, έφθανε μέχρι της καρυδέας, οπού αι τρεις γυναίκες ησύχως και ηρέμα έτρωγον το λιτόν γεύμα των, συντροφευόμεναι υπό δύο κοσσύφων, οίτινες εις τα υψηλότερα κλωνάρια του ωραίου δένδρου συνεκρότησαν αγώνα άσματος επίμονον και φίλεριν, προς ερημικήν αηδόνα επί άλλου καθημένην κλώνου άλλου δένδρου και κατακηλούσαν ηδέως του θνητού την καρδίαν.


Ετελείωνον οι κόσσυφοι και ήρχιζεν η αηδών. -Να! χορεύουν τη καμάρα, επετάχθη πρώτη η γραία, ενωτισθείσα του ωραίου άσματος, το οποίον τοσάκις είχε τραγουδήσει εις τα νειάτα της. Αι δύο θυγατέρες ακροασθείσαι και αυταί ηγέρθησαν ως να επρόκειτο να λάβωσι μέρος εις τον χορόν. Άγνωστος δύναμις τας είχεν εξεγείρει αίφνης, ως όταν ανατινάσσεταί τις εις τον ύπνον του. Αληθώς, μετά το πλουσιώτατον γεύμα, είχεν αρχίσει κατά το σύνηθες ο χορός και ήδη διά μέσου των φυλλοφόρων βλαστών της αμπέλου έφθανον σαφώς μέχρι της καρυδέας αι λέξεις του άσματος της καμάρας:


Καμάρα χτι Καμάρα χτι-Καμάρα χτίζω 'ς το γιαλό (δις) Καμάρα δε στεργιόνει να ζήτε λέει τ' αηδόνι, (δις) Έλα το πουλί μου, έλα μοσκοκάρφια και κανέλλα. Αι δύο παρθένοι θελγόμεναι προσεπάθουν να διανοίξωσι χώρον διά μέσου των κλημάτων, ίνα ίδωσι τον πομπικόν του Πάσχα χορόν. Επήγαινον εδώ, έβλεπον εκεί, πλην δεν κατώρθονον να εύρωσι μέρος εκ του οποίου να βλέπουν χωρίς να βλέπωνται. -Αναβήτε απάν 'σ τη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν. Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας!


Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της; Πάραυτα από μυστικού πόθου κινούμεναι αι δύο θυγατέρες της θειά- Ζωίτσας, ανήλθον μετά προσοχής βαίνουσαι επί των λείων και ολισθηρών κλάδων του δένδρου συνηθισμέναι, διότι ανέβαινον και εσύναζον τα κάρυα. Και σταθείσαι εις μέρος υψηλόν εθεώρουν διά μέσου των φύλλων τον μεγαλοπρεπή χορόν, όστις εν ευρεί κύκλω εχορεύετο εν μέσω του γειτονικού αγρού υπό φαιδρού ομίλου νέων και νεανίδων και γυναικών, ων οι συρόμενοι μετά τέχνης και χάριτος πόδες κατεπάτουν θλιβερώς και ασπλάγχνως τα ωραία αγριολούλουδα.


Πόσον επαγωγώς θεαματικόν είνε να βλέπη τις τον χορόν τούτον. Οι χορεύοντες σχηματίζονται εις σφιγκτώς συνδεδεμένην άλυσιν, του πρώτου δίδοντος την δεξιάν εις την δεξιάν του δευτέρου και την αριστεράν εις την δεξιάν του τρίτου, ενώ του δευτέρου η αριστερά προτείνεται εις την δεξιάν του τετάρτου, ώστε να σχηματίζωνται χιαστοί σταυροί ρομβοειδώς συμπεπλεγμένοι. Και ίσως δι' αυτό ο χορός είνε καθιερωμένος εις τας κοσμικάς εορτάς του Πάσχα.


Οι χρωματισμοί των ποικίλων ενδυμασιών των γυναικών απετέλουν εύμορφον αρμονίαν προς τον υπό των ποικίλων ανθέων χρωματισμόν του αγρού, τα λευκότατα πάλιν κολόβια των νεονύμφων άτινα επί τούτω είχον λευκανθή τον Μάρτιον εις τον χαλικόστρωτον αιγιαλόν του Κάστρου ήταν εις ευάρεστον αρμονίαν εγγύς των ερυθρών φουστανιών παιδισκών τινων, εν ώ τα χρυσά κεντήματα του διά κρεμέζης βεβαμένου χιτώνος επί του στήθους φαεινώς ηκτινοβόλουν κατέναντι των ακτίνων του λαμπρού ηλίου.


Και ο ιστάμενος θεατής ευφραίνετο βλέπων πρόσωπα απαλά εξ ενός και χρυσάς κορυφάς εξ άλλου υπό την διαύγειαν λεπτοτάτης μεταξοϋφάντου μανδήλας, και εν γένει κομψά και θελκτικά κορμιά ερασμίων γυναικών, εν θρησκευτική προσοχή περιφερομένων κύκλω συνεκδοχικώς. Σεμνόν θέαμα! Κύκλος καμαρωτός με ωραία λάμποντα μάτια και χρυσώς ακτινοβολούντα στήθη, βαίνων αργώς βήμα προς βήμα, ώστε να υποφαίνηται ηδέως η χρυσόρραπτος κοντούρα, με χαριεστάτην ελαφράν κίνησιν του κορμού δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τους ιάμβους του άσματος, ως κινείται λέμβος ηδυπαθώς εν γαλήνη, ώστε ο χορεύων να μη αισθάνηται κόπον ταράσσοντα. Και αυτό το πήδημα κατά τον δεύτερον στίχον να είνε τόσον ελαφρόν, ώστε να νομίζη τις ότι εποχείται επί απαλού και δροσερού κύματος συρόμενος απαλά με το κύμα.


Η γραία καταπεπονημένη — ήθελε να κοιμάται ολίγον πάντοτε την μεσημβρίαν — επακκουμβήσασα παρά την ρίζαν του γηραιού δένδρου παρηκολούθει σιγά- σιγά, πλην ηδέως, τους ιαμβικούς του άσματος στίχους, υποτονθορύζουσα αυτούς συμφώνως προς τον αναδιπλούμενον ρυθμόν του σεμνού χορού, επιλέγουσα εκάστοτε και την επαλλάσσουσαν επωδόν: Καμάρα χτίζω 'ς το 'γιαλό, Καμάρα δε στεργιόνει. Ένας κοντός κοντούτσικος, κοντός και μ' ένα χέρι.


Το μάρμαρο πελέκαε τις πέτρες πελεκούσε. -Κοντέ μ', και πού ν' το χέρι σου, και πελεκάς με τώνα; -Βασιλοπούλα φίλησα, και μούκοψαν το χέρι. Ας την εξαναφίληγα, κι' ας μούκοφταν και τ' άλλο. Και αντηχεί καλλικέλαδος η ηχώ ανά τους εγγύς λόφους επαναλαμβάνουσα: Καμάρα δε στεργιόνει, να ζήτε λέει τ' αηδόνι. -Να ιδής, Μα, εφώνησεν από της καρυδέας, κρυμμένη εντός των φύλλων, η Δεσποινιώ, «ξομπλιάζουσα», ήτοι παρατηρούσα και κρίνουσα τας ενδυμασίας. Να ιδής, το Μαργιώ τ' καπετάν Μαθιού, φορεί το καλλίτερο κολοβόλι. Τι ώμορφα που είνε βολτιασμένο! Σαν να ήνε από χαρτί!


-Ναι, καλά λες, προσέθηκεν η Σοφούλα, επί άλλου κλάδου ισταμένη. Σαν σκοπελίτικο είνε! Σαν το χιόνι λαμπέινο! -Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη. -Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσα 'σ τον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής. -Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι.


Δεν έχει καμμιά θωριά! -Αχ! Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια. -Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι. -Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα. -Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη. Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα! Η γραία είχεν αποκοιμηθή.


Η δε Δεσποινιώ, εξακολουθούσα να θέλγεται εκ της θέας προσεπάθει να στερεωθή καλλίτερον επί του ολισθηρού κλώνου, όπως «ξομπλιάση» την νύμφην χορεύουσαν. Αλλά φαίνεται ότι η νύμφη «'ντροπαλή ως άβγαλτη» δεν εχόρευε τόσον καλώς. Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως: -Κρίμα 'ς το κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να πάρη τα ποδαράκια της. -Την χαλνάει ο καπετάν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ, σεμνότερα πάντοτε. -Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται.


Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν! Είνε μερικά πράγματα τα οποία μανθάνει τις αυτομάτως. Άλλως δεν εχόρευσαν μεν, ως είπομεν, αλλά πολλάκις εθεώρησαν την καμάραν, τελουμένην εις την γειτονικήν της οικίας των πλατείαν. -Να! Να! είπε γελώσα πάλιν η Σοφούλα. Έχασε την κουντούρα της η νύμφη. Σκύφτει για να την πάρη. Ω, ντροπής νυφίτσα μου! Κρίμα 'ς το ατλαζένιο μπαμπουκλί σου, νυφούλα μ'. -Μποδίζουν τα χορτάρια, τι να σου κάμ'! Απήντησε πάλιν η Δεσποινιώ και αφηρείτο όλη εις του χορού το μεγαλοπρεπές θέαμα, όπερ εξήρθη ήδη σφόδρα, διότι έλαβον μέρος όλαι αι γυναίκες και όλοι οι άνδρες.


Αλλ' αίφνης βαρύς κρότος αντήχησεν εντός των φυλλωμάτων της καρυδέας, ως να έπεσεν άνωθεν ογκώδης λίθος κ' έσεισε δεινώς τους χονδρούς κλάδους του πυκνού δένδρου. Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν.

Συνεχίζεται...


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 28-36.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF